Άκουγα προχθές μια συζήτηση, ανάλαφρη και αεράτη, ανάμεσα σε δύο «εναλλακτικούς» αστέρες του ραδιοτηλεοπτικού σύμπαντος και έναν βουλευτή (ποιας πτέρυγας δεν έχει και πολλή σημασία, όπως θα διαπιστώσετε).
Αφού αντιπαρέθεσαν συνήθεις κοινοτοπίες για το ποιοι είναι οι κλέφτες, για το αν για την κρίση εκτός από τα κόμματα εξουσίας φταίνε και οι απλοί πολίτες, για τη λαϊκή συνενοχή στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, κατέληξαν στο τρυφερό συμπέρασμα ότι τα προβλήματα της χώρας δεν είναι δεξιά, κεντρώα ή αριστερά. Κι επομένως το ιδεώδες θα ήταν να κάτσουν όλοι σ’ ένα τραπέζι και να συμφωνήσουν σε «δέκα βασικά πράγματα που πρέπει να γίνουν σ’ αυτή τη χώρα».
Ένας δε εκ των συνομιλητών επανέλαβε την παγίως επαναλαμβανόμενη θέση του (από εκπομπές ή γραπτά του) ότι πρέπει να σταματήσουμε ως κοινωνία την κλάψα, να πάψουμε να θρηνούμε τον νεκρό και να δούμε τη φωτεινή πλευρά της κρίσης, την κρίση ως ευκαιρία να επανεξετάσουμε το μοντέλο ζωής μας. Αλλά και ο βουλευτής, όταν ρωτήθηκε ποια είναι η φιλοδοξία του στο νέο πολιτικό εγχείρημα στο οποίο μετέχει («τι θέλετε ν’ αλλάξετε;», ρωτήθηκε) «ν’ αλλάξουμε τους εαυτούς μας», απάντησε.
Παρ’ ότι αυτή η συζήτηση πιθανότατα πραγματοποιείται κάθε μέρα σε χιλιάδες εκδοχές σε καφενεία, σπίτια, χώρους δουλειάς από εκατομμύρια ανθρώπους, έχει άλλου είδους βαρύτητα όταν αποτελεί το περιεχόμενο μιας τηλεοπτικής ή ραδιοφωνικής εκπομπής. Και αποκτά ακόμη μεγαλύτερο βάρος όταν συντελεστής της είναι ένας πολιτικός, έστω κι αν έχει επιλέξει μια μάλλον ψυχαγωγική προσέγγιση της πολιτικής.
Η αντίληψη ότι τα «προβλήματα δεν είναι δεξιά ή αριστερά» είναι σχεδόν αρχαία, την ακούγαμε από γονείς και δασκάλους που ήθελαν να μας αποτρέψουν από εφηβικούς εξτρεμισμούς, την ακούσαμε όμως αργότερα και από στιβαρούς αριστερούς ηγέτες με πλούσια επαναστατικά βιογραφικά, που φιλοδοξούσαν να ρίξουν τα τείχη που τους χώριζαν από τους ψηφοφόρους των κομμάτων εξουσίας.
Εκ πρώτης όψεως είναι μια αθώα κοινοτοπία, έχει κι έναν πυρήνα αλήθειας με την έννοια ότι «το πολιτικό δεν είναι δυνατόν να υπερκαλύπτει το ταξικό». Αλλά ταυτόχρονα μπορεί να λειτουργήσει με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο. Δηλαδή το «υπερ-πολιτικό» και «υπερ-κομματικό» μπορεί να γίνει δίαυλος μιας αταξικής ή διαταξικής φενάκης.
Έχει άλλωστε τη σημασία του και το πότε λέγεται κάτι. Ως υπόθεση υπερκομματικού και διαταξικού πατριωτισμού ορίζει ο πρωθυπουργός την υποταγή των υποτελών τάξεων στο μνημόνιο κυβέρνησης - Ε.Ε. - ΔΝΤ, επικαλούμενος κι αυτός την απουσία αποχρώσεων στο ελληνικό πρόβλημα. Όμως το κάνει α λα καρτ. Διότι, όταν βρίσκεται στην Ουάσιγκτον, στον Καναδά και δεν ξέρω εγώ πού αλλού, ξυπνά το σοσιαλιστικό κτήνος μέσα του και θυμάται πως το δίλημμα είναι «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα καταγγέλλει τη δεξιά ως γενεσιουργό αιτία της «τραγωδίας». Και μπαίνοντας στη Βουλή κατακεραυνώνει την αριστερά και τους συνδικαλιστές ως αυτουργούς του διεθνούς διασυρμού της χώρας, της ενδεχόμενης πτώχευσής της και της κατάλυσης της δημοκρατικής της τάξης.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι «τα προβλήματα» έχουν και πολιτική και κομματική και κυρίως ταξική ταυτότητα. Και, παρ’ ότι στην παραδοσιακή κλίμακα δεξιάς - αριστεράς επικρατεί το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού για κόμματα και πολίτες, είναι απλή εμπειρική διαπίστωση το γεγονός ότι η κρίση στην οποία περιδινείται σήμερα η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο κόσμος είναι αποτέλεσμα μιας πολυετούς ηγεμονίας μιας ακραίας δεξιάς πολιτικής στη διαχείριση των οικονομιών και των κοινωνιών.
Και, ακόμη χειρότερα, η λύση που επιχειρείται σ’ αυτή την εξ ορισμού «δεξιά» κρίση είναι μια ακόμη δεξιότερη πολιτική. Κυρίως είναι μια πολιτική που χαράσσει ένα βαθύ ταξικό σύνορο στις κοινωνίες, καταδικάζοντας την πλειοψηφία τους σε μαζική πτωχοποίηση, μετατρέποντάς την σε αναλώσιμη μάζα εργασιακών και φορολογικών υποζυγίων. Είναι μάλλον εθελοτυφλία, λοιπόν, στη θέα αυτού του ανυπέρβλητου ταξικού συνόρου να παθαίνει κανείς κομματική αχρωματοψία.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα νέο δεδομένο. Καθώς η δυσφορία και ο θυμός που προκαλούν τα μέτρα αποδεσμεύουν μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης από τον δικομματισμό, καθώς ο δεξιός πόλος του συστήματος πλησιάζει το ιστορικό του ναδίρ, καθώς το «κόμμα του κανένα» και η αδιευκρίνιστη ψήφος αναδεικνύονται κυρίαρχη δύναμη των δημοσκοπικών μετρήσεων και ενώ στην κλίμακα δεξιάς - αριστεράς πληθαίνουν τα κενά και τα χάσματα, όλοι βιάζονται να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους πάνω της. Περίπου σαν το παιχνίδι «μουσικές καρέκλες». Σε κάθε γύρο χάνει όποιος δεν προλάβει να καθίσει σε μία. Δεν έχει σημασία ποια. Αρκεί να μη μείνει όρθιος.
Έτσι η προοπτική μιας επτακομματικής ή οκτακομματικής Βουλής, ακόμη και χωρίς να μεσολαβήσουν εκλογές, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν συναντά αντιστάσεις από τις καθεστωτικές δυνάμεις, αλλά ενθαρρύνεται κιόλας. Και παρότι είναι κατ’ αρχάς σύμπτωμα αποσύνθεσης του κομματικού συστήματος εξουσίας, επιδιώκεται να γίνει στοιχείο ανασύνθεσης και σωτηρίας του από την κατάρρευση, με διασταυρώσεις και συσπειρώσεις στα δεξιά του φάσματος που θα πατάνε στο μότο: «Τα προβλήματα της χώρας δεν είναι δεξιά, κεντρώα ή αριστερά». Λοιπόν, την προσοχή σας! Προσεχώς και νέες ανακοινώσεις κομμάτων. Να προλάβετε να πιάσετε στασίδι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου