στο περ. "Εκτός Γραμμής"
τ. 26, 12/2010
πηγή: Αριστερό Βήμα- Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε (πέρα από τον, μάλλον προφανή, κοινό παρονομαστή της αμηχανίας) μια «τυπολογία» των απαντήσεων της ευρωπαϊκής Αριστεράς στην διεθνή κρίση η οποία έχει ξεσπάσει από το 2007;
- Η κατάσταση είναι τόσο σύνθετη προς το παρόν, ώστε μια τυπολογία να είναι ίσως πρόωρη. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα: εάν κατανοήσουμε την Αριστερά με μιαν ευρύτητα στον ορισμό της (όχι με τον αυστηρό ελληνικό ορισμό αλλά συμπεριλαμβάνοντας, κατά τον δυτικοευρωπαϊκό τρόπο, και τη Σοσιαλδημοκρατία, ή τουλάχιστον τις αριστερές τάσεις της), είναι ενδιαφέρον να δούμε ότι τη στιγμή ακριβώς που ένα ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα ασκεί την πολιτική που ξέρουμε, το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας που υπήρξε πρωτοπόρος της σοσιαλ-φιλελεύθερης μετάλλαξης με τον «Τρίτο Δρόμο» του Μπλαιρ κ.ο.κ., μετακινείται προς τα αριστερά, όπως είδαμε με την εκλογή του Εντ Μίλιμπαντ στην ηγεσία και κυρίως με την ήττα του αδελφού του Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, επισήμου διαδόχου της μπλερικής παράδοσης. Ο Εντ Μίλιμπαντ δεν είναι βέβαια Τόνυ Μπεν, δεν είναι η παλιά ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος, σαφέστατα όμως σηματοδοτεί μια τομή με το λόγο και τη μήτρα της ιδεολογίας του μπλερισμού.
Αυτή η προς τα αριστερά μετακίνηση αποτελεί εξάλλου έκφραση μιας αντίστοιχης προς τα αριστερά μετακίνησης της κοινωνίας και αυτό το βλέπουμε τόσο με τις εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα (πρβ. το τελευταίο συνέδριο του TUC ή την άνετη επανεκλογή του Λεν ΜακΚλάσκι στο Unite, το πιο μαζικό συνδικάτο της χώρας με δύο εκατομμύρια μέλη) και βεβαίως με τις κινητοποιήσεις της νεολαίας που πραγματοποιούνται τώρα. Όλα αυτά αποτελούν όψεις του ίδιου φαινομένου. Δεν νομίζω όμως ότι, σε ότι αφορά την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας, αυτές οι τάσεις ισχύουν σε άλλες χώρες. Στη Γαλλία για παράδειγμα, ο επικρατέστερος αυτή τη στιγμή υποψήφιος των σοσιαλιστών για τις προεδρικές εκλογές του 2012 είναι ο νυν πρόεδρος του ΔΝΤ Στρος-Καν.
