του Κώστα Καναβούρη
Λες και το κάνει επίτηδες κι αυτός ο Νοέμβριος με τη ζέστη του. Περπατάς στους δρόμους της γειτονιάς μου -στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας- και η αποφορά από τους λόφους των σκουπιδιών σού προκαλεί συσπάσεις στο στομάχι. Χρειάζεται προσπάθεια και κλείσιμο της μύτης και κράτημα της ανάσας για να μην κάνεις εμετό στη μέση του δρόμου (γιατί στο πεζοδρόμιο ούτε λόγος, το έχουν καταλάβει τα σκουπίδια).
Την περασμένη Κυριακή το πρωί, βγαίνοντας για εφημερίδες, το θέαμα είναι αποτρόπαιο: στην άκρη της πλατείας μέσα σε έναν σωρό σκουπιδιών (από τους πολλούς) ύψους, χωρίς υπερβολή, δύο περίπου μέτρων, που έχουν εξαφανίσει τους κάδους, και μήκους τουλάχιστον πέντε, μερικοί ρακένδυτοι γέροι, με πρόσωπα και αμφίεση πλήρους εξαθλίωσης, ανασκαλεύουν ψάχνοντας τα σαπισμένα -στα πρόθυρα του πολτού- απορρίμματα. Αν αυτό δεν λέγεται φρίκη, τότε ποια είναι η φρίκη; Αν αυτό δεν είναι η κόλαση, τότε ποια είναι η κόλαση; Καλώς ήρθαμε, λοιπόν, στην κόλαση. Στην κόλαση που σιγόβραζε μέσα στα καζάνια μιας δανεικής, επίπλαστης, κατευθυνόμενης ως προς το περιεχόμενο ευημερίας και τώρα ξεχείλισε και γέμισε δυσωδία τα πνευμόνια όλων, δικαίων και αδίκων.