Η Ναόμι Κλάιν είναι γνωστή στους αναγνώστες της «Εποχής». Τόσο για την κινηματική δράση της στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, όσο και από τα γραπτά της που πολλές φορές έχουμε μεταφράσει και δημοσιεύσει. Αυτή τη φορά, με το βιβλίο της «Το δόγμα του σοκ: Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής» κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Επιχειρεί να συνδέσει τη γνωστή φριντμανική θεωρία της θεραπείας σοκ με την τακτική του ασύδοτου καπιταλισμού να εκμεταλλεύεται -ακόμη και να ευνοεί ή και να προκαλεί- καταστροφές, που στη συνέχεια αξιοποιεί ως «ευκαιρίες» για τη διάλυση κάθε ίχνους δημόσιας σφαίρας ή κοινωνικών υπηρεσιών, κάθε τύπου συλλογικότητας, προς όφελος της επέλασης του ιδιωτικού κεφαλαίου, της αχαλίνωτης αγοράς και της φοβισμένης ατομικότητας.
Οι αναλύσεις της Ναόμι Κλάιν δεν έχουν μόνο γενικό ενδιαφέρον για τους αναγνώστες της χώρας μας. Έχουν και ειδικότερο. Δεν είναι μήπως η καλλιέργεια της καταστροφολογίας και της τρομοκρατίας περί πτώχευσης, κατάρρευσης και τα παρόμοια που προηγήθηκε της βίαιης επιβολής των μέτρων, του μνημονίου και της κηδεμονίας της τρόικας; Δεν είναι όλο και πιο σαφής ο στόχος της διάλυσης κάθε ίχνους κοινωνικού δικαιώματος και δημόσιου αγαθού με σκοπό την επιβολή των συνταγών του ΔΝΤ, που είναι και συνταγές ιδιωτικοποίησης των πάντων;
Το βιβλίο της Ν. Κλάιν έχει ήδη κυκλοφορήσει στην αγγλική γλώσσα και έχει καταλάβει τη θέση του στον κατάλογο των ευπώλητων των «Νιου Γιορκ Τάιμς». Στην Ελλάδα θα κυκλοφορήσει [κυκλοφορεί ήδη] σε μετάφραση μέσα στο φθινόπωρο από τις εκδόσεις Λιβάνη. Στη σημερινή «Εποχή» δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου, που προδιαθέτει για το ενδιαφέρον περιεχόμενό του.
Tης
Ναόμι Κλάιν
Γνώρισα τον Τζαμάρ Πέρυ το Σεπτέμβριο του 2005, στο μεγάλο καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού στο Μπατόν Ρουζ, της Λουϊζιάνας. Στεκόταν στην ουρά περιμένοντας το συσσίτιο, που μοίραζαν νεαροί Σαϊεντολόγοι χαμογελώντας σαρδόνια. Χώθηκα στην ουρά του συσσιτίου πίσω από τον Πέρυ και του ζήτησα να μου μιλήσει σαν να είμαστε παλιοί φίλοι, κάτι που είχε την ευγενική καλοσύνη να κάνει.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νέα Ορλεάνη είχε φύγει πριν από μία βδομάδα από την πλημμυρισμένη πόλη. Περίμενε ατέλειωτες ώρες με την οικογένειά του τα λεωφορεία της εκκένωσης. Όταν είδε ότι δεν έρχονταν ξεκίνησαν με τα πόδια κάτω από τον καυτό ήλιο. Τελικά κατέληξαν εδώ, σε ένα αχανές συνεδριακό κέντρο κατακλυσμένο με πλήθη οργισμένων και εξουθενωμένων ανθρώπων που επιτηρούσαν στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, άρτι αφιχθέντες από το Ιράκ.
Οι ειδήσεις διαδίδονταν στο καταφύγιο με ταχύτητα φωτός. Εκείνη τη μέρα ο ρεπουμπλικανός Ρίτσαρντ Μπέικερ, μέλος του Κογκρέσου, είχε πει στους «λομπίστες»: «Τελικά ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα της δημόσιας στέγασης των φτωχών στη Νέα Ορλεάνη. Εμείς δεν μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά ο Θεός το έκανε». Και ο Τζόζεφ Κανιζάρο, μεγαλοεργολάβος της Νέας Ορλεάνης, πρόσθεσε: «Σκέφτομαι ότι ξεκινάμε από μηδενική βάση και έτσι μας δίνονται τεράστιες ευκαιρίες». Όλη εκείνη τη βδομάδα στο Μπατόν Ρουζ συνωστίζονταν οι επιχειρηματίες –συνεργάτες των πολιτικών- προκειμένου να αρπάξουν και να εξασφαλίσουν αυτές τις μεγάλες ευκαιρίες: χαμηλότεροι φόροι, λιγότεροι νόμοι, φτηνά εργατικά χέρια και μια «μικρότερη, ασφαλέστερη πόλη» -πράγμα που σημαίνει μειωμένα προγράμματα στέγασης. Ακούγοντας κανείς τα λόγια περί «νέας αρχής» και «μηδενικής βάσης» μπορούσε σχεδόν να ξεχάσει το τοξικό μείγμα των ερειπίων, χημικών λυμάτων και νεκρών σωμάτων που βρίσκονταν λίγα μόλις χιλιόμετρα πέρα από τη λεωφόρο.
Στο καταφύγιο, ο Τζαμάρ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. «Ειλικρινά δεν βλέπω να γίνεται εκκαθάριση της πόλης. Αυτό που βλέπω είναι ότι πολλοί σκοτώθηκαν εκεί. Άνθρωποι που δεν έπρεπε να πεθάνουν».
Μιλούσε χαμηλόφωνα, ωστόσο ένας ηλικιωμένος άντρας που καθόταν στην ουρά μπροστά μας τον άκουσε και μας είπε απότομα: «Μα τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους του Μπατόν Ρουζ; Δεν πρόκειται για ευκαιρία αλλά για μια καταραμένη τραγωδία. Είναι τυφλοί;». Μία μητέρα με δυο παιδιά συμφώνησε: «Δεν είναι τυφλοί, είναι διαβολικοί. Μια χαρά βλέπουν».
Η φυσική καταστροφή
ως ευκαιρία
Ο Μίλτον Φρίντμαν, μεγάλος διανοητής του αχαλίνωτου καπιταλισμού και ο άνθρωπος που συνέταξε το «βιβλίο κανόνων» της σύγχρονης υπερκινητικής παγκόσμιας οικονομίας, συγκαταλέγεται σε όσους θεώρησαν τις πλημμύρες της Νέας Ορλεάνης ως ευκαιρία. Παρά τα 93 χρόνια του και την εύθραυστη υγεία του, ο «θείος Μίλτυ», όπως τον αποκαλούν οι οπαδοί του, βρήκε τη δύναμη να είναι ο συντάκτης του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας «Γουόλ Στριτ», τρεις μήνες μετά την κατάρρευση των φραγμάτων: «Η πλειοψηφία των σχολείων της Νέας Ορλεάνης είναι συντρίμμια», παρατήρησε ο Φρίντμαν, «όπως και τα σπίτια των μαθητών Τα παιδιά είναι τώρα διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα. Αυτό είναι μία τραγωδία. Είναι, όμως, και μια ευκαιρία».
Σύμφωνα με τη ριζοσπαστική άποψη του Φρίντμαν η κυβέρνηση, αντί να επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στην επανοικοδόμηση και βελτίωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος της Νέας Ορλεάνης, θα έπρεπε να παρέχει εκπαιδευτικά κουπόνια, που θα εξαργυρώνονταν σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στον αντίποδα του ρυθμού χελώνας με το οποίο επισκευάζονται τα φράγματα και επανέρχεται το ηλεκτρικό ρεύμα, το εκπαιδευτικό σύστημα της Νέας Ορλεάνης πλειοδοτήθηκε με στρατιωτική ταχύτητα και ακρίβεια. Μέσα σε 19 μήνες και ενώ οι άποροι κάτοικοι ήταν ακόμα εξόριστοι από τη πόλη τους, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της Νέας Ορλεάνης είχε σχεδόν αντικατασταθεί από «ανάδοχα σχολεία»* (charter schools).
Το Φριντμανικό Αμερικάνικο Επιχειρηματικό Ινστιτούτο αναφώνησε: «Ο τυφώνας Κατρίνα κατάφερε μέσα σε μία μέρα… αυτά που οι μεταρρυθμιστές του εκπαιδευτικού συστήματος της Λουιζιάνας δεν κατάφεραν ύστερα από χρόνια προσπαθειών». Οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί, αποκάλεσαν το σχέδιο του Φρίντμαν «σχέδιο απαλλοτρίωσης της εκπαίδευσης». Όλες αυτές τις ενορχηστρωμένες επιδρομές εναντίον του δημοσίου συστήματος ύστερα από καταστροφικά συμβάντα, συνδυασμένες με την αντιμετώπιση των καταστροφών ως δελεαστικές ευκαιρίες για την αγορά, τις αποκαλώ «καπιταλισμό της καταστροφής».
Η στρατηγική
του συγκεντρωτικού
πλήγματος
Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος μιας μεσαίου μεγέθους αμερικανικής πόλης φαντάζει σαν μια μετριοπαθής ενασχόληση, για έναν άνθρωπο που χαίρει της μεγαλύτερης απήχησης των τελευταίων 50 χρόνων ανάμεσα στους οικονομολόγους. Η αποφασιστικότητά του να εκμεταλλευτεί την κρίση στη Νέα Ορλεάνη προκειμένου να εξελίξει μία φονταμενταλιστική εκδοχή του καπιταλισμού αποτελεί επίσης ένα παράδοξο. Για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, ο Φρίντμαν και οι ισχυροί οπαδοί του τελειοποιούσαν αυτή τη στρατηγική: περίμεναν την έξαρση μίας μεγάλης κρίσης και κατόπιν ξεπουλούσαν περιουσία του δημοσίου σε ιδιώτες την ίδια στιγμή που οι πολίτες βρίσκονταν ακόμα σε κατάσταση σοκ.
Σε ένα από τα σημαίνοντα κείμενά του ο Φρίντμαν αποτύπωσε τον κύριο κορμό της τακτικής τού σύγχρονου καπιταλισμού, αυτό που αποκαλώ «δόγμα του σοκ». Υπογράμμιζε ότι «μόνο μία κρίση –φυσική ή τεχνητή- φέρει πραγματική αλλαγή». Όταν εξελίσσεται μια τέτοια κρίση, οι περαιτέρω ενέργειες αντιμετώπισης εξαρτώνται από τις ιδέες που έχουν αναπτυχθεί εκείνη τη περίοδο. Ορισμένοι άνθρωποι προετοιμάζονται για παν ενδεχόμενο εξασφαλίζοντας αποθέματα τροφίμων και νερού. Οι οπαδοί του Φρίντμαν εξασφαλίζουν αποθέματα ιδεών για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήταν πεπεισμένος πως όταν μια κρίση ήταν πια παρούσα, το πιο σημαντικό ήταν να δράσει κάποιος αστραπιαία, προκειμένου να επιβάλει στην κλονισμένη από την κρίση κοινωνία άμεσα και αμετάκλητα την αλλαγή, προτού επανέλθει στη «τυραννία του καθεστώτος». Μια από τις πιο άκαμπτες στρατηγικές του Φρίντμαν, είναι η παραλλαγή της προτροπής του Μακιαβέλι, να συγκεντρώνονται όλα τα «πλήγματα» ταυτόχρονα.
Ο Φρίντμαν έμαθε για πρώτη φορά πώς να εκμεταλλεύεται ένα σοκ ή μια κρίση στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν συμβούλεψε το δικτάτορα στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ. Τότε όχι μόνο οι Χιλιανοί βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ, αλλά και ολόκληρη η χώρα είχε πληγεί από τον υπερπληθωρισμό. Ο Φρίντμαν προέτρεψε τον Πινοσέτ να επιβάλει ένα μετασχηματισμό – αστραπή της οικονομίας: μειώσεις φόρων, ελεύθερο εμπόριο, ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών, περικοπές στις κοινωνικές παροχές και απελευθέρωση των τιμών.
Αυτή η κίνηση έγινε γνωστή ως επανάσταση της «Σχολής του Σικάγου» -αφού οι οικονομολόγοι του Πινοσέτ αποτέλεσαν μαθητές του Φρίντμαν- και αποτέλεσε την πιο ακραία καπιταλιστική αναδόμηση που επιχειρήθηκε ποτέ. Ο Φρίντμαν ονόμασε αυτή την επίπονη τακτική οικονομική «θεραπεία με σοκ». Στις επόμενες δεκαετίες, όποτε οι κυβερνήσεις επέβαλαν μεταρρυθμίσεις με σκοπό την επιβολή της ελεύθερης αγοράς, επέλεξαν τη στρατηγική των «ταυτόχρονων πληγμάτων» ή «θεραπεία σοκ».
Η ολοκλήρωση
της καταστροφής
αντί της διάσωσης
Ξεκίνησα να μελετώ την εξάρτηση της ελεύθερης αγοράς από την τακτική του σοκ πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση κατάληψης στο Ιράκ. Από τη Βαγδάτη έγραψα αναφορές για τις αποτυχημένες απόπειρες της Ουάσινγκτον να προκαλέσουν «σοκ και δέος» μέσω της θεραπείας του σοκ –μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, ολοκλήρωση του ελεύθερου εμπορίου, 15% φόρο, δραματική αποδυνάμωση της κυβέρνησης. Κατόπιν ταξίδεψα στη Σρι Λάνκα, λίγους μήνες ύστερα από το καταστροφικό τσουνάμι του 2004, όπου είδα μια ακόμα εκδοχή της ίδιας στρατηγικής: ξένοι επενδυτές και διεθνείς πιστωτές σε πλήρη συγχορδία εκμεταλλεύονταν τον πανικό των πολιτών, για να μεταβιβάσουν ολόκληρη την πανέμορφη ακτή στους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχτισαν τεράστιες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, εξοστρακίζοντας εκατοντάδες – χιλιάδες ψαράδες που ήθελαν να ξαναχτίσουν τα χωριά τους. Όταν χτύπησε ο τυφώνας Κατρίνα τη Νέα Ορλεάνη, ήταν πλέον έκδηλο ότι αυτή ήταν η επίλεκτη μέθοδος για την επίτευξη των αναπτυξιακών σχεδίων, χρησιμοποιώντας στιγμές συλλογικών τραυμάτων για την επιβολή ριζικής κοινωνικής και οικονομικής αναδόμησης.
Οι περισσότεροι επιζήσαντες μιας καταστροφής επιζητούν το ακριβώς αντίθετο από μια εκκαθάριση: θέλουν να περισώσουν ό,τι μπορούν και να επιδιορθώσουν οτιδήποτε δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. «Όταν ξαναχτίζω την πόλη, νιώθω σαν να ξαναχτίζω τον εαυτό μου», μου είπε η Κασσάνδρα Άντριους, κάτοικος της Νέας Ορλεάνης, καθώς απομάκρυνε τα χαλάσματα ύστερα από την καταιγίδα. Ωστόσο, οι καπιταλιστές της καταστροφής δεν ενδιαφέρονται να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση. Στο Ιράκ, τη Σρι Λάνκα και τη Νέα Ορλεάνη η παραπλανητική διαδικασία της «ανοικοδόμησης» ξεκίνησε με την ολοκλήρωση της φυσικής καταστροφής ισοπεδώνοντας ό,τι είχε διασωθεί από τη δημόσια περιουσία.
Όταν ξεκίνησα αυτή την έρευνα αναζητώντας το σημείο τομής ανάμεσα στα υπερκέρδη και τις μεγάλες καταστροφές, νόμιζα ότι θα διαπίστωνα τη ριζική αλλαγή προς την παγκόσμια «απελευθέρωση» των αγορών. Όντας ενεργό μέλος του κινήματος ενάντια στις πολυεθνικές και την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που έκανε την πρώτη του παγκόσμια εμφάνιση στο Σιάτλ το 1999, ήμουν πλέον εξοικειωμένη με τις φιλικά προσκείμενες στους επιχειρηματίες πολιτικές που επιβλήθηκαν στις συνόδους κορυφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή από το ΔΝΤ μέσω των όρων για τη χορήγηση δανείων.
Πλήγμα πάνω στο πλήγμα
Όσο έψαχνα πιο βαθιά στην ιστορία του οικονομικού μοντέλου και πώς αυτό είχε διαμορφώσει έως τώρα την υφήλιο, ανακάλυψα ότι η ιδέα της εκμετάλλευσης της κρίσης και της καταστροφής αποτέλεσε από την αρχή το modus operandi του Φρίντμαν και των υποστηρικτών του. Αυτή η φονταμενταλιστική μορφή του καπιταλισμού στηριζόταν πάντα στις καταστροφές για να εξελιχθεί. Ότι συνέβη στο Ιρακ και τη Νέα Ορλεάνη δεν αποτέλεσε μια –μετά την 11η Σεπτέμβρη- ανακάλυψη. Αντιθέτως, αυτά τα δυο παραδείγματα αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της, επί τρεις δεκαετίες, εξέλιξης του δόγματος του σοκ.
Ανατρέχοντας στα τελευταία 35 χρόνια η ανάγνωση της ιστορίας, υπό το πρίσμα αυτού του δόγματος, είναι τελείως διαφορετική. Μερικές από τις πιο επαίσχυντες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτής της περιόδους, που μέχρι τώρα ερμηνεύονταν ως σαδιστικές πράξεις αντιδημοκρατικών καθεστώτων, τελικά αποτελούσαν είτε πράξεις με πρόθεση την τρομοκράτηση των πολιτών είτε πράξεις που προετοίμαζαν το έδαφος για τις ριζικές «μεταρρυθμίσεις» υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Στην Κίνα το 1989 το σοκ από τη σφαγή στη πλατεία Τιενανμέν και τη σύλληψη δεκάδων χιλιάδων ήταν που επέτρεψε στο Κομμουνιστικό Κόμμα να μετατρέψει τη χώρα σε ζώνη εξαγωγών, κατακλυσμένη από εργαζόμενους που φοβούνται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ο πόλεμος των Φοκλαντς το 1982 εκπλήρωσε το σκοπό της Μάργκαρετ Θάτσερ: χάρη στην αναταραχή που επικρατούσε από τον πόλεμο, η Θάτσερ μπόρεσε να αποδυναμώσει βίαια τους απεργούς μεταλλωρύχους και να επιβάλει τις πρώτες αθρόες ιδιωτικοποιήσεις σε μια δυτική δημοκρατία.
Εν κατακλείδι, προκειμένου να επιβληθεί χωρίς περιορισμούς η οικονομική θεραπεία με σοκ απαιτείται ένα επιπλέον συλλογικό τραύμα. Το οικονομικό μοντέλο του Φρίντμαν μπορεί να επιβληθεί και σε καιρούς δημοκρατίας –τρανό παράδειγμα η διακυβέρνηση του Ρίγκαν στις ΗΠΑ- αλλά για την ολοκληρωτική εφαρμογή του απαιτούνται αυταρχικές ή σχεδόν αυταρχικές συνθήκες.
Η οικονομία του τρόμου
Μέχρι πρόσφατα αυτές οι συνθήκες δεν υπήρχαν στις ΗΠΑ. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 αποτέλεσε την ευκαιρία να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους οι ιδεολογίες που διαμορφώθηκαν στα αμερικάνικα πανεπιστήμια και ενδυναμώθηκαν στην Ουάσιγκτον. Ο χειρισμός του Μπους διαμορφώθηκε υπό την καθοδήγηση των αρχών του Φρίντμαν και τις συμβουλές του στενού φίλου τού Φρίντμαν, Ντόναλντ Ραμσφελντ. Στηρίχτηκε στο γενικευμένο φόβο, προκειμένου να ξεκινήσει όχι μόνο τον «πόλεμο εναντίον του τρόμου», αλλά και για να εξασφαλίσει την ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ με την ανάπτυξη μίας κερδοφόρας επιχείρησης, της πολεμικής βιομηχανίας. Δημιούργησε έτσι αυτό που αποκαλείται «σύμπλεγμα του καπιταλισμού των καταστροφών». Πρόκειται για ένα παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο εμπλέκονται ιδιωτικές επιχειρήσεις που καρπώνονται κονδύλια του δημοσίου στο όνομα της προστασίας της μητέρας πατρίδας των ΗΠΑ καθώς και της εξάλειψης του «κακού» στο εξωτερικό.
Μέσα σε λίγα χρόνια τα πλοκάμια του «συμπλέγματος» απλώθηκαν από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη «διασφάλιση» της ειρήνης, στην αστυνόμευση, στην άμεση ανταπόκριση στις όλο και συχνότερες φυσικές καταστροφές. Ο υπέρτατος στόχος των εταιριών, που βρίσκονται στο πυρήνα του «συμπλέγματος», είναι να υιοθετηθεί το μοντέλο της κυβέρνησης που κερδοσκοπεί, το οποίο αναπτύσσεται ταχύτατα σε ειδικές περιστάσεις αποδιαρθρώνοντας το κράτος και ιδιωτικοποιώντας την κυβέρνηση.
Αν το δούμε σε κλίμακα, το σύμπλεγμα του καπιταλισμού των καταστροφών είναι ισάξιο με τις «αναπτυσσόμενες αγορές» και την εξέλιξη της τεχνολογίας της πληροφόρησης στη δεκαετία του ’90. Βρίσκεται υπό τον έλεγχο αμερικάνικων εταιριών αλλά εξαπλώνεται παγκόσμια. Οι βρετανικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν με την εμπειρία τους στις κάμερες ασφαλείας, οι ισραηλινές εξειδικεύονται στην ανέγερση σύγχρονων τειχών και φρακτών. Βλέποντας τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιριών και των πετρελαϊκών επιχειρήσεων, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομία των καταστροφών κατάφερε να σώσει την παγκόσμια αγορά από την κρίση που αντιμετώπιζε ύστερα από την 9/11.
Η αντεπανάσταση
του Φρίντμαν
Στο εγκώμιο που γράφτηκε για τον Μ. Φρίντμαν, ελάχιστες αναφορές έγιναν στο ρόλο του σοκ και των κρίσεων για την εξέλιξη του κόσμου. Αντ’ αυτού οι οικονομολόγοι τον Νοέμβριο του 2006 ξανάγραψαν την ιστορία για το πώς οι ιδέες του για ριζοσπαστικό καπιταλισμό αποτέλεσαν κυβερνητική πολιτική σχεδόν σε κάθε γωνία του πλανήτη. Είναι μία «παραμυθένια» αφήγηση της ιστορίας, απόλυτα απαλλαγμένης από τη βία, που ήταν αναπόσπαστο μέρος αυτής της σταυροφορίας.
Έφτασε η ώρα αυτό να αλλάξει. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια απολογισμού των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο όνομα του κομμουνισμού. Ωστόσο πότε θα γίνει αυτό και για τη σταυροφορία «απελευθέρωσης» των παγκόσμιων αγορών;
Δεν θεωρώ ότι κάθε μορφή εμπορίου απαιτεί άσκηση μεγάλης κλίμακας βίας. Μπορούμε να διαμορφώσουμε μια οικονομία που θα βασίζεται στην αγορά που δεν θα απαιτεί τέτοια βαρβαρότητα ή ιδεολογική καθαρότητα. Μία ελεύθερη αγορά από καταναλωτικά προϊόντα μπορεί να συνυπάρξει μ’ ένα ελεύθερο δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με δημόσια σχολεία, με ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας –όπως μία εθνική επιχείρηση πετρελαίου- στα χέρια του δημοσίου. Είναι εξίσου πιθανό να απαιτείται οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν αξιοπρεπείς μισθούς, να σέβονται το δικαίωμα στην εργασία και το συνδικαλισμό, καθώς και οι κυβερνήσεις να φορολογούν και να αναδιανέμουν τα αγαθά προκειμένου να μειώσουν τις οξείες ανισότητες που συντηρεί ένα κορπορατιστικό κράτος. Οι αγορές πρέπει να είναι φονταμενταλιστικές.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πρότεινε αυτό το πρότυπο μεικτής, κανονιστικής οικονομίας ύστερα από τη Μεγάλη Ύφεση. Ήταν αυτό το σύστημα συμβιβασμών, ελέγχων και ισορροπιών που η αντεπανάσταση του Φρίντμαν καταπιάστηκε να ισοπεδώσει σε κάθε χώρα. Με αυτή την οπτική ο καπιταλισμός της Σχολής του Σικάγο φαίνεται να έχει κάτι κοινό με τις φονταμενταλιστικές ιδεολογίες: την επιθυμία για μία ανέφικτη αγνότητα.
Αυτή η επιθυμία για θεϊκές δυνάμεις δημιουργίας αντικατοπτρίζει την αιτία που οι ιδεολόγοι των ελεύθερων αγορών σύρονται στις κρίσεις και τις καταστροφές. Η μη αποκαλυπτική πραγματικότητα δεν περιλαμβάνεται στις φιλοδοξίες τους. Για 35 χρόνια, αυτό που επιδιώκει η αντεπανάσταση του Φρίντμαν είναι η προσέλκυση μιας μορφής ελευθερίας, που είναι διαθέσιμη μόνο σε στιγμές κατακλυσμών –τότε που οι επιπόλαιες συνήθειές των ανθρώπων και τα άκαμπτα θέλω τους παραγκωνίζονται- και για όσο η δημοκρατία φαντάζει πρακτικώς αδύνατο να εξασφαλιστεί. Οι υποστηρικτές του δόγματος του σοκ είναι πεπεισμένοι ότι μόνο μια μεγάλη ρήξη –πλημμύρα, πόλεμος, τρομοκρατική επίθεση- μπορεί να δημιουργήσει τις απέραντες λευκές σελίδες που ποθούν. Κατά τη διάρκεια αυτών των εύπλαστων στιγμών, που είμαστε ψυχολογικά ευάλωτοι και ξεριζωμένοι από τις κατοικίες μας, αυτοί οι καλλιτέχνες της κερδοσκοπίας πιάνουν δουλειά για την επανίδρυση του κόσμου.
Απόδοση από τα αγγλικά
Ιωάννα Δρόσου
* Τα «ανάδοχα σχολεία» είναι ιδιωτικά σχολεία με πλήρη αυτονομία στη πρόσληψη προσωπικού και στους τρόπους ανάπτυξης του αναλυτικού προγράμματος.
Tης
Ναόμι Κλάιν
Γνώρισα τον Τζαμάρ Πέρυ το Σεπτέμβριο του 2005, στο μεγάλο καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού στο Μπατόν Ρουζ, της Λουϊζιάνας. Στεκόταν στην ουρά περιμένοντας το συσσίτιο, που μοίραζαν νεαροί Σαϊεντολόγοι χαμογελώντας σαρδόνια. Χώθηκα στην ουρά του συσσιτίου πίσω από τον Πέρυ και του ζήτησα να μου μιλήσει σαν να είμαστε παλιοί φίλοι, κάτι που είχε την ευγενική καλοσύνη να κάνει.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νέα Ορλεάνη είχε φύγει πριν από μία βδομάδα από την πλημμυρισμένη πόλη. Περίμενε ατέλειωτες ώρες με την οικογένειά του τα λεωφορεία της εκκένωσης. Όταν είδε ότι δεν έρχονταν ξεκίνησαν με τα πόδια κάτω από τον καυτό ήλιο. Τελικά κατέληξαν εδώ, σε ένα αχανές συνεδριακό κέντρο κατακλυσμένο με πλήθη οργισμένων και εξουθενωμένων ανθρώπων που επιτηρούσαν στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς, άρτι αφιχθέντες από το Ιράκ.
Οι ειδήσεις διαδίδονταν στο καταφύγιο με ταχύτητα φωτός. Εκείνη τη μέρα ο ρεπουμπλικανός Ρίτσαρντ Μπέικερ, μέλος του Κογκρέσου, είχε πει στους «λομπίστες»: «Τελικά ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα της δημόσιας στέγασης των φτωχών στη Νέα Ορλεάνη. Εμείς δεν μπορούσαμε να το κάνουμε, αλλά ο Θεός το έκανε». Και ο Τζόζεφ Κανιζάρο, μεγαλοεργολάβος της Νέας Ορλεάνης, πρόσθεσε: «Σκέφτομαι ότι ξεκινάμε από μηδενική βάση και έτσι μας δίνονται τεράστιες ευκαιρίες». Όλη εκείνη τη βδομάδα στο Μπατόν Ρουζ συνωστίζονταν οι επιχειρηματίες –συνεργάτες των πολιτικών- προκειμένου να αρπάξουν και να εξασφαλίσουν αυτές τις μεγάλες ευκαιρίες: χαμηλότεροι φόροι, λιγότεροι νόμοι, φτηνά εργατικά χέρια και μια «μικρότερη, ασφαλέστερη πόλη» -πράγμα που σημαίνει μειωμένα προγράμματα στέγασης. Ακούγοντας κανείς τα λόγια περί «νέας αρχής» και «μηδενικής βάσης» μπορούσε σχεδόν να ξεχάσει το τοξικό μείγμα των ερειπίων, χημικών λυμάτων και νεκρών σωμάτων που βρίσκονταν λίγα μόλις χιλιόμετρα πέρα από τη λεωφόρο.
Στο καταφύγιο, ο Τζαμάρ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. «Ειλικρινά δεν βλέπω να γίνεται εκκαθάριση της πόλης. Αυτό που βλέπω είναι ότι πολλοί σκοτώθηκαν εκεί. Άνθρωποι που δεν έπρεπε να πεθάνουν».
Μιλούσε χαμηλόφωνα, ωστόσο ένας ηλικιωμένος άντρας που καθόταν στην ουρά μπροστά μας τον άκουσε και μας είπε απότομα: «Μα τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους του Μπατόν Ρουζ; Δεν πρόκειται για ευκαιρία αλλά για μια καταραμένη τραγωδία. Είναι τυφλοί;». Μία μητέρα με δυο παιδιά συμφώνησε: «Δεν είναι τυφλοί, είναι διαβολικοί. Μια χαρά βλέπουν».
Η φυσική καταστροφή
ως ευκαιρία
Ο Μίλτον Φρίντμαν, μεγάλος διανοητής του αχαλίνωτου καπιταλισμού και ο άνθρωπος που συνέταξε το «βιβλίο κανόνων» της σύγχρονης υπερκινητικής παγκόσμιας οικονομίας, συγκαταλέγεται σε όσους θεώρησαν τις πλημμύρες της Νέας Ορλεάνης ως ευκαιρία. Παρά τα 93 χρόνια του και την εύθραυστη υγεία του, ο «θείος Μίλτυ», όπως τον αποκαλούν οι οπαδοί του, βρήκε τη δύναμη να είναι ο συντάκτης του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας «Γουόλ Στριτ», τρεις μήνες μετά την κατάρρευση των φραγμάτων: «Η πλειοψηφία των σχολείων της Νέας Ορλεάνης είναι συντρίμμια», παρατήρησε ο Φρίντμαν, «όπως και τα σπίτια των μαθητών Τα παιδιά είναι τώρα διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα. Αυτό είναι μία τραγωδία. Είναι, όμως, και μια ευκαιρία».
Σύμφωνα με τη ριζοσπαστική άποψη του Φρίντμαν η κυβέρνηση, αντί να επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στην επανοικοδόμηση και βελτίωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος της Νέας Ορλεάνης, θα έπρεπε να παρέχει εκπαιδευτικά κουπόνια, που θα εξαργυρώνονταν σε ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στον αντίποδα του ρυθμού χελώνας με το οποίο επισκευάζονται τα φράγματα και επανέρχεται το ηλεκτρικό ρεύμα, το εκπαιδευτικό σύστημα της Νέας Ορλεάνης πλειοδοτήθηκε με στρατιωτική ταχύτητα και ακρίβεια. Μέσα σε 19 μήνες και ενώ οι άποροι κάτοικοι ήταν ακόμα εξόριστοι από τη πόλη τους, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της Νέας Ορλεάνης είχε σχεδόν αντικατασταθεί από «ανάδοχα σχολεία»* (charter schools).
Το Φριντμανικό Αμερικάνικο Επιχειρηματικό Ινστιτούτο αναφώνησε: «Ο τυφώνας Κατρίνα κατάφερε μέσα σε μία μέρα… αυτά που οι μεταρρυθμιστές του εκπαιδευτικού συστήματος της Λουιζιάνας δεν κατάφεραν ύστερα από χρόνια προσπαθειών». Οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί, αποκάλεσαν το σχέδιο του Φρίντμαν «σχέδιο απαλλοτρίωσης της εκπαίδευσης». Όλες αυτές τις ενορχηστρωμένες επιδρομές εναντίον του δημοσίου συστήματος ύστερα από καταστροφικά συμβάντα, συνδυασμένες με την αντιμετώπιση των καταστροφών ως δελεαστικές ευκαιρίες για την αγορά, τις αποκαλώ «καπιταλισμό της καταστροφής».
Η στρατηγική
του συγκεντρωτικού
πλήγματος
Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος μιας μεσαίου μεγέθους αμερικανικής πόλης φαντάζει σαν μια μετριοπαθής ενασχόληση, για έναν άνθρωπο που χαίρει της μεγαλύτερης απήχησης των τελευταίων 50 χρόνων ανάμεσα στους οικονομολόγους. Η αποφασιστικότητά του να εκμεταλλευτεί την κρίση στη Νέα Ορλεάνη προκειμένου να εξελίξει μία φονταμενταλιστική εκδοχή του καπιταλισμού αποτελεί επίσης ένα παράδοξο. Για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, ο Φρίντμαν και οι ισχυροί οπαδοί του τελειοποιούσαν αυτή τη στρατηγική: περίμεναν την έξαρση μίας μεγάλης κρίσης και κατόπιν ξεπουλούσαν περιουσία του δημοσίου σε ιδιώτες την ίδια στιγμή που οι πολίτες βρίσκονταν ακόμα σε κατάσταση σοκ.
Σε ένα από τα σημαίνοντα κείμενά του ο Φρίντμαν αποτύπωσε τον κύριο κορμό της τακτικής τού σύγχρονου καπιταλισμού, αυτό που αποκαλώ «δόγμα του σοκ». Υπογράμμιζε ότι «μόνο μία κρίση –φυσική ή τεχνητή- φέρει πραγματική αλλαγή». Όταν εξελίσσεται μια τέτοια κρίση, οι περαιτέρω ενέργειες αντιμετώπισης εξαρτώνται από τις ιδέες που έχουν αναπτυχθεί εκείνη τη περίοδο. Ορισμένοι άνθρωποι προετοιμάζονται για παν ενδεχόμενο εξασφαλίζοντας αποθέματα τροφίμων και νερού. Οι οπαδοί του Φρίντμαν εξασφαλίζουν αποθέματα ιδεών για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήταν πεπεισμένος πως όταν μια κρίση ήταν πια παρούσα, το πιο σημαντικό ήταν να δράσει κάποιος αστραπιαία, προκειμένου να επιβάλει στην κλονισμένη από την κρίση κοινωνία άμεσα και αμετάκλητα την αλλαγή, προτού επανέλθει στη «τυραννία του καθεστώτος». Μια από τις πιο άκαμπτες στρατηγικές του Φρίντμαν, είναι η παραλλαγή της προτροπής του Μακιαβέλι, να συγκεντρώνονται όλα τα «πλήγματα» ταυτόχρονα.
Ο Φρίντμαν έμαθε για πρώτη φορά πώς να εκμεταλλεύεται ένα σοκ ή μια κρίση στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν συμβούλεψε το δικτάτορα στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ. Τότε όχι μόνο οι Χιλιανοί βρίσκονταν σε κατάσταση σοκ, αλλά και ολόκληρη η χώρα είχε πληγεί από τον υπερπληθωρισμό. Ο Φρίντμαν προέτρεψε τον Πινοσέτ να επιβάλει ένα μετασχηματισμό – αστραπή της οικονομίας: μειώσεις φόρων, ελεύθερο εμπόριο, ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών, περικοπές στις κοινωνικές παροχές και απελευθέρωση των τιμών.
Αυτή η κίνηση έγινε γνωστή ως επανάσταση της «Σχολής του Σικάγου» -αφού οι οικονομολόγοι του Πινοσέτ αποτέλεσαν μαθητές του Φρίντμαν- και αποτέλεσε την πιο ακραία καπιταλιστική αναδόμηση που επιχειρήθηκε ποτέ. Ο Φρίντμαν ονόμασε αυτή την επίπονη τακτική οικονομική «θεραπεία με σοκ». Στις επόμενες δεκαετίες, όποτε οι κυβερνήσεις επέβαλαν μεταρρυθμίσεις με σκοπό την επιβολή της ελεύθερης αγοράς, επέλεξαν τη στρατηγική των «ταυτόχρονων πληγμάτων» ή «θεραπεία σοκ».
Η ολοκλήρωση
της καταστροφής
αντί της διάσωσης
Ξεκίνησα να μελετώ την εξάρτηση της ελεύθερης αγοράς από την τακτική του σοκ πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ξεκίνησε η επιχείρηση κατάληψης στο Ιράκ. Από τη Βαγδάτη έγραψα αναφορές για τις αποτυχημένες απόπειρες της Ουάσινγκτον να προκαλέσουν «σοκ και δέος» μέσω της θεραπείας του σοκ –μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, ολοκλήρωση του ελεύθερου εμπορίου, 15% φόρο, δραματική αποδυνάμωση της κυβέρνησης. Κατόπιν ταξίδεψα στη Σρι Λάνκα, λίγους μήνες ύστερα από το καταστροφικό τσουνάμι του 2004, όπου είδα μια ακόμα εκδοχή της ίδιας στρατηγικής: ξένοι επενδυτές και διεθνείς πιστωτές σε πλήρη συγχορδία εκμεταλλεύονταν τον πανικό των πολιτών, για να μεταβιβάσουν ολόκληρη την πανέμορφη ακτή στους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχτισαν τεράστιες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, εξοστρακίζοντας εκατοντάδες – χιλιάδες ψαράδες που ήθελαν να ξαναχτίσουν τα χωριά τους. Όταν χτύπησε ο τυφώνας Κατρίνα τη Νέα Ορλεάνη, ήταν πλέον έκδηλο ότι αυτή ήταν η επίλεκτη μέθοδος για την επίτευξη των αναπτυξιακών σχεδίων, χρησιμοποιώντας στιγμές συλλογικών τραυμάτων για την επιβολή ριζικής κοινωνικής και οικονομικής αναδόμησης.
Οι περισσότεροι επιζήσαντες μιας καταστροφής επιζητούν το ακριβώς αντίθετο από μια εκκαθάριση: θέλουν να περισώσουν ό,τι μπορούν και να επιδιορθώσουν οτιδήποτε δεν καταστράφηκε ολοσχερώς. «Όταν ξαναχτίζω την πόλη, νιώθω σαν να ξαναχτίζω τον εαυτό μου», μου είπε η Κασσάνδρα Άντριους, κάτοικος της Νέας Ορλεάνης, καθώς απομάκρυνε τα χαλάσματα ύστερα από την καταιγίδα. Ωστόσο, οι καπιταλιστές της καταστροφής δεν ενδιαφέρονται να επανέλθουν στην πρότερη κατάσταση. Στο Ιράκ, τη Σρι Λάνκα και τη Νέα Ορλεάνη η παραπλανητική διαδικασία της «ανοικοδόμησης» ξεκίνησε με την ολοκλήρωση της φυσικής καταστροφής ισοπεδώνοντας ό,τι είχε διασωθεί από τη δημόσια περιουσία.
Όταν ξεκίνησα αυτή την έρευνα αναζητώντας το σημείο τομής ανάμεσα στα υπερκέρδη και τις μεγάλες καταστροφές, νόμιζα ότι θα διαπίστωνα τη ριζική αλλαγή προς την παγκόσμια «απελευθέρωση» των αγορών. Όντας ενεργό μέλος του κινήματος ενάντια στις πολυεθνικές και την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, που έκανε την πρώτη του παγκόσμια εμφάνιση στο Σιάτλ το 1999, ήμουν πλέον εξοικειωμένη με τις φιλικά προσκείμενες στους επιχειρηματίες πολιτικές που επιβλήθηκαν στις συνόδους κορυφής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή από το ΔΝΤ μέσω των όρων για τη χορήγηση δανείων.
Πλήγμα πάνω στο πλήγμα
Όσο έψαχνα πιο βαθιά στην ιστορία του οικονομικού μοντέλου και πώς αυτό είχε διαμορφώσει έως τώρα την υφήλιο, ανακάλυψα ότι η ιδέα της εκμετάλλευσης της κρίσης και της καταστροφής αποτέλεσε από την αρχή το modus operandi του Φρίντμαν και των υποστηρικτών του. Αυτή η φονταμενταλιστική μορφή του καπιταλισμού στηριζόταν πάντα στις καταστροφές για να εξελιχθεί. Ότι συνέβη στο Ιρακ και τη Νέα Ορλεάνη δεν αποτέλεσε μια –μετά την 11η Σεπτέμβρη- ανακάλυψη. Αντιθέτως, αυτά τα δυο παραδείγματα αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της, επί τρεις δεκαετίες, εξέλιξης του δόγματος του σοκ.
Ανατρέχοντας στα τελευταία 35 χρόνια η ανάγνωση της ιστορίας, υπό το πρίσμα αυτού του δόγματος, είναι τελείως διαφορετική. Μερικές από τις πιο επαίσχυντες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυτής της περιόδους, που μέχρι τώρα ερμηνεύονταν ως σαδιστικές πράξεις αντιδημοκρατικών καθεστώτων, τελικά αποτελούσαν είτε πράξεις με πρόθεση την τρομοκράτηση των πολιτών είτε πράξεις που προετοίμαζαν το έδαφος για τις ριζικές «μεταρρυθμίσεις» υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Στην Κίνα το 1989 το σοκ από τη σφαγή στη πλατεία Τιενανμέν και τη σύλληψη δεκάδων χιλιάδων ήταν που επέτρεψε στο Κομμουνιστικό Κόμμα να μετατρέψει τη χώρα σε ζώνη εξαγωγών, κατακλυσμένη από εργαζόμενους που φοβούνται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ο πόλεμος των Φοκλαντς το 1982 εκπλήρωσε το σκοπό της Μάργκαρετ Θάτσερ: χάρη στην αναταραχή που επικρατούσε από τον πόλεμο, η Θάτσερ μπόρεσε να αποδυναμώσει βίαια τους απεργούς μεταλλωρύχους και να επιβάλει τις πρώτες αθρόες ιδιωτικοποιήσεις σε μια δυτική δημοκρατία.
Εν κατακλείδι, προκειμένου να επιβληθεί χωρίς περιορισμούς η οικονομική θεραπεία με σοκ απαιτείται ένα επιπλέον συλλογικό τραύμα. Το οικονομικό μοντέλο του Φρίντμαν μπορεί να επιβληθεί και σε καιρούς δημοκρατίας –τρανό παράδειγμα η διακυβέρνηση του Ρίγκαν στις ΗΠΑ- αλλά για την ολοκληρωτική εφαρμογή του απαιτούνται αυταρχικές ή σχεδόν αυταρχικές συνθήκες.
Η οικονομία του τρόμου
Μέχρι πρόσφατα αυτές οι συνθήκες δεν υπήρχαν στις ΗΠΑ. Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 αποτέλεσε την ευκαιρία να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους οι ιδεολογίες που διαμορφώθηκαν στα αμερικάνικα πανεπιστήμια και ενδυναμώθηκαν στην Ουάσιγκτον. Ο χειρισμός του Μπους διαμορφώθηκε υπό την καθοδήγηση των αρχών του Φρίντμαν και τις συμβουλές του στενού φίλου τού Φρίντμαν, Ντόναλντ Ραμσφελντ. Στηρίχτηκε στο γενικευμένο φόβο, προκειμένου να ξεκινήσει όχι μόνο τον «πόλεμο εναντίον του τρόμου», αλλά και για να εξασφαλίσει την ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ με την ανάπτυξη μίας κερδοφόρας επιχείρησης, της πολεμικής βιομηχανίας. Δημιούργησε έτσι αυτό που αποκαλείται «σύμπλεγμα του καπιταλισμού των καταστροφών». Πρόκειται για ένα παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο εμπλέκονται ιδιωτικές επιχειρήσεις που καρπώνονται κονδύλια του δημοσίου στο όνομα της προστασίας της μητέρας πατρίδας των ΗΠΑ καθώς και της εξάλειψης του «κακού» στο εξωτερικό.
Μέσα σε λίγα χρόνια τα πλοκάμια του «συμπλέγματος» απλώθηκαν από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη «διασφάλιση» της ειρήνης, στην αστυνόμευση, στην άμεση ανταπόκριση στις όλο και συχνότερες φυσικές καταστροφές. Ο υπέρτατος στόχος των εταιριών, που βρίσκονται στο πυρήνα του «συμπλέγματος», είναι να υιοθετηθεί το μοντέλο της κυβέρνησης που κερδοσκοπεί, το οποίο αναπτύσσεται ταχύτατα σε ειδικές περιστάσεις αποδιαρθρώνοντας το κράτος και ιδιωτικοποιώντας την κυβέρνηση.
Αν το δούμε σε κλίμακα, το σύμπλεγμα του καπιταλισμού των καταστροφών είναι ισάξιο με τις «αναπτυσσόμενες αγορές» και την εξέλιξη της τεχνολογίας της πληροφόρησης στη δεκαετία του ’90. Βρίσκεται υπό τον έλεγχο αμερικάνικων εταιριών αλλά εξαπλώνεται παγκόσμια. Οι βρετανικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν με την εμπειρία τους στις κάμερες ασφαλείας, οι ισραηλινές εξειδικεύονται στην ανέγερση σύγχρονων τειχών και φρακτών. Βλέποντας τα κέρδη των ασφαλιστικών εταιριών και των πετρελαϊκών επιχειρήσεων, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομία των καταστροφών κατάφερε να σώσει την παγκόσμια αγορά από την κρίση που αντιμετώπιζε ύστερα από την 9/11.
Η αντεπανάσταση
του Φρίντμαν
Στο εγκώμιο που γράφτηκε για τον Μ. Φρίντμαν, ελάχιστες αναφορές έγιναν στο ρόλο του σοκ και των κρίσεων για την εξέλιξη του κόσμου. Αντ’ αυτού οι οικονομολόγοι τον Νοέμβριο του 2006 ξανάγραψαν την ιστορία για το πώς οι ιδέες του για ριζοσπαστικό καπιταλισμό αποτέλεσαν κυβερνητική πολιτική σχεδόν σε κάθε γωνία του πλανήτη. Είναι μία «παραμυθένια» αφήγηση της ιστορίας, απόλυτα απαλλαγμένης από τη βία, που ήταν αναπόσπαστο μέρος αυτής της σταυροφορίας.
Έφτασε η ώρα αυτό να αλλάξει. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια απολογισμού των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο όνομα του κομμουνισμού. Ωστόσο πότε θα γίνει αυτό και για τη σταυροφορία «απελευθέρωσης» των παγκόσμιων αγορών;
Δεν θεωρώ ότι κάθε μορφή εμπορίου απαιτεί άσκηση μεγάλης κλίμακας βίας. Μπορούμε να διαμορφώσουμε μια οικονομία που θα βασίζεται στην αγορά που δεν θα απαιτεί τέτοια βαρβαρότητα ή ιδεολογική καθαρότητα. Μία ελεύθερη αγορά από καταναλωτικά προϊόντα μπορεί να συνυπάρξει μ’ ένα ελεύθερο δημόσιο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με δημόσια σχολεία, με ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας –όπως μία εθνική επιχείρηση πετρελαίου- στα χέρια του δημοσίου. Είναι εξίσου πιθανό να απαιτείται οι επιχειρήσεις να καταβάλλουν αξιοπρεπείς μισθούς, να σέβονται το δικαίωμα στην εργασία και το συνδικαλισμό, καθώς και οι κυβερνήσεις να φορολογούν και να αναδιανέμουν τα αγαθά προκειμένου να μειώσουν τις οξείες ανισότητες που συντηρεί ένα κορπορατιστικό κράτος. Οι αγορές πρέπει να είναι φονταμενταλιστικές.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς πρότεινε αυτό το πρότυπο μεικτής, κανονιστικής οικονομίας ύστερα από τη Μεγάλη Ύφεση. Ήταν αυτό το σύστημα συμβιβασμών, ελέγχων και ισορροπιών που η αντεπανάσταση του Φρίντμαν καταπιάστηκε να ισοπεδώσει σε κάθε χώρα. Με αυτή την οπτική ο καπιταλισμός της Σχολής του Σικάγο φαίνεται να έχει κάτι κοινό με τις φονταμενταλιστικές ιδεολογίες: την επιθυμία για μία ανέφικτη αγνότητα.
Αυτή η επιθυμία για θεϊκές δυνάμεις δημιουργίας αντικατοπτρίζει την αιτία που οι ιδεολόγοι των ελεύθερων αγορών σύρονται στις κρίσεις και τις καταστροφές. Η μη αποκαλυπτική πραγματικότητα δεν περιλαμβάνεται στις φιλοδοξίες τους. Για 35 χρόνια, αυτό που επιδιώκει η αντεπανάσταση του Φρίντμαν είναι η προσέλκυση μιας μορφής ελευθερίας, που είναι διαθέσιμη μόνο σε στιγμές κατακλυσμών –τότε που οι επιπόλαιες συνήθειές των ανθρώπων και τα άκαμπτα θέλω τους παραγκωνίζονται- και για όσο η δημοκρατία φαντάζει πρακτικώς αδύνατο να εξασφαλιστεί. Οι υποστηρικτές του δόγματος του σοκ είναι πεπεισμένοι ότι μόνο μια μεγάλη ρήξη –πλημμύρα, πόλεμος, τρομοκρατική επίθεση- μπορεί να δημιουργήσει τις απέραντες λευκές σελίδες που ποθούν. Κατά τη διάρκεια αυτών των εύπλαστων στιγμών, που είμαστε ψυχολογικά ευάλωτοι και ξεριζωμένοι από τις κατοικίες μας, αυτοί οι καλλιτέχνες της κερδοσκοπίας πιάνουν δουλειά για την επανίδρυση του κόσμου.
Απόδοση από τα αγγλικά
Ιωάννα Δρόσου
* Τα «ανάδοχα σχολεία» είναι ιδιωτικά σχολεία με πλήρη αυτονομία στη πρόσληψη προσωπικού και στους τρόπους ανάπτυξης του αναλυτικού προγράμματος.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Κριτικές - Παρουσιάσεις:
Βαγγέλης Μπέκας, Το δόγμα του σοκ, "Ελευθεροτυπία", 20.11.2010
Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μέµνησο , "Τα Νέα", 19.11.2010
Ξενοφών Μπρουντζάκης, Το δόγμα του σοκ, "Το Ποντίκι", 11.11.2010
Αναστάσης Βιστωνίτης, Οι καταστροφές σώζουν τις πολυεθνικές, "Το Βήμα" 19.9.2010
- απόσπασμα από την παρουσίαση του Κώστα Γεωργουσόπουλου:
"Η Κλάιν αναλύει τον τρόπο που µια κτηνώδης ψυχιατρική µέθοδος εκµηδένισης και επανίδρυσης µιας προσωπικότητας έγινε για την οικονοµική σχολή του Σικάγου, µε γκουρού τον νοµπελίστα Φρίντµαν, µέθοδος και σχέδιο και επιβολή του ιδιωτικού πολυεθνικού κεφαλαίου σε χώρες που διέρχονται κάποιο σοκ λόγω φυσικών καταστροφών, πολέµων και οικονοµικής κατάρρευσης (χρέη, ελλείµµατα, δανεισµοί). Μετά την καταστροφή, φυσική ή κατασκευασµένη, το κράτος ή η περιοχή ανακηρύσσονται «λευκές σελίδες», ακολουθεί τροµακτικός πανικός στις µάζες που παραλύουν, περικόπτονται κρατικές δαπάνες, αυξάνεται η ανεργία κ.τ.λ. και έρχεται το πολυεθνικό κεφάλαιο και επενδύει στα ερείπια και στα φτηνά χέρια. Αν δεν σας θυµίζει τίποτα το δόγµα, µη διαβάσετε το βιβλίο."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου