(πηγή) |
από τα Ενθέματα
της Αυγής της ΚυριακήςΔεν θα προσπαθήσω να περιγράψω τι γίνεται στην Πλατεία Συντάγματος, και σε τόσες άλλες πλατείες της χώρας: όλοι ή οι περισσότεροι ήμασταν εκεί -- τουλάχιστον έτσι θέλω να φαντάζομαι. Κι έπειτα, συστατικά στοιχεία της συγκέντρωσης ήταν η μαζικότητα και η ποικιλομορφία: έτσι, το να την περιγράψεις σε λίγες αράδες, να συμπυκνώσεις τα χαρακτηριστικά της, δεν είναι καθόλου απλό· ίσα ίσα, αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα. Θα ήθελα όμως να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας, κυριακάτικοι αναγνώστες των «Ενθεμάτων», καθώς αυτό που συμβαίνει μας αφορά βαθιά και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε σοβαρά.
Το πρώτο και μείζον, για μένα, είναι ότι επί δύο συνεχόμενες μέρες (τη στιγμή που γράφεται το άρθρο, Παρασκευή πρωί) χιλιάδες άνθρωποι, ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, από το πουθενά, ανταποκρινόμενοι σε ένα κάλεσμα στο facebook βγήκαν στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούν. Δεν ήταν καθόλου εύκολο ούτε δεδομένο: πόσες και πόσες φορές, τον τελευταίο καιρό, δεν έχουμε πάει σε άμαζες και θλιβερές συγκεντρώσεις, του «αραία αραία να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα», κι ας χαλάει ο κόσμος απ’ όσα γίνονται, κι ας καλούσαν σ’ αυτές πεντακοσιεσπενηνταπέντε συλλογικότητες, ομάδες και ψηφίσματα. Από μόνο του λοιπόν, αυτό καθαυτό, το ότι χιλιάδες άνθρωποι, νέοι στη συντριπτική τους πλειονότητα, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν είναι μάλλον μόνιμοι θαμώνες των κινητοποιήσεων, κατεβαίνουν στον δρόμο συνιστά πολιτικό γεγονός πρώτης τάξης, με δύο κρίσιμα γνωρίσματα: το μαζικό και το αυθόρμητο. Και η πράξη αυτή, στη συνέχεια, συνιστά μια έμπρακτη διαπαιδαγώγηση στη συλλογική δράση.
Ακόμα, το ότι χιλιάδες άνθρωποι οικειοποιούνται το κέντρο της πόλης, ότι οι δρόμοι είναι γεμάτοι μέχρι αργά το βράδυ, έχει ανυπολόγιστη αξία, μπορεί να είναι καταλυτικό για τις συλλογικές και ατομικές διαθέσεις, να αλλάξει κλίμα και την ατζέντα, να δώσει κουράγιο και δύναμη. Το ένιωσε, θαρρώ, όποιος και όποια πέρασε από το Σύνταγμα. Αν θυμηθούμε την κατάσταση λίγες μέρες πριν, με τις επιδρομές της Χρυσής Αυγής, τον ζόφο και την ερημιά στην πόλη, τη γενικότερη αίσθηση του μάταιου που έχει κυριαρχήσει, οι δυο εικόνες μοιάζουν η μέρα με τη νύχτα. Γι’ αυτό όσα συμβαίνουν στις πλατείες, κι ας διαφέρουν σε πολλά από ό,τι θα θέλαμε και φανταζόμαστε, δεν μπορεί παρά να μας αγγίζουν. Αν ο φόβος αρχίσει να σπάει, αν η ελπίδα αχνοφαίνεται, αυτό είναι μια μεγάλη αρχή, και η αρχή, ως γνωστόν, είναι το ήμισυ του παντός.
Όμως, όσο και να μας συγκινεί το Σύνταγμα, δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, να το βαφτίσουμε «δικό μας» -- μιλάω πάντα για τους αριστερούς και τις αριστερές. Γιατί, απλούστατα, δεν είναι· και θα ήταν υποκριτικό και πολιτικάντικο να καμωνόμασταν κάτι τέτοιο. Όχι τόσο επειδή υπάρχουν πολλές όψεις που μας κάνουν σκεπτικούς ή δεν μας αρέσουν -- λ.χ. η αποδοκιμασία συλλήβδην του πολιτικού κόσμου, οι κραυγές «Κλέφτες, κλέφτες!». Αλλά, κυρίως, επειδή δεν πρέπει να επιπέσουμε σαν τα κοράκια, κοτσάροντας πλατφόρμες και «αγκαλιάζοντας» κάτι που δεν το κάναμε και, μάλιστα, έγινε κόντρα και έξω από εμάς, πέρα από τις μορφές πάλης και αγώνα μας. Το γεγονός ότι οι μάζες των νέων ανθρώπων κινητοποιούνται με ένα κάλεσμα στο facebook, ότι εμπιστεύονται κάποιους ανώνυμους συνομηλίκους που δεν τους ξέρουν, και όχι τα κόμματα της Αριστεράς ή της Αναρχίας και τα συνδικάτα που τα ξέρουν (και τα θεωρούν μέρος του «διεφθαρμένου συστήματος», όπως δείχνουν οι αποδοκιμασίες προς τη ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ) πρέπει να μας βάλει σε σοβαρή σκέψη -- αν δεν θέλουμε να μοιάσουμε στη γελοιότητα της ΝΔ, που «χαιρετίζει» την πρωτοβουλία και την καλεί… να κρατηθεί ακομμάτιστη Γιατί αυτή η πρωτόγνωρη κινητοποίηση συνιστά και ήττα της Αριστεράς, είμαστε κι εμείς μέρος της αποδοκιμασίας.
***
Όσο μπόρεσα να καταλάβω αυτές τις μέρες, το πράγμα είναι ρευστό και ποικιλόμορφο: σε ένα σημείο ελληνικές σημαίες, παραπέρα τραγουδούσαν την «Ξαστεριά», σε μια γωνιά φώναζαν «Τέρμα πια στις εκτονώσεις, καταλήψεις-διαδηλώσεις», αλλού «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από εδώ», άκουσα και τον εθνικό ύμνο, κάποιοι καλούσαν τον Γιωργάκη να επιστρέψει στη «χώρα του» και ελεεινολογούσαν τη Μαργαρίτα, κάποιοι παραπέρα έφτιαχναν ένα χαλασμένο ποδήλατο κι άλλοι μπορεί να καθάριζαν φρέσκα φασολάκια -- και όλοι, μα όλοι, ξεσπούσαν σε ουρανομήκη γιούχα και μούντζες μόλις εμφανιζόταν ακόμα και σκιά στο κτίριο της Βουλής: βουλευτής, υπάλληλος, όργανον ή πουλί πετούμενο. Το ζήτημα, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν είναι να ανακαλύψουμε αν σε μια γωνιά υπήρχαν δέκα Χρυσαυγίτες, κάπου αλλού κάποιοι με κόκκινα λάβαρα και κάμποσοι τρελαμένοι, αλλά το τι είναι εκείνο που δίνει τον τόνο. Είναι δύσκολο να το πεις, παρόλο που ξεχωρίζουν σαφώς στοιχεία όπως η διαμαρτυρία ενάντια σε όλο το πολιτικό σύστημα και η απαξίωση του κοινοβουλευτισμού ή η σαφής επιλογή της μη βίας. Πάντως, όσο κι αν το στίγμα είναι «θολό», «απολίτικο», αντιφατικό, δεν έχει κάτι που να παραπέμπει στην ακροδεξιά (το αντίθετο μάλλον, αν δούμε στο real-democracy.gr/node/2, όπου διαβάζουμε όχι μόνο για την κομματοκρατία, αλλά και ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη).
Τις επόμενες μέρες θα κριθούν πολλά: το αν η κινητοποίηση θα μαζικοποιηθεί ή θα ξεφουσκώσει (δεν μπορούμε παρά να ευχόμαστε το πρώτο) και, ακόμα, με ποιους τρόπους θα εκφραστεί, θα αυτοοργανωθεί, θα αποκτήσει διαδικασίες. Δεν νομίζω ότι μπορεί χιλιάδες άνθρωποι να μαζεύονται απλώς ες αεί στις πλατείες και ο καθένας να λέει τα δικό του. Με κάποιο τρόπο θα αναζητήσουν, πέρα από μορφές συντονισμού, μορφές αυτοοργάνωσης και έκφρασης. Και αυτό είναι το κρίσιμο.
Τι κάνουμε εμείς; Λέω τρία που μου φαίνονται βασικά. Πρώτον, να είμαστε εκεί, όχι από πολιτικό καθήκον, αλλά από πολιτική ανάγκη, να ακούσουμε και να πούμε. Δεύτερον, να αποφύγουμε τα γιουρούσια, να πάμε να εκθέσουμε τις αναλυσάρες μας για να «πολιτικοποιήσουμε» το συμβάν και να του δείξουμε τον δρόμο προς το σοσιαλισμό. Τρίτον, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε: πώς έγινε όλο αυτό, αυτό που εμείς οι αριστεροί, παρά τις αγαθές μας προθέσεις, τις λαμπρές μας αναλύσεις και την αδιαμφισβήτητη αγωνιστικότητά μας, δεν το μπορέσαμε. Μου φαίνεται ο μόνος τρόπος για να παραμείνουμε πολιτικά ενεργοί και δραστικοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου