κείμενο και σκίτσο του Σπύρου Δερβενιώτη |
του spi_der
από Εκτός Καρέ
Το παρόν post μόνο συμπτωματικά (με την κυριολεκτική ένοια της λέξης) γράφεται την επαύριο του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου. Θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να γραφτεί σε οποιαδήποτε στιγμή της τελευταίας δεκαετίας.
Το σύμπτωμα λοιπόν ήταν το πόσοι, πως και πόσο εκδηλώσανε ασυνήθιστη ποσότητα αυθόρμητης αγάπης για έναν τραγουδοποιό που ταυτόχρονα και δεν ήταν στην πρώτη γραμμή του ό,τι αποκαλούμε “επικαιρότητα”, και ταυτόχρονα δεν έφυγε ποτέ απ’ αυτήν. Παράλληλα και ανεξάρτητα απ’ τις δισκογραφικές του καταθέσεις, τα εμβληματικά τραγούδια του Παπάζογλου δε λείψανε στιγμή από το μουσικό background της ζωής όλων των Ελλήνων. Δε σταματήσανε ποτέ να ακούγονται τα παλιά του, δεν έφυγε λεπτό η φωνή του απ’ το προσκήνιο.
Το δυσοίωνο ερώτημα είναι για πόσους άλλους μπορούμε να το πούμε αυτό, και (κυρίως) πόσοι απ΄ αυτούς είναι “τελευταίας εσοδειάς”;
Ας το θέσω με όρους “whodunnit”: ποιός σκότωσε την ελληνική μουσική; Ή, αν ήταν αυτοκτονία, πόσο υποβοηθούμενη ήταν;
(Κατ’ αρχήν, συμφωνούμε όλοι με την παρούσα θέση, έτσι; όποιος διαφωνεί παρακαλώ να τεκμηριώσει αντίλογο).
Ναι, γνωρίζω τη θεωρία: όσοι (και όσο) ζούμε σε μια δεδομένη εποχή, δύσκολο έως αδύνατο να ξεχωρίσουμε ποιά κομμάτια της θα αντέξουν στο χρόνο και θα γίνουν τα σημεία αναφοράς για τις μελλοντικές γεννεές.
Still. Μπορώ πάντα να διακρίνω τις μεταλλάξεις στις πορείες κάποιων καλλιτεχνών που διανύουν αρκετά χρόνια καριέρας.
Συμπτωματικά (;) αρκετοί απ’ αυτούς ήταν εμβληματικές φιγούρες την τελευταία χρονική περίοδο που η ελληνική μουσική ήταν παρούσα δυνατά, μαζικά, και εμφατικά.
Πάμε λοιπόν πίσω στα nineties: Σκόρπια τροχιοδεικτικά σημεία: ο “Μελωδία” τροφοδοτούσε ένα κοινό. Το νεοσύστατο “Δίφωνο” το εκπαίδευε και τεκμηρίωνε την ελληνική σκηνή, παρούσα και παρελθοντική, με αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο. Τα ελληνάδικα (ναι, υπήρχε αυτός ο όρος τότε) ξεφυτρώνανε σαν τα μανιτάρια. Ο Μαχαιρίτσας είχε βάλει στα στόματα όλων το “Δυδιμότοιχο μπλούζ”. Η Άλκηστις τα “πιό ωραία λαικά”. Η Γαλάνη έβαζε φωτιά στο “Χάραμα¨ξανασυστήνοντας τους παλιούς, φλερτάροντας γόνιμα δισκογραφικά με τους καινούργιους. ο Μητροπάνος μας αναζητούσε στη Σαλονίκη ξημερώματα. Ο Μάλαμας έντυνε την Κανά στα θρυλικά “μεταξωτά”
Τι κοινό είχαν τα τραγούδια-σταθμοί τότε και πρίν (αλλά όχι μετά;) Μπορούσες να τα τραγουδήσεις. Διορθώνω: ήθελες να τα τραγουδήσεις. (Κάπου εκεί στα ’90ς γονιμοποιήθηκε για πρώτη και τελευταία ίσως φορά το απλό με το λόγιο. Ο κατανοητός στίχος του Μάριου Τόκα με τις λεκτικές ακροβασίας της Λίνας Νικολακοπούλου και του Γιάννη Μπάχ Σπυρόπουλου.) Γεννιόντουσαν τραγούδια-βολές υψηλής ακρίβειας. Το όπλο ήταν οι συνθέτες. Οι σφαίρες οι στιχουργοί.
Κι ύστερα; κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Η ιστορία έχει χιλιοειπωθεί, αλλα η έκταση της ζημιάς καλό είναι να ξαναυπογραμμίζεται συνεχώς: οι δισκογραφικές έγιναν παραρτήματα πολυεθνικών. Με ορους μάρκετιγκ και το μάτι στις πωλήσεις, έκαναν το μοιραίο λάθος να πιστέψουν ότι το τραγούδι είναι υπόθεση του τραγουδιστή, και ο τραγουδιστής υπόθεση του image making και του χτισίματος βήμα βήμα,concept/photo shooting/ press release.
Οι συνθέτες παραγκωνίστηκαν (οι στιχουργοί ούτως ή άλλως ποτέ δε “μεσουράνησαν” όσο τους άξιζε). ”Βαριά” ονόματα εξαναγκάστηκαν σε σιωπηλή απόσυρση αντιμέτωποι με αδαείς τεχνοκράτες που πόνταραν στην assembly-line λογική “ένα χασαπικο, ένα ζειμπέκικο κι ένα ψιλορόκ”, ζητώντας (και παίρνοντας) από τους actual δημιουργούς το ελάχιστο, θεωρόντας ότι είναι απλώς το απαραίτητο μουσικό μπακγκράουντ για τον τραγουδιστή-κράχτη ο οποίος θα γεννιόταν, ανέπνεε και πέθαινε αποκλειστικά στην πίστα.
Δε μπαίνω καν στα άλλα παράγωγα της λογικής του μεταπράτη: για το πως σκότωσαν το παλιό τους ρεπερτόριο με το θανάσιμο ταγκό των προσφορών που συνόδευσε στο γκρεμό και τις εφημερίδες. Για τις εξωπραγματικές τιμές των υπολοιπων προς πώληση cd’s και για τις μπακάλικες μεταφορές του παλιού υλικού των LP στο νέο μέσο. Όλα αυτά σκοτώσαν τη δισκογραφία. Αλλά για να σκοτωθεί η μουσική, χρειάστηκε κάτι έξτρα: να εξωριστούν οι γεννήτορές της.
Δε γνωρίζω το βαθμό στον οποίο οι προαναφερθέντες εμβληματικοί καλλιτέχνες των ’90ς, άνθρωποι που “ξεγεννήθηκαν” απ’ τις βαριές υπογραφές εμβληματικών συνθετών και στιχουργών θέλησαν, μπορούσαν ή τους απασχόλησε καν σαν ενδεχόμενο να αντιστρέψουν αυτή την αυτοκαταστροφική πορεία. Δε μπορώ επίσης να γνωρίζω αν στο μίγμα πρέπει να προστεθεί το hangover της επιτυχίας και η χειμερία νάρκη στην οποία πέφτει ο χορτασμένος. Το αποτέλεσμα ωστόσο είναι το ίδιο: οι άνθρωποι που μας μάθανε να τραγουδάμε, ξεχάσανε να προτείνουν τραγούδια που να επιτελούν αυτό τον απολύτως βασικό, απολύτως ζωοποιό σκοπό. Έλα, γρήγορο κουίζ: πόσα πρόσφατα (ας πούμε πενταετίας) τραγούδια του Μαχαιρίτσα μπορείτε να θυμηθείτε; Πόσα της Αρβανιτάκη; Πόσα της Πρωτοψάλτη (που να μην ήταν διαφημιστικά τζίγκλς τραπεζικών δανείων); Πόσα της Αλεξίου; Heck, πόσα του Μητροπάνου; κι απ’ αυτά πόσα μπορείτε να τραγουδήσετε; Για πόσα μπορείτε να θυμηθείτε τι λένε οι στίχοι, ακόμα κι αν κρεμόταν η ζωή σας απ’ αυτό;
Την ίδια ώρα, στις παρέες, τα πάρτυ αλλά και τις (τέως) χρυσοφόρες πίστες, οι Δημιουργοί παίρνουν σταθερά κι αδιαλείπτως την εκδίκησή τους: το καινούργιο χίτ θα παιχτεί. Ίσως κάποια χείλη να το μουρμουρίσουν παπαγαλία λόγω της συνεχούς επαναλήψεως. Αλλά τη Φωτιά θ’΄ανάψει ένας Ζαμπέτας. Και μετά ένας Άκης Πάνου. Καλδάρας. Χιώτης.Γενίτσαρης.Όλοι αυτοί ακουμπώντας πάνω στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. το Βίρβο. Την Ευτυχία. Τον “τσάντα”. Τη Λίνα. Ακόμα (για να επιστρέψουμε στην εισαγωγή) και ο μακαρίτης, μέσω του Ρασούλη δε μας εγκατέλειπε ποτέ.
Κούκοι που φέρνουν την άνοιξη υπάρχουν: ο Αγγελάκας. Ο Παπακωνσταντίνου. Ο Δεληβοριάς. Άνθρωποι/μουσικά σύμπαντα, ολοκληρωμένες μουσικές προτάσεις οι ίδιοι. Όχι τυχαία, εκτός της πολλαπλασιαστικής δύναμης της τηλεοπτικής προβολής. Αδιάφοροι (με την καλή ένοια) για κινήσεις καριέρας (με την κακή ένοια).
Άλλα είναι λίγοι, κι ενώ ξέρουμε πού να τους βρούμε δεν είναι αρκετοί για να υφάνουν ένα προστατευτικό δίχτυ κυρίαρχης αισθητικής. Το νήμα με τον Πολύ Κόσμο έχει κοπεί.
Εδώ κανείς δεν τραγουδά.
Νίκος Παπάζογλου - Απόψε σιωπηλοί
στίχοι, μουσική: Βάσω Αλαγιάννη
από τον δίσκο: Σύνεργα (1990)
από Εκτός Καρέ
Το παρόν post μόνο συμπτωματικά (με την κυριολεκτική ένοια της λέξης) γράφεται την επαύριο του θανάτου του Νίκου Παπάζογλου. Θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να γραφτεί σε οποιαδήποτε στιγμή της τελευταίας δεκαετίας.
Το σύμπτωμα λοιπόν ήταν το πόσοι, πως και πόσο εκδηλώσανε ασυνήθιστη ποσότητα αυθόρμητης αγάπης για έναν τραγουδοποιό που ταυτόχρονα και δεν ήταν στην πρώτη γραμμή του ό,τι αποκαλούμε “επικαιρότητα”, και ταυτόχρονα δεν έφυγε ποτέ απ’ αυτήν. Παράλληλα και ανεξάρτητα απ’ τις δισκογραφικές του καταθέσεις, τα εμβληματικά τραγούδια του Παπάζογλου δε λείψανε στιγμή από το μουσικό background της ζωής όλων των Ελλήνων. Δε σταματήσανε ποτέ να ακούγονται τα παλιά του, δεν έφυγε λεπτό η φωνή του απ’ το προσκήνιο.
Το δυσοίωνο ερώτημα είναι για πόσους άλλους μπορούμε να το πούμε αυτό, και (κυρίως) πόσοι απ΄ αυτούς είναι “τελευταίας εσοδειάς”;
Ας το θέσω με όρους “whodunnit”: ποιός σκότωσε την ελληνική μουσική; Ή, αν ήταν αυτοκτονία, πόσο υποβοηθούμενη ήταν;
(Κατ’ αρχήν, συμφωνούμε όλοι με την παρούσα θέση, έτσι; όποιος διαφωνεί παρακαλώ να τεκμηριώσει αντίλογο).
Ναι, γνωρίζω τη θεωρία: όσοι (και όσο) ζούμε σε μια δεδομένη εποχή, δύσκολο έως αδύνατο να ξεχωρίσουμε ποιά κομμάτια της θα αντέξουν στο χρόνο και θα γίνουν τα σημεία αναφοράς για τις μελλοντικές γεννεές.
Still. Μπορώ πάντα να διακρίνω τις μεταλλάξεις στις πορείες κάποιων καλλιτεχνών που διανύουν αρκετά χρόνια καριέρας.
Συμπτωματικά (;) αρκετοί απ’ αυτούς ήταν εμβληματικές φιγούρες την τελευταία χρονική περίοδο που η ελληνική μουσική ήταν παρούσα δυνατά, μαζικά, και εμφατικά.
Πάμε λοιπόν πίσω στα nineties: Σκόρπια τροχιοδεικτικά σημεία: ο “Μελωδία” τροφοδοτούσε ένα κοινό. Το νεοσύστατο “Δίφωνο” το εκπαίδευε και τεκμηρίωνε την ελληνική σκηνή, παρούσα και παρελθοντική, με αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο. Τα ελληνάδικα (ναι, υπήρχε αυτός ο όρος τότε) ξεφυτρώνανε σαν τα μανιτάρια. Ο Μαχαιρίτσας είχε βάλει στα στόματα όλων το “Δυδιμότοιχο μπλούζ”. Η Άλκηστις τα “πιό ωραία λαικά”. Η Γαλάνη έβαζε φωτιά στο “Χάραμα¨ξανασυστήνοντας τους παλιούς, φλερτάροντας γόνιμα δισκογραφικά με τους καινούργιους. ο Μητροπάνος μας αναζητούσε στη Σαλονίκη ξημερώματα. Ο Μάλαμας έντυνε την Κανά στα θρυλικά “μεταξωτά”
Τι κοινό είχαν τα τραγούδια-σταθμοί τότε και πρίν (αλλά όχι μετά;) Μπορούσες να τα τραγουδήσεις. Διορθώνω: ήθελες να τα τραγουδήσεις. (Κάπου εκεί στα ’90ς γονιμοποιήθηκε για πρώτη και τελευταία ίσως φορά το απλό με το λόγιο. Ο κατανοητός στίχος του Μάριου Τόκα με τις λεκτικές ακροβασίας της Λίνας Νικολακοπούλου και του Γιάννη Μπάχ Σπυρόπουλου.) Γεννιόντουσαν τραγούδια-βολές υψηλής ακρίβειας. Το όπλο ήταν οι συνθέτες. Οι σφαίρες οι στιχουργοί.
Κι ύστερα; κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες. Η ιστορία έχει χιλιοειπωθεί, αλλα η έκταση της ζημιάς καλό είναι να ξαναυπογραμμίζεται συνεχώς: οι δισκογραφικές έγιναν παραρτήματα πολυεθνικών. Με ορους μάρκετιγκ και το μάτι στις πωλήσεις, έκαναν το μοιραίο λάθος να πιστέψουν ότι το τραγούδι είναι υπόθεση του τραγουδιστή, και ο τραγουδιστής υπόθεση του image making και του χτισίματος βήμα βήμα,concept/photo shooting/ press release.
Οι συνθέτες παραγκωνίστηκαν (οι στιχουργοί ούτως ή άλλως ποτέ δε “μεσουράνησαν” όσο τους άξιζε). ”Βαριά” ονόματα εξαναγκάστηκαν σε σιωπηλή απόσυρση αντιμέτωποι με αδαείς τεχνοκράτες που πόνταραν στην assembly-line λογική “ένα χασαπικο, ένα ζειμπέκικο κι ένα ψιλορόκ”, ζητώντας (και παίρνοντας) από τους actual δημιουργούς το ελάχιστο, θεωρόντας ότι είναι απλώς το απαραίτητο μουσικό μπακγκράουντ για τον τραγουδιστή-κράχτη ο οποίος θα γεννιόταν, ανέπνεε και πέθαινε αποκλειστικά στην πίστα.
Δε μπαίνω καν στα άλλα παράγωγα της λογικής του μεταπράτη: για το πως σκότωσαν το παλιό τους ρεπερτόριο με το θανάσιμο ταγκό των προσφορών που συνόδευσε στο γκρεμό και τις εφημερίδες. Για τις εξωπραγματικές τιμές των υπολοιπων προς πώληση cd’s και για τις μπακάλικες μεταφορές του παλιού υλικού των LP στο νέο μέσο. Όλα αυτά σκοτώσαν τη δισκογραφία. Αλλά για να σκοτωθεί η μουσική, χρειάστηκε κάτι έξτρα: να εξωριστούν οι γεννήτορές της.
Δε γνωρίζω το βαθμό στον οποίο οι προαναφερθέντες εμβληματικοί καλλιτέχνες των ’90ς, άνθρωποι που “ξεγεννήθηκαν” απ’ τις βαριές υπογραφές εμβληματικών συνθετών και στιχουργών θέλησαν, μπορούσαν ή τους απασχόλησε καν σαν ενδεχόμενο να αντιστρέψουν αυτή την αυτοκαταστροφική πορεία. Δε μπορώ επίσης να γνωρίζω αν στο μίγμα πρέπει να προστεθεί το hangover της επιτυχίας και η χειμερία νάρκη στην οποία πέφτει ο χορτασμένος. Το αποτέλεσμα ωστόσο είναι το ίδιο: οι άνθρωποι που μας μάθανε να τραγουδάμε, ξεχάσανε να προτείνουν τραγούδια που να επιτελούν αυτό τον απολύτως βασικό, απολύτως ζωοποιό σκοπό. Έλα, γρήγορο κουίζ: πόσα πρόσφατα (ας πούμε πενταετίας) τραγούδια του Μαχαιρίτσα μπορείτε να θυμηθείτε; Πόσα της Αρβανιτάκη; Πόσα της Πρωτοψάλτη (που να μην ήταν διαφημιστικά τζίγκλς τραπεζικών δανείων); Πόσα της Αλεξίου; Heck, πόσα του Μητροπάνου; κι απ’ αυτά πόσα μπορείτε να τραγουδήσετε; Για πόσα μπορείτε να θυμηθείτε τι λένε οι στίχοι, ακόμα κι αν κρεμόταν η ζωή σας απ’ αυτό;
Την ίδια ώρα, στις παρέες, τα πάρτυ αλλά και τις (τέως) χρυσοφόρες πίστες, οι Δημιουργοί παίρνουν σταθερά κι αδιαλείπτως την εκδίκησή τους: το καινούργιο χίτ θα παιχτεί. Ίσως κάποια χείλη να το μουρμουρίσουν παπαγαλία λόγω της συνεχούς επαναλήψεως. Αλλά τη Φωτιά θ’΄ανάψει ένας Ζαμπέτας. Και μετά ένας Άκης Πάνου. Καλδάρας. Χιώτης.Γενίτσαρης.Όλοι αυτοί ακουμπώντας πάνω στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. το Βίρβο. Την Ευτυχία. Τον “τσάντα”. Τη Λίνα. Ακόμα (για να επιστρέψουμε στην εισαγωγή) και ο μακαρίτης, μέσω του Ρασούλη δε μας εγκατέλειπε ποτέ.
Κούκοι που φέρνουν την άνοιξη υπάρχουν: ο Αγγελάκας. Ο Παπακωνσταντίνου. Ο Δεληβοριάς. Άνθρωποι/μουσικά σύμπαντα, ολοκληρωμένες μουσικές προτάσεις οι ίδιοι. Όχι τυχαία, εκτός της πολλαπλασιαστικής δύναμης της τηλεοπτικής προβολής. Αδιάφοροι (με την καλή ένοια) για κινήσεις καριέρας (με την κακή ένοια).
Άλλα είναι λίγοι, κι ενώ ξέρουμε πού να τους βρούμε δεν είναι αρκετοί για να υφάνουν ένα προστατευτικό δίχτυ κυρίαρχης αισθητικής. Το νήμα με τον Πολύ Κόσμο έχει κοπεί.
Εδώ κανείς δεν τραγουδά.
Νίκος Παπάζογλου - Απόψε σιωπηλοί
στίχοι, μουσική: Βάσω Αλαγιάννη
από τον δίσκο: Σύνεργα (1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου