Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Από το ταγάρι στο εικοσάποντο...


Απ' τη ζωή στο θάνατο
είναι ένα μονοπάτι
πολύ βαθύ και σκοτεινό
που δεν το βλέπει μάτι


Ας ήταν να το πέρναγα
κι ο χάρος να κοιμάται
να 'βλεπα ποιος θα μ' αγαπά
και ποιος θα με θυμάται...

Το θυμάσαι αδελφέ αυτό το τραγουδάκι του Γιώργου Κονιτόπουλου; Ζεϊμπέκικο από εκείνα που χτυπάς το πόδι στη γη για το γαμώτο. Πριν κοντά 40 χρόνια το έλεγε η Λεγάκη, παιδί ακόμα εκείνη, παιδί ακόμα κι εγώ και μου έμεινε...Πάει ο Γιώργος, πάνε τα χρόνια και τώρα ποιός θυμάται αυτά που υποσχέθηκαν; Τώρα όσοι επιμένουν είναι "τα παρατράγουδα στα ωραία άσματα"...

Την θυμάσαι εκείνη την "Άννα"; Την παιδική μας φίλη; Με τα αγάλματα κομμάτια στα μάτια της τα δυό, λησμονημένες πόλεις, ναυάγια στο βυθό... Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα... Κανείς!... Θα πλανηθούμε μοναχοί... Θάλασσες, πόλεις, έρημοι σταθμοί. Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή! Τι να καταλάβουμε oi φτωχοί; Για πες μου μήπως ξέρεις γι’αυτήν που σου μιλώ, Αννα το όνομά της το μικρό. Τη βλέπω, κατεβαίνει, στέκεται στο σκαλί και χάνεται για πάντα στου κόσμου τη βουή... Χωρίς ταγάρι και σανδάλι, μα με εικοσάποντη γόβα στιλέτο. Άλλη κλάση πιά. Κι άλλη τάξη...
Και το κάποτε μεγαλύτερο κόμμα της Ευρώπης, μένει πια εκτός βουλής στην γείτονα... Έτσι είναι αυτά...


Oλοι οι καριόληδες μια εταιρία.
Σάπια ηλικία και αδυναμία.
Γελάει ο χρόνος και λάμπει ανθισμένος
στο δρόμο σκοτώνει κι είναι κερδισμένος.
Σπάει το νήμα κι αναρωτιέσαι:
τόσα χρονάκια γιατί να τραβιέσαι;

Στάχτη ο έρωτας, μνήμη ο έρωτας,
γέρικα μάτια μου μη με κοιτάς.
Tρεκλίζεις στο δρόμο, μεθάς με τον πόνο·
σε λίγα χρονάκια το ξέρεις γερνάς.

Kαληνύχτα μαλάκα η ζωή έχει πλάκα,
έχει γούστο και φλόγα
είναι κάτι σαν ρόδα:
σε πατάει και σε παίρνει,
μόνο ίχνη σου σέρνει...

Καληνύχτα αδερφέ... Πάλι καλά που υπάρχει και κανένα τραγούδι "δια την παραμυθίαν της ψυχής και της σκέψης" σαν αυτό του Χάρη και του Πάνου:

Σκορπίσαν ξαφνικά στους πέντε ανέμους
με κείνα εκεί τα γκρίζα λυπημένα τους παλτά
με κείνα τα πολύχρωμα απλοϊκά ονειρά τους
το τι το πως και το γιατί αυτοί το ξέρουν πιο καλά

Και μοιάζουνε σαν πλάσματα μιας άγνωστης διάστασης
οι ματωμένοι ποιητές και οι φωτεινές τους χίμαιρες
Και οι αιτίες οι τρυφερές μιας άγριας επανάστασης
που δεν κατάλαβε πότέ τον εαυτό της

Μιας άγριας επανάστασης που θα ξανασυμβεί
που θα ξανασυμβεί με χίλιους τρόπους
όσο θα υπάρχουν οι αιτίες οι παλιές
εκείνες που ανάψανε του Οκτώβρη τις φωτιές


Ε, είπαμε... Δια την παραμυθίαν...

1 σχόλιο:

  1. πολύ καλό,όπως καιτο προηγούμενο...φρόντισε να τα διαβάζουν κι άλλοι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή