του Άγγελου Μανταδάκη
από την Αυγή της Κυριακής
από την Αυγή της Κυριακής
Η υποβάθμιση των κέντρων των μεγάλων πόλεων είναι ευρωπαϊκό και όχι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Μόνο που στην υπόλοιπη Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια προσπάθησαν να αρθρώσουν μια πολιτική αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούνται στις κεντρικές περιοχές των πόλεων και δύσκολα ή εύκολα πέτυχαν σημαντικά πράγματα. Εμείς στην Ελλάδα, χάσαμε πολύτιμο χρόνο ασχολούμενοι με αλλότρια. Για παράδειγμα με την αυθαίρετη δόμηση δεύτερης κατοικίας που τελικά έχει σφραγίσει τη ζωή μας.
Και όταν ακόμα, άρχισε να υπάρχει ένα ενδιαφέρον από την Πολιτεία - αφού ο Δήμος Αθηναίων ήταν πάντοτε αδύναμος, αναρμόδιος και αμήχανος - η τελευταία φάνηκε εντελώς ανέτοιμη να δώσει συγκεκριμένες κατευθύνσεις, για το πώς βλέπει να οργανώνονται αυτές οι συνοικίες. Επί πολλά χρόνια βλέπαμε σε ένα σημείο να γίνεται μια πεζοδρόμηση, κάπου αλλού να αναστηλώνεται ένα κτήριο. Ήταν μια πολιτική «σκόρπια» χωρίς σαφείς αρχές.
Μια από αυτές τις αρχές είναι ότι στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία η κατοικία. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαν να οργανωθούν το ιστορικό κέντρο και οι πέριξ συνοικίες. Άλλες χρήσεις θα κυριαρχούσαν που θα οδηγούσαν τις γειτονιές μας σε νέα δεινά.
Μια από αυτές τις αρχές είναι ότι στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία η κατοικία. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαν να οργανωθούν το ιστορικό κέντρο και οι πέριξ συνοικίες. Άλλες χρήσεις θα κυριαρχούσαν που θα οδηγούσαν τις γειτονιές μας σε νέα δεινά.
Η Αθήνα σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις, προσφερόταν για την εφαρμογή μιας τέτοιας αρχής. Ήταν μία πόλη με «μίξη χρήσεων» όπως λένε οι πολεοδόμοι. Η κατοικία παραδοσιακά συνδυαζόταν με άλλες χρήσεις που τις περισσότερες φορές τη συμπλήρωναν.
Το πλεονέκτημα αυτό δεν αξιοποιήθηκε. Το κέντρο αφέθηκε στη μοίρα του και οδηγήθηκε στην παρακμή. Σε αυτό συνέβαλε και το αμερικάνικου τύπου σχέδιο για την ανάπτυξη των προαστίων. Μέχρι στις αρχές του ΄60 η Αθήνα ήταν μια πόλη ανοικτή και ενωμένη. Με τον εξαμερικανισμό της όμως - φυγή στα προάστια, εγκατάλειψη του κέντρου - δημιουργήθηκε κοινωνικό σχίσμα.
Η πλούσια Αθήνα αναπτύχθηκε εξασφαλίζοντας τις κατάλληλες υποδομές. Η φτωχή που απομένει πίσω, μη διαθέτοντας τα μέσα να εξοπλιστεί κοινωνικά, με την Πολιτεία να μην κάνει επενδύσεις, υποβαθμίστηκε.
Η υποβαθμισμένη, φτωχή πόλη, δηλαδή η βάση για τη σημερινή εξέλιξη των κεντρικών περιοχών, είχε ήδη δημιουργηθεί. Το φαινόμενο των μεταναστευτικών εισροών, που εμφανίστηκε με ιδιαίτερη ένταση από τα μέσα του ΄90, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο. Αλλά η ρίζα του «κακού» ήδη υπήρχε.
Η κατοικία απαξιώθηκε και συρρικνώθηκε. Οι γειτονιές γέρασαν. Άνοιξαν όλοι οι δρόμοι για την ανομία. Ο φόβος και η ανασφάλεια εγκαθίστανται σε κάθε γωνία των κεντρικών συνοικιών. Η εικόνα που εκπέμπει το κέντρο, δηλαδή η καρδιά της πρωτεύουσας άρα και της Ελλάδας, διαμορφώνει στάσεις, συμπεριφορές και αντιλήψεις σε όλη την κοινωνία.
Ο ΣΥΝ και γενικότερα η ανανεωτική, ριζοσπαστική αριστερά, οφείλουν να υπερασπιστούν μια διπλή θεμελιακή αξία: την αλληλεγγύη συνδυασμένη με την ασφάλεια. Όλοι και όλες που κατοικούν στις περιοχές γύρω και εντός του κέντρου, έχουν το δικαίωμα να ζήσουν σε μια πόλη με ανθρώπινο πρόσωπο. Κατ΄ αρχήν ασφαλείς. Από αυτή την θέση αρχής δεν υπάρχουν για την αριστερά περιθώρια υποχώρησης.
Ορθά ο ΣΥΝ υπερασπίζεται τα δικαιώματα των ανθρώπων που έρχονται από ζώνες θανάτου και πείνας, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Οι μετανάστες είναι στις ταξικές μας αναφορές. Μήπως όμως δεν είναι οι Έλληνες πολίτες που κατοικούν ή εργάζονται στις ίδιες περιοχές; Δεν έχουμε την ίδια πολιτική και ηθική υποχρέωση και για αυτούς;
Το σημείο αυτό είναι και το πιο κρίσιμο για τον ΣΥΝ. Καταξιώθηκε ως δύναμη υπεράσπισης των δικαιωμάτων των απόκληρων που αποτελούν το σύγχρονο προλεταριάτο. Το έπραξε χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Αυτό τον τιμά. Τώρα οφείλει να αποδώσει τα ίσα. Να παρέμβει με πρωτοβουλίες τέτοιες που να διεκδικούν τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών, άνεργων, χαμηλόμισθων, χαμηλοσυνταξιούχων, νέων, γυναικών που μοιράζονται με τους αλλοδαπούς τη μιζέρια των γκέτο. Με προτεραιότητα στην ελεύθερη πρόσβαση από και προς τις γειτονιές τους.
Μαζί με το επείγον πακέτο μέτρων και πολιτικών και παρεμβάσεων, χρειάζεται και ο κοινωνικός παράγοντας. Δηλαδή ένα κίνημα πολιτών, που θα σπάσει τον φόβο, θα διεισδύσει στα ενδότερα των υποβαθμισμένων συνοικιών και θα αποδιοργανώσει τις δομές της ανομίας, θα απαντήσει στην γκετοποίηση με δράσεις πολιτισμού. Ένα κίνημα πραγματικής αμφισβήτησης μιας απαράδεκτης κατάστασης από τα μέσα, που κατά το «Δεν πληρώνω» θα μπορούσε να ονομαστεί «Δεν φοβάμαι..».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου