(πηγή) |
από τα Επίκαιρα
H έννοια της «μεταρρύθμισης» έχει θετικό περιεχόμενο. Είναι η ενέργεια ή η εφαρμογή διαφορετικών συστημάτων, μεθόδων κ.λπ. σε ένα σύνολο ή σε ένα θεσμό κ.λπ., που αποβλέπει στην αλλαγή προς το καλύτερο (βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, έκδοση 1998, σελ. 848). Ήδη από την κλασική εποχή, η έννοια αυτή παραμένει νοηματικά σταθερή. Στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντα (11.2) αναφέρεται «ίνα και μεταρρυθμίσης με, εάν τι σοι δοκώ μη καλώς ποιείν».
Εξάλλου, «μεσαίωνας» καλείται η περίοδος της Ευρωπαϊκής Ιστορίας ανάμεσα στην Αρχαιότητα και τους Νέους Χρόνους, την οποία οι ιστορικοί οριοθετούν από την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊ κού κράτους (476 μ.Χ.) έως την Άλωση της Πόλης (1453), ή έστω μέχρι την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Επειδή χαρακτηριζόταν από μεγάλη οπισθοδρόμηση, η έννοια χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάθε απορριπτέο κοινωνικό συμβάν, που δεν μπορεί να εντάσσεται στη σημερινή εποχή. Από πολιτειολογικής θέασης, ακριβέστερη είναι η έκφραση «προδημοκρατική εποχή», που εισήγαγε ο Κόλιν Κράους, για να υποδηλώσει την αταβιστική παλινδρόμηση της σύγχρονης αλωμένης και λυμφατικής δημοκρατίας.
Εάν η αστική δημοκρατία είναι ένα σύνολο θεσμών, που εξισορροπούν ανεκτά τα αντίθετα συμφέροντα και αμβλύνουν την ταξική πάλη, τότε η διατάραξη αυτής της ισορροπίας συνιστά κατάληψη του ζωτικού χώρου του Άλλου, κυρίως, δε, του δημοσίου χώρου. Η κατάλυση, ως εκ τούτου, της συλλογικής αυτονομίας και των συλλογικών συμβάσεων, που επενεργούσαν θετικά στην παραγωγική διαδικασία και την κοινωνική συνοχή βάσει της εφαρμογής της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εργαζόμενο, συνιστά αναίρεση ενός ουσιώδους χαρακτηριστικού της δημοκρατικής εποχής. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ως γενικευμένος μηχανισμός διατίμησης της εργατικής δύναμης, ήταν δημιούργημα της βιομηχανικής εποχής. Απέβλεπαν στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και στην άμβλυνση των ταξικών αγώνων και, μέσω αυτών, στη μεγιστοποίηση του παραγωγικού αποτελέσματος.
Από τότε που η γενικευμένη οικονομία των υπηρεσιών και η χρηματοοικονομική βιομηχανία αυτονομήθηκαν έναντι της παραγωγικής διαδικασίας, υπό την επήρεια της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον και του νεοφιλελεύθερου προτάγματος, η ανθρώπινη μισθωτή εργασία αντιμετωπίζεται ως «αναγκαίο κακό». Δηλαδή ελαχιστοποιείται, κατακερματίζεται, υποβιβάζεται, απορρυθμίζεται, αποσυλλογικοποιείται και απορφανίζεται από κάθε άλλη νομιμοποιητική βάση και λογίζεται ως απλό οικονομετρικό μέγεθος καθαρού μισθού ή, όπου είναι δυνατό, καταργείται. Το σύστημα αυτό συμπαρασύρει στον αφανισμό και στη συνδικαλιστική της έκφραση, ως δυνατότητα δυναμικής διαπραγμάτευσης της τιμής της. Επομένως, η επαναφορά του όρου «εργασιακός μεσαίωνας» δεν απέχει πολύ από τη σημερινή πραγματικότητα και θέλει να τονίσει την ολοένα αυξανόμενη ατυπία και ρυθμιστική απογύμνωση της εργασίας ως συντελεστή της παραγωγικής διαδικασίας. Στη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη συνετέλεσε, μεταξύ των άλλων, και η χειραγώγηση των λαών με επιστημονικό τρόπο.
Πρώτος πυλώνας αυτής της πολιτιστικής αναστροφής είναι ο επιστημονικός και πανεπιστημιακός βραχίονας και οι επιχειρηματικά συνδεδεμένες «δεξαμενές σκέψης» (think tank), που έχουν κυριαρχήσει κυρίως στις οικονομικές σπουδές από 30ετίας και πλέον με τον Φρίντριχ Α. Χάγιεκ στην Ευρώπη και τον Μίλτον Φρίντμαν στις ΗΠΑ. Η διάδοση των ιδεών τους, που όταν εκφράστηκαν θεωρήθηκαν ακραίες και εκκεντρικές, συνέπεσε με την τεχνολογική επανάσταση και δημιούργησαν ένα εκρηκτικό και πανίσχυρο μείγμα στα χέρια των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και συσσωρεύσεων.
Έκτοτε η οικονομική επιστήμη πορεύεται με ευφημισμούς. Δηλαδή χρησιμοποιεί εύσημες, θετικές λέξεις για κάτι κακό ή δυσοίωνο. Η αποτελεσματικότητα και η αυτορρύθμιση των Αγορών, δηλαδή η συγκεντρωτική αποθέωση του Ιδίου συμφέροντος, θεωρείται παράγοντας δημιουργίας και κοινωνικής ευτυχίας. Οι Αγορές, ως θεσμός, εκπροσωπούν τη φυσική, οιονεί αυθόρμητη, κοινωνική τάξη πραγμάτων. Η επικράτηση των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων, ακόμη και με τη συνδρομή των μεθόδων πρωτογενούς συσσώρευσης (δηλαδή διά των όπλων), θεωρείται παράγοντας ευημερίας, καίτοι σκορπίζει θάνατο, εκμετάλλευση και εξανδραποδισμό των ανθρώπινων όντων, αλλά και καταστροφή του περιβάλλοντος μέσω της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του ολοκληρωτικού καπιταλισμού διακινεί, στο επίπεδο του θεσμικού εποικοδομήματος και των εφηρμοσμένων θεωριών, ένα θρησκευτικό φονταμενταλισμό, κατά παρέκκλιση κάθε λογικής επεξεργασίας.
Η θεωρία αυτή του «εφηρμοσμένου παραλόγου» τροφοδοτεί την πανεπιστημιακή και πολιτική τάξη με αλλοτριωμένες συνειδήσεις, που αποστρέφονται τις αρχές της διαλεκτικής και του ορθολογισμού, όπως θεμελιώθηκαν στην Αρχαιότητα, στο Διαφωτισμό και στη Νεοκλασική Εποχή των οικονομικών και πολιτικών θεωριών. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο το υπηρετικό της οικονομικής λειτουργίας πολιτικό προσωπικό όχι μόνον να απεμπολεί το κύριο καθήκον του, να οργανώνει δηλαδή τη Δημόσια Διοίκηση και τις Κοινωφελείς Επιχειρήσεις με τις βέλτιστες μεθόδους και τους αρίστους λειτουργούς, ώστε να εξασφαλίζουν τα απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες για τη ζωή σε όλους τους πολίτες, αλλά απεναντίας να το θεωρεί αναχρονισμό και ανορθολογισμό, που πρέπει να αντικατασταθεί από την ιδιωτικοποίηση του κράτους. Αυτή η αντιστροφή των εννοιών έχει μεταλλάξει ακόμη και κάποτε ελπιδοφόρους πολιτικούς χώρους και πρόσωπα, που, για να βρίσκονται σε εξουσιαστική ετοιμότητα –έστω και ως θεραπαινίδες των Αγορών–, έχουν ενστερνιστεί και προωθούν την ευφημιστική αυτή πλατφόρμα.
Ο δεύτερος πυλώνας της αλλοίωσης των νοημάτων προέρχεται από την καθημερινή δημοσιολογία και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης των συνειδήσεων, που κατέλαβαν ήδη το χώρο των παραδοσια κών μηχανισμών (οικογένεια, σχολείο, συλλογική δράση). Η υπερπαραγωγή μαζικών πολιτιστικών υποπροϊόντων και ο καταιγισμός συστηματοποιημένων και μεθοδευμένων πληροφοριών, παραστάσεων και θελκτικών εικόνων από τα μεγάλα συγκροτήματα, δημιουργούν τον αγοραίο τύπο ανθρώπου, όπου ο ατομισμός και η ουτοπία της διαρκώς απρόσιτης ευτυχίας, μέσω του άκρατου καταναλωτισμού, αναγορεύεται σε κυρίαρχη ιδέα και επιδίωξη. Μέσα από τη μαζική, φαινομενικά πλουραλιστική, αυτή ενημέρωση, ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητά τα επιμέρους, απορρίπτοντας την επίμονη αλλά αναγκαία προσπάθεια της συνολικής του αναγνώρισης και έκφρασης.
Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται το δόγμα «της θεραπείας του σοκ», στο επίπεδο της μαζικής προπαγάνδας, όπου οι ευφημισμοί των δεξαμενών σκέψης απλοποιούνται, λαϊκοποιούνται και συναισθηματικοποιούνται, ώστε να επηρεάσουν άμεσα τον άνευ βέβαιου προσανατολισμού άνθρωπο. Οι λαοί κατηγορούνται συλλήβδην ως «διεφθαρμένοι», ότι είναι οι ίδιοι υπαίτιοι των δεινών τους, έτσι ώστε η χρηματοοικονομική βιομηχανία να αναπληρώσει την κρίση κέρδους από το Κοινωνικό Κράτος. Για να «περάσει» εύκολα και να γίνει κτήμα του κάθε πολίτη αυτή η επιχείρηση της μεταφοράς πόρων από το κοινωνικό σύνολο στην επιχειρηματική ολιγαρχία (που η Ναόμι Κλάιν αποκαλεί «πρωτοφανή ληστεία»), πρέπει να τηρήσει τα δημοκρατικοφανή προσχήματα.
Μια περίεργη αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης, όπου όλοι πρέπει να εξισωθούν προς τα κάτω ως προς τις παροχές και το επίπεδο ζωής τους, καλύπτει την κοινωνική διακριτότητα και το συλλογικό πλουραλισμό. Είναι πολύ εύκολο για κάποιον άνεργο να μισήσει τον χαμηλόμισθο και εξίσου δυνατό να σιχτιρίσουν και οι δυο μαζί τον αμειβόμενο στα όρια της επιβίωσης. Και αν η συλλογική σύμβαση έδωσε, π.χ., στον εναερίτη της ΔΕΗ ή στο μεταλλωρύχο ή στον οδηγό λεωφορείου (που κάνει καθημερινό πολύωρο, απεγνωσμένο αγώνα να περάσει το μεγαθήριο όχημα από τους στενούς και διπλοπαρκαρισμένους δρόμους της μεγαλούπολης) κάτι ανώτερο, τότε υπεύθυνα είναι τα συλλογικά κείμενα και οι θεσμοί και επομένως πρέπει να καταργηθούν ως «εχθροί της κοινωνίας». Ως «εξορθολογισμός», εν προκειμένω, νοείται η αύξηση της τιμής της ενέργειας ή των εισιτηρίων και η μείωση των αμοιβών των εργαζομένων, ώστε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την είσοδο του κεφαλαίου στα νέα αυτά επενδυτικά πεδία.
Η διπλή αυτή πολιτιστική και συνειδησιακή αλλοτρίωση είναι η βάση των κοινωνικών απορρυθμίσεων και της πορείας προς το νέο εργασιακό και κοινωνικό μεσαίωνα. Και όταν καταργούνται τα κοινωνικά δικαιώματα, έρχεται σύντομα και η σειρά των ατομικών. Αυτό πραγματώνεται μέσα από τον έλεγχο και την καταστολή της ατομικής και της συλλογικής δράσης. Ως εκ τούτου, για την αποτροπή της παραπέρα κοινωνικής επιδείνωσης, απαιτείται να δημιουργηθεί ένα μορφωτικό και συνειδησιακό Κίνημα αποκατάστασης των εννοιών και του περιεχομένου τους στην πρότερη ορθολογική τους βάση. Δηλαδή, η δημιουργία κοινωνικής, συλλογικής και δημοκρατικής συνείδησης, που το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα έχει παντελώς αποδομήσει.
- Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 30/12/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου