Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν

(πηγή)
του Κώστα Βεργόπουλου
από την Ελευθεροτυπία


Στη θύελλα των διεθνών συζητήσεων με αφορμή την οικονομική κρίση και τις πολιτικές απεμπλοκής από αυτήν, πολλές και ποικίλες φωνές παρεμβαίνουν· όμως, παραδόξως, οι λιγότερο ακουόμενες είναι αυτές που επαγγέλλονται, σε αντιδιαστολή με τις υπόλοιπες, την «αριστερή» προσέγγιση.

Σήμερα, η Αριστερά απουσιάζει. Η αδυναμία «αριστερής» προσέγγισης εξηγεί το αντίστοιχο έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας της.

Αυτοανακηρυγμένοι «μαρξιστές», στη χώρα μας όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, τοποθετούν αυθαίρετα, αδιάκριτα, ανώφελα όλους τους άλλους στον αυτό «αστικό» σάκο. Προσπαθώντας να πιστέψουν ότι η κρίση είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και κατευθυνόμενη, ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει λύση, ότι κάθε προσπάθεια εξόδου είναι καταδικασμένη, ενόσω δεν θέτει ζήτημα ανατροπής του καπιταλισμού. Ονοματολογία μέχρι καταχρήσεως: «ρεφορμιστές», «σοσιαλδημοκράτες», «κεϊνσιανοί», «νεο-κεϊνσιανοί», «μετα-κεϊνσιανοί», «καλετσκιανοί» και ούτω καθ' εξής. Ετικέτες που δεν συμβάλλουν στην κατανόηση των προτάσεων του καθενός, αλλά στη σύγχυση, σπίλωση, εξουδετέρωση. Παρόμοιες μέθοδοι απομονώνουν τους εμπνευστές τους, όχι τους μετέχοντες των συζητήσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται με κάθε λαϊκή ετυμηγορία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.

Οι κοινωνικές δυνάμεις βρίσκονται σε αναβρασμό και αγανάκτηση, όμως αυτοί που φαντάζονται ότι τις εκπροσωπούν αδυνατούν να τις πείσουν. «Η θεωρία είναι γκρίζα, όμως το δέντρο της ζωής είναι πράσινο», επισήμαινε ο Καρλ Μαρξ. Σήμερα, κάποιοι που τον επικαλούνται, αντιστρέφουν την τάξη των χρωμάτων: «η κοινωνία βρίσκεται σε σύγχυση και αποπροσανατολισμό, η θεωρία παραμένει ξεκάθαρη και ακλόνητη». Ο Μαρξ εστήριξε τους λαϊκούς αγώνες, ακόμη και αν δεν συμφωνούσε με τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους, όπως την Παρισινή Κομμούνα (1871), ενώ οι οπαδοί του την αποδοκίμαζαν. Αντιθέτως, κάποιοι υποθετικοί «οπαδοί» τού σήμερα, αντί να διδάσκονται από την τρέχουσα κοινωνική αφύπνιση, αξιώνουν να τη συνετίσουν, να την περιχαρακώσουν, να την ποδηγετήσουν. Ο Λένιν ετόνιζε ότι όποιος προσδοκά κοινωνική εξέγερση με καθαρότητα θεωρητικού σχήματος, δεν θα την αντικρίσει ποτέ. Η κοινωνική δυναμική εισβάλλει πάντα από απροσδόκητους δρόμους και μορφές. Η πραγματικότητα υπερβαίνει πάντα οιαδήποτε θεωρία. Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στη δεύτερη, όχι στην πρώτη.

Σήμερα, όπως το 1930, όσοι προτείνουν καταπολέμηση της ύφεσης μέσω επέκτασης των δημόσιων δαπανών προς άμεση πρόσληψη ανέργων και ανάκαμψη της οικονομίας, στηλιτεύονται, τελούν υπό αριστεροδεξιό κατηγορητήριο: όχι μόνον από φιλελεύθερους και συντηρητικούς κάθε απόχρωσης, αλλά και από υποθετικούς «μαρξιστές». Το δημόσιο έλλειμμα και χρέος αποδοκιμάζεται από αμφότερες τις πλευρές, διότι θεωρείται ότι μέσω αυτού πλουτίζουν όσοι τοποθετούν με τόκο χρήματα στα κρατικά ομόλογα. Παρασιωπάται έτσι ότι ο δημόσιος δανεισμός δεν μειώνει τη ρευστότητα της οικονομίας, εφόσον διοχετεύει στην οικονομία χρήμα, που διαφορετικά θα ελίμναζε στις αποταμιεύσεις. Εξασφαλίζονται έτσι κατά απόλυτη προτεραιότητα απασχόληση και εισόδημα σε ανέργους. Εξάλλου, εάν χρηματοδοτεί η κεντρική τράπεζα, παρακάμπτονται οι ιδιώτες δανειστές.

Έτερη γραμμή κατηγορητηρίου: η ενδεχόμενη ανάκαμψη της οικονομίας θα σημαίνει αναστήλωση και διαιώνιση του συστήματος που κατέρρευσε, ενώ αυτό πρέπει να αλλάξει. Όμως, ενόσω η οικονομία βρίσκεται κατάκοιτη και αδρανής, ουδεμία αλλαγή είναι δυνατή. Οι αλλαγές είναι εφικτές και σχετικά ανώδυνες, μόνον ενόσω το σύστημα παραμένει σε κίνηση, με αυξητικούς ρυθμούς και υψηλό δείκτη απασχόλησης. Άλλωστε, όταν οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονται, αυτό δημιουργεί νέα οικονομική πραγματικότητα, με άξονα τον διευρυνόμενο ρόλο του κράτους στην οικονομία και κοινωνία.

Ετσι ακριβώς συνέβη το 1930: ο αυξημένος ρόλος του Δημοσίου με την πολιτική του Ρούζβελτ (1935) οδήγησε όχι μόνο στη διάσωση της απασχόλησης, αλλά και στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος, με επέκταση κοινωνικών δαπανών. Ο,τι χτίζεται σε συνθήκες κρίσης δεν ξηλώνεται εύκολα στη συνέχεια και, μετά την κρίση, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν.

Ο φόβος ότι η ανάκαμψη μέσω δημόσιας δαπάνης θα αποκαταστήσει το παλαιό σύστημα, που σήμερα βρίσκεται σε κρίση, δεν ευσταθεί και είναι ιστορικά ατεκμηρίωτος. Ο τρόπος απεμπλοκής από την κρίση προσδιορίζει κάθε φορά και το νέο σύστημα μετά από αυτήν. Σήμερα το ΔΝΤ αποδίδει την κρίση δημόσιου ελλείμματος και χρέους των 20 πλουσιότερων οικονομιών στη μετάθεση προς το Δημόσιο της κρίσης ελλείμματος και χρέους του ιδιωτικού τομέα. Όμως, έξοδος από την κρίση προϋποθέτει τη μετατροπή του παθητικού ελλείμματος σε ενεργητικό. Αύξηση δημόσιων δαπανών δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην κρατισμό, εφόσον ακόμη και αυτοδιαχειριστικές μορφές προϋποθέτουν δημόσιο έλεγχο της ιδιωτικής ασυδοσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου