Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Οι ιεραπόστολοι και ο νέος πολίτης

σκίτσο Νίκου Αργυρόπουλου από την Αυγή
του Νικόλα Σεβαστάκη
από τα Ενθέματα
της Κυριακάτικης Αυγής


Από τις συστάσεις του Στρως-Καν ως τα τακτικά διαγγέλματα του έλληνα πρωθυπουργού μαθαίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζαμε: ότι ο στόχος της μεγάλης συλλογικής θεραπείας είναι μια νέα μορφή συνείδησης ή μια νέα ιδιότητα του πολίτη. Κατά κάποιον τρόπο με μια τέτοια φιλόδοξη αναφορά στoν νέο πολίτη, η δήλωση του διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου περί «νίκης της Αριστεράς» στις πρόσφατες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές μοιάζει λιγότερο ειρωνική και σχεδόν ακριβής. Παντού στην Ευρώπη προκρίνονται πολιτικές, μέτρα, ρυθμίσεις οι οποίες προσομοιάζουν με τις δικές μας. Πουθενά ωστόσο δεν εμφανίζεται με τέτοια ένταση και έμφαση η αξίωση για έναν νέο άνθρωπο, για την παραγωγή ενός άλλου εαυτού που θα ενσωματώνει επιτέλους την αναγκαιότητα ως ελευθερία. Η συντηρητική ή δεξιά λογική της λιτότητας είναι πολύ λιγότερο ιδεολογική από την αντίστοιχη εκδοχή της «αριστερής» (με την έννοια που δίδουν στον όρο Dominique και Γιώργος) αναμόρφωσης.

Εκτιμώ ότι αυτό το στοιχείο είναι καθοριστικό για να κατανοήσουμε τη διαφορά της σημερινής στιγμής από τις παλιότερες εφαρμογές περιοριστικών οικονομικών πολιτικών. Η σημερινή στιγμή, πέρα από το γεγονός της κρίσης του χρέους και των όρων του Μνημονίου, υπάγεται άμεσα σε μια ηθική Ιδέα, αν όχι σε μια θεωρία για τον ελληνικό χαρακτήρα και την αλλαγή του. Η δεξιά λιτότητα είναι συνήθως η πραγματιστική συμμόρφωση στους φετφάδες της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας. Μένει ικανοποιημένη με την τυπική συμφωνία ή την ελέω ρουτίνας νομιμοφροσύνη των απλών ανθρώπων σε πραγματικότητες που θεωρούνται φύσει ατελείς και κατά βάση μυστηριώδεις. Αντίθετα η «αριστερή» θέαση διαθέτει άλλου μεγέθους και κλίμακας αξιώσεις. Η υιοθέτηση των φιλελεύθερων τομών από «σοσιαλιστές» είναι μη φιλελεύθερη με την έννοια ότι συγχέει συστηματικά το πολιτικό με το θρησκευτικό, τον δημόσιο λόγο με την ηθικοπλαστική κατήχηση, την εκάστοτε μεταρρύθμιση με μια σωτηριολογική κλήτευση.

Απέναντι σε αυτό τον ιεραποστολικό εκσυγχρονισμό, τον πολύ διαφορετικό από τους προγόνους και τους συγγενείς του, διαγράφονται οι εξής στάσεις. Πρώτον, μια αμφισβήτησή του από τη σκοπιά του ρεαλισμού, της αντίληψης δηλαδή η οποία προτάσσει τη μεθοδική υπηρέτηση του κρατικού (εθνικού) συμφέροντος δίχως ανάμιξη ηθικών ιδεολογημάτων και θεωρητικών εκκεντρισμών. Είναι η οπτική ανθρώπων που κινούνται περισσότερο στο χώρο της «λαϊκής Δεξιάς» και του μη νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού. Είναι επίσης μια κριτική οπτική στην οποία οχυρώνονται περιστασιακά όσοι είναι απλώς δυσαρεστημένοι με μια συγκεκριμένη ηγετική ομάδα και την επικοινωνιακή της πολιτική.

Μια άλλη στάση είναι αυτή μεγάλου μέρους της ριζοσπαστικής Αριστεράς που αντιμετωπίζει τη ρητορική της αναμόρφωσης είτε ως συνέχεια στο χρόνο είτε ως «υποκριτική συγκάλυψη» του ίδιου πάνω κάτω ταξικού προγράμματος.

Και τέλος μια τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει διανοούμενους και δημόσιες φωνές που επιχειρούν, από ένα άγχος να φανούν ακριβοδίκαιοι, να διακρίνουν τις θεμιτές και τις αθέμιτες, τις εύλογες και τις αρνητικές πλευρές σε ένα εγχείρημα που, κατά βάθος, τους ασκεί μια ιδιόμορφη έλξη: εννοώ την υπόθεση υπέρ της αναμόρφωσης του «Έλληνα», υπέρ της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των αλλοτριωμένων ψυχών και των ανορθολογικών συμπεριφορών του ρωμέικου.

Όσες σκέψεις καταθέτω εδώ και μήνες αποκλίνουν κυρίως από αυτήν την τελευταία στάση ενώ συμβάλουν κριτικά στην δεύτερη στάση και δεν συζητούν την πρώτη. Επιμένω ότι πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τον λόγο της αναμόρφωσης και του νέου πολίτη. Και ότι αυτός ο λόγος δεν είναι αποκύημα κάποιας λυρικής οίησης ούτε απλή υπόθεση ιδιοσυγκρασιακών εμμονών που βρέθηκαν στο ελληνικό «οβάλ γραφείο».

Από την άλλη νομίζω ότι η στάση απέναντι σε έναν κατακλυσμό --και αυτό συντελείται σήμερα-- δεν μπορεί να είναι η πολιτική των αστερίσκων, των ημιτονίων, των διορθωτικών προτάσεων στη μια ή άλλη σαρωτική «διαβούλευση», η οποία είναι εξαρχής υποθηκευμένη από έναν αυταρχικό αποστολικό ζήλο που δεν υπάρχει όμοιός του στην ευρωπαϊκή πολιτική τάξη.

Όταν λέω να πάρουμε στα σοβαρά το εν εξελίξει αναμορφωτήριο εννοώ να αμφισβητήσουμε ανοιχτά το περιεχόμενο της ηθικής Ιδέας, το υπόδειγμα του «νέου πολίτη», την επιθυμητή υποκειμενικότητα της εγχώριας «μεταδημοκρατίας». Μια τέτοια επεξεργασμένη αμφισβήτηση δεν υποτιμά, όπως μου προσάπτει πρόσφατα ο εκλεκτός Γεράσιμος Μοσχονάς (:«Ας ξαναδιαβάσουμε το πρόγραμμα της Ερφούρτης. Αριστερά, κράτος και χρεοκοπία», Σύγχρονα Θέματα, τ.110, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010), τα ειδικά προβλήματα αποτελεσματικότητας του κράτους και του δημοσίου. Εκκινεί ωστόσο από μια διαφορετική εποπτεία αγωνιών και κινδύνων. Από την εξής απορία: όταν βλέπουμε να προωθείται ένας πολιτισμός του φόβου και της δουλικότητας, όταν θεσμοποιείται η επέκταση της επισφάλειας και της ατομικής σύμβασης, ποια κοινωνική ορθολογικότητα είναι δυνατό να έχει μέλλον; Η αστική ρεπουμπλικανική --και όχι κυρίως η μαρξιστική-- παράδοση διδάσκει ότι η μαζική αναξιοπρέπεια δεν συμβαδίζει ποτέ με δημόσιες αρετές. Και εγώ βλέπω γύρω μου να αυξάνει η αίσθηση της αναξιοπρέπειας, οι πηγές της υλικής και συμβολικής καχεξίας των ατόμων, μια πτώχευση θυμικού πριν τη στάση πληρωμών ή την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους για τις οποίες ερίζουν αγαπημένοι φίλοι.

Το μεγαλύτερο παράδοξο είναι ότι τη στιγμή που ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπεται σε ηθική Ιδέα και ανθρωπολογικό υπόδειγμα, κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως στο τέλος, από τα ερείπια του «υπερφίαλου Έλληνα» και των παθογενειών του μπορεί και να φυτρώσει… ένας πιο κόσμιος αστισμός και οι χαμένοι στο χρόνο κανόνες του. Υπάρχει όμως μια μικρή λεπτομέρεια που μπερδεύει τα πράγματα: δεν βρισκόμαστε ούτε στο 1897 ούτε στο 1909…


- Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου