(πηγή) |
από την ΑΥΓΗ
Ενθέματα 19/9
Αν έχω καταλάβει καλά διανύουμε επαναστατική περίοδο. Η «επανάσταση του αυτονόητου» προορίζεται να σαρώσει με το σπαθί του Μνημονίου όλες τις αγκυλώσεις, όλους τους αναχρονισμούς και τις νοσηρές καταστάσεις που στραγγίζουν τους χυμούς της χώρας και τη δημιουργική ενέργεια των κατοίκων της.
Αστειεύομαι, φυσικά. Αλλά πάλι δεν είναι καθόλου αστείο αν σκεφτούμε το χάος και τα απωθητικά πόκερ της καθ’ ημάς Αριστεράς. Τι είναι όμως, στα σοβαρά τώρα, το αυτονόητο; Που βρίσκεται άραγε αυτή η νέα ήπειρος της κοινής λογικής που τώρα τελευταία φαίνεται να συνεπαίρνει ως και αριστερούς δημοκράτες οι οποίοι ανακαλύπτουν τη «δημόσια ορθολογικότητα» ως μοναδικό αξιόπιστο κριτήριο αριστερής υπευθυνότητας;
Αυτονόητο είναι ας πούμε ότι δεν θέλουμε την αρρώστια, την ένδεια, την αναξιοπρεπή και ταπεινωτική μεταχείριση. Είναι η αναζήτηση της ομορφιάς, η απαίτηση να μην μας περιφρονούν, η επιθυμία όλων για μια εργασία που δεν συνθλίβει και αφήνει περιθώρια σε μια πληρέστερη ζωή. Αυτονόητη είναι η ενόχληση και η πικρία από χίλιες δυο λεπτομέρειες της καθημερινότητας, από εμπειρίες απογοητευτικές ή πράξεις που εξοργίζουν.
Όσο όμως προχωρούμε σε πιο σύνθετα αντικείμενα, σε τόπους πολιτικούς και θέματα σχετικά με τη διεύθυνση των συλλογικών υποθέσεων, τα αυτονόητα λιγοστεύουν. Οι ερμηνείες, οι ορισμοί, τα πορίσματα διαφέρουν όπως διαφέρουν τα συμφέροντα και οι αντιλήψεις για το δημόσιο αγαθό. Όπως, εν τέλει, διαφέρουν οι περιγραφές του κόσμου και οι επιθυμίες για τη φύση των αλλαγών που χρειάζονται. Και έτσι πρέπει να είναι: όποιος διεκδικεί αποκλειστικότητα στην κοινή λογική ολισθαίνει στην καθαρή ανοησία.
Το χειρότερο είναι όμως όταν μια τέτοια υπερφίαλη αξίωση επιδιώκει να εκβιάσει τους υπόλοιπους επισείοντας τετριμμένα διλήμματα: το πίσω και το εμπρός, τη συντήρηση και την πρόοδο, την ακινησία και την κίνηση, τα κεκτημένα και τα μη κεκτημένα. Πλασματικές «διαιρέσεις» που αναβιώνουν άλλη μια φορά την επικοινωνιακή πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αυτής ιδιαίτερα της μυρωδάτης ποικιλίας του που καλλιεργήθηκε στις δεξαμενές σκέψης του νέου Κέντρου και της μετα-παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας.
Αλλά βρισκόμαστε σε μια συγκυρία διαφορετική. Η στιγμή που ζούμε είναι ιδιαίτερη. Πριν από κάποια χρόνια η «ανακάλυψη της Αμερικής» (ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, ευελιξία, συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα κλπ) είχε ένα νόημα: αντιστοιχούσε στη δυναμική αποκόλληση μερίδων της μεσαίας τάξης και της διανοητικής εργασίας από τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα και τον προστατευτικό κρατισμό. Σήμερα μια τέτοια δυναμική ανόδου δεν έχει αντίκρισμα στο βίωμα των μεσαίων στρωμάτων. Και η ρητορική της «θετικής ενέργειας» προσκρούει σε οδυνηρές και κυρίως πραγματικές εμπειρίες απώλειας για ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια αν κάποτε το «αυτονόητο» μπορούσε να γοητεύσει όσους είχαν ελπίδες οφέλους, όσους μπορούσαν να οσφραίνονται την υλική και συμβολική τους ανταμοιβή, σήμερα δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο. Ούτε στην ίδια έκταση ούτε με ανάλογους όρους. Υπό προϋποθέσεις, ο καθένας μπορεί πια να καταλάβει ότι είναι άλλο πράγμα η τεχνική εκλογίκευση της δημόσιας διοίκησης και άλλο η σαρωτική ιδεολογική και πολιτική επίθεση στον δημόσιο τομέα. Μπορεί επίσης να κατανοήσει ότι άλλο πράγμα είναι η παρέμβαση στις δυσλειτουργίες και διαφορετικό η ακραία αναδιανομή πλούτου και ισχύος. Ότι εντέλει υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα σε ένα ενιαίο μισθολόγιο που βελτιώνει την υλική κατάσταση των περισσότερων από ένα ενιαίο μισθολόγιο-εργαλείο εξίσωσης προς τα κάτω.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: η επανάσταση του αυτονόητου ανταποκρίνεται ουσιαστικά σε μια λογική αυταρχικού δογματισμού. Και κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται παράδοξο καθόσον άλλα έλεγαν οι γραφές. Για παράδειγμα, ότι κανένας αυταρχικός δογματισμός δεν μπορεί να επιβιώσει στα «αναστοχαστικά» περιβάλλοντα των σύγχρονων δημοκρατιών. Αυτές ωστόσο οι γραφές του ευφημισμού διαψεύδονται. Παντού στην Ευρώπη διαφαίνεται ένα πνεύμα αυταρχικής παλινδρόμησης: στην επιχείρηση, στο πεδίο της δημόσιας τάξης, στο μεταναστευτικό.
Αλλά ας έλθουμε πάλι στα δικά μας. Διότι η δική μας επανάσταση του αυτονόητου επιδιώκει να εξαφανίσει τα υπολείμματα αυτονομίας μεταξύ των θεσμών ή των διαφορετικών σφαιρών της εμπειρίας καθιστώντας απόλυτους ρυθμιστές τις αγοραίες αξίες και πρακτικές. Το περίφημο επιτελικό κράτος είναι μια μίμηση της corporate governance, της εταιρικής διακυβέρνησης. Ενώ το πανεπιστήμιο της λογοδοσίας υπόσχεται κατά βάση τη μερική υποκατάσταση των παλαιών γραφειοκρατιών από νέα δίκτυα διανομής των πόρων και του κύρους προσανατολισμένα στο εμπόριο των προσόντων. Ήδη άλλωστε η εμπειρία από τις εφαρμογές της αξιολόγησης στα ΑΕΙ επιβεβαιώνει μια τάση απίστευτης διόγκωσης της διοικητικής-γραφειοκρατικής απασχόλησης εις βάρος των καθηκόντων της διδασκαλίας και της έρευνας.
Ο επεκτεινόμενος γραφειοκρατικός οικονομισμός είναι η μια όψη του νομίσματος. Υπάρχει όμως και η δεύτερη όψη της ίδιας εξέλιξης, η προσφυγή στις συμβολικές συμπονετικές χειρονομίες. Η κυρίαρχη πολιτική τα δίνει όλα για τους τομείς αιχμής του ελληνικού καπιταλισμού και όχι πλέον για ένα κοινωνικό συμβόλαιο που να ενσωματώνει και την κατώτερη μεσαία τάξη. Συγχρόνως όμως δεν έχει πρόβλημα να επαναφέρει το «κοινωνικό πρόσωπο» ως ευαισθησία για τις πλέον ευπαθείς ομάδες, ως διαχείριση κάποιων ακραίων καταστάσεων. Ούτε λόγος φυσικά για νέα αφήγηση ή επινόηση. Η καθολική λογική και η επιλεγμένη ευαισθησία μεταφράζουν απλώς τη σύγχρονη κατηγορική προσταγή: η καθολική λογική ανταποκρίνεται στην επιλογή για έναν πιο «καθαρό» καπιταλισμό και η στοχευμένη ευαισθησία καλεί τα άτομα σε αυτοθεραπεία και αλλαγή νοοτροπίας. Η πρώτη --ως λογική-- επιβάλλει το πλαίσιο και ορίζει τους προσανατολισμούς που πρέπει να ακολουθήσει η δεύτερη. Το πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοχή της ακραίας πολιτικής αδυναμίας (τι θα πουν οι αγορές, τι θα πουν οι εταίροι μας) ενώ συγχρόνως προτρέπει τους πολίτες να επαναλαμβάνουν ρυθμικά ότι, παρόλα αυτά, «και αυτό γίνεται».
Με αυτό το σενάριο θα έχουμε να πορευτούμε στο εξής. Μεταξύ γενικού σωφρονισμού και μικρών δόσεων ανακούφισης. Με αιφνίδιες εναλλαγές επιτακτικής φιλελεύθερης συμμόρφωσης και ηθικής αναμόρφωσης. Με νεοφιλελεύθερο γκουβέρνο και «προοδευτική» βιοπολιτική. Με «αναγκαιότητες-μοίρες» και λυρικά ευχολόγια.
Υπάρχει άραγε περιθώριο για πολιτική απάντηση σε αυτό το νέο πλέγμα της ιδεολογίας και των πρακτικών της;
.-.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
-Με το κείμενο αυτό ξεκινάει στα «Ενθέματα» η τακτική συνεργασία του Νικόλα Σεβαστάκη, με γενικό τίτλο «Το δέντρο και το δάσος. Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου