Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Πέρα από την εκλογική αριθμητική, τα νέα μέτωπα

(πηγή)
του Νικόλα Σεβαστάκη
από τα Ενθέματα

Οι εκλογές της μαζικής αποχής (πάνω από το μισό των εγγεγραμμένων) δεν προσφέρονται για ασφαλή και απλοϊκά συμπεράσματα. Δίνουν ωστόσο κάποια ιδέα για τις βαθύτερες διεργασίες στην κοινωνία σε συνθήκες όπου κυριαρχούν οι ελάχιστες προσδοκίες και ρευστοποιούνται, με ταχύτητα, πολλά από τα δεδομένα του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα λοιπόν φαίνεται να συμπυκνώνει την αμφισημία της περιόδου: για παράδειγμα, τη συνύπαρξη μιας τάσης μαζικής αποχώρησης από το «πολιτικό σύστημα» παράλληλα και από κοινού με την αναζήτηση ανώδυνων παρακαμπτηρίων από το επαχθές βάρος των κεντρικών πολιτικών διλημμάτων της συγκυρίας. Ο αμιγής «αυτοδιοικητισμός» και οι εκκεντρικές υποψηφιότητες τύπου Αμυρά εντάσσονται σε αυτή τη λογική.

Μια δεύτερη παράμετρος είναι ότι ο στόχος των δυνάμεων που αναζητούν την παθητική, έστω, νομιμοποίηση των σημερινών «αναμορφώσεων» (μέσα από το Μνημόνιο αλλά και πέρα από αυτό) επικεντρώνεται στην με κάθε τίμημα αγορά σταθερότητας και ανοχών. Και όπως ξέρουμε η λειτουργία κάθε ανταγωνιστικής εκλογικής αγοράς --αυτό είναι η «δημοκρατία» κατά τους ορθόδοξους πολιτικούς επιστήμονες-- δεν διαταράσσεται ούτε με την αλματώδη αύξηση της αποχής ούτε με τις διαφοροποιήσεις της ψήφου προς τις λεγόμενες ανεξάρτητες και διαμαρτυρόμενες υποψηφιότητες. 
Όπως ήδη φάνηκε, για τον Παπανδρέου και την κυβέρνησή του, είναι μάλλον ευτύχημα η μετατόπιση του κέντρου βάρους κάποιων αναμετρήσεων από τις κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις της κρίσης στη σφαίρα των συμβολικών-πολιτισμικών ευαισθησιών. Αυτή η μετατόπιση φαίνεται να είναι κάτι διαφορετικό από την παλιά πόλωση μεταξύ δεξιάς και αντιδεξιάς, δεξιάς και «προοδευτικών δυνάμεων». Στηρίζεται κατά ένα μέρος σε μια δυναμική αθέατων ενίοτε συγκλίσεων μεταξύ απογοητευμένων από τον σαμαρικό λαϊκισμό συντηρητικών αστικών στρωμάτων, μερίδων της «φιλελεύθερης» αριστεράς και νεομποέμ χαλαρών ακροατηρίων των μεγάλων πόλεων. Τέτοιου τύπου συναντιλήψεις διαμορφώνουν από καιρό τώρα ένα ακροατήριο που δεν αποδίδει πλέον προτεραιότητα σε κρίσιμα ζητήματα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για καπιταλισμούς, σοσιαλισμούς και άλλα «ιδεολογήματα» --όπως τα βαφτίζουν-- όσο για πραγματιστικές επιδιορθώσεις στις κλίμακες ποιότητας της καθημερινότητας.

Αυτό το ακροατήριο έδωσε, όπως γράφτηκε σωστά, ανάσες στην κυβέρνηση, δηλαδή στο πιο σκληρό πρόγραμμα από όσα δοκιμάζονται σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το ίδιο κοινό φαίνεται να ενισχύει ή να σταθεροποιεί τον χώρο των Οικολόγων Πράσινων. Και είναι ένα ακροατήριο διάχυτο. Περιλαμβάνει τμήμα αυτών που πήγαν στην κάλπη και ψήφισαν, αλλά και ένα πιο αποξενωμένο από τις θεσμικές τελετουργίες της συμμετοχής, κομμάτι της αποχής και του λευκού.

Φυσικά, από αριθμητική άποψη αυτός ο «μετριοπαθής» κόσμος είναι πολύ λιγότερος από εκείνους και εκείνες που έδειξαν να επιλέγουν στον πρώτο γύρο αριστερές αντισυστημικές επιλογές. Αλλά μην ξεχνάμε ότι η αριθμητική δεν παίζει πάντα τον κύριο ρόλο. Και αυτό είναι ίσως ένα από τα στοιχεία που πρέπει να μελετήσει καλύτερα η Αριστερά, εκείνη συγκεκριμένα που δηλώνει ότι δεν νοιάζεται μόνο για την αυτοσυντήρησή της αλλά και για την ανάκτηση κρίσιμων δεσμών εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της και πέρα από αυτή.

Με αυτές τις σκέψεις θέλω να πω ότι ένα από τα βασικά ζητούμενα της επόμενης περιόδου πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση μιας σοβαρής και συγχρόνως μαχητικής αντιπολίτευσης που θα αναδεικνύει τον αλληλένδετο χαρακτήρα της πρωτοφανούς ηθικής-πολιτισμικής κρίσης και των κοινωνικοοικονομικών εκτροπών οι οποίες επιχειρούνται στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας». Μια ριζοσπαστική Αριστερά ικανή να αναστοχαστεί τα κενά και τις πολλές «αμαρτίες» της, ικανή για ουσιαστική και όχι ρητορική αυτοκριτική, οφείλει να λάβει στα σοβαρά υπόψη τους διαγραφόμενους κινδύνους. Να πάψει, ας πούμε, να καλύπτει τις αμηχανίες της προσδοκώντας ακόμα τους αυτοματισμούς των κοινωνικών θυμών ή εκείνο το περίφημο καζάνι που κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα εκτιναχθεί. Γιατί τόσο οι θυμοί όσο και οι ποικιλόμορφες δυσφορίες έχουν πολλαπλά κανάλια έκφρασης και αποσυμπίεσης που δεν αγγίζουν, αναγκαστικά, την τυπική νομιμοποίηση του σοσιαλθατσερικού δρόμου. 
Η «σταθερότητα» αυτού του τελευταίου μπορεί να αποσπάται με διάφορους τρόπους. Με τη διασπορά τακτικών δόσεων προσωπικής ανασφάλειας ή και με την εμπέδωση ενός ρηχού αντιπολιτικού κυνισμού. Διαθέτει ωστόσο και νέα περιθώρια συναινέσεων στις προσδοκίες μικρών αλλά δυναμικών κοινών επιρροής. Οι δημόσιοι εκφραστές αυτών των κοινών αναζητούν εντέλει έναν κομψό δημοκρατικό φιλελευθερισμό ευτυχισμένο με το χαστούκι στο κιτς του Ψινάκη και στη «βλαχοδεξιά» ενός Γκιουλέκα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το τμήμα εκείνων των ψηφοφόρων της Ανοιχτής Πόλης και της Ελένης Πορτάλιου που ψήφισαν στον δεύτερο γύρο Καμίνη πράττουν στο παραπάνω πλαίσιο. Στην περίπτωση αυτή υπερισχύει σαφέστατα το πολιτικό κριτήριο για αντιπαράθεση στο τοπικό γκουβέρνο της Δεξιάς δίχως ψευδαισθήσεις και δεύτερες σκέψεις περί «μεταπολιτικών» συναινέσεων και δημοκρατικών προσκλητηρίων. Είναι μια επιλογή που εγώ ο ίδιος δεν θα έκανα, αλλά εκφράζει μια πολιτική εκτίμηση πολύ διαφορετική από την αφέλεια ή την πονηριά του καθαρού και «οικουμενικού» (πλην ακροδεξιών) αυτοδιοικητισμού.

Η «σταθερότητα», μπορεί, τέλος, να διευκολύνεται με την αποστασιοποίηση από κάθε βαριά πολιτική --«δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα»-- και την αφιέρωση σε κοινωφελείς, ποδηλατικές, προσκοπικές ή παραδειγματικές μικροδράσεις. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των στάσεων είναι η πεποίθηση της αδυναμίας για οποιαδήποτε αλλαγή στα «σκληρά» περιεχόμενα της πολιτικής --οικονομία, διακυβέρνηση-- και η καταφυγή σε συμβολικές παρηγοριές και θεσμική γυμναστική (υπάρχει και αυτή εκτός της γνωστής επαναστατικής).

Τι πρέπει να προσέξουν οι δυνάμεις που επιμένουν στην αριστερή αμφισβήτηση της βαθύτερης λογικής του Μνημονίου; Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδεχτούν τη μετατόπιση από το κοινωνικοοικονομικό μέτωπο σε μια ψευδώς «υπερβατική» πολιτισμική μάχη κατά της αντίδρασης και των σκοταδισμών. Η όποια πολιτισμική μάχη, που είναι καίριας σημασίας, υπηρετείται καλύτερα και κυρίως με μεγαλύτερη επάρκεια όταν εξηγηθούν και αναδειχθούν πολιτικά οι δεσμοί της με τους αγώνες για την εργασία, την αποεμπορευματοποίηση των δημόσιων χώρων, την υπεράσπιση συλλογικών αγαθών που απειλούνται από τους ακραίους πειραματισμούς αυτής της κυβέρνησης.

Υπάρχει εδώ μια ουσιώδης διαφορά αφετηρίας από κάθε αριστερό φιλελευθερισμό: καμιά παρέμβαση στο επίπεδο των δημόσιων και κοινωνικών αξιών (λχ. ο αντιρατσισμός ή ο περιβαλλοντισμός) δεν έχει πιθανότητες ουσιαστικής επιτυχίας σε συνθήκες στις οποίες αυξάνεται γεωμετρικά η υλική ταπείνωση ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, εκεί δηλαδή όπου περισσεύει το αίσθημα κοινωνικής αναξιοπρέπειας και αδικίας. Και το βέβαιο είναι ότι το «μπλοκ του Μνημονίου» φέρει μαζί του μεγαλύτερα πλήγματα στον εύθραυστο κοινωνικό ιστό προωθώντας την συλλογική και προσωπική ήττα των μισθωτών και ιδιαίτερα των νεότερων στην αγορά εργασίας. Οι διαρκείς επιθέσεις στην κατώτερη μεσαία τάξη του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα είναι εντέλει η βασική δίοδος για να περάσει το μίσος προς τη δημοκρατία και η νοσταλγία για την ακροδεξιά «τάξη».

Τέλος, μια κρίσιμη πλευρά του μηνύματος για τη ριζοσπαστική Αριστερά αφορά την προσδοκία για περισσότερη σοβαρότητα, λιγότερους παράταιρους «ιδεολογισμούς» και αντιπαθητικά παιχνίδια αυτοεπιβεβαίωσης. Έχει γίνει ήδη σαφές σε όλους(;) ότι κανενός είδους «γραμμή», συνθηματική επεξεργασία ή προγραμματική επιφοίτηση δεν έχει τύχη δίχως κοινωνικά γεγονότα και ερείσματα γονιμοποίησης σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και υπαρκτές συγκρούσεις. Το ίδιο ισχύει και με το γνωστό άγχος για δημιουργία πολιτικών εκπλήξεων, για ρήγματα στο «κεντρικό πολιτικό επίπεδο» όταν την ίδια στιγμή έχουν τραυματιστεί σοβαρά οι δεσμοί εμπιστοσύνης με τον αριστερό κόσμο.

Η στροφή στα συγκεκριμένα κινήματα (όχι ο μεσσιανικός κινηματισμός) και η πολιτική αξιοποίηση των επιμέρους αγώνων αυτής της πολύ δύσκολης περιόδου (όχι ο «θεσμικός» μικρομεγαλισμός) είναι οι βασικές αναγκαίες προϋποθέσεις για μια νέα αρχή, για το όποιο νέο συμβόλαιο. Το ποιοι θα έχουν θέση σε ένα τέτοιο συμβόλαιο είναι ίσως δευτερεύον στο βαθμό που προέχει η δήλωση ενδιαφέροντος για τη σύναψη και την τήρηση των βασικών του όρων.




- Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου