Ανρί Ματίς, "Αυτός που καταπίνει σπαθιά" |
από τα Ενθέματα
«Γνωστοί εκδοτικοί οίκοι κλείνουν, μεγάλα βιβλιοπωλεία παλεύουν να επιβιώσουν, οι πωλήσεις πέφτουν δραματικά. Η κρίση πλήττει ήδη και τον χώρο του βιβλίου. Μήπως όμως σ’ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχουν και κάποια αισιόδοξα μηνύματα; ΄Η τουλάχιστον κάποιοι λόγοι να χαμογελάσουμε, έστω διφορούμενα;
[…] Μπορώ σε ό,τι αφορά το λογοτεχνικό βιβλίο, να μαντέψω ορισμένες εξελίξεις που δρομολογεί ήδη η κρίση και που δεν μου φαίνονται τόσο άσχημες […]. Το γραφείο Πολ Τόμσεν & Σία φανέρωσε και στο υπόλοιπο κομμάτι [του κόσμου της λογοτεχνίας], καθώς και στο πλατύ κοινό, ότι ο μοντέρνος εαυτός μας ήταν μια πλαστογραφία και η εθνική μαγκιά μας ευφημισμός για μια αναπηρία». (Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Βιβλιοδρόμιο», Τα Νέα, 9.10.2010)
Ο τίτλος του άρθρου από όπου προέρχονται οι παραπάνω φράσεις είναι χαρακτηριστικός. Λέει: «Καλά μαντάτα από τα κακά μαντάτα». Το θέμα είναι οι συνέπειες της κρίσης στον χώρο των εκδόσεων και του βιβλίου όπου, σύμφωνα με τον γνωστό κριτικό και συγγραφέα, η τωρινή «αναγκαστική δίαιτα» (λιτότητα) μπορεί να έχει πολύ ευεργετικά αποτελέσματα. Αναφέρομαι στο συγκεκριμένο άρθρο ως ένα από τα πολλά που αναπτύσσουν το ίδιο βασικό επιχείρημα. Είτε αναφέρονται στο πλήθος των βιβλίων που καλό είναι να μικρύνει είτε στον μεγάλο αριθμό των μικρών καταστημάτων που, εύλογα, πρέπει να «εξορθολογιστεί» με το κλείσιμο κάποιων από αυτά.
Θα συνοψίσω το επιχείρημα, ελπίζοντας ότι δεν φτιάχνω καρικατούρα. Το επιχείρημα λοιπόν λέει ότι η νέα συνθήκη η οποία σφραγίζεται --δίχως όμως και να παράγεται-- από τις ρήτρες του Μνημονίου είναι ένα αναγκαίο κακό που εμπεριέχει ωστόσο πολλές θεραπευτικές ευκαιρίες για τις επικρατούσες παθογένειες και στρεβλώσεις. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι κοινωνικά επαχθείς πλευρές της «αναγκαστικής δίαιτας» συνιστούν μόνο τη μία πλευρά του ζητήματος. Ίσως μάλιστα όχι και τη σημαντικότερη. Διότι υπάρχει και η άλλη πλευρά που σχετίζεται με τα υπόλοιπα ενός ριζικού κοινωνικού εξορθολογισμού σε μια χώρα της οποίας οι εξωτικές παραμορφώσεις πρέπει να θεωρηθούν μοναδικές και μη συγκρίσιμες με καμιάς άλλης.
Για την ακρίβεια αυτή η υπόθεση είναι ο σταθερός άξονας του επιχειρήματος. Διότι ο παραπάνω λόγος διαθέτει συνήθως προσθήκες και κρυφά «υπομνήματα» που αποκαλύπτουν μια συγκεκριμένη λογική με επικίνδυνες περιπλοκές. Για παράδειγμα παρατηρούμε μια αυξημένη ανοχή και κάποτε ανενδοίαστη αποδοχή της ιδέας της σωτήριας κηδεμονίας, της άνωθεν βίαιης χειρουργικής παρέμβασης. Ας έλθει λοιπόν το γραφείο Πολ Τόμσεν και Σία να σπρώξει τα πράγματα, να ανακατέψει το χυλό, να βοηθήσει στην «αλλαγή παραδείγματος». Το πιστεύουν άραγε;
Δεν συζητώ εδώ την ακραία εκδοχή της ιδέας που ταυτίζεται με το γνωστό σχήμα της θεραπείας-σοκ. Η περίπτωση που μοιάζει περισσότερο ενδιαφέρουσα και πιο συχνή είναι κάπως διαφορετική. Αφορά εκείνες τις εκκλήσεις στην αποκατάσταση της τάξης (και σε μια επιθυμητή ορθολογικότητα) που συνοδεύονται από αστερίσκους, καταλήγοντας σε μια αλά καρτ αποδοχή των νεοφιλελεύθερων τομών. Οι αστερίσκοι είναι ένα επίχρισμα συμπονετικού προοδευτισμού με αδρές αναφορές στις «αδικίες» και στις «ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού». Σε κάθε περίπτωση πάντως ύψιστη προτεραιότητα έχει εδώ η ανάπλαση του σαπισμένου δέρματος μέχρι να αποκτήσουμε επιτέλους έναν νέο ιστό, έναν νέο εθνικό/διεθνικό εαυτό.
Σε αυτό το πεδίο ανθίζουν οι κλινικές-μοραλιστικές διαγνώσεις του ελληνικού κακού, της ελληνικής διαφθοράς. Αλλά το αξιοσημείωτο είναι ότι ο άξονας του ίδιου επιχειρήματος φαίνεται να κινητοποιεί παλαιότερα ερμηνευτικά σχήματα τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, ακόμα και από μια ορισμένη μαρξίζουσα «κοινωνιολογία». Η δεξιά ή έστω συντηρητική/ φιλελεύθερη «αναγκαστική δίαιτα» κορυφώνεται στις οικείες ηθικολογικές λιτανείες υπέρ της αποκατάστασης του μέτρου διά της λιτότητας. Η έμφαση αποδίδεται στις ατομικές συμπεριφορές και στην αλλαγή τους. Τέλος, επανέρχεται σε όλους τους τόνους και η προσδοκία για έναν πιο λειτουργικό και ηθικό καπιταλισμό («πρέπει να ηθικοποιήσουμε τον καπιταλισμό!»). Όλοι φυσικά γνωρίζουμε ότι κανένα δυναμικό σύστημα κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει με εγκρατείς, νουνεχείς και σώφρονες πολίτες-καταναλωτές. Αυτό σημαίνει ότι και η περίφημη παιδαγωγική μέσω της κρίσης και των υποτιθέμενων «μαθημάτων της» είναι κυρίως ένα μύθευμα που παραβλέπει τις βαθιές πολιτισμικές αλλαγές οι οποίες χωρίζουν τους βεμπεριανούς ιδεατούς τύπους από τις πραγματικές μορφές κίνησης του ηγεμονικού μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης και του φαντασιακού του.
Έχει ενδιαφέρον πάντως μια άλλη συνάντηση με το επιχείρημα της ευεργετικής κηδεμονίας και του πεφωτισμένου δεσποτισμού της. Γιατί πράγματι υπάρχει και μια «αριστερή»/προοδευτική θετική προδιάθεση για το όραμα της επιβεβλημένης τάξης και των αντίστοιχων ριζικών λογικών που την υπηρετούν. Εδώ φαίνεται πως ασκεί ακόμα γοητεία η εγελιανή ρήση καθετί πραγματικό είναι έλλογο. Και γοητεύει καθώς μεταφράζεται πρόχειρα σε μια «κοινωνιολογική» θεωρία φυσικής επιλογής. Σύμφωνα με αυτήν προέχει η προσαρμογή στη λογική της ιστορικής πορείας και στις αναπόδραστες αναγκαιότητες της παρούσας οικονομικής-τεχνολογικής εξέλιξης. Για παράδειγμα η συρρίκνωση, αν όχι η προοπτική εξαφάνισης, μεγάλου μέρους των μεσαίων στρωμάτων ή του αγροτικού κόσμου μπορεί να ερμηνεύεται και ως βήμα υπέρβασης της νεοελληνικής καθυστέρησης και των μικροαστικών αδρανειών. Από την ίδια «ορθολογιστική» γωνία μπορεί κανείς να δει και τα Mall ή τις «μετα-τριτογενείς πολεοδομικές χρήσεις» του Αθεμπίγιο ως τις μορφές που θα αποτελειώσουν επιτέλους την Ελλάδα του μικρομάγαζου και του πνιγηρού λαϊκιστικού έλους. Ο αριθμός των μαγαζιών όπως και το πλήθος των εκδιδόμενων βιβλίων θα μειωθούν και έτσι μπορεί να προκύψει μια νέα ποιότητα, μια «νέα ισορροπία».
Κάπως έτσι όλοι οι παράδρομοι του επιχειρήματος οδηγούν στην ίδια κοίτη: στην ιδέα ότι μοναδική έξοδος από τα υπαρκτά φαινόμενα παρακμής του χθες είναι η εντατικοποίηση των «δημιουργικών καταστροφών» που συνεπάγεται η πλήρης απελευθέρωση της οικονομίας και το νεοφιλελεύθερο σπάσιμο των αυγών. Κάπως έτσι το ευγενές --κάποτε-- αίτημα για εκπλήρωση των υποσχέσεων του αστικού εκσυγχρονισμού καταλήγει στις λοιδορίες για τους δεξιούς φορτηγατζήδες και στους εμίρηδες του Κατάρ.
Ας ξαναδούμε όμως αυτή τη σφοδρή επίθεση στην όλη μικροαστική ενδοχώρα τόσο του δημόσιου τομέα (δημόσιοι υπάλληλοι) όσο και του ιδιωτικού. Ας συζητήσουμε επιτέλους την ουσία που είναι ότι στην πολιτική δεν επιτρέπεται να αποσυσχετίζουμε τη δίαιτα από τον διαιτολόγο, τις μεθόδους του και την ιδεολογία του. Με άλλα λόγια στην περίπτωση που συζητούμε έχει αποφασιστική σημασία το χρώμα της γάτας σε αντίθεση με τη σοφή ρήση του μακαρίτη Τενγκ Σιάο Πινγκ (ο οποίος φαίνεται έχει αποκτήσει πολλούς οπαδούς τελευταία και στην ελληνική διανόηση).
Για να τελειώσω επανερχόμενος σε αυτή την μικροαστική ενδοχώρα που η «συμπίεση» και αποδιοργάνωσή της γεμίζει κρυφή χαρά ορισμένους. Όσο και αν ενοχλεί τους θιασώτες των αυτοματισμών της προόδου, οι μικροαστικές κλίμακες δεν περιέχουν μόνο υστέρηση, διαφθορά και συντηρητισμό. Εδώ επιβιώνει ακόμα, έστω υπό συρρίκνωση, το πεδίο όπου θα συναντήσει κανείς ακόμα τον άνθρωπο που πατάει στο βιβλιοπωλείο, εκείνον που συνεχίζει να μετέχει στις πολιτικές ιστορίες και αυτόν, που όπως έλεγε κάποτε ο Εντσεσμπέργκερ, μπορεί και να διαβάζει και τούτες τις γραμμές.
Στη συγκεκριμένη άγρια στροφή της κρίσης, το χειρότερο θα ήταν να προσεγγίζουμε τα πράγματα μέσα από την παραπλανητικά νόστιμη συνταγή του less is more. Ναι, το λιγότερο είναι περισσότερο (και ενδεχομένως καλύτερο ποιοτικά) όταν αποτελεί απαύγασμα ενός δημοκρατικού προγραμματισμού, μιας σχεδιασμένης μετάβασης σε διαφορετικό οικονομικό και κοινωνικό παράδειγμα. Σήμερα δεν αποτελεί παρά αφορμή για μείωση του πλεονάζοντος κόστους και εκκαθάριση των «περιττών ανθρώπων».
- Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
- Το κείμενο αυτό είναι το τρίτο της τακτικής συνεργασίας του Νικόλα Σεβαστάκη με τα «Ενθέματα» , με γενικό τίτλο «Το δέντρο και το δάσος. Σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής»
Τα προηγούμενα:
Για την επανάσταση του αυτονόητου... (19/9)
Πνεύματα της Ευρώπης (3/10)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου