από ΑΥΓΗ (1/8/2010)
Είναι γνωστή η ρήση του Αμερικάνου μαρξιστή Φρέντρικ Τζέημσον, σύμφωνα με την οποία, στις μέρες μας, είναι πιο εύκολο να φανταστούμε τη συντέλεια του κόσμου παρά κάτι κατ’ αρχήν πολύ λιγότερο δραματικό όπως το τέλος του καπιταλισμού. Η εγχώρια εκδοχή αυτού του ρητού θα μπορούσε να είναι ότι, στην Ελλάδα, για ένα μεγάλο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η συντέλεια της χώρας μοιάζει ένα ενδεχόμενο πιο ρεαλιστικό από κάτι κατ’ αρχήν πολύ λιγότερο δραματικό όπως το τέλος της ένταξής της σε οργανισμούς σαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε σκέλη τους όπως η ΟΝΕ.
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι το τέλος ενός μεγάλου μύθου, ίσως του μόνου (αλλά θεμελιακού), στον οποίο κοινωνούσαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του λαϊκού κορμού και οι διάφορες ελίτ, ανάμεσα σ’ αυτές και το σύνολο σχεδόν της εκτός ΚΚΕ Αριστεράς, τον μύθο του ευρωπαϊσμού. Η πεποίθηση δηλαδή ότι, παρά τις όποιες επιφυλάξεις (ή και ανοιχτές διαφωνίες) για πολιτικές και θεσμικές πλευρές της Ε.Ε., η ένταξη της Ελλάδας στη λέσχη των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών αποτελεί αναγκαία συνθήκη της όποιας εκδοχής κοινωνικού συμβολαίου, και μάλλον την πιο λογική και ασφαλή οχύρωση του πολιτικοκοινωνικού συμβιβασμού της μεταπολίτευσης.
Η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ του διαβόητου πλέον Μνημονίου σηματοδοτεί την κατάρρευση αυτής της ιδέας, κάτι που, ανάμεσα στα άλλα, ανοίγει το δρόμο σε πρωτόγνωρες ιδεολογικές ανακατατάξεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τους καινούργιους όρους της συζήτησης που διαμορφώνονται στην Αριστερά. Οι βασικές τάσεις που αναδεικνύει η καινούργια συγκυρία φαίνεται, ως τώρα, να είναι οι εξής: κρίση των ευρωπαϊστικών επιλογών, σε όλους τις εκδοχές τους, και ειδικότερα στις μεταρρυθμιστικές. Εμφάνιση λογικών ρήξης με βασικούς πυλώνες της υπαρκτής Ε.Ε. (πιο συγκεκριμένα με την ΟΝΕ), με όρους ωστόσο διαφορετικούς από τον αριστερό αντιευρωπαϊσμό της δεκαετίας του 1980 (ή σήμερα του ΚΚΕ).
Στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος, θα περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις που αφορούν την πρώτη κατηγορία, αρχίζοντας από τις πιο ακραίες εκδοχές της. Το κείμενο του Β. Πεσμαζόγλου («Ενθέματα», Αυγή της Κυριακής, 25.7.2010), αλλά και συναφείς τοποθετήσεις από την πλευρά της Δημοκρατικής Αριστεράς, δείχνουν ανάγλυφα ότι όσοι επιμένουν στον αμιγή ευρωπαϊσμό του παρελθόντος (που οδήγησε π.χ. σε υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ από τον τότε Συνασπισμό), αναγκάζονται τώρα να το κάνουν από θέσεις συμπόρευσης με την κυβερνητική πολιτική και τις προσταγές του Μνημονίου.
Η δεδομένη κατεδάφιση των εναπομεινάντων κοινωνικών κατακτήσεων παρουσιάζεται ως επώδυνη μεν, αναγκαία δε στενωπό που οδηγεί στην «εξυγίανση» της οικονομίας, στην πάταξη του «κρατισμού» και των «πελατειακών σχέσεων», και σε μια (υποθετική) μελλοντική ανάκαμψη και ρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πόσο μακρινή αλήθεια φαντάζει η εποχή που ένας Λεωνίδας Κύρκος μπορούσε με αυτοπεποίθηση να επιχειρηματολογεί υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ ισχυριζόμενος ότι «αν ερευνηθεί η δυναμική της πορείας της Κοινότητας από την ίδρυσή της ως σήμερα , θα φανεί η βαθμιαία μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων, η βαθμιαία κατάκτηση θέσεων στην κατεύθυνση της δημοκρατικής μεταλλαγής [...]. Η ιδεολογία αυτής της [εργατικής και λαϊκής] ολοκλήρωσης μπορεί να κυριαρχήσει στο χώρο της κοινοτικής Ευρώπης, και να εμπνεύσει τους λαούς της στο όραμα της ενιαίας, φιλειρηνικής, δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης των εργαζομένων».1
Η αναξιοπιστία μιας παρόμοιας προοπτικής συμπαρασύρει και τις προτάσεις που στοχεύουν γενικότερα στη μεταρρύθμιση της Ε.Ε. και κυριαρχούν σήμερα εντός της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Κάτι που βαραίνει κρίσιμα και στη γενικότερη στρατηγική της αμηχανία. Αυτή η διαδικασία έχει βέβαια δρομολογηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο εδώ και καιρό, καθώς απορρέει από την εμπειρία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόζει η «υπαρκτή Ε.Ε.» από τη δεκαετία του 1980, προσφέροντάς τους αναντικατάστατη θεσμική κατοχύρωση και νομιμοποίηση. Ακόμη και οι περιορισμένες μορφές δημοκρατικού και λαϊκού ελέγχου που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των αστικών αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών θεσμών και του εθνικού κράτους έχουν δραματικά συρρικνωθεί.
Στην Ελλάδα όμως, όπως και στις υπόλοιπες λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., η συνειδητοποίηση αυτής της διαδικασίας είχε καθυστερήσει. Και από αυτή την άποψη λοιπόν το Μνημόνιο, με την επιβαλλόμενη παράκαμψη της Βουλής και το ασφυκτικό καθεστώς επιτήρησης της εκτελεστικής εξουσίας, σηματοδοτεί μια τομή, όχι βέβαια με την έννοια της έλευσης «ξένης κατοχής», αλλά της κατανόησης του καθοριστικού ρόλου της Ε.Ε. στην προώθηση του κρατικού αυταρχισμού που είναι σύμφυτος με τη συντελούμενη κοινωνική αντεπανάσταση.
Υπάρχει όμως και μια επιπλέον εκδοχή ευρωπαϊσμού, πιο παράδοξη από τις προηγούμενες, που εκφράζεται κυρίως στις τοποθετήσεις των Γ. Μηλιού και Σπ. Λαπατσιώρα. Είναι παράδοξη γιατί χωρίς να επικαλείται την δυνατότητα αριστερής μεταρρύθμισης της Ε.Ε. ή έστω της ΟΝΕ (και έχοντας στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν επιχειρηματολογήσει εκτενώς εναντίον τέτοιων απόψεων), καταλήγει στην κατηγορηματική απόρριψη της όποιας πρότασης ρήξης με την Ε.Ε. ή με πυλώνες της όπως η Ευρωζώνη ή ο μηχανισμός αποπληρωμής του χρέους που αποτελεί τον βασικό μοχλό του Μνημονίου. Κάθε τέτοια σκέψη θεωρείται εκ προοιμίου εθνοκεντρική, ίσως και «εθνικιστική», ενώ αντίθετα προτάσσονται «αμιγείς» ταξικές λύσεις, όπως η αναδιανομή και η φορολογική μεταρρύθμιση. Σ’ αυτό το σημείο, θα ήθελα να προσθέσω σε όσα γράφει ο Κ. Λαπαβίτσας δύο παρατηρήσεις.
Η πρώτη είναι ότι αν και ο ταξικός συσχετισμός ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο κρίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, σε εθνικό επίπεδο, που παραμένει ως εκ τούτου κεντρικό πεδίο διεκδίκησης και συγκρότησης των κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων, δεν παύει ταυτόχρονα να επικαθορίζεται από τη σχέση του εθνικού σχηματισμού με τους υπόλοιπους, δηλαδή από τους όρους του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών καπιταλισμών, τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, και την ενδεχόμενη ρύθμιση αυτών των τάσεων από υπερεθνικά μορφώματα όπως η Ε.Ε. Αυτό σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι οι πολιτικές της Ε.Ε. δεν εκφράζουν μόνο τις επιλογές που ενοποιούν τα ταξικά συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων αλλά και συγκεκριμένους συσχετισμούς δύναμης και σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ κρατών (ή μπλοκ κρατών) και εθνικών καπιταλισμών.
Ειδικότερα, η ΟΝΕ «κλειδώνει» τόσο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές όσο και την προνομιακή εξαγωγική θέση του γερμανικού κεφαλαίου, στο οποίο εξασφαλίζει μισθολογική και δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και όρους ανταγωνιστικότητας, δηλαδή βελτίωση της διεθνούς του θέσης μέσω εμπορικών πλεονασμάτων που μετατρέπονται με τη σειρά τους σε δανεισμό προς τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Όσο για το Μνημόνιο, είναι προφανές ότι επιτρέπει μεν στην ελληνική αστική τάξη να διαλύσει κάθε εργατική κατάκτηση, με αντίτιμο όμως μια ύφεση που θα πλήξει καίρια σημαντικές μερίδες της και οδηγεί σε μια πιο μακροπρόθεσμη υποβάθμιση της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού, όπως έχει συχνά συμβεί στο παρελθόν με άλλες χώρες, π.χ. στη Λατινική Αμερική. Ας θυμίσουμε επίσης το αυτονόητο ότι κεντρικός στόχος του Μνημονίου είναι η διασφάλιση μιας γιγαντιαίας και χωρίς ορατό τέρμα μεταφοράς πλούτου από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους εκτός της χώρας, προς όφελος των τραπεζών, πρώτα και κύρια γαλλογερμανικών, που αποτελούν τους βασικούς δανειστές του ελληνικού δημοσίου. Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως διδάσκει και η ιστορική εμπειρία, οποιαδήποτε σοβαρή πρόταση ρήξης με την αστική στρατηγική δεν μπορεί παρά να κινείται και στα δύο αυτά επίπεδα, αμφισβητώντας τόσο τον τρόπο ένταξης του κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές πεδίο όσο και την ταξική κυριαρχία στο εσωτερικό του.
Προκύπτει όμως και ένα άλλο εξίσου σημαντικό πρόβλημα με αυτή την άποψη. Όταν, στο όνομα της υπεράσπισης της εργασίας, απορρίπτει την ιδέα μιας «ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης» και διαχωρίζει κάθετα την «κρίση της εργασίας» από την «κρίση του κεφαλαίου» και του κράτους, αυτό που παραβλέπει είναι ότι ο συνολικός ταξικός συσχετισμός δύναμης δεν κρίνεται σε ένα απλό οικονομικό επίπεδο αλλά στο γενικό πολιτικό, και στην ειδική συμπύκνωση των σχέσεων κυριαρχίας που λέγεται κράτος. Το πολιτικοκοινωνικό υποκείμενο που νομίζει ότι μπορεί να παρακάμψει αυτό το πεδίο μοιραία εγκλωβίζεται σε εκείνο που ο Λένιν και ο Γκράμσι ονόμασαν αντίστοιχα «συνδικαλιστική-οικονομίστικη» και «συντεχνιακή» αντίληψη της πολιτικής, και που παρουσιάζεται τώρα ως «κινηματισμός».
Σήμερα ειδικά, αυτή η λογική ισοδυναμεί με υπεκφυγή μπροστά στα επίδικα της συγκυρίας: σε μια στιγμή που το πιο απλό κλαδικό αίτημα συνδέεται άμεσα με το κεντρικό πολιτικό συσχετισμό, που η κοινωνική πλειοψηφία αναζητά επιτακτικά εναλλακτικές λύσεις και την αίσθηση ότι μια άλλη συνολική πορεία είναι δυνατή, η ηγεμονική διάσταση της αριστερής πρότασης δεν είναι πολυτέλεια αλλά ελάχιστος όρος αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας. Το τέλος του ευρωπαϊστικού μύθου υποχρεώνει τη ριζοσπαστική Αριστερά να επιχειρήσει την προγραμματική ανανέωση που θα της επιτρέψει να ξανασυνδεθεί με τη νέα πραγματικότητα και λαϊκή εμπειρία.
[Σχόλια και παρατηρήσεις για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]
*Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
-Το άρθρο είναι το τρίτο από τα τέσσερα του διαλόγου που γίνεται μεταξύ Πεσμαζόγλου, Λαπαβίτσα, Κουβελάκη, στα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ. Τα τρία άλλα τα έβαλα το πρωί κι αυτό που είχε διαφύγει...
Για να το πούμε διαφορετικά, αυτό που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι το τέλος ενός μεγάλου μύθου, ίσως του μόνου (αλλά θεμελιακού), στον οποίο κοινωνούσαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του λαϊκού κορμού και οι διάφορες ελίτ, ανάμεσα σ’ αυτές και το σύνολο σχεδόν της εκτός ΚΚΕ Αριστεράς, τον μύθο του ευρωπαϊσμού. Η πεποίθηση δηλαδή ότι, παρά τις όποιες επιφυλάξεις (ή και ανοιχτές διαφωνίες) για πολιτικές και θεσμικές πλευρές της Ε.Ε., η ένταξη της Ελλάδας στη λέσχη των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών αποτελεί αναγκαία συνθήκη της όποιας εκδοχής κοινωνικού συμβολαίου, και μάλλον την πιο λογική και ασφαλή οχύρωση του πολιτικοκοινωνικού συμβιβασμού της μεταπολίτευσης.
Η νεοφιλελεύθερη θεραπεία-σοκ του διαβόητου πλέον Μνημονίου σηματοδοτεί την κατάρρευση αυτής της ιδέας, κάτι που, ανάμεσα στα άλλα, ανοίγει το δρόμο σε πρωτόγνωρες ιδεολογικές ανακατατάξεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε και τους καινούργιους όρους της συζήτησης που διαμορφώνονται στην Αριστερά. Οι βασικές τάσεις που αναδεικνύει η καινούργια συγκυρία φαίνεται, ως τώρα, να είναι οι εξής: κρίση των ευρωπαϊστικών επιλογών, σε όλους τις εκδοχές τους, και ειδικότερα στις μεταρρυθμιστικές. Εμφάνιση λογικών ρήξης με βασικούς πυλώνες της υπαρκτής Ε.Ε. (πιο συγκεκριμένα με την ΟΝΕ), με όρους ωστόσο διαφορετικούς από τον αριστερό αντιευρωπαϊσμό της δεκαετίας του 1980 (ή σήμερα του ΚΚΕ).
Στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος, θα περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις που αφορούν την πρώτη κατηγορία, αρχίζοντας από τις πιο ακραίες εκδοχές της. Το κείμενο του Β. Πεσμαζόγλου («Ενθέματα», Αυγή της Κυριακής, 25.7.2010), αλλά και συναφείς τοποθετήσεις από την πλευρά της Δημοκρατικής Αριστεράς, δείχνουν ανάγλυφα ότι όσοι επιμένουν στον αμιγή ευρωπαϊσμό του παρελθόντος (που οδήγησε π.χ. σε υπερψήφιση της συνθήκης του Μάαστριχτ από τον τότε Συνασπισμό), αναγκάζονται τώρα να το κάνουν από θέσεις συμπόρευσης με την κυβερνητική πολιτική και τις προσταγές του Μνημονίου.
Η δεδομένη κατεδάφιση των εναπομεινάντων κοινωνικών κατακτήσεων παρουσιάζεται ως επώδυνη μεν, αναγκαία δε στενωπό που οδηγεί στην «εξυγίανση» της οικονομίας, στην πάταξη του «κρατισμού» και των «πελατειακών σχέσεων», και σε μια (υποθετική) μελλοντική ανάκαμψη και ρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πόσο μακρινή αλήθεια φαντάζει η εποχή που ένας Λεωνίδας Κύρκος μπορούσε με αυτοπεποίθηση να επιχειρηματολογεί υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ ισχυριζόμενος ότι «αν ερευνηθεί η δυναμική της πορείας της Κοινότητας από την ίδρυσή της ως σήμερα , θα φανεί η βαθμιαία μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων, η βαθμιαία κατάκτηση θέσεων στην κατεύθυνση της δημοκρατικής μεταλλαγής [...]. Η ιδεολογία αυτής της [εργατικής και λαϊκής] ολοκλήρωσης μπορεί να κυριαρχήσει στο χώρο της κοινοτικής Ευρώπης, και να εμπνεύσει τους λαούς της στο όραμα της ενιαίας, φιλειρηνικής, δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης των εργαζομένων».1
Η αναξιοπιστία μιας παρόμοιας προοπτικής συμπαρασύρει και τις προτάσεις που στοχεύουν γενικότερα στη μεταρρύθμιση της Ε.Ε. και κυριαρχούν σήμερα εντός της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Κάτι που βαραίνει κρίσιμα και στη γενικότερη στρατηγική της αμηχανία. Αυτή η διαδικασία έχει βέβαια δρομολογηθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο εδώ και καιρό, καθώς απορρέει από την εμπειρία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόζει η «υπαρκτή Ε.Ε.» από τη δεκαετία του 1980, προσφέροντάς τους αναντικατάστατη θεσμική κατοχύρωση και νομιμοποίηση. Ακόμη και οι περιορισμένες μορφές δημοκρατικού και λαϊκού ελέγχου που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των αστικών αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών θεσμών και του εθνικού κράτους έχουν δραματικά συρρικνωθεί.
Στην Ελλάδα όμως, όπως και στις υπόλοιπες λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., η συνειδητοποίηση αυτής της διαδικασίας είχε καθυστερήσει. Και από αυτή την άποψη λοιπόν το Μνημόνιο, με την επιβαλλόμενη παράκαμψη της Βουλής και το ασφυκτικό καθεστώς επιτήρησης της εκτελεστικής εξουσίας, σηματοδοτεί μια τομή, όχι βέβαια με την έννοια της έλευσης «ξένης κατοχής», αλλά της κατανόησης του καθοριστικού ρόλου της Ε.Ε. στην προώθηση του κρατικού αυταρχισμού που είναι σύμφυτος με τη συντελούμενη κοινωνική αντεπανάσταση.
Υπάρχει όμως και μια επιπλέον εκδοχή ευρωπαϊσμού, πιο παράδοξη από τις προηγούμενες, που εκφράζεται κυρίως στις τοποθετήσεις των Γ. Μηλιού και Σπ. Λαπατσιώρα. Είναι παράδοξη γιατί χωρίς να επικαλείται την δυνατότητα αριστερής μεταρρύθμισης της Ε.Ε. ή έστω της ΟΝΕ (και έχοντας στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν επιχειρηματολογήσει εκτενώς εναντίον τέτοιων απόψεων), καταλήγει στην κατηγορηματική απόρριψη της όποιας πρότασης ρήξης με την Ε.Ε. ή με πυλώνες της όπως η Ευρωζώνη ή ο μηχανισμός αποπληρωμής του χρέους που αποτελεί τον βασικό μοχλό του Μνημονίου. Κάθε τέτοια σκέψη θεωρείται εκ προοιμίου εθνοκεντρική, ίσως και «εθνικιστική», ενώ αντίθετα προτάσσονται «αμιγείς» ταξικές λύσεις, όπως η αναδιανομή και η φορολογική μεταρρύθμιση. Σ’ αυτό το σημείο, θα ήθελα να προσθέσω σε όσα γράφει ο Κ. Λαπαβίτσας δύο παρατηρήσεις.
Η πρώτη είναι ότι αν και ο ταξικός συσχετισμός ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο κρίνεται, πρώτ’ απ’ όλα, σε εθνικό επίπεδο, που παραμένει ως εκ τούτου κεντρικό πεδίο διεκδίκησης και συγκρότησης των κοινωνικοπολιτικών υποκειμένων, δεν παύει ταυτόχρονα να επικαθορίζεται από τη σχέση του εθνικού σχηματισμού με τους υπόλοιπους, δηλαδή από τους όρους του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών καπιταλισμών, τον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, και την ενδεχόμενη ρύθμιση αυτών των τάσεων από υπερεθνικά μορφώματα όπως η Ε.Ε. Αυτό σημαίνει, πιο συγκεκριμένα, ότι οι πολιτικές της Ε.Ε. δεν εκφράζουν μόνο τις επιλογές που ενοποιούν τα ταξικά συμφέροντα των εθνικών αστικών τάξεων αλλά και συγκεκριμένους συσχετισμούς δύναμης και σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ κρατών (ή μπλοκ κρατών) και εθνικών καπιταλισμών.
Ειδικότερα, η ΟΝΕ «κλειδώνει» τόσο τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές όσο και την προνομιακή εξαγωγική θέση του γερμανικού κεφαλαίου, στο οποίο εξασφαλίζει μισθολογική και δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και όρους ανταγωνιστικότητας, δηλαδή βελτίωση της διεθνούς του θέσης μέσω εμπορικών πλεονασμάτων που μετατρέπονται με τη σειρά τους σε δανεισμό προς τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Όσο για το Μνημόνιο, είναι προφανές ότι επιτρέπει μεν στην ελληνική αστική τάξη να διαλύσει κάθε εργατική κατάκτηση, με αντίτιμο όμως μια ύφεση που θα πλήξει καίρια σημαντικές μερίδες της και οδηγεί σε μια πιο μακροπρόθεσμη υποβάθμιση της διεθνούς θέσης του ελληνικού καπιταλισμού, όπως έχει συχνά συμβεί στο παρελθόν με άλλες χώρες, π.χ. στη Λατινική Αμερική. Ας θυμίσουμε επίσης το αυτονόητο ότι κεντρικός στόχος του Μνημονίου είναι η διασφάλιση μιας γιγαντιαίας και χωρίς ορατό τέρμα μεταφοράς πλούτου από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους εκτός της χώρας, προς όφελος των τραπεζών, πρώτα και κύρια γαλλογερμανικών, που αποτελούν τους βασικούς δανειστές του ελληνικού δημοσίου. Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως διδάσκει και η ιστορική εμπειρία, οποιαδήποτε σοβαρή πρόταση ρήξης με την αστική στρατηγική δεν μπορεί παρά να κινείται και στα δύο αυτά επίπεδα, αμφισβητώντας τόσο τον τρόπο ένταξης του κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές πεδίο όσο και την ταξική κυριαρχία στο εσωτερικό του.
Προκύπτει όμως και ένα άλλο εξίσου σημαντικό πρόβλημα με αυτή την άποψη. Όταν, στο όνομα της υπεράσπισης της εργασίας, απορρίπτει την ιδέα μιας «ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης» και διαχωρίζει κάθετα την «κρίση της εργασίας» από την «κρίση του κεφαλαίου» και του κράτους, αυτό που παραβλέπει είναι ότι ο συνολικός ταξικός συσχετισμός δύναμης δεν κρίνεται σε ένα απλό οικονομικό επίπεδο αλλά στο γενικό πολιτικό, και στην ειδική συμπύκνωση των σχέσεων κυριαρχίας που λέγεται κράτος. Το πολιτικοκοινωνικό υποκείμενο που νομίζει ότι μπορεί να παρακάμψει αυτό το πεδίο μοιραία εγκλωβίζεται σε εκείνο που ο Λένιν και ο Γκράμσι ονόμασαν αντίστοιχα «συνδικαλιστική-οικονομίστικη» και «συντεχνιακή» αντίληψη της πολιτικής, και που παρουσιάζεται τώρα ως «κινηματισμός».
Σήμερα ειδικά, αυτή η λογική ισοδυναμεί με υπεκφυγή μπροστά στα επίδικα της συγκυρίας: σε μια στιγμή που το πιο απλό κλαδικό αίτημα συνδέεται άμεσα με το κεντρικό πολιτικό συσχετισμό, που η κοινωνική πλειοψηφία αναζητά επιτακτικά εναλλακτικές λύσεις και την αίσθηση ότι μια άλλη συνολική πορεία είναι δυνατή, η ηγεμονική διάσταση της αριστερής πρότασης δεν είναι πολυτέλεια αλλά ελάχιστος όρος αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας. Το τέλος του ευρωπαϊστικού μύθου υποχρεώνει τη ριζοσπαστική Αριστερά να επιχειρήσει την προγραμματική ανανέωση που θα της επιτρέψει να ξανασυνδεθεί με τη νέα πραγματικότητα και λαϊκή εμπειρία.
[Σχόλια και παρατηρήσεις για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]
*Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
-Το άρθρο είναι το τρίτο από τα τέσσερα του διαλόγου που γίνεται μεταξύ Πεσμαζόγλου, Λαπαβίτσα, Κουβελάκη, στα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ. Τα τρία άλλα τα έβαλα το πρωί κι αυτό που είχε διαφύγει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου