"Ελπίδα", Nedal Hashem, CartoonMovement |
Αγαπημένη μου Βέρα,
Είναι η τέταρτη φορά, αν θυμάμαι καλά, που επικοινωνώ μαζί σου μέσω αυτής της στήλης, στα δέκα χρόνια ζωής της. Ανορθόδοξος τρόπος επικοινωνίας για δύο ανθρώπους που έτσι κι αλλιώς επικοινωνούν κάθε μέρα, όπως κάθε πατέρας και κόρη. Το κακό, και αρκετά άδικο για σένα, είναι πως τις προηγούμενες φορές αυτή η δημόσια-ιδιωτική επικοινωνία ήταν εκ του ασφαλούς για μένα. Είχα σίγουρο πως δεν θα υπήρχε αντίλογος, λόγω της ηλικίας σου. Ουσιαστικά σε χρησιμοποιούσα σαν πρόσχημα για να μιλήσω σε άλλους. Τώρα δεν έχω αυτή την ασφάλεια. Έστω κι αν αυτό το γράμμα απευθύνεται στην ουσία σε τρίτους, αν πέσει στα χέρια σου, θα υποστώ την αμείλικτη κριτική των 12 χρόνων σου.
Προ ημερών γύρισες μ’ ένα παράξενο ύφος από το σχολείο, την τελευταία μέρα μαθήματος, της τελευταίας τάξης του δημοτικού. Παρ’ ότι ποτέ δεν υπήρξες φανατική του σχολείου, παρ’ ότι ξεκινούσαν τρεις μήνες καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς, με βουρκωμένα μάτια μου είπες πόσο λυπημένη ένιωθες που άφηνες το δημοτικό – «τόσα χρόνια από τη ζωή μου πέρασα εκεί», ψέλλισες και χοντρά δάκρυα έτρεξαν απ’ τα μάτια σου. Με ξάφνιασες. Αλλά ένας μπαμπάς δεν ξαφνιάζεται ποτέ, έχει πάντοτε μια απάντηση, μια συνόψιση των πραγμάτων, ένα δίδαγμα. «Τέλειωσε μια φάση της ζωής, έκλεισε ο κύκλος της παιδικής ηλικίας, λογικό να λυπάσαι. Αλλά, πάλι, αρχίζει μια καινούργια φάση, καινούργιο σχολείο, γυμνάσιο, άλλο περιβάλλον, εφηβεία. Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής…», σου είπα. Μάλλον δεν έδωσες και πολύ σημασία σ’ αυτήν την κοινοτοπία και, υποθέτω, ότι αν πέσει στην αντίληψή σου αυτή η δημόσια αποκάλυψη της εκμυστήρευσής σου θα με κατακεραυνώσεις, θα θυμώσεις όπως πάντα και φυσικά θα διαφωνήσεις με τις γενικεύσεις μου. Γιατί έτσι πρέπει να διαφωνείς μ’ αυτή την πρώτη έκφραση εξουσίας που αποτελούμε εμείς οι γονείς σου, μας αρέσει ή όχι.
Ύστερα, όμως, αυτή η φυσική έκφραση λύπης για το τέλος εποχής, που μόλις συνειδητοποίησες πως σημαίνει το τέλος του δημοτικού, επέστρεψε σε μένα εμπλουτισμένη μ’ ένα σωρό βασανιστικές σκέψεις για όλα τα «τέλη εποχής» που ζούμε σήμερα. Και τα πολλά τέλη εποχής που έχεις εσύ κι η γενιά σου μπροστά σας. Υπάρχει, βλέπεις, Βέρα μου, αυτό το πρόβλημα με τον χρόνο και τον κύκλο της ζωής μας. Δεν δικαιούμαστε να τα διαχειριστούμε μόνοι μας. Έχουμε μία μόνο ζωή, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τη συνδιαχειριστούμε με άλλους. Και δεν εννοώ συγγενείς, φίλους, ανθρώπους που κατά τεκμήριο μας αγαπούν. Αλλά για μηχανισμούς εξουσίας που αποφασίζουν για μας και χωρίς εμάς, για κυβερνήσεις και «μάγους» των αγορών που αποφασίζουν για το πόσο και τι πρέπει να σπουδάσουμε, πού και με ποιους όρους θα εργαστούμε, πώς και πόσο θα αμειβόμαστε, πώς θα οργανώσουμε τη ζωή μας, αν και πότε θα κάνουμε οικογένεια, πόσα παιδιά θα κάνουμε, μέχρι πότε θα δουλεύουμε, πότε θα βγούμε στη σύνταξη και με πόσα χρήματα θα ζήσουμε την κατά τα λοιπά ήσυχη τρίτη ηλικία. Σ’ όλο αυτόν τον κύκλο υπάρχει πάντα κάτι που πάει χαμένο. Σε χρήμα και σε χρόνο. Και κυρίως σε απόλαυση των πραγμάτων που θεωρούμε ουσία της ζωής. Και σ’ αυτό δεν φταίμε κυρίως εμείς, οι κοινοί θνητοί, ως κύριοι των εαυτών μας.
Αίφνης, εσύ Βέρα μου, που σε λίγο θα περάσεις το κατώφλι των 13 χρόνων, κι όλα τα παιδιά της ηλικίας σου, αλλά και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα, ακόμη κι αυτά που μόλις γεννιούνται, αν και δεν έχουν ξεκινήσει συναλλαγές με τράπεζες, χρωστάτε 40.000 ευρώ ο καθένας. «Μα, δεν χρωστάω σε κανένα, δεν έχω δανειστεί και το κυλικείο του σχολείου το έχω ξοφλήσει», θα μου αντιτείνεις. Κι εγώ θα αναγκαστώ να σου εξηγήσω ότι για να χρωστάς δεν χρειάζεται καν να δανειστείς. Αρκεί να έχει δανειστεί κάποιος άλλος στο όνομά σου. Και δεν εννοώ εμένα ή τη μαμά σου. Εμείς ό,τι έχουμε δανειστεί το εξοφλούμε και φροντίζουμε να μη στο φορτώσουμε.
Το κόλπο είναι το εξής: όλα τα πράγματα που πιστεύεις ότι το κράτος μας παρέχει δωρεάν -το δημόσιο σχολείο, τα νοσοκομεία, οι δρόμοι, οι πλατείες- ουσιαστικά τα πληρώνουμε και με το παραπάνω μέσω των φόρων. Για κάθε πράγμα που αγοράζουμε, αλλά και για κάθε λεπτό δουλειάς που αμειβόμαστε υπάρχει ένα κομμάτι φόρου που πάει στα ταμεία του κράτους. Θεωρητικά, λοιπόν, εφόσον οι περισσότεροι πληρώνουμε τους φόρους μας, το κράτος θα έπρεπε να έχει στα ταμεία του χρήματα για να μας παρέχει αυτά τα δημόσια αγαθά. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Υποτίθεται ότι τα χρήματα από τους φόρους δεν φτάνουν ποτέ και τα κράτη, πλούσια ή φτωχά, δανείζονται από κάποια φιλανθρωπικά ιδρύματα που λέγονται τράπεζες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Με τόκο, φυσικά.
Με τα χρόνια τα δανεικά του κράτους μαζεύονται, αυξάνουν κι από ένα σημείο και μετά οι κυβερνήσεις δανείζονται μόνο και μόνο για να εξοφλούν τα παλιά δανεικά και τους τόκους που μαζεύονται. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι φιλάνθρωποι τραπεζίτες που βλέπουν να συσσωρεύονται τα χρέη των κρατών, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν ποτέ θα εξοφληθούν, εξακολουθούν να δανείζουν. Προφανώς κάποιο όφελος θα έχουν απ’ αυτό. Και τα χρέη φτάνουν σε τέτοιο επίπεδο που τα κράτη και οι κυβερνήσεις και τελικά όλοι εμείς δουλεύουμε και πληρώνουμε τους φόρους όχι για να εξασφαλίσουμε τα δημόσια αγαθά που μας αξίζουν, αλλά μόνο και μόνο για να εξοφλούμε τα δανεικά.
Κάποια, όμως, στιγμή οι γενναιόδωροι τραπεζίτες, που χάνουν την υπομονή τους με όσα κράτη είναι κακοπληρωτές, ανεβάζουν πολύ τους τόκους για τα νέα δάνεια και οδηγούν μια ολόκληρη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας. Δηλαδή, δεν τη δανείζουν πια. Αυτό, αγαπημένη μου Βέρα, μας συμβαίνει τώρα, σε αδρές γραμμές. Αυτό περιγράφουν όλες οι τρομακτικές ειδήσεις και αναλύσεις που ακούς κάθε μέρα και που αποφεύγεις να τους δώσεις σημασία. Ίσως γιατί διαισθάνεσαι πως κάτι κακό σημαίνουν για σένα και για τη γενιά σου. Δεν είναι μόνο οι 40.000 ευρώ χρέους που σου φόρτωσαν στην πλάτη. Είναι που σε στέλνουν στο μέλλον, στα επόμενα στάδια της ζωής σου, χωρίς εφόδια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ασφάλεια. Δεν μπορούν να σου εγγυηθούν ούτε αν θα έχεις σχολείο, πανεπιστήμιο, όλα τα λίγα και αυτονόητα δημόσια αγαθά που, κουτσά στραβά, απόλαυσε η δική μου γενιά. Δεν σου διασφαλίζουν αν οι κόποι σου στα θρανία της γνώσης θα ανταμειφθούν κάποια στιγμή με αξιοπρέπεια, σε μια δουλειά που θα τη χαίρεσαι και με μια αμοιβή που θα σου επιτρέπει να ζεις όχι με πολυτέλεια, αλλά ανθρώπινα.
Προφανώς, Βέρα μου, κάποιοι φταίνε γι’ αυτή την καταστροφή που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Οι άνθρωποι και τα κόμματα που κυβέρνησαν για δεκαετίες αυτή τη χώρα, οι άνθρωποι που είχαν την οικονομική δύναμη να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις και τις αποφάσεις τους, οι κοινωνικές ομάδες που τους υποστήριζαν για μερικά χορταστικά κομμάτια του κοινωνικού πλούτου, αλλά καμιά φορά και για λίγα εξευτελιστικά ψίχουλα.
Μου είναι εύκολο, Βέρα μου, να ρίξω την ευθύνη στους άλλους, αλλά στην πραγματικότητα κι εγώ, σαν πατέρας σου αλλά και σαν μέλος μιας ολόκληρης γενιάς, αισθάνομαι ενοχή γι’ αυτό που σου παραδίδουμε ως μέλλον. Όχι γιατί «μαζί τα φάγαμε», όπως είπε κάποιος ανεκδιήγητος υπουργός που θα περάσει στην ιστορία μόνο γι’ αυτό. Αλλά γιατί τους επιτρέψαμε για χρόνια «να τα τρώνε μόνοι τους». Τους επιτρέψαμε να μετατρέψουν αυτή τη χώρα σε άγονο χωράφι, τους αφήσαμε να πυρπολήσουν το μέλλον της γενιάς σου.
Συγγνώμη, Βέρα, που σου παραδίδω μια χώρα στα πρόθυρα κατάρρευσης, με βασιλείς και πρίγκιπες που γκρεμίζονται απ’ τους θρόνους τους, αλλά θέλουν να μας πάρουν μαζί τους. Συγγνώμη, Βέρα, που τα παχιά μας λόγια για έναν καλύτερο κόσμο, για μια κοινωνία πιο δίκαιη, δεν τα μετουσιώσαμε ποτέ σε πράξη, απορροφημένοι από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ίσως και φοβούμενοι ότι θα χρειαστεί κάτι να θυσιάσουμε από την εύθραυστη μικροευημερία μας. Συγγνώμη, Βέρα, που ανεχτήκαμε, με πράξεις ή παραλείψεις, την αδικία, την απάτη, την κλεψιά, τον εγωισμό, την έλλειψη αλληλεγγύης να μας κυβερνούν. Συγγνώμη που κάναμε τη δημοκρατία πουκάμισο αδειανό.
Σόρι για όλα, Βέρα, σόρι. Συγγνώμη που σ’ τα λέω όλα αυτά – ένας ψυχολόγος θα με επέπληττε γι’ αυτό. Συγγνώμη που φορτώνουμε στις γενιές σας, αυτήν που είναι ακόμη στα θρανία και αυτήν που είναι στις πλατείες της ανεργίας, το βάρος για να ξαναστήσετε τη χώρα στα πόδια της. Να δώσετε ξανά υπόσταση στις λέξεις δικαιοσύνη, ισότητα, αξιοπρέπεια. Κι εύχομαι να μας κάνετε να ντραπούμε για όσα δεν καταφέραμε εμείς. Και να περηφανευτούμε που τα καταφέρατε εσείς.
Προ ημερών γύρισες μ’ ένα παράξενο ύφος από το σχολείο, την τελευταία μέρα μαθήματος, της τελευταίας τάξης του δημοτικού. Παρ’ ότι ποτέ δεν υπήρξες φανατική του σχολείου, παρ’ ότι ξεκινούσαν τρεις μήνες καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς, με βουρκωμένα μάτια μου είπες πόσο λυπημένη ένιωθες που άφηνες το δημοτικό – «τόσα χρόνια από τη ζωή μου πέρασα εκεί», ψέλλισες και χοντρά δάκρυα έτρεξαν απ’ τα μάτια σου. Με ξάφνιασες. Αλλά ένας μπαμπάς δεν ξαφνιάζεται ποτέ, έχει πάντοτε μια απάντηση, μια συνόψιση των πραγμάτων, ένα δίδαγμα. «Τέλειωσε μια φάση της ζωής, έκλεισε ο κύκλος της παιδικής ηλικίας, λογικό να λυπάσαι. Αλλά, πάλι, αρχίζει μια καινούργια φάση, καινούργιο σχολείο, γυμνάσιο, άλλο περιβάλλον, εφηβεία. Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής…», σου είπα. Μάλλον δεν έδωσες και πολύ σημασία σ’ αυτήν την κοινοτοπία και, υποθέτω, ότι αν πέσει στην αντίληψή σου αυτή η δημόσια αποκάλυψη της εκμυστήρευσής σου θα με κατακεραυνώσεις, θα θυμώσεις όπως πάντα και φυσικά θα διαφωνήσεις με τις γενικεύσεις μου. Γιατί έτσι πρέπει να διαφωνείς μ’ αυτή την πρώτη έκφραση εξουσίας που αποτελούμε εμείς οι γονείς σου, μας αρέσει ή όχι.
Ύστερα, όμως, αυτή η φυσική έκφραση λύπης για το τέλος εποχής, που μόλις συνειδητοποίησες πως σημαίνει το τέλος του δημοτικού, επέστρεψε σε μένα εμπλουτισμένη μ’ ένα σωρό βασανιστικές σκέψεις για όλα τα «τέλη εποχής» που ζούμε σήμερα. Και τα πολλά τέλη εποχής που έχεις εσύ κι η γενιά σου μπροστά σας. Υπάρχει, βλέπεις, Βέρα μου, αυτό το πρόβλημα με τον χρόνο και τον κύκλο της ζωής μας. Δεν δικαιούμαστε να τα διαχειριστούμε μόνοι μας. Έχουμε μία μόνο ζωή, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να τη συνδιαχειριστούμε με άλλους. Και δεν εννοώ συγγενείς, φίλους, ανθρώπους που κατά τεκμήριο μας αγαπούν. Αλλά για μηχανισμούς εξουσίας που αποφασίζουν για μας και χωρίς εμάς, για κυβερνήσεις και «μάγους» των αγορών που αποφασίζουν για το πόσο και τι πρέπει να σπουδάσουμε, πού και με ποιους όρους θα εργαστούμε, πώς και πόσο θα αμειβόμαστε, πώς θα οργανώσουμε τη ζωή μας, αν και πότε θα κάνουμε οικογένεια, πόσα παιδιά θα κάνουμε, μέχρι πότε θα δουλεύουμε, πότε θα βγούμε στη σύνταξη και με πόσα χρήματα θα ζήσουμε την κατά τα λοιπά ήσυχη τρίτη ηλικία. Σ’ όλο αυτόν τον κύκλο υπάρχει πάντα κάτι που πάει χαμένο. Σε χρήμα και σε χρόνο. Και κυρίως σε απόλαυση των πραγμάτων που θεωρούμε ουσία της ζωής. Και σ’ αυτό δεν φταίμε κυρίως εμείς, οι κοινοί θνητοί, ως κύριοι των εαυτών μας.
Αίφνης, εσύ Βέρα μου, που σε λίγο θα περάσεις το κατώφλι των 13 χρόνων, κι όλα τα παιδιά της ηλικίας σου, αλλά και τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα, ακόμη κι αυτά που μόλις γεννιούνται, αν και δεν έχουν ξεκινήσει συναλλαγές με τράπεζες, χρωστάτε 40.000 ευρώ ο καθένας. «Μα, δεν χρωστάω σε κανένα, δεν έχω δανειστεί και το κυλικείο του σχολείου το έχω ξοφλήσει», θα μου αντιτείνεις. Κι εγώ θα αναγκαστώ να σου εξηγήσω ότι για να χρωστάς δεν χρειάζεται καν να δανειστείς. Αρκεί να έχει δανειστεί κάποιος άλλος στο όνομά σου. Και δεν εννοώ εμένα ή τη μαμά σου. Εμείς ό,τι έχουμε δανειστεί το εξοφλούμε και φροντίζουμε να μη στο φορτώσουμε.
Το κόλπο είναι το εξής: όλα τα πράγματα που πιστεύεις ότι το κράτος μας παρέχει δωρεάν -το δημόσιο σχολείο, τα νοσοκομεία, οι δρόμοι, οι πλατείες- ουσιαστικά τα πληρώνουμε και με το παραπάνω μέσω των φόρων. Για κάθε πράγμα που αγοράζουμε, αλλά και για κάθε λεπτό δουλειάς που αμειβόμαστε υπάρχει ένα κομμάτι φόρου που πάει στα ταμεία του κράτους. Θεωρητικά, λοιπόν, εφόσον οι περισσότεροι πληρώνουμε τους φόρους μας, το κράτος θα έπρεπε να έχει στα ταμεία του χρήματα για να μας παρέχει αυτά τα δημόσια αγαθά. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Υποτίθεται ότι τα χρήματα από τους φόρους δεν φτάνουν ποτέ και τα κράτη, πλούσια ή φτωχά, δανείζονται από κάποια φιλανθρωπικά ιδρύματα που λέγονται τράπεζες για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Με τόκο, φυσικά.
Με τα χρόνια τα δανεικά του κράτους μαζεύονται, αυξάνουν κι από ένα σημείο και μετά οι κυβερνήσεις δανείζονται μόνο και μόνο για να εξοφλούν τα παλιά δανεικά και τους τόκους που μαζεύονται. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι φιλάνθρωποι τραπεζίτες που βλέπουν να συσσωρεύονται τα χρέη των κρατών, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν ποτέ θα εξοφληθούν, εξακολουθούν να δανείζουν. Προφανώς κάποιο όφελος θα έχουν απ’ αυτό. Και τα χρέη φτάνουν σε τέτοιο επίπεδο που τα κράτη και οι κυβερνήσεις και τελικά όλοι εμείς δουλεύουμε και πληρώνουμε τους φόρους όχι για να εξασφαλίσουμε τα δημόσια αγαθά που μας αξίζουν, αλλά μόνο και μόνο για να εξοφλούμε τα δανεικά.
Κάποια, όμως, στιγμή οι γενναιόδωροι τραπεζίτες, που χάνουν την υπομονή τους με όσα κράτη είναι κακοπληρωτές, ανεβάζουν πολύ τους τόκους για τα νέα δάνεια και οδηγούν μια ολόκληρη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας. Δηλαδή, δεν τη δανείζουν πια. Αυτό, αγαπημένη μου Βέρα, μας συμβαίνει τώρα, σε αδρές γραμμές. Αυτό περιγράφουν όλες οι τρομακτικές ειδήσεις και αναλύσεις που ακούς κάθε μέρα και που αποφεύγεις να τους δώσεις σημασία. Ίσως γιατί διαισθάνεσαι πως κάτι κακό σημαίνουν για σένα και για τη γενιά σου. Δεν είναι μόνο οι 40.000 ευρώ χρέους που σου φόρτωσαν στην πλάτη. Είναι που σε στέλνουν στο μέλλον, στα επόμενα στάδια της ζωής σου, χωρίς εφόδια, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ασφάλεια. Δεν μπορούν να σου εγγυηθούν ούτε αν θα έχεις σχολείο, πανεπιστήμιο, όλα τα λίγα και αυτονόητα δημόσια αγαθά που, κουτσά στραβά, απόλαυσε η δική μου γενιά. Δεν σου διασφαλίζουν αν οι κόποι σου στα θρανία της γνώσης θα ανταμειφθούν κάποια στιγμή με αξιοπρέπεια, σε μια δουλειά που θα τη χαίρεσαι και με μια αμοιβή που θα σου επιτρέπει να ζεις όχι με πολυτέλεια, αλλά ανθρώπινα.
Προφανώς, Βέρα μου, κάποιοι φταίνε γι’ αυτή την καταστροφή που συντελείται μπροστά στα μάτια μας. Οι άνθρωποι και τα κόμματα που κυβέρνησαν για δεκαετίες αυτή τη χώρα, οι άνθρωποι που είχαν την οικονομική δύναμη να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις και τις αποφάσεις τους, οι κοινωνικές ομάδες που τους υποστήριζαν για μερικά χορταστικά κομμάτια του κοινωνικού πλούτου, αλλά καμιά φορά και για λίγα εξευτελιστικά ψίχουλα.
Μου είναι εύκολο, Βέρα μου, να ρίξω την ευθύνη στους άλλους, αλλά στην πραγματικότητα κι εγώ, σαν πατέρας σου αλλά και σαν μέλος μιας ολόκληρης γενιάς, αισθάνομαι ενοχή γι’ αυτό που σου παραδίδουμε ως μέλλον. Όχι γιατί «μαζί τα φάγαμε», όπως είπε κάποιος ανεκδιήγητος υπουργός που θα περάσει στην ιστορία μόνο γι’ αυτό. Αλλά γιατί τους επιτρέψαμε για χρόνια «να τα τρώνε μόνοι τους». Τους επιτρέψαμε να μετατρέψουν αυτή τη χώρα σε άγονο χωράφι, τους αφήσαμε να πυρπολήσουν το μέλλον της γενιάς σου.
Συγγνώμη, Βέρα, που σου παραδίδω μια χώρα στα πρόθυρα κατάρρευσης, με βασιλείς και πρίγκιπες που γκρεμίζονται απ’ τους θρόνους τους, αλλά θέλουν να μας πάρουν μαζί τους. Συγγνώμη, Βέρα, που τα παχιά μας λόγια για έναν καλύτερο κόσμο, για μια κοινωνία πιο δίκαιη, δεν τα μετουσιώσαμε ποτέ σε πράξη, απορροφημένοι από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, ίσως και φοβούμενοι ότι θα χρειαστεί κάτι να θυσιάσουμε από την εύθραυστη μικροευημερία μας. Συγγνώμη, Βέρα, που ανεχτήκαμε, με πράξεις ή παραλείψεις, την αδικία, την απάτη, την κλεψιά, τον εγωισμό, την έλλειψη αλληλεγγύης να μας κυβερνούν. Συγγνώμη που κάναμε τη δημοκρατία πουκάμισο αδειανό.
Σόρι για όλα, Βέρα, σόρι. Συγγνώμη που σ’ τα λέω όλα αυτά – ένας ψυχολόγος θα με επέπληττε γι’ αυτό. Συγγνώμη που φορτώνουμε στις γενιές σας, αυτήν που είναι ακόμη στα θρανία και αυτήν που είναι στις πλατείες της ανεργίας, το βάρος για να ξαναστήσετε τη χώρα στα πόδια της. Να δώσετε ξανά υπόσταση στις λέξεις δικαιοσύνη, ισότητα, αξιοπρέπεια. Κι εύχομαι να μας κάνετε να ντραπούμε για όσα δεν καταφέραμε εμείς. Και να περηφανευτούμε που τα καταφέρατε εσείς.
Σου έχω εμπιστοσύνη, Βέρα. Είμαι σίγουρος πως οι μέρες που θα ζήσετε θα είναι λαμπερές.
πραγματικα εβαλα τα κλαμματα....
ΑπάντησηΔιαγραφήσημερα απο το πρωι εψαχνα να αλλαξω τη φωτο μου στο φεις...ηρθε το κειμενο και η φωτογραφια αυτη και εδεσαν με τη σημερινη μου ψυχολογια...
Ρηγα...σε ευχαριστω...