Η αμηχανία αποτελεί όντως σήμερα το κυρίαρχο στοιχείο στο γενικότερο αριστερό τοπίο, και είναι έκδηλη κατ’αρχήν στα τμήματα της Αριστεράς που έχουν τον πιο σαφή φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό. Αυτό αφορά βεβαίως τμήματα της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας (όχι όμως στην Αγγλία, όπου οι αριστερές τάσεις δεν έχουν φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό), αφορά κομμουνιστικά ή προερχόμενα από τον κομμουνιστικό χώρο κόμματα, αφορά όμως και τμήματα της ριζοσπαστικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Είδαμε, για παράδειγμα, το Αριστερό Μπλόκο της Πορτογαλίας να υπερψηφίζει καταρχήν το «πακέτο βοήθειας» στην Ελλάδα, έστω και αν διαφώνησε με τους όρους του. Είδαμε, την ίδια στιγμή, το Γαλλικό ΚΚ να συγκεντρώνει υπογραφές για ένα κείμενο που πρότεινε να μας δανείσει η Ε.Ε. αλλά με χαμηλότερο επιτόκιο. Στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο έχουμε π.χ. το γαλλικό ΝΡΑ που αρνείται κάθε λογική αναμέτρησης με την Ε.Ε. και την ΟΝΕ, υπό το πρόσχημα ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε «εθνικές λύσεις» που θα πρέπει να απορρίψουμε. Περίπου δηλαδή η ίδια λογική με αυτήν της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε μετακινήσεις ρευμάτων της Αριστεράς σε πιο μαχητικές κατευθύνσεις, με σημείο συμπύκνωσης των αντιθέσεων το ζήτημα της ευρωζώνης. Το πιο χαρακτηριστικό κατ’ εμέ παράδειγμα είναι στη Γαλλία ο Μελανσόν ο οποίος προέρχεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και μέχρι πρότινος αποτελούσε υπέρμαχο «φεντεραλιστικών» λύσεων για την Ευρώπη. Υπήρξε βέβαια πολύ ενεργός στην καμπάνια για το ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα το 2005, έχει απορρίψει τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβώνας κ.ο.κ., πάντα ωστόσο σε μια προοπτική μεταρρύθμισης της Ε.Ε. και σε μια κατεύθυνση υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Με το τελευταίο του βιβλίο και τις πιο πρόσφατες τοποθετήσεις του, ο Μελανσόν έρχεται σήμερα σε πλήρη ρήξη με αυτή τη λογική.
Υπάρχουν και άλλες παρόμοιες τάσεις σε διεθνές επίπεδο: π.χ. στην Ελλάδα η εντυπωσιακή διαφοροποίηση του Παναγιώτη Λαφαζάνη και του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ, κάποιων συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ κτλ. Και υπάρχει βεβαίως ένα κομμάτι της ριζοσπαστικής Αριστεράς που έχει παραδοσιακά θέσεις αντιπαλότητας και σύγκρουσης με την Ε.Ε. και το οποίο φαίνεται αυτή τη στιγμή να δικαιώνεται στην τοποθέτησή του - βλ. π.χ. το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην Ελλάδα. Το κρίσιμο, ωστόσο, εδώ είναι ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα τόσο της Ελλάδας όσο και της Πορτογαλίας (και είναι ενδιαφέρων ο παραλληλισμός αυτών των δύο), παρόλη τη γενική τοποθέτησή τους κατά της Ε.Ε. και του ευρώ, αρνούνται να προβάλλουν τον οποιονδήποτε συγκεκριμένο στόχο που θα μπορούσε να ξεκινήσει μια διαδικασία αποδέσμευσης ή ρήξης.
- Δεν υπάρχουν όμως μόνο διαφορετικές «ταχύτητες ευρωπαϊσμού», υπάρχουν και διαφορετικές ταχύτητες πραγματικής ένταξης των κοινωνικών σχηματισμών στην «Ευρώπη των 27» (κέντρο-περιφέρεια). Αυτό δημιουργεί εντελώς διαφορετικές προκλήσεις για την κατά τόπους Αριστερά.
- Πράγματι. Για παράδειγμα, είχα πάει στη Γερμανία και είχα συναντήσει κόσμο του Die Linke: είναι απολύτως αδιανόητο για οποιοδήποτε τμήμα της γερμανικής Αριστεράς να διατυπώσει έναν λόγο ρήξης με την Ε.Ε. Ακόμη π.χ. και οι τροτσκιστικές τάσεις του Die Linke, στην καλύτερη περίπτωση θα έχουν μια σαφή επικριτική στάση έναντι των πολιτικών επιλογών της Μέρκελ, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η ΕΚΤ, του Μάαστριχτ, της Λισαβώνας κ.ο.κ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα προτείνουν, ούτε καν θα μπορέσουν να κατανοήσουν, εκτός από εξαιρετικά μειοψηφικά ρεύματα και σχεδόν ατομικές περιπτώσεις, μια λογική εξόδου από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο απλώς δεν υφίσταται ως τοποθέτηση στον δημόσιο χώρο.
- Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους «αδύνατους κρίκους» της ευρωζώνης, έχουμε λόγους να αισιοδοξούμε για την ποιότητα και την ένταση των κοινωνικών αντιστάσεων;
- Σαφώς. Βλέπουμε λ.χ. την πολιτική κρίση στην Ιρλανδία. Αυτή προέρχεται από την κατάρρευση ενός πολιτικού σκηνικού εντελώς ιδιόμορφου, όπου και οι δύο πόλοι του δικομματισμού είναι κόμματα κεντροδεξιά και όπου οι διακρίσεις Δεξιάς-Αντιδεξιάς ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Π.χ. το Εργατικό Κόμμα της Ιρλανδίας, ένα εξαιρετικά μετριοπαθές και δεξιόστροφο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, είναι ταυτοχρόνως μικρό σε δυνάμεις. Οι πιο ριζοσπαστικές τάσεις αντιπροσωπεύονται από τα ρεπουμπλικανικά ρεύματα που συνδέονται με τον ιρλανδικό εθνικισμό. Έτσι, λόγω της απουσίας ενός μαζικού αριστερού κόμματος, ακόμη και στη σοσιαλδημοκρατική του εκδοχή, έχουμε στην Ιρλανδία μια μεγάλη αποσύνδεση του κοινωνικού από το πολιτικό. Βλέπουμε ότι οι κοινωνικές αντιστάσεις βρίσκονται τώρα σε ανοδική φάση - και αυτό είναι αναπόφευκτο, δεδομένης της επίθεσης που εξαπολύεται. Το είδαμε αυτό και στην Πορτογαλία, με την πρόσφατη, πολύ επιτυχημένη γενική απεργία. Ειρήσθω εν παρόδω, στην Πορτογαλία έχουμε το αντίθετο φαινόμενο: έναν πολιτικά και εκλογικά ισχυρό πόλο στα αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά μία κοινωνία που ουσιαστικά δεν έχει ζήσει σημαντικές κινητοποιήσεις εδώ και τρεις δεκαετίες – και αυτό να το κρατάμε. Δεν ξέρω λοιπόν τι μπορεί να προκύψει άμεσα στο πολιτικό επίπεδο.
- Και στη Γαλλία είδαμε επίσης ένα πάρα πολύ μεγάλο κοινωνικό κίνημα (κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης), το οποίο όμως ηττήθηκε. Και η συζήτηση που γίνεται στη Γαλλία έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με αυτή την αδυναμία σύνδεσης του πολιτικού με το κοινωνικό, στην αδυναμία εκπόνησης μιας στρατηγικής που θα επέτρεπε την κλιμάκωση και τη διεύρυνση των κινητοποιήσεων. Είχαμε πολύ μεγάλες διαδηλώσεις, αλλά δεν κατάφερε αυτό το κίνημα να μετατραπεί σε ένα απεργιακό κύμα που θα μπορούσε να παραλύσει κρίσιμους τομείς της οικονομίας (με εξαίρεση τα διυλιστήρια) και να υποχρεώσει τον Σαρκοζί και την κυβέρνησή του σε υποχώρηση. Οπωσδήποτε, η τακτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών δεν βοήθησε, αλλά αυτό δεν εξηγεί και το γιατί ακριβώς δεν υπήρξε μια ικανή ώθηση στην κατεύθυνση της γενίκευσης των κινητοποιήσεων. Αυτό έχει να κάνει με ένα γενικότερο έλλειμμα εναλλακτικών προτάσεων, που θα ήταν ταυτόχρονα συγκεκριμένες και πειστικές και που θα μπορούσαν να δώσουν στο κίνημα προοπτική νίκης. Μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση ότι αυτό ακριβώς συζητιέται στους πιο προβληματισμένους κύκλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη Γαλλία. Και είναι κάτι που, κατά τη γνώμη μου, φωτογραφίζει την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί τη συγκεκριμένη στιγμή στην Ευρώπη.
Στην Ιταλία, έχουμε και πάλι μία πολύ απογοητευτική εικόνα μέσα στην Αριστερά. Παρά την πρόσφατη συνένωσή τους εντός της Ομοσπονδίας της Αριστεράς, τα δύο κομμάτια που προέρχονται από την Κομμουνιστική Επανίδρυση αγωνίζονται στην ουσία για την επιβίωσή τους ως μηχανισμών, αναγκάζονται μερικές φορές (ή μάλλον, κατά κανόνα) να προχωρούν σε εκλογικές συνεργασίες με την Κεντροαριστερά, στις τοπικές εκλογές και, απ’ότι φαίνεται και στις επόμενες βουλευτικές στα πλαίσια ενός αντιμπερλουσκονικού μετώπου. Παίρνουν αποστάσεις από τη λογική κυβερνητικής συμμετοχής, που τα οδήγησε στην περιθωριοποίηση, αλλά απομένει να δούμε τι θα κάνουν στην πράξη. Άρα, τα κοινωνικά κινήματα και οι κοινωνικές αντιστάσεις αναπτύσσονται (όπως βλέπουμε τώρα με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ή προηγουμένως με τις κινητοποιήσεις στη Fiat) και πάλι σε αποσύνδεση με το πολιτικό επίπεδο, κάτι το οποίο βαραίνει στη δυναμική τους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον εργατικό και συνδικαλιστικό χώρο.
- Και στην ήδη δοκιμαζόμενη «εξωτερική περιφέρεια» των νέων κρατών-μελών της Ε.Ε. στην Ανατολική Ευρώπη τι συμβαίνει;
- Εδώ μιλάμε για κοινωνίες όπου στην ουσία δεν υπάρχει Αριστερά, με τον τρόπο που την καταλαβαίνουμε εμείς. Με μια έννοια η «Αριστερά» είναι η Δεξιά και η Δεξιά (και μάλιστα η ριζοσπαστική) έχει καταλάβει τον χώρο της «Αριστεράς». Η Αριστερά αποτελείται από τα άλλοτε κομμουνιστικά κόμματα του προηγούμενου καθεστώτος που τώρα αποτελούν τους κατεξοχήν διαχειριστές της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, ενώ τα κόμματα της εθνικιστικής, ρατσιστικής Δεξιάς, καπηλεύονται τη δυσαρέσκεια των κοινωνικών στρωμάτων που έχασαν τα πάντα σε αυτή τη διαδικασία και δηλώνουν ότι αιτία των δεινών είναι η… «συνεχιζόμενη εξουσία των κομμουνιστών»! Μπορεί να ακούγεται παρανοϊκό, αλλά ακριβώς αυτή η πλήρης αντιστροφή είναι η κατάσταση που επικρατεί στην ανατολική Ευρώπη.
- Ο αγωνιστικός συντονισμός είναι μια δύσκολη υπόθεση που μπορεί να ξεκινήσει μόνο από συγκεκριμένους άξονες γύρω από τους οποίος θα μπορέσει να υπάρξει συσπείρωση κάποιων δυνάμεων. Π.χ. τα απολύτως άμεσα και ζωτικά αιτήματα που προκύπτουν από την πάλη κατά των πολιτικών λιτότητας που προωθούνται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό πρέπει να υπάρξει ένας όσο το δυνατόν μεγαλύτερος συντονισμός κινημάτων και κοινωνικών οργανώσεων και τα αριστερά κόμματα πρέπει να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση. Βλέπουμε λ.χ. να υπάρχουν φοιτητικές κινητοποιήσεις σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες και οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται – προς όφελος του επιχειρηματικού πανεπιστημίου έως και η πλήρης διάλυση κάθε έννοιας δημόσιου πανεπιστημίου, όπως στην Αγγλία αυτή τη στιγμή –έχουν πάρα πολλά κοινά σημεία. Άρα η ανάγκη του συντονισμού τους είναι προφανής.
Σε ό,τι αφορά το καθαρά πολιτικό επίπεδο, τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Εκεί θα έπρεπε να υπάρξει προσπάθεια να ανοίξουν τουλάχιστον οι όροι μιας συζήτησης. Δεν το κρύβω ότι είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξος επ’ αυτού. Στις 16 και 17 Οκτώβρη έγινε στην Γαλλία, με πρωτοβουλία του ΝΡΑ και του βρετανικού SWP, σύσκεψη των οργανώσεων της ευρωπαϊκής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με τη συμμετοχή και του «Μπλόκο» της Πορτογαλίας. Είναι τρομακτικά απογοητευτικά τα όσα διάβασα για αυτή τη σύσκεψη. Στην ουσία μόνο το SWP με τον Αλεξ Καλλίνικο παρουσίασε μία τοποθέτηση που προσπαθούσε να πιάσει με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο τα αίτια της κρίσης και το πώς η Ε.Ε. και η ευρωζώνη λειτουργεί μέσα σε αυτήν. Κατά τα λοιπά, η συζήτηση περιστάφηκε σε μια γενικόλογη και τυποποιημένη καταγγελία του καπιταλισμού και μια εντελώς αφηρημένη και προπαγανδιστική αντίληψη ότι πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με το σύστημα. Δηλαδή απολύτως καμία λογική συγκεκριμένης παρέμβασης σε μία συγκεκριμένη κατάσταση. Ένας λόγος εξαιρετικά φτωχός, εξαιρετικά συνδικαλιστικός από την μια μεριά και εξαιρετικά καταγγελτικός, διακηρυκτικός και αφηρημένα αντικαπιταλιστικός από την άλλη. Πολύ απογοητευτικό.
- Δεν υπάρχει λοιπόν ορατός κίνδυνος να ξεπεραστούν τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό, χάνοντας το έδαφος κάτω από τα πόδια τους;
- Τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι. Από τη μια πλευρά, τα κομμάτια της Αριστεράς που είναι πιο ανοιχτά στα κοινωνικά κινήματα και στις κινητοποιήσεις από τα κάτω εμφανίζουν αυτή τη στιγμή μια εικόνα παράλυσης από δύο αντίθετες οπτικές γωνίες, οι οποίες όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, συναντιούνται στο κρίσιμο επίδικο. Δηλαδή, ενώ τα πιο κοινοβουλευτικά και θεσμικά κόμματα δεν μπορούν να αντιδράσουν, σε μεγάλο βαθμό λόγω του βάρους που αντιπροσωπεύει ο ευρωπαϊσμός, από την άλλη πλευρά τα κόμματα και οι χώροι δεν έχουν τέτοιου τύπου βαρίδια εγκλωβίζονται σε έναν άμεσα διεκδικητικό ορίζοντα και αρνούνται να αντιληφθούν τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν μορφές καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, όπως η Ε.Ε., και μένουν συχνά σε μιαν άποψη αφηρημένου διεθνισμού (αυτό αφορά κυρίως ένα τμήμα, όχι το σύνολο, του τροτσκιστικού χώρου).
- Αναδεικνύονται συνεπώς δύο κρίσιμοι αρμοί για μια στρατηγική τοποθέτηση που εκκρεμεί: τα σημεία συνάντησης του κοινωνικού με το πολιτικό και του εθνικού με το διεθνικό.
- Το σημείο συνάντησης του εθνικού με το διεθνικό είναι σε ό,τι αφορά εμάς εδώ η ανάλυση για την Ε.Ε., η στάση απέναντι στην ευρωζώνη και το πώς οι δυνάμεις της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς θα μπορέσουν να τοποθετηθούν επ’ αυτού.
Όμως, η στρατηγική αμηχανία της Αριστεράς είναι, νομίζω, αυτή τη στιγμή, δεδομένων και των συνθηκών, χωρίς προηγούμενο ίσως σε όλη της την ιστορία. Δεν νομίζω να έχει υπάρξει τέτοιο ιστορικό χαμηλό, όπως αυτό που ζούμε τώρα. Δηλαδή, το να έχουμε ένα σύστημα σε κρίση, που να προκαλεί όλους αυτούς τους κοινωνικούς κλυδωνισμούς και να έχουμε μια Αριστερά σε τέτοια κατάσταση αφωνίας. Είναι κάτι το ιστορικά πρωτόγνωρο. Αυτό που λέω δεν ακούγεται πολύ ευχάριστα, αλλά νομίζω πως έτσι έχουν τα πράγματα.
- Ποιές πιστεύεις θα ήταν οι προϋποθέσεις για να ανοίξει δημιουργικά μια στρατηγική συζήτηση;
- Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Η Αριστερά πρέπει καταρχήν να καταλάβει τις νέες λογικές των κοινωνικών κινητοποιήσεων. Πρέπει δηλ. να καταλάβει ότι ο τρόπος που εκδηλώνονται οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν αποτελεί επανάληψη των προηγούμενων μορφών, των προηγούμενων κύκλων της κοινωνικής σύγκρουσης. Δεν έχουμε να κάνουμε με τα ίδια κοινωνικά υποκείμενα: ο κόσμος της εργασίας έχει υποστεί κοσμογονικές αλλαγές. Ο ρόλος που παίζουν μηχανισμοί όπως η εκπαίδευση (άρα και ο τρόπος με τον οποίο συγκροτείται η νεολαία) έχει υποστεί πάρα πολύ σημαντικές μετατροπές. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται αντιστάσεις σε ένα επίπεδο πιο άμεσο, πιο τοπικό έχει επίσης μιαν νέα λογική. Για αυτά τα θέματα δεν υπάρχει καθόλου σοβαρή σκέψη μέσα στην πολιτική Αριστερά – είναι κάτι που μου προξενεί μεγάλη εντύπωση αυτό.
Κατά δεύτερον, η Αριστερά θα πρέπει να σκεφτεί συγκεκριμένα πάνω στο τι σημαίνει η καπιταλιστική κρίση. Η Αριστερά που διατηρεί τις μαρξιστικές αναφορές νομίζει συχνά ότι η πραγματικότητα υπάρχει απλώς για να επιβεβαιώνεται η μια ή η άλλη παράγραφος του «Κεφαλαίου» ή κάποιων ιερών κειμένων της μαρξιστικής παράδοσης, δεν τα καταλαβαίνει ως εργαλεία με τα οποία πρέπει να αναλύεται μια συγκεκριμένη κατάσταση. Ως εκ τούτου, ξεφεύγει στη ρητορεία, στην καταγγελιολογία και στο «μία από τα ίδια». Άμα δεν υπάρχει ρήξη με αυτό, αν δεν υπάρξει κατανόηση του ότι βρισκόμαστε σε μια καινούργια κατάσταση, η οποία χρειάζεται μια καινούργια προσέγγιση και μια πρακτική που να της αντιστοιχεί, δεν θα υπάρξει διέξοδος.
Λυπάμαι που ακούγομαι δυσάρεστος, αλλά είναι απαραίτητο να αποφύγουμε τόσο την εύκολη αισιοδοξία όσο και την αδιέξοδη γκρίνια και παθητικότητα. Αυτό που, ως αριστεροί και μαρξιστές, χρειαζόμαστε πάνω απ’όλα είναι μια διαύγεια γύρω από την κατάσταση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου