Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη, Νικηφόρος Λύτρας, 1865 (πηγή) |
Εν αρχή ήταν όλα τζάμπα. Εννοώ πολύ πριν μάθουμε πως στο «Jumbo» όλα είναι τζάμπα, ότι «τζάμπα καίει λάμπα, τζάμπα σε θυμάμαι…». Και πολύ πριν θέσουμε το ερώτημα στην αγαπημένη μας «μ’ αγαπάς ή τζάμπα πίνω;». Στην αρχή ήταν όλα δωρεάν, ο Αδάμ και η Εύα είχαν ό,τι ήθελαν, ό,τι επιθυμούσαν στον παράδεισο που τους είχε διαθέσει ο κατασκευαστής τους, με τη μοναδική προειδοποίηση ν’ αποφύγουν εκείνο εκεί το κωλόδεντρο της γνώσης που φύλαγε ο δολερός όφις. «Don’t touch», έγραφε η πινακίδα μπροστά στο δέντρο, «μη μασάς», είπε ο όφις στην Εύα κι αυτή έκανε το μοιραίο βήμα, δίνοντας θηλυκό πρόσημο στο πιο δυναμικό στοιχείο της ανθρωπότητας: την περιέργεια. Δεν μάσησε, λοιπόν, η Εύα, ή για την ακρίβεια και δάγκωσε και μάσησε εκείνο το μήλο (αν ήταν μήλο) και τότε το τζάμπα πέθανε. Ο μύθος δηλοί ότι υπάρχει μια περίεργη συνάρτηση ανάμεσα στην τυφλή υπακοή στην εξουσία και στη δωρεάν πρόσβαση στα κοινά αγαθά. Επομένως, υποτίθεται ότι έκτοτε πληρώνουμε το τίμημα της παραβατικότητάς μας, της ανυπακοής μας.
Πράγμα το οποίο ουδόλως αποδεικνύεται. Ακόμη κι αν η απαρχή της ανθρωπότητας ήταν η έκπτωση από τον παράδεισο (παρ’ ότι οι ανθρωπολόγοι, οι παλαιοντολόγοι και τα ευρήματά τους περιγράφουν ένα μακροχρόνιο, οδυνηρό καθαρτήριο του είδους μας μέχρι να σταθεί στα πόδια του και να χρησιμοποιήσει παραγωγικά τα χέρια του), για δεκάδες χιλιάδες χρόνια το τζάμπα ήταν ο κανόνας. Οι ανθρώπινες κοινωνίες άργησαν πολύ να υιοθετήσουν τις εμπορευματικές συναλλαγές και πολύ περισσότερο τις πληρωμές σε χρήμα. Για χιλιάδες χρόνια το μόνο τίμημα που πλήρωναν οι κοινότητες για την επιβίωσή τους ήταν ενδεχομένως η ζωή τους, όταν έρχονταν αντιμέτωπες με αντίξοες συνθήκες ή μιαν επίθεση από πεινασμένους εισβολείς στο ενδιαίτημά τους.
Ο Γάλλος ανθρωπολόγος Μαρσέλ Μος, με τις έρευνές του, απέδειξε ότι ακόμη και στον προηγούμενο αιώνα, όταν ο καπιταλισμός βρισκόταν σε απίστευτο επεκτατικό οίστρο καταπίνοντας χώρες και πολιτισμούς, επιβίωναν μικρές, πρωτόγονες κοινωνίες που στηρίζονταν στην πολιτική οικονομία του δώρου, δηλαδή του τζάμπα, όχι μόνο στις συναλλαγές μεταξύ της τοπικής εξουσίας, της όποιας Αρχής και του ατόμου, αλλά και στις ανταλλαγές μεταξύ ιδιωτών. Και, ενθουσιασμένος από το γεγονός ότι αυτή η πανάρχαια συμπεριφορά κρυφοζούσε ακόμη και στις σύγχρονες κοινωνίες, έγραφε: «Πρέπει να επιστρέψουμε στο παλιό και θεμελιώδες. Να ανακαλύψουμε για άλλη μια φορά τα κίνητρα ζωής και δράσης που ακόμη θυμούνται πολλές κοινωνίες και πολλές κοινωνικές τάξεις: τη χαρά της προσφοράς στο σύνολο, την τέρψη της γενναιόδωρης αισθητικής δαπάνης, την απόλαυση της φιλοξενίας στη δημόσια ή την ιδιωτική γιορτή. Η κοινωνική ασφάλιση, η αναζήτηση της αμοιβαιότητας και της συνεργασίας στην επαγγελματική ομάδα… έχουν οπωσδήποτε μεγαλύτερα αξία από την προσωπική ασφάλεια που εγγυάται ο ευγενής στον παχτωτή του και από την ισχνή ζωή που επιτρέπει το μεροκάματο της εργοδοσίας, μεγαλύτερη κι από την καπιταλιστική ακόμη αποταμίευση, με την αβέβαιη τελικά πίστη της». Αυτά έγραφε ο Μος το 1925 στη μελέτη του για το «Δώρο», ένα μικρό μανιφέστο της πολιτικής οικονομίας του τζάμπα.
Τι είναι σήμερα δωρεάν; Θεωρητικά πάρα πολλά πράγματα. Ο αέρας που αναπνέουμε (αν κάποιος δεν αποφασίσει να φορολογήσει το διοξείδιο που εκπέμπουμε σε κάθε εκπνοή), η απόλαυση που αντλούμε από τη φύση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας, το σεξ. Αλλά κι αυτά είναι τζάμπα μόνο αν τα πάρουμε χωρίς την εμπορευματική συσκευασία τους ή χωρίς τη διαμεσολάβηση του κράτους και των ιδιωτών που υποτίθεται ότι διευκολύνουν την πρόσβασή μας σ’ αυτά. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με όλους τους φυσικούς πόρους που «παράγει» η γη χωρίς να μας ζητάει κανένα απολύτως αντίτιμο, πέρα από τη μέριμνα να μην τους εξαλείψουμε πριν της ώρας τους. Όλα είναι τζάμπα, αλλά με ένα μαγικό τρόπο η μετατροπή τους σε αγαθά προς κατανάλωση περνά μέσα από πολύπλοκους μηχανισμούς δημόσιας ή κρατικής φορολόγησης, που τα καθιστά αντικείμενο κερδοσκοπίας και παραγωγής υπεραξιών.
Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ως οικονομικός πολιτισμός είμαστε μάλλον στον αντίποδα της φύσης μας, της φυσικής μας ροπής προς το δωρεάν. Το δωρεάν πρέπει να διευρύνεται, όχι να περιορίζεται. Αυτό άλλωστε το αντιλήφθηκαν εγκαίρως ακόμη και οι αρχαίες κοινωνίες που εξασφάλιζαν τη συνοχή τους και την αντοχή των συστημάτων εξουσίας τους, φροντίζοντας να παρέχουν ένα ελάχιστο επίπεδο δωρεάν παροχών στις υποτελείς τάξεις. Έστω και έναντι φόρου. «Άρτον και θεάματα», προσέφεραν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες στους πληβείους τους. Και πολύ περισσότερο, η δημοκρατική Αθήνα πρόσφερε στους πολίτες της, και μάλιστα ανεξαρτήτως φοροδοτικής ικανότητας, ένα ευρύ πεδίο δωρεάν παροχών, για να αντισταθμίσει την ισχύ των πλουσίων αστών.
Αυτές είναι κατά κάποιο τρόπο οι ρίζες του κοινωνικού κράτους και η αιτία ύπαρξής του. Καθώς η ιδιωτική οικονομία ροκανίζει διαρκώς τον δημόσιο χώρο και καθιστά εμπορεύσιμα τα δωρεάν αγαθά, το κοινωνικό κράτος -με το αζημίωτο βεβαίως, τους φόρους- έρχεται να χαράξει ένα όριο ασφαλείας στην περιοχή του δωρεάν. Παραδόξως, αν και ο καπιταλισμός είναι το σύστημα που ανάγει την απληστία σε υπέρτατη αξία, είναι στις μέρες του που το κοινωνικό κράτος κατοχύρωσε μεγάλες ζώνες οικονομίας του τζάμπα, ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όχι αναίμακτα, βέβαια. Και, διόλου τυχαία, μερικά από αυτά τα δωρεάν παρεχόμενα αγαθά (η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, ο πολιτισμός, τα μνημεία, η ελευθερία κίνησης των ατόμων, ο ελεύθερος χρόνος) θωρακίστηκαν ως δικαιώματα στα συντάγματα, αλλά ακόμη και στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Πρόκειται άλλωστε για αγαθά που, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, το κεφάλαιο δεν ήθελε να παράγει γιατί δεν πρόσφεραν υψηλή κερδοφορία, αναπαυόμενο στα κέρδη που τους απέφεραν τα βιομηχανικά αγαθά.
Καθώς οι κοινωνίες των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης κατέκτησαν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο και μάλλον χόρτασαν από ψυγεία, πλυντήρια, αυτοκίνητα και απορρυπαντικά, οι κοινωνικές τους ανάγκες διαφοροποιήθηκαν ριζικά. Αίφνης, η μόρφωση των παιδιών, η υγεία, η ποιότητα ζωής, η αναψυχή, ο ελεύθερος χρόνος, ο πολιτισμός, η ασφάλεια του δημόσιου χώρου αλλά και η ασφάλιση του μέλλοντος, πράγματα που παρέχονταν δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν και πάντως σαν δημόσια αγαθά και με την εγγύηση του κράτους, κατέλαβαν μεγάλο μέρος του ισοζύγιου των αναγκών. Δεν ήταν απλά μια διαφορετική ιεράρχηση προτεραιοτήτων, μια στροφή στο «τζαμπατζιλίκι». Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα πολιτισμικό άλμα, μια προσπάθεια αποκόλλησης από την τυραννία της ανάγκης, από το μαγκανοπήγαδο της επιβίωσης, ένα βήμα πνευματικής χειραφέτησης, το οποίο παρέσυρε ακόμη και τα κόμματα εξουσίας τα οποία έκαναν πεδίο ανταγωνισμού τους τη δωρεά (ή με ελάχιστο κόστος) των νέων και παλιών δημόσιων αγαθών. Τα οποία ωστόσο απορροφούσαν ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος των κρατικών προϋπολογισμών.
Αυτό είναι που αλλάζει τα τελευταία χρόνια. Η εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών έγινε το επόμενο Ελντοράντο του καπιταλισμού και η έσχατη ελπίδα ανάκαμψης της κερδοφορίας του. Εκεί βρίσκονται και οι ρίζες του νεοφιλελευθερισμού που έθεσε ως απόλυτο στόχο την άλωση της «δωρεάν οικονομίας», την απόλυτη ιδιωτικοποίηση όλων των πεδίων δράσης του κοινωνικού κράτους. Τα δημόσια έργα έγιναν σιγά σιγά λεία για προμηθευτές και εργολάβους, έπειτα πέρασαν στη «συγχρηματοδότηση», για να καταλήξουν εντελώς ιδιωτικά, όπως το εθνικό οδικό δίκτυο (ατόφιο κομμάτι εθνικής επικράτειας) που έχει καταντήσει ιδιωτική οδός.
Επομένως, η δαιμονοποίηση του τζάμπα και των τζαμπατζήδων δεν είναι τόσο αθώα όσο θέλει να φαίνεται. Δεν είναι η υπεράσπιση μιας γενικής και αόριστης νομιμότητας, αλλά μιας νέας νομιμότητας ιδιωτικής χρήσεως στην οποία το κράτος προσέρχεται εγγυητής όχι μόνο του της ιδιωτικοποίησης των δημοσίων αγαθών, αλλά και της κερδοφορίας των απαλλοτριωτών τους. Με πρόστιμα, με ποινές, με αστυνομία, φυλακές, ενδεχομένως και με στρατό. Αλλά και με αντίσταση κατά της Αρχής, και με εκτροπή στην «ανομία» που υπερασπίζεται μια άλλη νομιμότητα, άγραφη μεν, αλλά φυσική όσο φυσικός ήταν ο παράδεισος του τζάμπα για τους πρωτόπλαστους. Με την «ανομία» ενός Θορώ, που αρνήθηκε να πληρώσει φόρους που χρηματοδοτούσαν έναν άδικο πόλεμο. Ή μιας Αντιγόνης που επικαλείται ένα φυσικό δίκαιο πάνω από το δίκαιο του Κρέοντα. Με τον τρόπο που μας θυμίζει το παραπλεύρως απόσπασμα του Σοφοκλή – δραματικό κάλεσμα ανυπακοής για το οποίο, ευτυχώς, ο τραγωδός δεν κινδυνεύει να του επιβάλουν πρόστιμο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου