(πηγή) |
Με βάση τα ερωτήματα που έθεσε η «Εποχή» την προηγούμενη εβδομάδα στον Ν. Σεβαστάκη (τα υπενθυμίζω εν τάχει: γιατί η κρίση έγινε κρίση της Αριστεράς; Είναι ανυπέρβλητες οι ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς; Ευνοούν οι συνθήκες μια νέα σύνθεση τύπου ΣΥΡΙΖΑ;) επέλεξα με το κείμενο αυτό μια συνέντευξη στον εαυτό μου. Άλλωστε, και οι μονόλογοι αποτελούν ένα είδος διαλόγου, συχνά πιο παραγωγικού, μια και δεν υπάρχει πρόβλημα κώδικα επικοινωνίας. Κατά κανόνα συμφωνούμε τουλάχιστον με τον εαυτό μας ως προς το τι αυτός εννοεί.
Με το πλεονέκτημα του «άστεγου» αριστερού (αυτό, στην παρούσα συγκυρία, έχει γίνει ένα είδος πλεονεκτήματος, αν κι έχω υπάρξει «στεγασμένος» για πολλά χρόνια) καταθέτω εκ προοιμίου τη θεμελιώδη απαισιοδοξία μου. Απαισιοδοξία και στη σκέψη και στην πράξη. Στον αντίποδα αυτού που συνιστούσε ο Γκράμσι ως οδηγό επιβίωσης ριζοσπαστών. Η διαίσθησή μου είναι ότι θα ζήσουμε ήττα ιστορικών διαστάσεων. Ίσως σημαντικότερη από το σοκ του 1989 και τον διασυρμό της κομμουνιστικής επαγγελίας. Αλλά οι διαισθήσεις, ευτυχώς, συχνά διαψεύδονται.
Γιατί, λοιπόν, η οικονομική κρίση «γρατζουνάει» άγρια πρώτα την αριστερά; Αυτό δεν είναι ακριβές. Στους λίγους μήνες της ζωής με το Μνημόνιο, αναδιατάξεις έχουν συμβεί και στον χώρο της αστικής πολιτικής, έστω κι αν δεν γίνονται με τον πάταγο που θα ήθελαν οι σχεδιαστές τους. Σ’ αυτές θα συμπεριελάμβανα και την απόσχιση από τον ΣΥΝ εκείνου του τμήματος που κατέληξε εκεί που πάντα ανήκε. Έπειτα, η «κρίση», τουλάχιστον από άποψη συμπτωμάτων, δεν αφορά όλη την αριστερά. Αναγνωρίζουμε όλοι τα εξαιρετικά ανακλαστικά αυτοσυντήρησης του ΚΚΕ. Τέλος, η ενδοαριστερή κρίση φαίνεται να μην αποθαρρύνει τους αριστερούς από το να τοποθετούνται (πχ. στις εκλογές στην αυτοδιοίκηση), έστω και με «βαριά καρδιά», στους πόλους της υπαρκτής αριστεράς (κατά τους δημοσκόπους, σε ποσοστά και αριθμούς που είχαμε να δούμε από το 1981).
Ενδιαφέρον εγχείρημα με υλικά ανακύκλωσης
Να λοιπόν μια ακόμη ανεξάντλητη πηγή «κρίσης» για τη ριζοσπαστική αριστερά. Η αδυναμία συγχρονισμού της με τους αριστερούς. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου στο γεγονός ότι η παραγωγική ανασύνθεση που συντελέστηκε την τελευταία δεκαετία, με επίκεντρο το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, έγινε με «υλικά ανακύκλωσης». Χιλιάδες άνθρωποι με «αριστερό βιογραφικό» βγήκαν από τον πολιτικό λήθαργο και προσήλθαν «έτοιμοι για όλα». Όλα; Και όλοι; Όχι ακριβώς. Άλλοι κατέβασαν από τις βιβλιοθήκες σκονισμένες κομματικές μπροσούρες, άλλοι ανακαίνισαν πολιτικά μαγαζιά, κι άλλοι δήλωσαν διαθεσιμότητα α λά καρτ, βέβαιοι ότι «δεν θα το παρακάνουμε κιόλας», ώστε να τεθούν σε κίνδυνο τα κεκτημένα των προσωπικών ασκήσεων απληστίας... Εν ολίγοις, αν και η κοινωνική και εκλογική βάση της αριστεράς ανανεωνόταν επαρκώς, στα επιτελεία της προσήλθαν οι γνωστοί συγγενείς και φίλοι. Κάτι σαν reunion αποφοίτων. Ακόμη και κατά την δημοσκοπική του άνθιση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρήκε σταθερούς διαύλους επικοινωνίας με την κοινωνία και ιδιαίτερα τα στρώματά της που δεν μετείχαν στο «πάρτι της ευφορίας», δεν προσέλκυσε νέους ανθρώπους έτοιμους για σκέψη και για δράση. Παρέμεινε κυρίως επικοινωνιακό και όχι κοινωνικό φαινόμενο.
Ωστόσο παραμένει το πιο ενδιαφέρον εγχείρημα σύνθεσης των μεταπολιτευτικών χρόνων. Σύνθεσης πολιτικής, αλλά όχι και ιδεολογικής. Γιατί θα έπρεπε άλλωστε; Τα ιδεολογικά χάσματα της αριστεράς, που κληροδοτούνται με τρόπο ανιστόρητο από την εποχή της Α’ Διεθνούς, έδιναν σε όλους την ευκαιρία επανεξέτασης. Τι ανταλλαγή ύλης μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα σε κομμουνιστογενείς, αντιεξουσιαστές και αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, κοινοβουλευτικούς και εξωκοινοβουλευτικούς, στο πλαίσιο της νέας κουλτούρας συνύπαρξης; Μια μικρή «θεογονία». Όπερ δεν εγένετο.
Τα μείζονα και τα ελάσσονα
Ωστόσο, στη συγκυρία της κρίσης δυο χάσματα αποκτούν ειδική αξία για την καθ’ ημάς αριστερά. Οι διελκυστίνδες ανάμεσα σε ευρωπαϊσμό και αντιευρωπαϊσμό, στο εθνικό και το ταξικό διαπερνούν τις αμήχανες προσεγγίσεις των μικρών και μεγάλων ομάδων της. Αυτά είναι τα επίκαιρα στοιχεία της ιδεολογικής απο-σύνθεσης, που συχνά μεγεθύνονται υπερβολικά (να βγούμε ή όχι από το ευρώ; Εθνική κυριαρχία ή κοινωνική χειραφέτηση; κλπ). Δεν θεωρώ περιττό αυτόν τον ζωηρό διάλογο. Αλλά, όταν αδυνατούμε να υπερασπίσουμε τα ελάσσονα (τον μισθό, τη θέση εργασίας, τα δημόσια αγαθά), τι πιθανότητα έχουμε να βγάλουμε άκρη με τα μείζονα;
Να που όμως ένα πραγματικά μείζον αναδεικνύεται από την οικονομική κρίση σε στοιχείο σύνθεσης. Ο τρόπος που οι νεοφιλελεύθερες ελίτ και οι λυσσασμένες δυνάμεις της αγοράς επιχειρούν να διαχειριστούν την κρίση αποκαλύπτει το ξεχασμένο σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου: την αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας- ιδεολογικό DNA της αριστεράς κάθε απόχρωσης. Που μας θυμίζει πως η αριστερά του καπιταλισμού νοείται μόνο ως αντικαπιταλιστική. Ή μήπως όχι;
Αυτό αποτελεί τη μόνη «ευγενική χορηγία» της κρίσης στην αριστερά. Η αστική σκέψη, με συνοπτικές διαδικασίες, ενταφιάζει τα ιδεολογήματα περί «τέλους της ιστορίας» και ξαναδίνει στους συντελεστές της τους πρωταρχικούς τους ρόλους. Εκ του ασφαλούς, βεβαίως, γνωρίζοντας ότι τα συνδικάτα έχουν απαξιωθεί ή ενσωματωθεί, και ότι το «επαναστατικό υποκείμενο» περνά κρίση ταυτότητας.
Μεταβατικό πρόγραμμα χωρίς μαξιμαλισμό
Αυτή η συμπύκνωση της κρίσης στην αντίθεση κεφαλαίου- εργασίας δεν δικαιολογεί, φυσικά, κάποιο προγραμματικό μαξιμαλισμό (Σοσιαλισμός εδώ και τώρα! Αλλά πώς θα είναι αυτός;) Ίσα- ίσα, καθιστά αναγκαίο ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να αντιμετωπίζει τα άμεσα συμπτώματα της κρίσης (χρέος) και να αποκρούει την επίθεση σε εργασιακά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα. Δύσκολο; Εμένα γιατί μου φαίνεται τόσο τρομακτικά απλό; Εγώ είμαι αφελής ή οι άλλοι υπερβολικά έξυπνοι; Η απλότητα βασίζεται στο δεδομένο ότι η νεοφιλελεύθερη «δικτατορία» συντρίβει τα αυτονόητα του χθες και κάνει εχθρό της την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας (τρομοκρατημένη, βέβαια, και παράδοξα ενοχοποιημένη). Οι αντιστάσεις και οι εξεγέρσεις του εγγύς μας μέλλοντος, θα είναι για τα στοιχειώδη, για αστικά δημοκρατικά δικαιώματα του 19ου αιώνα. Σας φαίνεται λίγο; Ακούγεται πολύ ρεφορμιστικό; Θυμηθείτε τότε τι έγινε στην Ευρώπη από το 1848 μέχρι την Κομούνα. Θέλω να πω πως τα απλά αιτήματα επιβίωσης και δημοκρατίας μπορεί να προκαλέσουν συγκρούσεις που θα φέρουν και τα πιο ανυποψίαστα υποτελή στρώματα αντιμέτωπα με το «θηρίο». Θα είναι παρούσα η αριστερά; Θα δώσει ριζοσπαστική διέξοδο; Θα αποδείξει – με την κατάλληλη αναλογία «ρεφορμισμού» και επανάστασης- πως υπάρχει υπέρ της κοινωνίας και όχι προς επιβεβαίωση της «χ» ανάλυσης και του «ψ» προγράμματος;
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Μπορεί να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό την παρούσα ή νέαν διεύθυνσιν, η αριστερά που χρειάζεται η κοινωνία; Μπορεί να είναι μία συνιστώσα της. Ας μην έχουμε αυταπάτες: ο χώρος που ορίζει είναι πεπερασμένος. Μια πολύπλευρη διεύρυνση, χωρίς αποκλεισμούς και ακατανόητες ιδιοτέλειες, αποτυπωμένη σε ένα λιτό, σαφές προγραμματικό πλαίσιο, θα ανακτούσε μέρος της χαμένης του αξιοπιστίας. Αλλά δεν αρκεί. Ο χώρος που παραμένει καθοριστικός για την κινητοποίηση των εκατοντάδων χιλιάδων αριστερών είναι το ΚΚΕ. Με τον όγκο του, το εκτόπισμά του, την εκλογική του επιρροή, την οργανωτική του ισχύ. Δεν νοείται πολιτική σύνθεσης της ριζοσπαστικής διαμαρτυρίας, κοινής δράσης και οργάνωσης της λαϊκής αντίστασης που να το αγνοεί αυτό. Και δεν χρειάζεται σε κάθε σχετική συζήτηση να γίνεται ανακεφαλαίωση της κομμουνιστικής εμπειρίας από την Κομούνα μέχρι τη σταλινική τερατογένεση. Φυσικά, αυτό ισχύει και αντιστρόφως για το ΚΚΕ, που θα πρέπει να αποδείξει ότι η ακαταπόνητη καταγγελία του «οπορτουνισμού» δεν είναι ένα πρόσχημα για την άρνηση της κοινής δράσης και, τελικώς, κάθε δράσης.
Επομένως, η μικρή «ανασύνθεση» που μας απασχολεί εδώ, φρονώ ότι έχει νόημα στον βαθμό που κατατείνει στη μεγάλη σύνθεση. Σας προκαλεί αλλεργία; Σας φαίνεται αδιανόητη; Κι όμως. Η πίστη κινεί βουνά, δεν λένε; Και μια δόση πίστης τη χρειαζόμαστε στην συγκυρία αυτή. Ειδάλλως, θα γίνουμε όλοι υποσημείωση της Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου