του Στέλιου Κούλογλου
από tvxs
Αν θέλει να καταλάβει κανείς γιατί στην Ελλάδα εφημερίδες κλείνουν η μια μετά την άλλη και τηλεοπτικοί σταθμοί φλερτάρουν με την χρεοκοπία, δεν έχει παρά να μελετήσει το τελευταίο φιάσκο της πλειοψηφίας των ΜΜΕ συμβατικών και ιντερνετικών: η ιστορία της Φαίης Μάγιερ, είναι στη πραγματικότητα ένα ακόμη επεισόδιο από τη χαμένη τιμή της ελληνικης δημοσιογραφίας.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Με αφορμή μερικές συλλήψεις για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, η αστυνομία αφήνει να διαρρεύσει τη Παρασκευή το απόγευμα ότι η συλληφθείσα Φαίη Μάγιερ, είναι κόρη της Μπάρμπαρα Μάγιερ, άλλοτε στελέχους της γερμανικής RAF. Η πληροφορία μετατρέπεται αυτομάτως σε βεβαιότητα και αναπαράγεται όχι μόνο σε ενημερωτικές ηλεκτρονικές σελίδες αλλά και στα κεντρικά δελτία ειδήσεων, προεξάρχοντος του προέδρου της ΕΣΗΕΑ που τυχαίνει να είναι και ο αστυνομικός συντάκτης στο Mega. Από κοντά και τα "ενημερωτικά" blog, που, από τη παπαγαλία μέχρι τον εκβιασμό, πολλά έχουν υιοθετήσει τις πιο αποκρουστικές πλευρές των συμβατικών ΜΜΕ.
Πάνω στη παραζάλη των συνταρακτικών αποκαλύψεων, η μια.. αποκλειστική πληροφορία φέρνει την άλλη. Μεταδίδεται έτσι ότι δεν ήταν μόνο η μητέρα της «κατηγορούμενης» που είχε μεταδώσει το τρομοκρατικ;o DNA στη κόρη της αλλά και ο πατέρας της, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε μια ένοπλη σύγκρουση στη Βιέννη. Τι άλλο δρόμο θα μπορούσε να είχε άλλωστε ακολουθήσει ένα κορίτσι που η κρατική εξουσία της είχε στερήσει και τον πατέρα αλλά και τη καταζητούμενη για χρόνια μητέρα; «Κληρονομική τρομοκρατία», κατέληγε θριαμβευτικά το σχετικό πρωτοσέλιδο στο κυριακάτικο «Πρώτο Θέμα».
Αλλά το απόγευμα του Σαββάτου, όταν κυκλοφόρησε η εφημερίδα, ο θησαυρός είχε ήδη αποδειχθεί άνθρακας. Οι γονείς δεν είχαν καμία σχέση με τη RAF και την γερμανική τρομοκρατία, επρόκειτο απλώς για συνωνυμία : η Μπάρμπαρα Μάγιερ της RAF έχει γεννηθεί το 1956 ενώ η μητέρα της 27χρονης, το 1958. Η μητέρα της ζει στην Ελλάδα μαζί με τους άλλους δύο γιους της, ενώ ο πατέρας της είναι μουσικοθεραπευτής στις φυλακές του Βερολίνου και μένει μόνιμα στη Γερμανία.
Στο περίφημο μυθιστόρημα του «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» ο Χάινριχ Μπελ διηγείται μια παρόμοια περίπτωση διασυρμού και ενοχοποίησης μιας αθώας, στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Γεγονός που σημαίνει ότι παρόμοια φαινόμενα στο χώρο του τύπου εμφανίζονται και σε άλλες χώρες σε ακραίες καταστάσεις, όπως ήταν τα γερμανικά «χρόνια του μολυβιού». Η βασική διαφορά όμως με την Ελλάδα είναι ότι ο Γερμανός νομπελίστας κατακεραύνωνε με τη πένα του το διαβόητο όμιλο Σπρίνγκερ και τη Bild, την εφημερίδα –ναυαρχίδα του συγκροτήματος: εδώ η συμπεριφορά τύπου Bild δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.
Στην εποχή του διαδικτύου, δεν αρκούσε παρά μια μικρή έρευνα για να φανεί ότι οι αστυνομικές διαρροές δεν είχαν βάση. Πρώτα το πατρώνυμο της συλληφθείσας: η Μάγιερ της RAF δεν είχε παντρευτεί με κάποιο Βόλφανγκ. Η «Βόμβα Μπάρμπαρα» όπως την έλεγαν, γράφει σχετικά στο ιστολόγιο της η καλή ρεπόρτερ Μαρία Ψαρά, ήταν η «αγαπημένη» καταζητούμενη του γερμανικού Τύπου κατά τη δεκαετία του ’90. Τα αναλυτικά βιογραφικά γερμανόφωνων και αγγλόφωνων ΜΜΕ εξιστορούσαν τη ζωή της... χαρτί και καλαμάρι. Κανένα δεν έκανε λόγο για κόρη της Μπάρμπαρα Μάγιερ. Μόνο έναν γιο ανέφεραν με έναν Παλαιστίνιο μαχητή, που ήταν και ο λόγος που παραδόθηκε έξι χρόνια μετά την έκδοση του εντάλματος σύλληψής της... Όλες αυτές οι πληροφορίες ήταν διαθέσιμες στο Διαδίκτυο».
Δεν το έψαξαν απλώς γιατί δεν έχουν μάθει ούτε να ερευνούν ούτε να παίρνουν αποστάσεις από τις πηγές τους. Στη δημοσιογραφία πάντα έχεις να κάνεις με κάποιες πηγές, το ζητούμενο είναι να κρατάς αποστάσεις απ αυτές (μικρότερες στη περίπτωση των ΜΚΟ, μεγαλύτερες στη περίπτωση της αστυνομίας) κι ύστερα να κοιτάς να δεις αν σου λένε την αλήθεια. Αντί να πουν «η αστυνομία υποστηρίζει αυτό, θα το ψάξουμε και θα σας πούμε αν ευσταθεί», υιοθέτησαν τις διαρροές και υπερθεμάτισαν, γιατί έχουν μάθει να παίζουν το ρόλο του εκπρόσωπου τύπου των πηγών τους.
Δεν πρόκειται μόνο για το αστυνομικό ρεπορτάζ: πουθενά στο κόσμο δεν υπάρχει το κωμικοτραγικό φαινόμενο των «κομματικών ρεπόρτερ» στα κεντρικά δελτία ειδήσεων που καλούνται από τον κεντρικό παρουσιαστή να πουν την επίσημη γραμμή του κόμματος που καλύπτουν και το οποίο θα έπρεπε , σύμφωνα με στοιχειώδεις δημοσιογραφικούς κανόνες, να ερευνούν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η διαπόμπευση κάποιου ανήμπορου να υπερασπιστεί τον εαυτό του πολίτη παίρνει τέτοιες διαστάσεις. Το φαινόμενο είχε αποθεωθεί το 2002 με τις διάφορες Μαρίες της «17 Νοέμβρη», για τη ταυτότητα των οποίων φωτογραφίζονταν αθώες, όπως αποδείχθηκε, γυναίκες στα δελτία ειδήσεων. Είχαν τότε ψιθυρίσει κάποιες συγνώμες και ίσως το κάνουν και τώρα, αλλά στη πραγματικότητα στον ελληνικό δημοσιογραφικό Τιτανικό δεν πρόκειται να αλλάξει, συντομα, τίποτα.
Η μπάλα της δεοντολογίας έχει τόσο πολύ χαθεί, ώστε θα χρειαστούν χρόνια και καινούργιες γενιές για να αλλάξουν τα πράγματα. Η πλειοψηφία -γιατί υπάρχουν και πολλές φωτεινές εξαιρέσεις- των σημερινών δημοσιογράφων που έχουν επιτελικές θέσεις και δίνουν το τόνο είναι σαν τους αλκοολικούς που δέρνουν τη γυναίκα τους το βράδυ, το πρωί ζητάνε συγνώμη και μετά ξανακάνουν τα ίδια.
κατάντια !
ΑπάντησηΔιαγραφήαπό εμάς μόνο : απαξιώση ! μόνο αυτό τους πρέπει για να δουν τα ωραία τους κανάλια να κλείνου το ένα μετά το άλλο !
την καλημέρα μου !