Τζιότο ντι Μποντόνε, «Οι δαίμονες έξω από το Αρέτσο» (π. 1296) |
από τα Ενθέματα
Πάνε τετρακόσια και χρόνια από σήμερα, όταν, σ’ ένα χωριό λίγο έξω από τη Φλωρεντία, οι κάτοικοι, ενώ βρίσκονταν σπίτι ή δούλευαν στο χωράφι, άκουσαν την καμπάνα της εκκλησίας. Σε εκείνους τους άγιους καιρούς, οι καμπάνες χτυπούσαν πολλές φορές τη μέρα, κι έτσι ο ήχος δεν παραξένεψε κανέναν. Ωστόσο, η καμπάνα χτυπούσε πένθιμα, και κανένας δεν ήξερε κάποιον που να ’χε πεθάνει στο χωριό. Οι κάτοικοι δεν άργησαν να συγκεντρωθούν μπροστά στην εκκλησία, περιμένοντας να μάθουν ποιος πέθανε. Η καμπάνα ήχησε για λίγο ακόμα, και μετά σταμάτησε.
Τότε, ένας άνθρωπος βγήκε από την εκκλησία· δεν ήταν ο νεωκόρος που χτύπαγε συνήθως την καμπάνα. Οι συχωριανοί του τον ρώτησαν πού ήταν ο κωδωνοκρούστης και ποιος πέθανε. Ο άνθρωπος απάντησε: «Εγώ χτύπησα την καμπάνα. Και τη χτύπησα πένθιμα για τη Δικαιοσύνη, την εκλιπούσα Δικαιοσύνη, αφού πια η Δικαιοσύνη έχει εκλείψει».
Ο άπληστος χωροδεσπότης της περιοχής μετακινούσε τα λιθάρια που έδειχναν τα όρια της ιδιοκτησίας του, καταπατώντας έτσι, σιγά σιγά, το χωράφι του φτωχού ανθρώπου. Κάθε φορά που ο άρχοντας μετακινούσε τα σύνορα, η γη του χωρικού γινόταν μικρότερη. Το θύμα στην αρχή διαμαρτυρήθηκε· μετά ικέτευσε για συμπόνια και στο τέλος αποφάσισε να ζητήσει την προστασία του νόμου. Μάταια — ο άρχοντας συνέχισε να λεηλατεί τη γη του. Και τότε ο άνθρωπος, απελπισμένος, αποφάσισε να ανακοινώσει urbi et orbi (αν ζεις όλη σου τη ζωή σ’ ένα χωριό, αυτός είναι όλος ο κόσμος σου) ότι η Δικαιοσύνη είχε πια εκλείψει.
Ίσως να σκέφτηκε ότι αυτή η απότομη πράξη του θα έκανε τις καμπάνες όλου του σύμπαντος να ηχήσουν. Ίσως να σκέφτηκε ότι όλες οι καμπάνες θα σιωπήσουν μόνον όταν αναστηθεί η Δικαιοσύνη. Δεν ξέρουμε τι έγινε στη συνέχεια. Δεν ξέρουμε αν οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν για να βοηθήσουν τον συχωριανό τους ή αν, από τη στιγμή που η Δικαιοσύνη ήταν πλέον νεκρή, επέστρεψαν, με σκυμμένο το κεφάλι, στην καθημερινή τους σκληρή βιοπάλη. Η Ιστορία δεν μας λέει ποτέ ολόκληρη την ιστορία.
Φαντάζομαι ότι ήταν η μοναδική φορά στα χρονικά, σ’ όλο τον κόσμο, που μια καμπάνα ανήγγειλε πένθιμα τον θάνατο της Δικαιοσύνης. Αυτή η πένθιμη κωδωνοκρουσία δεν ξανακούστηκε ποτέ, αλλά η Δικαιοσύνη πεθαίνει κάθε μέρα. Ακόμη και τώρα, κάποιος κάπου σκοτώνει τη Δικαιοσύνη. Και κάθε φορά που η Δικαιοσύνη παραδίδει το πνεύμα, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ για όλους εκείνους που πίστεψαν σ’ αυτή, που περίμεναν αυτό που όλοι δικαιούμαστε να περιμένουμε: τη δικαιοσύνη, άσπιλη και πραγματική.
Δεν μιλώ για τη δικαιοσύνη που ενδύεται θεατρικά κοστούμια και μας τυλίγει με την κούφια ρητορεία της. Ούτε για τη δικαιοσύνη που κάθεται με δεμένα τα μάτια και η ζυγαριά της γέρνει μονίμως από τη μια μεριά. Δεν μιλώ για τη δικαιοσύνη που το ξίφος της είναι αιχμηρό μονάχα από τη μια κόψη. Η δική μου δικαιοσύνη είναι ταπεινή, και στέκει πάντα στο πλευρό της ανθρωπότητας. Η Δικαιοσύνη, στο πλαίσιο αυτό, είναι συνώνυμη με την ηθική, και είναι απαραίτητη για να μπορέσει το πνεύμα να ακμάσει. Δεν εννοώ μόνο τη δικαιοσύνη των δικαστηρίων, αλλά, κάτι ακόμα πιο σημαντικό, την δικαιοσύνη που ξεπετιέται αυθόρμητα από τις πράξεις της ίδιας της κοινωνίας. Τη δικαιοσύνη που σέβεται, ως θεμελιώδη ηθική επιταγή, το δικαίωμα κάθε ανθρώπινου όντος να υφίσταται.
Οι καμπάνες δεν ηχούν μονάχα για να αναγγείλουν τον θάνατο κάποιου: σημαίνουν τις ώρες της μέρας και της νύχτας, και προσκαλούν τους πιστούς στη λειτουργία. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, ειδοποιούσαν τον κόσμο για τις καταστροφές, τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές, κάθε είδους θεομηνία και κίνδυνο. Σήμερα, η μόνη κοινωνική τους χρησιμότητα περιορίζεται στις εκκλησιαστικές τελετές. Σήμερα, η εμπνευσμένη πρωτοβουλία εκείνου του χωρικού της Φλωρεντίας θα θεωρούνταν έργο τρελού ή αρμοδιότητα της αστυνομίας.
Σήμερα, ηχούν άλλες καμπάνες για να υπερασπιστούν και να ενισχύσουν την προσπάθεια η δικαιοσύνη να κυριαρχήσει, επιτέλους, στον κόσμο· μιλάμε, βέβαια, για το είδος εκείνο της δικαιοσύνης που στέκεται πάντα στο πλευρό της ανθρωπότητας και είναι απαραίτητο για την πνευματική άνθηση, ακόμα και για τη φυσική επιβίωση. Αν είχαμε αυτό το είδος δικαιοσύνης, τότε κανένας δεν θα πέθαινε από πείνα ή από ασθένειες ιάσιμες για μερικούς αλλά όχι για κάποιους άλλους. Αν είχαμε αυτή τη δικαιοσύνη, η ύπαρξη δεν θα ήταν πλέον μια φρικτή καταδίκη, όπως υπήρξε πάντα για τη μισή ανθρωπότητα.
Καινούργιες καμπάνες ηχούν
Ποιες είναι αυτές οι καινούργιες καμπάνες που ηχούν; Είναι η πληθώρα των κινημάτων που αντιστέκονται και κινητοποιούν τις μάζες, παλεύοντας για μια νέα δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη στην οποία καλούν δίνει σε κάθε ανθρώπινο ον ένα δίκαιο μερίδιο και έχει τη δύναμη να αλλάζει τον κόσμο· όλα τα ανθρώπινα όντα μπορούν να την αναγνωρίσουν σαν κάτι αναπόσπαστα δικό τους. Αυτή η δικαιοσύνη προστατεύει την ελευθερία και το δίκαιο, αλλά ποτέ εκείνους που την αρνούνται.
Διαθέτουμε μια πρακτική κωδικοποίηση αυτής της δικαιοσύνης, εύχρηστη για όλους μας. Εδώ και πενήντα χρόνια, έχουμε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τριάντα θεμελιώδεις αρχές, οι οποίες όμως συνήθως μνημονεύονται εντελώς αόριστα ή αποσιωπούνται. Και καταπατούνται, σήμερα, περισσότερο από ό,τι η ιδιοκτησία εκείνου του Ιταλού χωρικού του Μεσαίωνα. Χάρη στην ακεραιότητα των αρχών της και τη σαφήνεια των στόχων της, η Διακήρυξη αυτή, όπως είναι διατυπωμένη, χωρίς να αλλάξει ούτε κεραία, θα μπορούσε κάλλιστα να αντικαταστήσει τα μανιφέστα όλων των πολιτικών κομμάτων της Γης.
Μιλάω κυρίως για τον χώρο που ονομάζουμε «Αριστερά». Αρτηριοσκληρωτική και απαρχαιωμένη στην προσέγγισή της, φαίνεται αδιάφορη ή ανήμπορη να αναμετρηθεί με τις ωμές πραγματικότητες του κόσμου. Κλείνει τα μάτια στους ολοφάνερους τρομερούς κινδύνους, που απειλούν την ορθολογική και αισθαντική αξιοπρέπεια, που πάντα θεωρούσαμε την προσδοκία της ανθρωπότητας. Το ίδιο ισχύει τόσο για τα εθνικά συνδικάτα όσο και για το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο συμβιβαστικός και γραφειοκρατικοποιημένος συνδικαλισμός που έχει επικρατήσει στον δυτικό κόσμο είναι εν πολλοίς υπεύθυνος για την κοινωνική νάρκη που συνόδευσε την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Δεν μου αρέσει να το λέω, αλλά δεν μπορώ να σιωπήσω: Αν δεν παρέμβουμε εγκαίρως –και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή– η γάτα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης θα καταβροχθίσει αναπόφευκτα το ποντίκι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και όσον αφορά τη δημοκρατία — «τη διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό και για τον λαό»; Συχνά ακούω, τόσο από πραγματικά καλοπροαίρετους συνομιλητές όσο και από διάφορους καλοθελητές, ότι αν και οι περισσότεροι άνθρωποι στον πλανήτη ζουν σε απελπιστικές συνθήκες, ωστόσο στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος όπου ζούμε έχουμε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να επιτευχθεί ο πλήρης ή τουλάχιστον ένας επαρκής σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι το σύστημα διακυβέρνησης και κοινωνικής οργάνωσης που ονομάζουμε δημοκρατία είναι πράγματι δημοκρατικό.
Αλλά δεν είναι. Βεβαίως, ψηφίζουμε. Βεβαίως, ως ψηφοφόροι έχουμε την εξουσία να επιλέξουμε ποιος θα μας εκπροσωπεί στο κοινοβούλιο, συνήθως μέσω των πολιτικών κομμάτων. Βεβαίως, όπως υπαγορεύει η θέληση της πλειοψηφίας, οι εκπρόσωποι και οι πολιτικοί συνδυασμοί σχηματίζουν πάντοτε μια κυβέρνηση. Όλα αυτά είναι αλήθεια· όπως είναι αλήθεια και ότι η δυνατότητα δημοκρατικής δράσης αρχίζει και τελειώνει σ’ αυτό το σημείο.
Ο εκλογέας μπορεί να ανατρέψει μια ανάλγητη κυβέρνηση και να την αντικαταστήσει με κάποια άλλη, αλλά η ψήφος του δεν έχει, και δεν θα έχει και ποτέ, καμία αισθητή επίδραση στη μόνη πραγματική εξουσία που κυβερνά τον κόσμο και, ως εκ τούτου, τη χώρα του και τον εαυτό του. Αυτή η εξουσία είναι η οικονομική εξουσία, και ιδίως ο συνεχώς αναπτυσσόμενος τομέας που διαχειρίζονται οι πολυεθνικές, σύμφωνα με τις στρατηγικές της κυριαρχίας, στρατηγικές αντίθετες με το κοινό καλό, στο οποίο η δημοκρατία, εξ ορισμού, αποσκοπεί. Γνωρίζουμε όλοι ότι έτσι έχει το πράγμα, αλλά μιλάμε και σκεφτόμαστε μηχανικά με έναν τρόπο που μας εμποδίζει να πράξουμε κάτι βασισμένοι στη γνώση αυτή. Έτσι, συνεχίζουμε να μιλάμε για τη δημοκρατία σαν να ήταν εύρωστη και αποτελεσματική, όταν το μόνο που μας έχει απομείνει είναι το τελετουργικό, οι αβλαβείς κινήσεις και οι χειρονομίες μιας κοσμικής θείας λειτουργίας.
Και αποτυγχάνουμε να δούμε, λες και δεν είναι ολοφάνερο, ότι οι κυβερνήσεις μας, οι κυβερνήσεις ακριβώς τις οποίες, καλώς ή κακώς, έχουμε εκλέξει –και για τις οποίες, επομένως, φέρουμε την κύρια ευθύνη– αποκτούν ολοένα και περισσότερο τον ρόλο των πολιτικών διαχειριστών, στην υπηρεσία εκείνων που διαθέτουν την πραγματική οικονομική επιρροή. Στις κυβερνήσεις έχει ανατεθεί να συντάσσουν το είδος των νόμων που θέλουν οι μεγάλοι οικονομικοί παίκτες. Με το κατάλληλο περιτύλιγμα, δημόσιο ή ιδιωτικό, η νομοθεσία μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί στην κοινωνική αγορά χωρίς να προκαλέσει διαμαρτυρίες, εκτός από εκείνες μερικών δυσαρεστημένων μικρών ομάδων.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Συζητάμε για τα πάντα: για τη λογοτεχνία, το περιβάλλον, τη μετατόπιση των γαλαξιών, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, τη διαχείριση των αποβλήτων και το κυκλοφοριακό. Αλλά δεν συζητάμε ποτέ για τη δημοκρατία. Την αντιμετωπίζουμε λες και είναι εκ φύσεως κάτι ιερό στον αιώνα τον άπαντα.
Μαζί με τα πολλά άλλα ζητήματα που οφείλουμε να συζητήσουμε, χρειαζόμαστε επειγόντως, πριν είναι πολύ αργά, να ενθαρρύνουμε μια δημόσια δημόσια συζήτηση για τη δημοκρατία και τους λόγους της παρακμής της. Χρειάζεται να συζητήσουμε για τον ρόλο των πολιτών στην πολιτική και κοινωνική ζωή, καθώς και για τη σχέση ανάμεσα στα κράτη και στις παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δυνάμεις.
Πρέπει να σκεφτούμε τι ενισχύει και τι υπονομεύει τη δημοκρατία· για το δικαίωμα στην ευτυχία και την αξιοπρέπεια· για τα δεινά και τις ελπίδες της ανθρωπότητας· για τα ανθρώπινα όντα, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η αυταπάτη είναι το χειρότερο σφάλμα. Κι όμως, κολυμπάμε όλοι μας στο πέλαγος της αυταπάτης.
μετάφραση από τα αγγλικά: Στρ. Μπουλαλάκης
-Ο Ζοζέ Σαραμάγκο, που πέθανε στις 18 Ιουνίου 2010 υπήρξε, εκτός από μεγάλος σύγχρονος πεζογράφος, μαχητικός διανοούμενος με έντονη πολιτική δράση. Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας από το 1969, δεν δίστασε να συγκρουστεί με την Καθολική Εκκλησία και τη συντηρητική πορτογαλική κυβέρνηση του Ντε Σίλβα το 1992, όταν η πρώτη χαρακτήρισε βλάσφημο το έργο του Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, ενώ η δεύτερη απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου