Οι μαζικές κινητοποιήσεις στις πλατείες δεκάδων ελληνικών πόλεων, αλλά και τα αντίστοιχα παραδείγματα σε άλλες χώρες στην Ευρώπη συνιστούν ένα εξαιρετικής σημασίας γεγονός στη μετά το Μνημόνιο περίοδο και ως τέτοιο πρέπει να αναλυθεί.
Την αρχική αμηχανία και διστακτικότητα πολλών από εμάς σχετικά με τις συγκεντρώσεις, πρέπει να τη διαδεχτεί μια σοβαρή συζήτηση που θα έχει στο κέντρο της τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι κινητοποιήσεις δεν ξεκίνησαν με πολιτικό όραμα, στόχο και περιεχόμενο. Δεν βγήκε την πρώτη μέρα ένα σαφές πολιτικό μήνυμα, αλλά μια σαφής κραυγή απόγνωσης ευρέων κομματιών της κοινωνίας που πετιούνται έξω και δια παντός, ως σκουπίδια από το σύστημα. Μπορεί να μην πρόκειται για κίνημα, αφού αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες διεκδικήσεις και αιτήματα, αλλά πρόκειται για μια πολιτική δράση από ένα σημαντικό αριθμό κόσμου που βλέπει ότι δεν πάει άλλο και επιλέγει, έστω και με την πρωτόλεια και άνευ πολιτικού πλαισίου επιλογή μιας αυθόρμητης συγκέντρωσης, να βγει στους δρόμους.
Αυτή η κραυγή απόγνωσης που παίρνει τη μορφή των «αγανακτισμένων» δείχνει σε μια πρώτη ανάγνωση την αδυναμία της αριστεράς να προσεγγίσει αυτά τα στρώματα της κοινωνίας με τους παραδοσιακούς τρόπους και μέσω των παραδοσιακών δομών, όπως είναι τα συνδικάτα.
Στην αριστερά υπάρχουν 2 κίνδυνοι
Ο πρώτος είναι να θεωρήσει εξ ορισμού τις κινητοποιήσεις ως εχθρικές και να τις αφήσει στην τύχη τους. Το αποτέλεσμα θα είναι στις κινητοποιήσεις να τονιστούν με σχεδόν αυτόματο τρόπο τα εθνικά χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν σε αυτήν από τα πρώτα καλέσματα. Είναι αλήθεια ότι σε αυτήν την πρώτη φάση οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν με ένα γενικευμένο όχι. Όχι στους κλέφτες, όχι στη διαφθορά, αλλά και ένα γενικό όχι στο πολιτικό σύστημα και στους οργανωμένους εκπροσώπους του συνδικαλιστικού κινήματος.
Αυτό το γενικευμένο όχι λοιπόν αφορά και στην αριστερά. Το ό,τι μας αφορά, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μολυνθούμε από τους «απολίτικους». Σε αυτό το σημείο πρέπει να σκεφτούμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ακριβώς λόγω της αποδυνάμωσης και των αδυναμιών των παραδοσιακών μορφών (αριστερά κόμματα, συνδικάτα) που ως Συνασπισμός αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να αλλάξουμε, μια κινητοποίηση που θα ένωνε ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας που πλήττονται στην κρίση ενδεχομένως δεν θα μπορούσε καν να ξεκινήσει από εμάς. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι έτσι κι αλλιώς η παρέμβασή μας στους μαζικούς χώρους σήμερα δεν είναι εύκολη. Μια συγκέντρωση στο Σύνταγμα που δεν είναι αρκούντως αριστερή μπορεί να διαφέρει από μια παρέμβαση στη γειτονιά, αλλά όχι και τόσο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κόσμος που φοβάται, κόσμος που χρόνια είναι εγκλωβισμένος σε δεξιά ιδεολογήματα και σε δεξιές πρακτικές, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να είναι κόσμος με τον οποίο μιλάμε και δεν χρειάζεται σε αυτό να επιχειρηματολογήσουμε μεταξύ μας.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να αγκαλιάσουμε αυτό το πράγμα έτσι όπως είναι, χωρίς πολιτικό σχέδιο και χωρίς παρέμβαση. Να θεωρήσουμε τις συγκεντρώσεις αυτές ως τον Ιορδάνη ποταμό που θα ξεπλύνει όλα τα παλιά εργαλεία και θα γεννήσει το ρεύμα των blolggers και του twitter, οδηγώντας μας στη Γη της επαγγελίας. Να υποτιμήσουμε τους αγώνες που ήδη γίνονται σε σωματεία και σε γειτονιές και να τους θεωρήσουμε είτε δευτερεύοντες, είτε ξεπερασμένους, είτε αναποτελεσματικούς. Ή, από μια άλλη αφετηρία, να θεωρήσουμε ότι αρκεί μόνο να καλέσουν τα συνδικάτα και αυτά στο Σύνταγμα για να μπολιαστεί το «κίνημα των αγανακτισμένων» και να αποκτήσει αριστερό πρόσημο.
Πρώτη προϋπόθεση είναι να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να δρούμε με άλλον τρόπο πρώτα εμείς. Και μέσα στους χώρους μαζικής παρέμβασης, και στους συνδικαλιστικούς χώρους, παντού. Να ακούσουμε τη φωνή μιας νεολαίας που δεν έχει φωνή και να σκεφτούμε ότι τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, αφορούν και εμάς. Να αλλάξουμε και εμείς όχι για να γίνουμε πιο ελκυστικοί, υπακούοντας σε μια λογική που ρέπει στον κονφορμισμό, αλλά για να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί.
Ο πρώτος είναι να θεωρήσει εξ ορισμού τις κινητοποιήσεις ως εχθρικές και να τις αφήσει στην τύχη τους. Το αποτέλεσμα θα είναι στις κινητοποιήσεις να τονιστούν με σχεδόν αυτόματο τρόπο τα εθνικά χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν σε αυτήν από τα πρώτα καλέσματα. Είναι αλήθεια ότι σε αυτήν την πρώτη φάση οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν με ένα γενικευμένο όχι. Όχι στους κλέφτες, όχι στη διαφθορά, αλλά και ένα γενικό όχι στο πολιτικό σύστημα και στους οργανωμένους εκπροσώπους του συνδικαλιστικού κινήματος.
Αυτό το γενικευμένο όχι λοιπόν αφορά και στην αριστερά. Το ό,τι μας αφορά, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μολυνθούμε από τους «απολίτικους». Σε αυτό το σημείο πρέπει να σκεφτούμε δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ακριβώς λόγω της αποδυνάμωσης και των αδυναμιών των παραδοσιακών μορφών (αριστερά κόμματα, συνδικάτα) που ως Συνασπισμός αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να αλλάξουμε, μια κινητοποίηση που θα ένωνε ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας που πλήττονται στην κρίση ενδεχομένως δεν θα μπορούσε καν να ξεκινήσει από εμάς. Το δεύτερο πράγμα είναι ότι έτσι κι αλλιώς η παρέμβασή μας στους μαζικούς χώρους σήμερα δεν είναι εύκολη. Μια συγκέντρωση στο Σύνταγμα που δεν είναι αρκούντως αριστερή μπορεί να διαφέρει από μια παρέμβαση στη γειτονιά, αλλά όχι και τόσο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει κόσμος που φοβάται, κόσμος που χρόνια είναι εγκλωβισμένος σε δεξιά ιδεολογήματα και σε δεξιές πρακτικές, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να είναι κόσμος με τον οποίο μιλάμε και δεν χρειάζεται σε αυτό να επιχειρηματολογήσουμε μεταξύ μας.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να αγκαλιάσουμε αυτό το πράγμα έτσι όπως είναι, χωρίς πολιτικό σχέδιο και χωρίς παρέμβαση. Να θεωρήσουμε τις συγκεντρώσεις αυτές ως τον Ιορδάνη ποταμό που θα ξεπλύνει όλα τα παλιά εργαλεία και θα γεννήσει το ρεύμα των blolggers και του twitter, οδηγώντας μας στη Γη της επαγγελίας. Να υποτιμήσουμε τους αγώνες που ήδη γίνονται σε σωματεία και σε γειτονιές και να τους θεωρήσουμε είτε δευτερεύοντες, είτε ξεπερασμένους, είτε αναποτελεσματικούς. Ή, από μια άλλη αφετηρία, να θεωρήσουμε ότι αρκεί μόνο να καλέσουν τα συνδικάτα και αυτά στο Σύνταγμα για να μπολιαστεί το «κίνημα των αγανακτισμένων» και να αποκτήσει αριστερό πρόσημο.
Πρώτη προϋπόθεση είναι να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να δρούμε με άλλον τρόπο πρώτα εμείς. Και μέσα στους χώρους μαζικής παρέμβασης, και στους συνδικαλιστικούς χώρους, παντού. Να ακούσουμε τη φωνή μιας νεολαίας που δεν έχει φωνή και να σκεφτούμε ότι τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία, αφορούν και εμάς. Να αλλάξουμε και εμείς όχι για να γίνουμε πιο ελκυστικοί, υπακούοντας σε μια λογική που ρέπει στον κονφορμισμό, αλλά για να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί.
- Η Ράνια Σβίγκου είναι μέλος ΚΠΕ Συνασπισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου