του Γιάννη Καλαϊτζή |
του Κώστα Καναβούρη
Είδα (ή μήπως πρέπει να πω "διάβασα";) μια έξοχη γελοιογραφία του Γιάννη Καλαϊτζή στην "Ελευθεροτυπία" της Μεγάλης Τρίτης και όσοι δεν την είδατε, αναζητήστε την στο Διαδίκτυο και δεν θα χάσετε. Κατά την ταπεινή μου άποψη, ανήκει σε μια δημοσιογραφική κατηγορία που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "απόλυτο πολιτικό σχόλιο". Γιατί είναι πικρή, γιατί είναι βέβηλη, γιατί έχει καθολικότητα επίγνωσης, γιατί έχει αξιοπρέπεια (δεν καταφεύγει σε λεκτικούς ακτιβισμούς) και κυρίως γιατί δεν μπορείς να την εξηγήσεις με χίλιες λέξεις (δεν είναι δα και φωτογραφία), μπορείς όμως να την εξηγήσεις με χίλιες σιωπές. Ή και με περισσότερες. Με όσες τέλος πάντων σιωπές χωράνε μέσα στην απερίφραστη οργή και μέσα στη συλλογική αφασία που μας κυκλώνει έως ασφυξίας. Απλή, απλούστατη γελοιογραφία σε πάει κατευθείαν στο κέντρο του προβλήματος. Δείχνει απλώς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια να κολλάει αφίσες θριάμβου του πρωθυπουργού όπως τον σκιτσάρει ο Γιάννης Καλαϊτζής με το προσωνύμιο "ο 3ος Μακρύτερος". Εξαίσιο εύρημα. Χωρίς λόγια. Γιατί δεν ξέρω πόσα λόγια θα χρειάζονταν ώστε να αποτυπώσεις αυτό που λέει το σκίτσο. Αυτό το βαθύ και πικρότατο: ότι δημοκρατία δεν υφίσταται, αφού ο πρώτος της πολιτειακός παράγοντας (δηλαδή ο κορυφαίος εκπρόσωπος του κράτους και της κοινωνίας -για να μην ξεχνάμε και τι θα πει "πολιτεία") δέχεται να είναι απλός αφισοκολλητής της εκτελεστικής πρωθυπουργοκεντρικής εξουσίας. Δηλαδή να μην διαθέτει και (από τη στιγμή που δέχεται το αξίωμα του Προέδρου αυτής της Δημοκρατίας, με επίγνωση των συνταγματικών περιορισμών) να μη θέλει, οικεία βουλήσει, να διαθέτει ουδεμία αρμοδιότητα.
Όταν όμως το πρώτο πολιτειακό αξίωμα όχι απλώς δεν υφίσταται, αλλά υφίσταται δρώντας εναντίον της πολιτείας, αφού ευγενής ουδετερότητα στη συγκροτημένη κοινωνία, είτε ταξική είτε αταξική (όπως σκληρότατα η Ιστορία εδίδαξε) δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, τότε δεν υφίσταται και η δημοκρατία. Υπάρχει μόνο στις ονειρώξεις των ηλιθίων με τις ευγενείς προθέσεις και στις ψυχρές επιλογές του αργυράριθμου ιερατείου που αρέσκονται να ωραιολογούν περί τον Πρόεδρο (τον εκάστοτε) της Δημοκρατίας και να ηθικολογούν ασυστόλως περί του θεσμού και του προσώπου σε μια περίεργη, θρησκευτική, καθολικής πίστεως έμπνευση που αγιοποιεί εν ζωή το πρόσωπο, ενώ καθαγιάζει τον κατευναστικά αγιοποιημένο θεσμό. Και το κατευναστικά αγιοποιημένο πολίτευμα. Που δια του συμβολικού καθολικού (άρα και συλλήβδην αδιαβαθμήτως συλλογικού) προσώπου του Προέδρου του, λυπάται, διαπιστώνει -φιλανθρωπικώ τω τρόπω- ελλείψεις διαχειριστικής φύσεως του πολιτεύματος ενίοτε οργίζεται αιδημόνως και πάντοτε στο πλαίσιο ενός επαίσχυντου θεμελιώδους Νόμου του Κράτους και προπαντός εύχεται. Με άλλα λόγια, κάνει ό,τι και ο Ιερεύς στην Ωραία Πύλη της Εκκλησίας: Εύχεται. Ελπίζει και αναπέμπει ευχές εις τον Κύριο. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι ο Ιερεύς είναι ο ταπεινός υπηρέτης του Κυρίου και ο διαμεσολαβητής του πληρώματος της Εκκλησίας προς Αυτόν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Ιερεύς είναι ο ταπεινός υμνωδός του Κυρίου και ότι δια της υμνωδίας επιτυγχάνεται η διαμεσολάβηση του ευσεβούς λαού προς τον Κύριο. Προς την Εξουσία.
Ένας ταπεινός αφισοκολλητής του Κυρίου είναι ο Ιερεύς. Ένας ταπεινός αφισοκολλητής της Εξουσίας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ένα πρόσωπο (όχι φυσικά με την έννοια των φυσικών χαρακτηριστικών) προπαγάνδας μιας ορισμένης θρησκείας. Εν προκειμένω, της πολυθρύλητης δημοκρατίας μας: Ένα εφεύρημα πίστεως, άρα και καταστολής της απελεύθερης ετεροδοξίας, είναι το πρόσωπο (με κεφαλαίο Πι) του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το πρόσωπο, το φυσικό, του εκάστοτε Προέδρου μάλλον εγγράφεται εις τας Δέλτους της Ιστορίας με μικρό Πι. Είναι πικρό, πολύ πικρό να το συνειδητοποιείς αυτό. Να συνειδητοποιείς ότι άκων (χωρίς το "εκών") συμμετέχεις στην αφισοκόλληση του προσώπου ενός ολίγιστου πρωθυπουργού. Και δι' αυτού στην αφισοκόλληση των αρπακτικών του, των ηλιθίων του, της τσογλανοπαρέας του, των μίσθαρνων υπηρετών του, των ξεφτισμένων δεσμοφυλάκων του κάθε υφής, κάθε μορφής και κάθε ολκής.
Πρόκειται για εφιάλτη. Τον χειρότερο εφιάλτη, γιατί είναι ο εφιάλτης της πραγματικότητας. Αυτής της ίδιας πραγματικότητας που ωραιοποιεί ο αφισοκολλητής Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο εφιάλτης θα συνεχιστεί και αύριο: Στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στα στέκια των τοξικομανών, στην άγρια αγορά των απολύσεων, στα ψωνιστήρια και στους φασισμούς, όπου η λαϊκότητα εκτρέπεται και σφάζει, στο ΙΚΑ, στη Μανωλάδα, στα παραπήγματα των δουλεμπόρων, στις φυλακές του trafficing, στους δρόμους, στην ανασφάλιστη εργασία, στην απελπισία των γονιών μας, στην οργή των παιδιών μας, στους αριθμούς των δυνατών που μετατρέπονται σε αριθμητική φρίκη των αδυνάτων.
Αύριο είναι Πάσχα. Σημαίνει πέρασμα. Αυτή η δημοκρατία με την ταπεινό της εκπρόσωπο θέλει να φράξει τα περάσματα. Για την Ανάσταση. Όχι την αυριανή, αυτή την προβλέπει και το Σύνταγμα. Ως αργία. Εγώ για την εργώδη Ανάσταση μιλώ. Για μια κάποια σημαιοφορία (και όχι αφισοκόλληση) της άνοιξης.
Όταν όμως το πρώτο πολιτειακό αξίωμα όχι απλώς δεν υφίσταται, αλλά υφίσταται δρώντας εναντίον της πολιτείας, αφού ευγενής ουδετερότητα στη συγκροτημένη κοινωνία, είτε ταξική είτε αταξική (όπως σκληρότατα η Ιστορία εδίδαξε) δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, τότε δεν υφίσταται και η δημοκρατία. Υπάρχει μόνο στις ονειρώξεις των ηλιθίων με τις ευγενείς προθέσεις και στις ψυχρές επιλογές του αργυράριθμου ιερατείου που αρέσκονται να ωραιολογούν περί τον Πρόεδρο (τον εκάστοτε) της Δημοκρατίας και να ηθικολογούν ασυστόλως περί του θεσμού και του προσώπου σε μια περίεργη, θρησκευτική, καθολικής πίστεως έμπνευση που αγιοποιεί εν ζωή το πρόσωπο, ενώ καθαγιάζει τον κατευναστικά αγιοποιημένο θεσμό. Και το κατευναστικά αγιοποιημένο πολίτευμα. Που δια του συμβολικού καθολικού (άρα και συλλήβδην αδιαβαθμήτως συλλογικού) προσώπου του Προέδρου του, λυπάται, διαπιστώνει -φιλανθρωπικώ τω τρόπω- ελλείψεις διαχειριστικής φύσεως του πολιτεύματος ενίοτε οργίζεται αιδημόνως και πάντοτε στο πλαίσιο ενός επαίσχυντου θεμελιώδους Νόμου του Κράτους και προπαντός εύχεται. Με άλλα λόγια, κάνει ό,τι και ο Ιερεύς στην Ωραία Πύλη της Εκκλησίας: Εύχεται. Ελπίζει και αναπέμπει ευχές εις τον Κύριο. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι ο Ιερεύς είναι ο ταπεινός υπηρέτης του Κυρίου και ο διαμεσολαβητής του πληρώματος της Εκκλησίας προς Αυτόν. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Ιερεύς είναι ο ταπεινός υμνωδός του Κυρίου και ότι δια της υμνωδίας επιτυγχάνεται η διαμεσολάβηση του ευσεβούς λαού προς τον Κύριο. Προς την Εξουσία.
Ένας ταπεινός αφισοκολλητής του Κυρίου είναι ο Ιερεύς. Ένας ταπεινός αφισοκολλητής της Εξουσίας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ένα πρόσωπο (όχι φυσικά με την έννοια των φυσικών χαρακτηριστικών) προπαγάνδας μιας ορισμένης θρησκείας. Εν προκειμένω, της πολυθρύλητης δημοκρατίας μας: Ένα εφεύρημα πίστεως, άρα και καταστολής της απελεύθερης ετεροδοξίας, είναι το πρόσωπο (με κεφαλαίο Πι) του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το πρόσωπο, το φυσικό, του εκάστοτε Προέδρου μάλλον εγγράφεται εις τας Δέλτους της Ιστορίας με μικρό Πι. Είναι πικρό, πολύ πικρό να το συνειδητοποιείς αυτό. Να συνειδητοποιείς ότι άκων (χωρίς το "εκών") συμμετέχεις στην αφισοκόλληση του προσώπου ενός ολίγιστου πρωθυπουργού. Και δι' αυτού στην αφισοκόλληση των αρπακτικών του, των ηλιθίων του, της τσογλανοπαρέας του, των μίσθαρνων υπηρετών του, των ξεφτισμένων δεσμοφυλάκων του κάθε υφής, κάθε μορφής και κάθε ολκής.
Πρόκειται για εφιάλτη. Τον χειρότερο εφιάλτη, γιατί είναι ο εφιάλτης της πραγματικότητας. Αυτής της ίδιας πραγματικότητας που ωραιοποιεί ο αφισοκολλητής Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο εφιάλτης θα συνεχιστεί και αύριο: Στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στα στέκια των τοξικομανών, στην άγρια αγορά των απολύσεων, στα ψωνιστήρια και στους φασισμούς, όπου η λαϊκότητα εκτρέπεται και σφάζει, στο ΙΚΑ, στη Μανωλάδα, στα παραπήγματα των δουλεμπόρων, στις φυλακές του trafficing, στους δρόμους, στην ανασφάλιστη εργασία, στην απελπισία των γονιών μας, στην οργή των παιδιών μας, στους αριθμούς των δυνατών που μετατρέπονται σε αριθμητική φρίκη των αδυνάτων.
Αύριο είναι Πάσχα. Σημαίνει πέρασμα. Αυτή η δημοκρατία με την ταπεινό της εκπρόσωπο θέλει να φράξει τα περάσματα. Για την Ανάσταση. Όχι την αυριανή, αυτή την προβλέπει και το Σύνταγμα. Ως αργία. Εγώ για την εργώδη Ανάσταση μιλώ. Για μια κάποια σημαιοφορία (και όχι αφισοκόλληση) της άνοιξης.
Τι να πω? Μόνο τη δυσκολία μου ποιον να πρωτοθαυμάσω: τον γελοιογράφο "σκιτσάρω μπας και ξυπνήσεις" ή τον αθρογράφο με τη πένα-σφαλιάρα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντάξει, μπορώ να τους θαυμάζω και τους δύο εναλλάξ (άλλωστε το κάνω καιρό τώρα και δεν νομίζω να το σταματήσω...)