(πηγή) |
του Κώστα Καναβούρη
από την Κυριακάτικη Αυγή
Λες και το κάνει επίτηδες κι αυτός ο Νοέμβριος με τη ζέστη του. Περπατάς στους δρόμους της γειτονιάς μου -στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας- και η αποφορά από τους λόφους των σκουπιδιών σού προκαλεί συσπάσεις στο στομάχι. Χρειάζεται προσπάθεια και κλείσιμο της μύτης και κράτημα της ανάσας για να μην κάνεις εμετό στη μέση του δρόμου (γιατί στο πεζοδρόμιο ούτε λόγος, το έχουν καταλάβει τα σκουπίδια).
Την περασμένη Κυριακή το πρωί, βγαίνοντας για εφημερίδες, το θέαμα είναι αποτρόπαιο: στην άκρη της πλατείας μέσα σε έναν σωρό σκουπιδιών (από τους πολλούς) ύψους, χωρίς υπερβολή, δύο περίπου μέτρων, που έχουν εξαφανίσει τους κάδους, και μήκους τουλάχιστον πέντε, μερικοί ρακένδυτοι γέροι, με πρόσωπα και αμφίεση πλήρους εξαθλίωσης, ανασκαλεύουν ψάχνοντας τα σαπισμένα -στα πρόθυρα του πολτού- απορρίμματα. Αν αυτό δεν λέγεται φρίκη, τότε ποια είναι η φρίκη; Αν αυτό δεν είναι η κόλαση, τότε ποια είναι η κόλαση; Καλώς ήρθαμε, λοιπόν, στην κόλαση. Στην κόλαση που σιγόβραζε μέσα στα καζάνια μιας δανεικής, επίπλαστης, κατευθυνόμενης ως προς το περιεχόμενο ευημερίας και τώρα ξεχείλισε και γέμισε δυσωδία τα πνευμόνια όλων, δικαίων και αδίκων.
Και τώρα; Τι θα κάνουμε τώρα έτσι όπως καταντήσαμε χωρίς έρμα, χωρίς τα αντιστύλια κάποιου πολιτισμού που θα μας στήριζε ή κάποιας υγρής αξιοπρέπειας που θα μας επέτρεπε να δημιουργήσουμε (ναι, να δημιουργήσουμε) από την αρχή τον κόπο της πράξεως και τον κόπο της ευθύνης των σκέψεων, ώστε να τα βγάλουμε πέρα; Τίποτα δεν υπάρχει που να μας κάνει να ελπίσουμε. Και, το χειρότερο, τίποτε δεν υπάρχει που να μας οδηγήσει στην απελπισία έστω της εξέγερσης. Ανερμάτιστη και τυχάρπαστη απελπισία που, όπως προσφυώς έγραψε σε ένα άρθρο του ο Δημήτρης Σεβαστάκης, οδηγεί σε μια νέα ευπιστία και όχι σε μια νέα ευφυία. Όντως, η κόλαση από αυτό ακριβώς προέρχεται: από την κατάντια που λέγεται ευπιστία. Από την κατάντια της ανάθεσης της σκέψης στους "άλλους", σ' αυτούς που ξέρουν. Σ' αυτούς που μας έπεισαν "σαν έτοιμους από καιρό" (αν και άλλο είναι το νόημα του καβαφικού στίχου) ότι διαφορετικά δεν γίνεται. Διότι τίποτε άλλο δεν υπάρχει. Όταν όμως παραδέχεσαι "χωρίς περίσκεψιν χωρίς αιδώ" (πάλι ο Καβάφης) ότι τίποτε άλλο δεν υπάρχει, σημαίνει ακριβώς αυτό: ότι έπαψες να υπάρχεις ως οντότητα αφού έχασες την ικανότητα να ντρέπεσαι για την κατάντια σου, με αποτέλεσμα να πετάξει και η ικανότητα για σύγκριση, για ορθή κρίση και για ελπίδα που λάμπει σαν λεπίδι, σαν δάκρυ και σαν γιορτινή νιφάδα χαμόγελου.
Έτσι, λοιπόν, από ευπιστία σε ευπιστία, από υποταγή, δηλαδή, σε υποταγή φτάσαμε μέχρι εδώ που φτάσαμε. Όχι επειδή δεν κρατήσαμε τον πλούτο μας, αλλά επειδή δεν κατανοήσαμε ότι πρόκειται για πανάκριβα αγορασμένη φτώχεια. Πανάκριβα γιατί το τίμημα ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Πληρώσαμε, πληρώσαμε με την ώρα. Τότε που ως θηριώδεις εύπιστοι θεωρούσαμε ότι κερδίζαμε. Και δεν σκεφτήκαμε από πού κερδίζαμε αυτά που κερδίζαμε και πολύ περισσότερο τι κάναμε για να τα κερδίσουμε, αλλά και ακόμα πιο πολύ δεν σκεφτήκαμε τι ήταν αυτό που κερδίζαμε κι αν άξιζε το αντίτιμο, που ήταν ο ίδιος μας ο εαυτός. Ξεπούλημα κανονικό δηλαδή.
Και τώρα που ξεπουλήθηκε ό,τι ήταν δυνατόν να ξεπουληθεί κι ακρίβυνε η φτώχεια μας κι ακρίβυνε η ένδεια της σκέψης μας και υποτιμήθηκε απολύτως το νόμισμα (εκ του νομίζω -υποθέτω- θεωρώ πως) των αισθημάτων μας, ήρθε η ώρα της εκποίησης. Καλημέρα σας στην κόλαση. Καλημέρα σας στην κόλαση των ευτελών απορριμμάτων ως επιτίμιο των πολυτελών ισαξίων τους. Κάποτε, πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ο δαιμονικός Ζορζ Πιλαλί είχε εκστομίσει δηλητηριωδώς ολόκληρο το πνεύμα της εποχής (όχι μόνον εκείνης, αλλά και της πριν και της μετά) λέγοντας σε μια παρλάτα: "Με ζηλεύουνε στην Κηφισά (σ.σ.: χωρίς γιώτα, παρακαλώ, το "σα" της Κηφισάς) γιατί βγάζω τα περισσότερα και τα καλύτερα σκουπίδια". Γελάσαμε με το αστείο. Κανείς δεν άκουσε. Ιδού λοιπόν τα σκουπίδια της "Κηφισάς". Κατέκλυσαν τα πάντα. Μόνο που ο πληθωρισμός χαμηλώνει την ποιότητα. Δεν είναι δυνατόν να είμαστε όλοι σπάταλοι σε σκουπίδια, στο τέλος σπαταλήσαμε και τον εαυτό μας. Και πλημμυρίσαμε την πόλη και τον αέρα της. Εμείς είμαστε η κόλαση. Όχι οι άλλοι, όπως θα έλεγε και ο Σαρτρ, όχι. Εμείς είμαστε η κόλαση. Εμείς είμαστε η χωματερή που δεν αντέχει άλλο κι έχει κλατάρει και δεν μπορούν τα απορριμματοφόρα του δήμου (δήμου; Πού είναι ο δήμος; Στην ανεξάρτητη ευπιστία του Καμίνη;) να μαζέψουν σάπιες ιδέες, σάπιους φόβους, σάπιες επιθυμίες, σάπια όνειρα, σάπιες χαρές και σάπιες λύπες.
Κάτω από αυτούς τους τόνους σκουπιδιών είναι θαμμένες οι πραγματικές ιδέες, οι αληθινοί φόβοι, οι αιχμηρές επιθυμίες, τα απείθαρχα όνειρα, οι παλλόμενες χαρές και οι παλλόμενες λύπες. Να λοιπόν που καταλήξαμε στον ορισμό της κόλασης: να είσαι ταυτοχρόνως σκουπίδι και χωματερή. Και να μην μπορείς να ξεφύγεις από πουθενά. Ακόμα και τώρα. Άλλοι σου δείχνουν τον δρόμο κι εσύ πηγαίνεις από 'κεί που σου λένε. Στην κόλαση που είσαι. Και μεγαλώνει ο σωρός των σκουπιδιών. Κι ανασκαλεύει, ψάχνοντας στον πολτοποιημένο φόβο και στον αισχρό πολτό μιας θηριώδους ευπιστίας ο μέγας τρωγλοδύτης: ο φασισμός. Ήδη μαζεύει τα σκουπίδια από τους δρόμους. Κι εμείς νομίζουμε ότι το πρόβλημα είναι οι συμβασιούχοι που δεν επαναπροσλήφθηκαν. Από ποιον;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου