Stephanie McMillan, CartoonMovement |
του Κώστα Γαβρόγλου
από την Αυγή (27/4) Είναι εντυπωσιακό πόσο συγκρατημένοι, σώφρονες και σοβαροί είναι στον δημόσιο λόγο τους πολλοί επιστήμονες που σχετίζονται με τα πυρηνικά. Ενώ από την αρχή ήταν απολύτως σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια συγκλονιστική καταστροφή, σχεδόν το σύνολό τους ήθελαν και άλλα στοιχεία, περίμεναν τι θα πουν οι διεθνείς οργανισμοί, τι δηλώσεις θα κάνουν οι κυβερνήσεις κ.λπ. Θυμάμαι πόσοι πολλοί επιχειρηματολογούσαν ότι η Φουκουσίμα δεν είναι Τσέρνομπιλ. Από ό,τι φαίνεται έχουν διαψευσθεί πανηγυρικά. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι φάνηκε πόσο ανόητο είναι να συγκρίνει κανείς τα δύο. Είναι σαν να συγκρίνει τον Πρώτο με τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Τι ακριβώς συγκρίνει κανείς; Τα αίτια; Τον αριθμό των νεκρών; Τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις; Αστεία πράγματα, που μόνο τους στόχο είχαν μπας και περάσει λίγο ο καιρός και ξεχαστεί και αυτό. Να, όμως, που η πραγματικότητα της Φουκουσίμα έχει γελοιοποιήσει αυτόν τον τόσο συγκρατημένο δημόσιο λόγο τόσων πολλών επιστημόνων.
Ένα άλλο στοιχείο που σχετίζεται με το πυρηνικό ατύχημα, είναι μία παραλυτική παράδοση της αριστεράς: η ιδεολογία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και της σημασίας της στην εδραίωση του σοσιαλισμού. Ήταν μία σχεδόν άνευ όρων αποδοχή του θαύματος των επιστημών και της τεχνολογίας. Αυτό που για την αριστερά είχε την μόνη σημασία ήταν η σωστή εφαρμογή των επιστημών και της τεχνολογίας, για το καλό, πάντοτε, του λαού. Ο χαρακτήρας της ίδιας της επιστήμης και της τεχνολογίας θεωρούνταν ως κάτι ουδέτερο, ήταν στο απυρόβλητο. Θα ήθελα να κάνω κάποια σχόλια πάνω σε αυτό το πρόβλημα.
Όπως ο καπιταλισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο και όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εξέλιξης που προκύπτει από την «ανθρώπινη φύση», έτσι και οι επιστήμες είναι το αποτέλεσμα ιστορικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τη συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο των επιστημών. Oι επιστήμες δεν απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή και περιεχόμενο ως αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εκλέπτυνσης των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου ούτε εξαιτίας της «φύσης» του κόσμου που μας περιβάλλει. Κατανοούμε τον ιστορικά διαμορφωμένο χαρακτήρα των επιστημών ώστε να κατανοήσουμε τους όρους παραγωγής τους ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε για να επηρεάσουμε τις εξελίξεις. Ας σημειώσουμε ότι πολλοί -ανάμεσά τους και πολλοί αριστεροί- δέσμιοι μιας αντίληψης περί ουδετερότητας των επιστημών, ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με την κοινωνική λειτουργία της επιστήμης. Η κυρίαρχη αντίληψη μάς έχει πείσει ότι οι επιστήμες είναι ουδέτερες και αυτό που είναι σημαντικό είναι ο τρόπος εφαρμογής τους. Μήπως, όμως, υπάρχει ένα διαφορετικό σημείο θέασης; Μήπως οι διαδικασίες και οι αξίες που εγγράφονται στο στάδιο παραγωγής των επιστημονικών γνώσεων, να καθορίζουν -ώς ένα, σημαντικό όμως, βαθμό- την κοινωνική τους λειτουργία;
Ας αναλογιστούμε ένα χαρακτηριστικό των επιστημών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας που διέπει την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης. Η δομή της εργασίας για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης μέσα από τις αυστηρές ιεραρχίες, οι «απαραίτητες» γνώσεις που χρειάζονται για την παραγωγή νέας γνώσης, η απόλυτη έμφαση στην κατάρτιση και την χρησιμοθηρική προσέγγιση στην ανωτάτη εκπαίδευση, οι τρόποι χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας από τους κρατικούς θεσμούς και τον στρατό, η εμπλοκή μεγάλων εταιρειών όχι μόνο στη χρηματοδότηση της έρευνας, αλλά και στους τρόπους που επιβάλλουν τα προβλήματα προς έρευνα, η λειτουργία των εργαστηρίων, οι διεργασίες που συντελούν στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, η αποκαλούμενη αναγνωσιμότητα των περιοδικών και το σύστημα των αναφορών σε αυτά, όλα αυτά μαζί, έχουν τόσες πολλές ομοιότητες με τη δομή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, που θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για το τι ακριβώς είναι αυτό που παράγεται. Μήπως, με άλλα λόγια, ο τρόπος παραγωγής της επιστημονικής γνώσης σήμερα αναπαραγάγει ένα σχήμα ομόλογο με τον τρόπο παραγωγής και διακίνησης εμπορικών προϊόντων;
Ας δούμε την πυρηνική ενέργεια όπως προβλήθηκε και εξελίχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η «επιτυχία» της ατομικής βόμβας χρησιμοποιήθηκε για να προβληθεί η «ειρηνική της χρήση» της πυρηνικής ενέργειας ως πανάκειας για σχεδόν το σύνολο των ενεργειακών αναγκών μιας κοινωνίας. Η ρητορεία των υποστηρικτών της πυρηνικής ενέργειας ξετύλιγε μία αξιοζήλευτη ουτοπία: Οι ρημαγμένες από τον πόλεμο κοινωνίες της Ευρώπης θα μπορούσαν να ανορθωθούν εξασφαλίζοντας απέραντα αποθέματα ενέργειας που ήταν τόσο αναγκαία για την ανάπτυξη τους όπως και οι υπανάπτυκτες κοινωνίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ανεξάντλητη πηγή ενέργειας για την πολυπόθητη ανάπτυξη τους. Η πραγματικότητα, όμως, σχετικά με την πυρηνική ενέργεια ήταν λιγάκι διαφορετική: μετά το τέλος του πολέμου δημιουργούνται βιομηχανίες για την παραγωγή των αναγκαίων για τους αντιδραστήρες καυσίμων, για την εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία (επαν)εμπλουτισμού τους μετά από την χρήση τους, για την παραγωγή νέων υλικών, και, μαζί με όλα αυτά, μονοπωλούνται οι γνώσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ενός τόσο πολύπλοκου και προοπτικά κερδοφόρου βιομηχανικού πλέγματος παραγωγής ενέργειας. Η βιομηχανία αυτή αρχικά αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Αγγλία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση και από την εκστρατεία νομιμοποίησης της απουσίαζε παντελώς ότι το πρόβλημα της αποθήκευσης αποβλήτων είναι εγγενώς άλυτο, δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες μελέτες για τις επιπτώσεις σοβαρών ατυχημάτων, αποσιωπήθηκε το τι θα απογίνουν οι εγκαταστάσεις όταν «παλιώσουν», υποβαθμίσθηκαν οι επιπτώσεις της πλήρους εξάρτησης πολλών τομέων της γενικότερης βιομηχανικής παραγωγής από έναν τόσο συγκεντρωτικό τρόπο παραγωγής ενέργειας και δεν αναφέρθηκαν καθόλου οι συγκεκριμένοι τρόποι εμπλοκής των τεχνολογιών παραγωγής πυρηνικής ενέργειας για «ειρηνικούς σκοπούς» με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Η προώθηση της πυρηνικής ενέργειας δεν επιτυγχάνεται μονάχα με την απόκρυψη των προβληματικών πτυχών, αλλά με τη συστηματική ταύτιση της προόδου με την πυρηνική ενέργεια, και την δημιουργία ενός φαντασιακού μέλλοντος όπου όλα, σχεδόν, τα προβλήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των πόλεων και των ανθρώπων μέσα σε αυτές, θα είναι λυμένα. Ταυτοχρόνως, η πολεμική βιομηχανία προσανατολίζεται στην «πυρηνικοποιήση» της ως το αναγκαίο υπόστρωμα της πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η φρενήρης χρηματοδότηση της πυρηνικής έρευνας, ο σχεδιασμός μεγάλων κεντρικών μονάδων παραγωγής ενέργειας και η άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση της πυρηνικής φυσικής και της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων. Δημιουργούνται στην ακαδημαϊκή κοινότητα νέες ιεραρχίες, με πρωταγωνιστές πολλούς από όσους είχαν εμπλακεί στο Manhattan Project. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε την ίδια ακριβώς πολιτική με περίπου τις ίδιες επιπτώσεις στην εξέλιξη της φυσικής.
Η ιστορία της πυρηνικής ενέργειας είναι η έκφανση μιας ιδεολογίας όπου η επιστήμη προβάλλεται ως μια δραστηριότητα χωρίς όρια, ως μια λειτουργία που έχει τη δυνατότητα να επιλύσει σχεδόν το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Η καθιέρωση μιας τέτοιας ιδεολογίας συνοδεύτηκε και με τη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης ως προς τον χαρακτήρα των διεργασιών παραγωγής γνώσης: Ήταν σαφές ότι από το τέλος της δεκαετίας του 1970, η μικροηλεκτρονική, οι τεχνολογίες γύρω από την πληροφορική και η βιοτεχνολογία αποτελούσαν τον βασικό κορμό της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας και η έντονη εμπλοκή των μεγάλων εταιρειών στην έρευνα γύρω από αυτούς τους τομείς, έθετε βαθμιαία όλο και περισσότερους περιορισμούς την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Τα παραπάνω θα αποκτήσουν μια ιδιαίτερη επικαιρότητα αφού στο άμεσο μέλλον, μετά και το ατύχημα της Φουκουσίμα, θα ενταθούν οι πιέσεις για την αποδοχή όλων των “καλών” που έχει η πυρηνική ενέργεια. Γιατί, όσοι νομίζουν ότι το ατύχημα έχει θέσει τέλος στην “ειρηνική” χρήση της πυρηνικής ενέργειας, είναι βαθιά νυχτωμένοι.
Ένα άλλο στοιχείο που σχετίζεται με το πυρηνικό ατύχημα, είναι μία παραλυτική παράδοση της αριστεράς: η ιδεολογία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και της σημασίας της στην εδραίωση του σοσιαλισμού. Ήταν μία σχεδόν άνευ όρων αποδοχή του θαύματος των επιστημών και της τεχνολογίας. Αυτό που για την αριστερά είχε την μόνη σημασία ήταν η σωστή εφαρμογή των επιστημών και της τεχνολογίας, για το καλό, πάντοτε, του λαού. Ο χαρακτήρας της ίδιας της επιστήμης και της τεχνολογίας θεωρούνταν ως κάτι ουδέτερο, ήταν στο απυρόβλητο. Θα ήθελα να κάνω κάποια σχόλια πάνω σε αυτό το πρόβλημα.
Όπως ο καπιταλισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο και όχι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εξέλιξης που προκύπτει από την «ανθρώπινη φύση», έτσι και οι επιστήμες είναι το αποτέλεσμα ιστορικών διεργασιών που διαμόρφωσαν τη συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο των επιστημών. Oι επιστήμες δεν απέκτησαν τη σημερινή τους μορφή και περιεχόμενο ως αποτέλεσμα μιας νομοτελειακής εκλέπτυνσης των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου ούτε εξαιτίας της «φύσης» του κόσμου που μας περιβάλλει. Κατανοούμε τον ιστορικά διαμορφωμένο χαρακτήρα των επιστημών ώστε να κατανοήσουμε τους όρους παραγωγής τους ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε για να επηρεάσουμε τις εξελίξεις. Ας σημειώσουμε ότι πολλοί -ανάμεσά τους και πολλοί αριστεροί- δέσμιοι μιας αντίληψης περί ουδετερότητας των επιστημών, ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με την κοινωνική λειτουργία της επιστήμης. Η κυρίαρχη αντίληψη μάς έχει πείσει ότι οι επιστήμες είναι ουδέτερες και αυτό που είναι σημαντικό είναι ο τρόπος εφαρμογής τους. Μήπως, όμως, υπάρχει ένα διαφορετικό σημείο θέασης; Μήπως οι διαδικασίες και οι αξίες που εγγράφονται στο στάδιο παραγωγής των επιστημονικών γνώσεων, να καθορίζουν -ώς ένα, σημαντικό όμως, βαθμό- την κοινωνική τους λειτουργία;
Ας αναλογιστούμε ένα χαρακτηριστικό των επιστημών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σχετίζεται με τον καταμερισμό εργασίας που διέπει την παραγωγή της επιστημονικής γνώσης. Η δομή της εργασίας για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης μέσα από τις αυστηρές ιεραρχίες, οι «απαραίτητες» γνώσεις που χρειάζονται για την παραγωγή νέας γνώσης, η απόλυτη έμφαση στην κατάρτιση και την χρησιμοθηρική προσέγγιση στην ανωτάτη εκπαίδευση, οι τρόποι χρηματοδότησης της επιστημονικής έρευνας από τους κρατικούς θεσμούς και τον στρατό, η εμπλοκή μεγάλων εταιρειών όχι μόνο στη χρηματοδότηση της έρευνας, αλλά και στους τρόπους που επιβάλλουν τα προβλήματα προς έρευνα, η λειτουργία των εργαστηρίων, οι διεργασίες που συντελούν στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, η αποκαλούμενη αναγνωσιμότητα των περιοδικών και το σύστημα των αναφορών σε αυτά, όλα αυτά μαζί, έχουν τόσες πολλές ομοιότητες με τη δομή του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας, που θα πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για το τι ακριβώς είναι αυτό που παράγεται. Μήπως, με άλλα λόγια, ο τρόπος παραγωγής της επιστημονικής γνώσης σήμερα αναπαραγάγει ένα σχήμα ομόλογο με τον τρόπο παραγωγής και διακίνησης εμπορικών προϊόντων;
Ας δούμε την πυρηνική ενέργεια όπως προβλήθηκε και εξελίχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η «επιτυχία» της ατομικής βόμβας χρησιμοποιήθηκε για να προβληθεί η «ειρηνική της χρήση» της πυρηνικής ενέργειας ως πανάκειας για σχεδόν το σύνολο των ενεργειακών αναγκών μιας κοινωνίας. Η ρητορεία των υποστηρικτών της πυρηνικής ενέργειας ξετύλιγε μία αξιοζήλευτη ουτοπία: Οι ρημαγμένες από τον πόλεμο κοινωνίες της Ευρώπης θα μπορούσαν να ανορθωθούν εξασφαλίζοντας απέραντα αποθέματα ενέργειας που ήταν τόσο αναγκαία για την ανάπτυξη τους όπως και οι υπανάπτυκτες κοινωνίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ανεξάντλητη πηγή ενέργειας για την πολυπόθητη ανάπτυξη τους. Η πραγματικότητα, όμως, σχετικά με την πυρηνική ενέργεια ήταν λιγάκι διαφορετική: μετά το τέλος του πολέμου δημιουργούνται βιομηχανίες για την παραγωγή των αναγκαίων για τους αντιδραστήρες καυσίμων, για την εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία (επαν)εμπλουτισμού τους μετά από την χρήση τους, για την παραγωγή νέων υλικών, και, μαζί με όλα αυτά, μονοπωλούνται οι γνώσεις που σχετίζονται με τη λειτουργία ενός τόσο πολύπλοκου και προοπτικά κερδοφόρου βιομηχανικού πλέγματος παραγωγής ενέργειας. Η βιομηχανία αυτή αρχικά αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Αγγλία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση και από την εκστρατεία νομιμοποίησης της απουσίαζε παντελώς ότι το πρόβλημα της αποθήκευσης αποβλήτων είναι εγγενώς άλυτο, δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες μελέτες για τις επιπτώσεις σοβαρών ατυχημάτων, αποσιωπήθηκε το τι θα απογίνουν οι εγκαταστάσεις όταν «παλιώσουν», υποβαθμίσθηκαν οι επιπτώσεις της πλήρους εξάρτησης πολλών τομέων της γενικότερης βιομηχανικής παραγωγής από έναν τόσο συγκεντρωτικό τρόπο παραγωγής ενέργειας και δεν αναφέρθηκαν καθόλου οι συγκεκριμένοι τρόποι εμπλοκής των τεχνολογιών παραγωγής πυρηνικής ενέργειας για «ειρηνικούς σκοπούς» με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Η προώθηση της πυρηνικής ενέργειας δεν επιτυγχάνεται μονάχα με την απόκρυψη των προβληματικών πτυχών, αλλά με τη συστηματική ταύτιση της προόδου με την πυρηνική ενέργεια, και την δημιουργία ενός φαντασιακού μέλλοντος όπου όλα, σχεδόν, τα προβλήματα που σχετίζονται με τη λειτουργία των πόλεων και των ανθρώπων μέσα σε αυτές, θα είναι λυμένα. Ταυτοχρόνως, η πολεμική βιομηχανία προσανατολίζεται στην «πυρηνικοποιήση» της ως το αναγκαίο υπόστρωμα της πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η φρενήρης χρηματοδότηση της πυρηνικής έρευνας, ο σχεδιασμός μεγάλων κεντρικών μονάδων παραγωγής ενέργειας και η άνευ προηγουμένου χρηματοδότηση της πυρηνικής φυσικής και της φυσικής στοιχειωδών σωματιδίων. Δημιουργούνται στην ακαδημαϊκή κοινότητα νέες ιεραρχίες, με πρωταγωνιστές πολλούς από όσους είχαν εμπλακεί στο Manhattan Project. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Σοβιετική Ένωση ακολούθησε την ίδια ακριβώς πολιτική με περίπου τις ίδιες επιπτώσεις στην εξέλιξη της φυσικής.
Η ιστορία της πυρηνικής ενέργειας είναι η έκφανση μιας ιδεολογίας όπου η επιστήμη προβάλλεται ως μια δραστηριότητα χωρίς όρια, ως μια λειτουργία που έχει τη δυνατότητα να επιλύσει σχεδόν το σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Η καθιέρωση μιας τέτοιας ιδεολογίας συνοδεύτηκε και με τη διαμόρφωση μιας νέας κατάστασης ως προς τον χαρακτήρα των διεργασιών παραγωγής γνώσης: Ήταν σαφές ότι από το τέλος της δεκαετίας του 1970, η μικροηλεκτρονική, οι τεχνολογίες γύρω από την πληροφορική και η βιοτεχνολογία αποτελούσαν τον βασικό κορμό της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας και η έντονη εμπλοκή των μεγάλων εταιρειών στην έρευνα γύρω από αυτούς τους τομείς, έθετε βαθμιαία όλο και περισσότερους περιορισμούς την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Τα παραπάνω θα αποκτήσουν μια ιδιαίτερη επικαιρότητα αφού στο άμεσο μέλλον, μετά και το ατύχημα της Φουκουσίμα, θα ενταθούν οι πιέσεις για την αποδοχή όλων των “καλών” που έχει η πυρηνική ενέργεια. Γιατί, όσοι νομίζουν ότι το ατύχημα έχει θέσει τέλος στην “ειρηνική” χρήση της πυρηνικής ενέργειας, είναι βαθιά νυχτωμένοι.
- Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου