Αναδημοσιεύω τις απόψεις της Μαρίας Νεγρεπόντη Δελιβάνη, γιατί είναι μια διακεκριμένη οικονομολόγος και διεθνώς, και ως εκ τούτου οι απόψεις της για τα καταστροφικά αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθούμε, έχουν αξία... Υπόψιν ότι, δεν ανήκει στον κύκλο των αριστερών οικονομολόγων...
της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη* (από τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ 10/6/10)
(πρ. πρύτανης και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)
Η χώρα μας οδηγήθηκε στο ικρίωμα του ΔΝΤ με συνοπτικές διαδικασίες και με το χαρακτηρισμό τού δήθεν μονόδρομου, χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους αντίδραση ή προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Σαν ώριμη, δηλαδή, και από καιρό προαποφασισμένη λύση, αν και ήταν η πιο οδυνηρή και, ταυτόχρονα, η λιγότερο αποτελεσματική.
Ωστόσο, το ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα, που με μικρές γενικά διαφορές το συμμερίζεται και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός νότος –και όχι μόνο–, ουδόλως δικαιολογούσε την έσχατη αυτή καταδίκη του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα και μετά την κυκλοφορία της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ, που διαπιστώνει ότι το 2015 το δημόσιο χρέος του συνόλου των προηγμένων οικονομιών, ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους, θα υπερβεί το 110%.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, αφότου μπήκαμε στο μάτι του κυκλώνα, εξαιτίας σωρείας ασύγγνωστων δικών μας λαθών, αλλά και εξαιτίας του ρατσιστικού μένους της κυρίας Μέρκελ εναντίον μας, μοιραία μεγεθύνθηκε το πρόβλημά μας και περιορίστηκαν οι ομαλές δυνατότητες αντιμετώπισής του. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη κάποιες οριακές λύσεις που, σε σύγκριση με το αδιέξοδο του ΔΝΤ, υπόσχονται λιγότερο δραματικά αποτελέσματα και ενδέχεται να αποδειχθούν σωτήριες.
Αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στις καθημερινές προτάσεις αναδιαπραγμάτευσης του χρέους μας, που προέρχονται από νομπελίστες και από γνωστούς οικονομικούς αναλυτές και που συνοδεύονται από την απορία τού γιατί μια τέτοια λύση να εκλαμβάνεται ως απαγορευμένη συζήτηση από ελληνικής όσο και από ευρωπαϊκής πλευράς.
Από τα πολυάριθμα αυτά παραπάνω σχήματα, που άλλωστε δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, αυτό του Αμερικανού οικονομολόγου Carl Weinberg, ο οποίος προτείνει την υπαγωγή του συνόλου των ελληνικών ομολόγων, που λήγουν έως το 2019, σε δεξαμενή που θα χρηματοδοτηθεί εκ νέου με 25ετή ομόλογα και με επιτόκιο 4,5%. Υπολογίζεται ότι έτσι οι ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας μας θα περιοριστούν κατά 60% ή κατά 140 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι απώλειες για τους δανειστές μας θα είναι σημαντικές μόνο για την περίπτωση των τελευταίων, που ανέμεναν απόδοση πάνω από 8% και που οπωσδήποτε αυτή ήταν σαφώς τοκογλυφική.
Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης, σε σύγκριση πάντοτε με την αγχόνη του ΔΝΤ, είναι σημαντικά. Να υπογραμμίσω, καταρχάς, ότι ο μηχανισμός στήριξης, που δημιουργήθηκε όχι για να βοηθηθεί η χώρα μας, αλλά για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, βασίστηκε στο ελληνικό πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, δηλαδή, εμφανώς, σε ένα συνονθύλευμα παντελώς ανέφικτων μέσων και προσδοκιών. Έτσι άλλωστε και μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η προσφυγή της αμήχανης ΕΕ στο αδίστακτο ΔΝΤ για την παρά ταύτα εφαρμογή του. Είναι, πράγματι, δύσκολο –αν όχι αδύνατο– να γίνει πιστευτό ότι η ΕΕ έχει την αφέλεια να ελπίζει ότι σε 3 ή σε 5 χρόνια το δημόσιο έλλειμμα θα έχει μειωθεί σε 3% και το δημόσιο χρέος σε 60% του ΑΕΠ μας, αν και με βάση λογικές προσδοκίες, καθώς και με βάση το ιστορικό του ΔΝΤ, θα έχουμε:
• συρρίκνωση του ΑΕΠ ανώτερη του 10%,
• ανεργία που θα ξεπεράσει το 20% του ενεργού πληθυσμού,
• δημόσιο χρέος που από το 115% του ΑΕΠ θα σκαρφαλώσει στο 150% το 2014,
• λουκέτο σε 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
• κατακόρυφη μείωση της ζήτησης, ακόμη και ειδών διατροφής,
• καλπάζοντα στασιμοπληθωρισμό – και όχι απλώς αντιπληθωρισμό, όπως εσφαλμένα υποθέτει το ΔΝΤ,
• ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις και εξαιτίας της επαναφοράς της μεσαιωνικής βαρβαρότητας στις εργασιακές σχέσεις.
Αντιθέτως, είναι δυστυχώς ξεκάθαρο ότι παρά τις ανθρωποθυσίες που απαιτούνται από το λαό, σε 1 ή 2 χρόνια από σήμερα η Ελλάδα, που ήδη εκλαμβάνεται ως χρεοκοπημένη από τα διεθνή ΜΜΕ, θα είναι έτσι και επίσημα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να απολέσουν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου τους, όπως συνέβη και με την Αργεντινή. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, που δεν πρέπει να συγχέεται με χρεοκοπία, και που θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο συμφωνίας με τους δανειστές μας, μπορεί να μας εξασφαλίσει την απαραίτητη επιμήκυνση του χρόνου πληρωμής των χρεών μας και, το σημαντικότερο, να εισαγάγει στον ορίζοντά μας την αναπτυξιακή διάσταση που απουσιάζει παντελώς από το ΔΝΤ.
Πράγματι, το ΔΝΤ, ως όργανο αποκλειστικά των δανειστών, αδιαφορεί παντελώς για την τύχη των λαών που κατακτά. Με τις πάγιες πρακτικές του, που απορρέουν από το σκληρότερο πυρήνα του νεοφιλελεύθερου συστήματος, αρκείται στην απομύζηση του έστω και συρρικνούμενου εθνικού πλούτου των θυμάτων του, αποκλείοντας κάθε αναπτυξιακή διαδικασία που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των δανειστών. Τέλος, με την αναδιαπραγμάτευση του χρέους μας υπάρχουν ελπίδες ότι θα αναχαιτιστεί η εγκληματική μεταφορά εισοδήματος και πλούτου από τους εργαζόμενους στους τραπεζίτες, από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, από την εργασία στο κεφάλαιο. Αυτή η ανορθόδοξη μορφή αναδιανομής, που ωστόσο επιτεύχθηκε μετά το 1980 χάρη στο σφετερισμό της παραγωγικότητας της εργασίας από τα κέρδη, σε παγκόσμιο και σε ελληνικό επίπεδο, είναι το κυρίαρχο αίτιο του ξεσπάσματος της δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας κρίσης το 2007, καθώς και της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι βέβαιο ότι η παραμονή μας στο ΔΝΤ θα έχει δραματικές και, πιθανότατα, μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ελλάδα. Θα πρόκειται για ολοκληρωτική καταστροφή. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η άμεση αναθεώρηση του χαρακτηρισμού του ΔΝΤ ως μονόδρομου.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
"Ολα πια δείχνουν ότι η κερδοσκοπία της ώριμης παγκοσμιοποίησης επιλέγει ως θύματά της ολόκληρα κράτη, μια και η απομύζησή τους είναι σαφώς πιο αποδοτική, σε σύγκριση με τις χρηματιστηριακές φούσκες μεμονωμένων δραστηριοτήτων. Τα πολύ σημαντικά προβλήματα της οικονομίας μας, που υπήρχαν και πριν από την έλευση της λαίλαπας των μέτρων, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στις κορυφούμενες ανισότητες κατανομής του εισοδήματος, που περιόριζαν τις βασικές ροπές για κατανάλωση και επένδυση, ενθάρρυναν τον παρασιτισμό και τη διαφθορά, γενίκευαν το δανεισμό και πλούτιζαν τους φορολογικούς παράδεισους. Σωτήριο, συνεπώς, μέτρο για την έναρξη της οικονομικής μας ανόρθωσης, θα ήταν η γενναία αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων. Τα νέα μέτρα, ωστόσο, βαθαίνουν με εγκληματικό τρόπο τις ανισότητες." (5/3/10 από την ιστοσελίδα του πρ. της Δημ. Αναγέννησης)
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
*Μόλις πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της "Η φονική κρίση και η ελληνική τραγωδία" (εκδ Λιβάνη)...
(από Έθνος) Υποστηρίζεται ότι πρόκειται για γενικευμένη κρίση του συστήματος, που είναι ταυτόχρονα οικονομική, κοινωνική, ηθική και περιβαλλοντική και που προκλήθηκε από τις ακρότητες και τις υπερβολές των φανατικών νεοφιλελεύθερων. Απορρίπτονται, έτσι, ως επιφανειακές, όλες εκείνες οι γνωστές προσπάθειες που αποδίδουν την τρέχουσα κρίση αποκλειστικά και μόνο στην αλόγιστη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη διαχείριση κινδύνων και, αντιθέτως, προβάλλεται ως κυρίαρχη αιτία της η έκρηξη των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος, μετά το '80, σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με βάση τα επίσημα δεδομένα για την υφήλιο, διαπιστώνεται ένας μακρόχρονος σφετερισμός των μισθών από τα κέρδη, που μπόρεσε να πραγματοποιηθεί χάρη στην εφαρμογή μέτρων από το βαρύ οπλοστάσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Ο επικίνδυνος διαχωρισμός του μισθού από την παραγωγικότητα της εργασίας απεικονίζεται στην κάθετη πτώση του μεριδίου των μισθών, στο ΑΕΠ, προς όφελος των κερδών, της τάξης των 10 περίπου μονάδων. Ακριβώς οι σοβαρές συνέπειες αυτής της μείωσης, που, αναμφίβολα, ξεπέρασε κατά πολύ τα σχετικά επιτρεπτά όρια στη σχέση μισθών και κερδών μέσα στο ΑΕΠ, προβάλλονται στο ανά χείρας έργο και ενοχοποιούνται για την έλευση της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης, καθώς και για την καταιγίδα που πλήττει την ελληνική οικονομία.
Η δυνατότητα συνέχισης της -οπωσδήποτε- μη υγιούς λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών εδράζεται, εφεξής, αφενός στον υπερδανεισμό των εργαζομένων, ώστε να εξασφαλιστεί στοιχειωδώς η ζήτηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών, και αφετέρου στην υπερβολική ρευστότητα των πλουσίων και υπερπλουσίων. Αυτή η τελευταία κατευθύνεται κυρίως στα χρηματιστήρια, απαιτώντας ολοένα και μεγαλύτερες αποδόσεις και προκαλώντας, έτσι, τις κερδοσκοπικές φούσκες και, τελικά, τις κρίσεις.
Η μοναδική οδός εξόδου από την κρίση αλλά και από τη δραματική ελληνική περιπέτεια είναι η άμεση αναδιανομή του 10% του ΑΕΠ από τα κέρδη προς την εργασία, σε παγκόσμιο και ελληνικό επίπεδο. Δυστυχώς, όμως, ο πανικός των ακραιφνών νεοφιλελεύθερων, μετά την κατάρρευση του συστήματος, είχε βραχεία διάρκεια.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Η μόνη ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα είναι η -πάση θυσία- ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης
Εδώ, οι απόψεις της πριν την προσφυγή στην Τρόικα στις 18/3/10 (πηγή)
«Για την αντιμετώπισή των σοβαρών διαρθρωτικών προβλημάτων μας χρειάζεται σχέδιο, το οποίο να προσαρμόζεται στα ειδικά χαρακτηριστικά και στις ανάγκες της οικονομίας μας. Αλλά, πριν απ’ όλα, χρειαζόμαστε χρόνο. Όχι 3, αλλά τουλάχιστον 6-7 χρόνια, με αρχές και μέτρα που δεν θα μεταβάλλονται. Η επιλογή μας κακώς εμφανίζεται, ότι κινείται μεταξύ σκληρών και ηπιότερων μέτρων, γιατί το πραγματικό δίλημμα είναι ανάμεσα σε συντηρητική / συρρικνωτική και σε επεκτατική /αναπτυξιακή πολιτική. Και ειδικά, για την ελληνική περίπτωση, η κυρίαρχη επιλογή δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη. Τα ελλείμματα, δηλαδή να αντιμετωπιστούν, στην αρχή, με ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και κάποια συμπληρωματικά μέτρα συρρίκνωσης».
Αυτό υποστηρίζει σε εκτενές άρθρο της για την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα που θα φιλοξενηθεί στο υπό έκδοση τεύχος του περιοδικού του Εθνικού Ερευνητικού Κέντρου της Γαλλίας, η οικονομολόγος, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ακαδημαϊκός και μέλος της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, Μαρία Νεγρεπόντη - Δελιβάνη.
Εκεί αναλύει τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν συγχρωτίζεται πλέον με την ευρωπαϊκή οικογένεια και προτείνει την «εκ βάθρων αμφισβήτηση των μέτρων, που επιβάλλει η ΕΕ». Η κ. Νεγρεπόντη - Δελιβάνη διατυπώνει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ την άποψη πως θα ήταν προτιμότερο για τη χώρα να καταφύγει στο ΔΝΤ, πάρα σε μία Ευρώπη, η οποία αφενός δεν δείχνει να κατανοεί τις σοβαρές διαρθρωτικές ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου αρνείται να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης των πολιτικών της, που αντανακλώνται στην ελληνική κοινωνία.
«Έτσι κι αλλιώς, τόσο η επιλογή της ΕΕ, όσο και εκείνη του ΔΝΤ θα έχουν σκληρό αντίκτυπο στους Έλληνες εργαζομένους. Μόνο, που η πρώτη θίγει πολύ την αξιοπρέπειά μας», λέει. Υπογραμμίζει πως «η επιβολή του Συμφώνου Σταθερότητας, επί δεκαετίες, φέρει ασφαλώς, μεγάλο μέρος ευθύνης για τις δυσκολίες της Ελλάδας, που συσσωρεύτηκαν και που τώρα εκρήγνυνται. Η διαπίστωση αυτή αναφέρεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά για την ελληνική περίπτωση οι δυσμενείς επιπτώσεις του Συμφώνου είναι εντονότερες, εξαιτίας των πολλών και σημαντικών διαρθρωτικών ιδιομορφιών της. Εξάλλου, το σχήμα αυτό αποδείχθηκε θανάσιμα επικίνδυνο, ιδιαίτερα για τον ευρωπαϊκό Νότο, με κύριο θύμα την Ιρλανδία, που επί μακρά σειρά ετών χρησίμευε ως βιτρίνα επίδειξης των θαυμαστών επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής μακροοικονομικής πολιτικής».
H αρθρογράφος δεν αμφισβητεί ότι η Ελλάδα οφείλει να βάλει «κάποια τάξη στα δημοσιονομικά της, και ως μέλος της ευρωζώνης να τηρήσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, αλλά, όπως υπογραμμίζει «ουδείς θα βλαφτεί αν η μείωση του ελλείμματος της χώρας κάτω από το 3% του ΑΕΠ πραγματοποιηθεί, όχι σε 3 χρόνια -όπως αφόρητα πιέζεται να πράξει- αλλά σε 6-7 χρόνια, με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάθε χρόνο θα μπορεί να επιδεικνύει το ποσοστό προόδου, που θα έχει προς αυτή την κατεύθυνση».
Επισημαίνει, πως «η υλοποίηση αυτού του στόχου, σε τόσο μικρό διάστημα, είναι αδύνατη, παρά το γεγονός ότι η επιδίωξή της θα απαιτήσει υπέρογκες θυσίες από τα φτωχότερα τμήματα του λαού. Η αποτυχία επίτευξης της ανειλημμένης αυτής υποχρέωσης, παρά τις θυσίες, θα εντείνει το πρόβλημα αναξιοπιστίας της Ελλάδας, θα αναμοχλεύσει κερδοσκοπικές τάσεις και θα επιδεινώσει τις αναπτυξιακές της δυνατότητες».
Η κ. Νεγρεπόντη - Δελιβάνη διατυπώνει ευθέως το φόβο ότι «θα αποδειχθεί θανάσιμο σφάλμα το μέτρο του περιορισμού των μισθών και συντάξεων αν, τελικά, αυτό δεν αποφευχθεί. Η συρρίκνωσή τους αγγίζει τις περίπου 13 μονάδες (από το 1980 έως τώρα), μέσα στο ΑΕΠ, εξαιτίας της επέκτασης της ελαστικής εργασίας, του χρόνια άδικου φορολογικού συστήματος, της ανεργίας, της πίεσης επί των μισθών από τους λαθρομετανάστες, της μετεγκατάστασης και κυρίως της απειλής για μετεγκατάσταση επιχειρήσεων και του επιπέδου εργατικών αμοιβών, που υπολείπεται της παραγωγικότητας της εργασίας. Αν, λοιπόν, υιοθετηθεί το ατυχέστατο αυτό μέτρο, θα ηρεμήσει προς στιγμήν, τους αρμόδιους της ΕΕ και όχι μόνο, αλλά κινδυνεύει πολύ σοβαρά να καταλήξει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Δηλαδή, σε κάθετη πτώση των φορολογικών εσόδων, εξαιτίας εμβάθυνσης της ύφεσης και σε ανεξέλεγκτη ανεργία».
Όπως υπογραμμίζει η ακαδημαϊκός, η μόνη ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα είναι η -πάση θυσία- ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης, ο οποίος πρέπει οπωσδήποτε να υπερβαίνει αυτόν της αύξησης του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος. Γι αυτό, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση, η εγχώρια παραγωγή και οι εξαγωγές.
Αποδέχεται πως «ο στόχος αυτός είναι τώρα, με την κρίση, ασφαλώς, δυσκολότερος, αλλά δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Η υλοποίηση αυτού του στόχου απαιτεί τη διενέργεια δημοσίων επενδύσεων σε μεγαλύτερη έκταση. Οι δημόσιες παραγωγικές δαπάνες θα πρέπει να εκπροσωπούν σημαντικό ποσοστό στο ΑΕΠ, για να είναι αποτελεσματικές. Οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να συμπληρωθούν με γενναία αναδιανομή του εισοδήματος, από το κεφάλαιο προς την εργασία, από τους πλουσιότερους προς τους φτωχότερους για να αποκατασταθεί, σταδιακά, η διασαλευθείσα ανισορροπία, που προκλήθηκε από τις χρόνιες και ακραίας έκτασης ανισότητες».
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Καταπειγόντως, μέτρα για την κρίση.
(από Μακεδονία 7/12/2008)
Αναγνωρίζεται καθημερινά ότι η τρέχουσα κρίση είναι εξαιρετικά σοβαρή, με συνέπειες που δύσκολα μπορεί να εκτιμηθούν, και με διάρκεια σε βάθος χρόνου. Επιπλέον η πολύ πιθανή επιβάρυνσή της με συνθήκες αντιπληθωρισμού (1) την καθιστά ακόμη πιο απειλητική για την παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία.
Εξυπακούεται λοιπόν ότι επιβάλλεται κατεπειγόντως η λήψη αποτελεσματικών μέτρων, που να στοχεύουν στο μετριασμό των δραματικών επιπτώσεών της.
Δυστυχώς όμως οι εξελίξεις δείχνουν ότι η χάραξη της ενδεδειγμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης προσκρούει σε σειρά από δυσκολίες, που αυτοτροφοδοτούνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Αυτές ουσιαστικά συμπυκνώνονται στην παράλογη εμμονή των αρμοδίων -με ελάχιστες εξαιρέσεις- να χαρακτηρίζουν την τρέχουσα κρίση ως χρηματοπιστωτική, ενώ πρόκειται αναμφίβολα για κρίση του συστήματος.
Παρότι ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός μιας κρίσης δεν θα έπρεπε καταρχήν να αποτελεί κυρίαρχο πρόβλημα, όταν όμως συνδυάζεται με την προσπάθεια μεθοδικής υποβάθμισης της σημασίας της, όπως συμβαίνει με την παρούσα περίπτωση, φαίνεται να οδηγεί σε αδιέξοδο.
Πρόκειται φυσικά για γενικότερη προσπάθεια των ακραιφνών νεοφιλελεύθερων της υφηλίου να αποσείσουν τις ευθύνες τους και για τη δεύτερη αυτή παταγώδη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού -η πρώτη, όπως είναι γνωστό, προκάλεσε τη μεγάλη οικονομική κρίση των ετών 1929-1932, καθώς και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- αυτού του συνονθυλεύματος δηλαδή που επαγγέλλεται το δήθεν αλάνθαστο των αγορών, επειδή δήθεν αυτορυθμίζονται από αόρατα χέρια, τη δήθεν εκ προοιμίου υπεροχή του ιδιωτικού τομέα, την ανάγκη ιδιωτικοποίησης των πάντων και την ανάγκη κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας, την ανάγκη της απογύμνωσης των εργαζομένων από κάθε δικαίωμα, γιατί δήθεν η προστασία οδηγεί σε ανεργία, καθώς και σε πολυάριθμες ανάλογες και αναπόδεικτες υποθέσεις.
Έτσι εξηγείται και η προσπάθεια να εμφανίζονται οι τράπεζες και οι τραπεζίτες ως οι πρωταρχικοί ένοχοι αυτής της κρίσης, που όμως δεν πρέπει να τιμωρηθούν, αλλά αντίθετα να τύχουν πολυσύνθετης στήριξης και υποστήριξης, ώστε να γίνει πιστευτή η ουτοπία, ότι δηλαδή θα μπορούσαν εφεξής να απαρνηθούν τη φύση τους, που είναι η επιδίωξη μεγιστοποίησης των κερδών τους, και να ενστερνιστούν κοινωνικό/φιλανθρωπικό ρόλο!
Να σημειωθεί ακόμη σχετικά με τα λάθη και τους υπέρμετρους κινδύνους που ανέλαβαν οι τράπεζες ότι απλά συμμορφώθηκαν με τις διαβεβαιώσεις του κυρίαρχου συστήματος περί του αλάνθαστου των αγορών, που απαγόρευε οποιασδήποτε μορφής κρατικό έλεγχο, που ενθάρρυνε την επιδίωξη κέρδους με κάθε μέσο, που υποβάθμιζε τους κινδύνους της ασύδοτης μετακίνησης του κεφαλαίου κτλ.
Και πιο συγκεκριμένα οι τράπεζες και οι τραπεζίτες ανά την υφήλιο απλά ακολούθησαν τη γραμμή πλεύσης τού επί πολλά χρόνια αρχιερέα του συστήματος, του Alan Greenspan, πρώην διοικητή της FED.
Είναι αλήθεια ότι πριν από μερικές ημέρες ο Alan Greenspan εμφανίστηκε στα παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα, περίλυπος μέχρι θανάτου, για να αναγνωρίσει δημόσια ότι έκανε λάθος, ότι οι αγορές τελικά δεν αυτορυθμίζονται, αλλά αντίθετα απαιτείται κρατικός έλεγχος. Ωστόσο η μετάνοιά του ελάχιστα φαίνεται να επηρέασε τους φανατικούς οπαδούς του, που, αν και σε δεινή θέση τώρα, οραματίζονται νέες ημέρες δόξας.
ΑΝΑΡΧΟ ΜΩΣΑΪΚΟ
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο τρόπος αντιμετώπισης της πολύ σοβαρής αυτής κρίσης δίνει την εντύπωση ενός άναρχου μωσαϊκού, από το οποίο προσθαφαιρούνται σε καθημερινή βάση, τυχαίως εν πολλοίς και αδιακρίτως, μέτρα ασύμβατα αναμεταξύ τους. Πρόκειται ακριβώς για τη διάσπαση των απανταχού φανατικών νεοφιλελεύθερων, που, ενώ εξακολουθούν να είναι δέσμιοι του οιονεί αυτού συστήματος, η σφοδρότητα της κρίσης τούς υποχρεώνει ταυτόχρονα να ταπεινώνονται, αναζητώντας τη σωτηρία των οικονομιών στην παρέμβαση του μισητού κράτους. Μοιραία λοιπόν η όλη προσέγγισή τους είναι αυτή του φύγε κακό από τα μάτια μου. Έτσι προσφεύγουν σε μη αποτελεσματικά ημίμετρα, έτσι και οι εισηγήσεις τους φέρουν τη σφραγίδα της προχειρότητας και έτσι και οι προτάσεις τους αναφέρονται σε βραχυχρόνια περίοδο, γιατί ελπίζουν ότι αύριο θα είναι και πάλι κυρίαρχος ο άκρατος φιλελευθερισμός.
Και ενώ από τη μία πλευρά πραγματοποιούνται πρωτόγνωρης έκτασης κρατικοποιήσεις τραπεζών, από την άλλη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα εξακολουθεί να καλλιεργείται πνεύμα πανικού σχετικά με το αν το δημόσιο έλλειμμα θα είναι τελικά 2,98 ή 2,99, διαιωνίζοντας καταστάσεις που βαθαίνουν την κρίση. Και ενώ η κρίση έχει προ πολλού περάσει από τον τραπεζικό τομέα στην πραγματική οικονομία, ως ύφεση, εξακολουθούμε να αναζητούμε τρόπους αντιμετώπισης, που περνούν μέσα από τις τράπεζες και όχι από την οικονομία.
Η επικίνδυνη αυτή μονομέρεια της πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης έγινε σαφής και στη συνάντηση κορυφής των 27 πριν από λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες, που προετοίμασε τη διεθνή συνδιάσκεψη των 20 στις 15 Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον. Στη συνάντηση αυτή εκφράστηκε συνοπτικά η ευχή να καθιερωθεί έλεγχος των τραπεζικών δραστηριοτήτων, που όμως πρέπει να υιοθετηθεί και από τις ΗΠΑ.
Ανεξαρτήτως του ότι υπογραμμίστηκε για ακόμη μία φορά η υποτέλεια της Ε.Ε. στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, εφόσον αυτή αδυνατεί να προχωρήσει μόνη σε αποφάσεις, αν αυτές δεν υιοθετηθούν και από τις ΗΠΑ, πρέπει επιπλέον να τονιστεί και η πλήρης ανεπάρκεια των μέτρων, που αρχίζουν και τελειώνουν στον τραπεζικό τομέα.
Αυτή η αντιμετώπιση της κρίσης και της ύφεσης αποκαλύπτει περίτρανα ότι οι αρμόδιοι αρνούνται να αναγνωρίσουν τα ενδότερα αίτια της κρίσης, εκκολάπτοντας έτσι νέες καταστροφές για το μέλλον.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο τρόπος αντιμετώπισης της πολύ σοβαρής αυτής κρίσης δίνει την εντύπωση ενός άναρχου μωσαϊκού, από το οποίο προσθαφαιρούνται σε καθημερινή βάση, τυχαίως εν πολλοίς και αδιακρίτως, μέτρα ασύμβατα αναμεταξύ τους. Πρόκειται ακριβώς για τη διάσπαση των απανταχού φανατικών νεοφιλελεύθερων, που, ενώ εξακολουθούν να είναι δέσμιοι του οιονεί αυτού συστήματος, η σφοδρότητα της κρίσης τούς υποχρεώνει ταυτόχρονα να ταπεινώνονται, αναζητώντας τη σωτηρία των οικονομιών στην παρέμβαση του μισητού κράτους. Μοιραία λοιπόν η όλη προσέγγισή τους είναι αυτή του φύγε κακό από τα μάτια μου. Έτσι προσφεύγουν σε μη αποτελεσματικά ημίμετρα, έτσι και οι εισηγήσεις τους φέρουν τη σφραγίδα της προχειρότητας και έτσι και οι προτάσεις τους αναφέρονται σε βραχυχρόνια περίοδο, γιατί ελπίζουν ότι αύριο θα είναι και πάλι κυρίαρχος ο άκρατος φιλελευθερισμός.
Και ενώ από τη μία πλευρά πραγματοποιούνται πρωτόγνωρης έκτασης κρατικοποιήσεις τραπεζών, από την άλλη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα εξακολουθεί να καλλιεργείται πνεύμα πανικού σχετικά με το αν το δημόσιο έλλειμμα θα είναι τελικά 2,98 ή 2,99, διαιωνίζοντας καταστάσεις που βαθαίνουν την κρίση. Και ενώ η κρίση έχει προ πολλού περάσει από τον τραπεζικό τομέα στην πραγματική οικονομία, ως ύφεση, εξακολουθούμε να αναζητούμε τρόπους αντιμετώπισης, που περνούν μέσα από τις τράπεζες και όχι από την οικονομία.
Η επικίνδυνη αυτή μονομέρεια της πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης έγινε σαφής και στη συνάντηση κορυφής των 27 πριν από λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες, που προετοίμασε τη διεθνή συνδιάσκεψη των 20 στις 15 Νοεμβρίου στην Ουάσιγκτον. Στη συνάντηση αυτή εκφράστηκε συνοπτικά η ευχή να καθιερωθεί έλεγχος των τραπεζικών δραστηριοτήτων, που όμως πρέπει να υιοθετηθεί και από τις ΗΠΑ.
Ανεξαρτήτως του ότι υπογραμμίστηκε για ακόμη μία φορά η υποτέλεια της Ε.Ε. στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, εφόσον αυτή αδυνατεί να προχωρήσει μόνη σε αποφάσεις, αν αυτές δεν υιοθετηθούν και από τις ΗΠΑ, πρέπει επιπλέον να τονιστεί και η πλήρης ανεπάρκεια των μέτρων, που αρχίζουν και τελειώνουν στον τραπεζικό τομέα.
Αυτή η αντιμετώπιση της κρίσης και της ύφεσης αποκαλύπτει περίτρανα ότι οι αρμόδιοι αρνούνται να αναγνωρίσουν τα ενδότερα αίτια της κρίσης, εκκολάπτοντας έτσι νέες καταστροφές για το μέλλον.
Η ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟΥ
Η χρηματοπιστωτική κρίση, που προκλήθηκε από τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Αντίθετα το παγόβουνο είναι η εκρηκτική κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, που δημιουργείται και εντείνεται από την κορύφωση των ανισοτήτων. Οι ακραίες αυτές ανισότητες ευθύνονται για τη δραματική αποκόλληση της παραγωγικότητας της εργασίας από τον πραγματικό μισθό, έτσι που τα δύο αυτά μεγέθη, ενώ έπρεπε να συμπορεύονται, ακολουθούν διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις. Η ανώμαλη αυτή εξέλιξη δημιούργησε:
- Πρώτον, την ανάγκη ζήτησης ολοένα υψηλότερων δανείων με ολοένα μικρότερες δυνατότητες για την αποπληρωμή τους εκ μέρους των νοικοκυριών.
- Δεύτερον, την απόκτηση ολιγάριθμων αστρονομικών εισοδημάτων, που δεν έχουν άλλη διέξοδο χρησιμοποίησής τους εκτός από την κερδοσκοπία στα χρηματιστήρια.
Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ξεκάθαρο ότι οι ανεξέλεγκτων διαστάσεων αυτές ανισορροπίες δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν -για να περιοριστούμε στην περίπτωση της Ελλάδας- με τα 28 δισεκατομμύρια ευρώ των φορολογουμένων, που τίθενται στη διάθεση των τραπεζών -που εκτός της προκλητικότητας του μέτρου αυτές δεν επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν- αλλά ούτε και με την ελαστικοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας, που αφήνει κάποια ψίχουλα υπέρ των φτωχών.
ΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΜΕΤΡΑ
Αντίθετα τώρα απαιτείται:
Αντίθετα τώρα απαιτείται:
- Άμεση άρση της εφαρμογής του μεσαιωνικής έμπνευσης Συμφώνου Σταθερότητας, που θα έπρεπε να είχε αποφασιστεί προ πολλού (2). Με τον καταποντισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών τώρα πρέπει να πιεστεί η Γερμανία που το επέβαλε να το απεμπολήσει, δεδομένου ότι αποτελεί ασήκωτο βάρος για το σύνολο των οικονομιών της Ε.Ε.
- Γενναία αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων. Και επειδή εξαιτίας της ανεξέλεγκτης φοροδιαφυγής δεν είναι δυνατή η εφαρμογή ορθόδοξων μεθόδων -δηλαδή εξασφάλιση των αναγκαίων ποσών από αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα υψηλά εισοδήματα- πρέπει να επιλεγούν άλλες οδοί, όπως κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων και παροχή επιδομάτων με χρηματοδότηση από ελλειμματικό προϋπολογισμό.
Ναι, από ελλειμματικό προϋπολογισμό, γιατί δεν υπάρχει άλλη λύση και γιατί δεν θα έπρεπε να μας πανικοβάλλει ο πληθωρισμός, δεδομένου ότι:
* Πρώτον, η ανεργία, που κινδυνεύει να φτάσει και στο 20% -στη μεγάλη κρίση του 1929-1932 άγγιξε το 25%- και αν είναι διαρκείας, είναι ασύγκριτα πιο καταστρεπτική από τον πληθωρισμό.
* Δεύτερον, η αύξηση της κατανάλωσης, που έτσι θα προκύψει, θα αναζωογονήσει την οικονομία και θα αυξήσει την προσφορά αλλά και τα δημόσια έσοδα μέσω των φόρων.
* Τρίτον, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο ότι η διεθνής οικονομία έχει προ πολλού εγκαταλείψει τον πληθωρισμό και έχει εισέλθει σε επικίνδυνη αντιπληθωριστική φάση.
* Η κ. Δελιβάνη είναι πρώην Πρύτανης και Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, πρόεδρος του "Ιδρύματος Δελιβάνη"
Σημειώσεις
(1) Μακροχρόνια και συνεχής πτωτική τάση του γενικού επιπέδου των τιμών
(2) Βλ. Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Η τύχη του Ευρώ μετά την κηδεία του Συμφώνου Σταθερότητας, Εκδόσεις Ιδρύματος Δελιβάνη και Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2004
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
Στην παρέμβασή της η Μαρία Νεγρεπόντη - Δελιβάνη αναφερόμενη στις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που έχει πάρει η ανεργία στην Ευρώπη τόνισε ότι: «ορισμένα από τα αίτια αυτής της κρίσης της ανεξέλεγκτης ανεργίας ήταν αναπότρεπτα, όπως το πέρασμα του καπιταλισμού στο μεταβιομηχανικό στάδιο ανάπτυξης, καθώς και η εμφάνιση νέων και επαναστατικών τεχνολογιών».
«Ωστόσο - συνέχισε - αυτές οι εξελίξεις, που όφειλαν να αντιμετωπιστούν με τη βοήθεια ενός ισχυρού κράτους, που θα μετρίαζε τις δυσμενείς τους συνέπειες, συνδυάστηκαν αντίθετα με την επιλογή των πιο ακραίων μορφών του νεοφιλελευθερισμού και της επιλεκτικής απελευθέρωσης των συναλλαγών».
Αναφερόμενη στο 35ωρο τόνισε ότι και αυτό χρησιμοποιήθηκε ως όπλο για τη μετατροπή μόνιμης απασχόλησης σε μερική (στη Γαλλία και οι 700.000 νέες θέσεις είναι μερικής απασχόλησης).
Οπως υπογράμμισε η Μαρία Νεγρεπόντη - Δελιβάνη η ευρωπαϊκή ανεργία αποτελεί επιθυμητή κατάσταση, προκειμένου να επιτευχθεί έτσι η αναδιανομή του πλούτου, από την εργασία, και συγκεκριμένα την ανειδίκευτη και ημιειδικευμένη προς το κεφάλαιο. «Οι κοινωνικές αντιδράσεις και στο νέο αυτό πείραμα - κατέληξε - πολλαπλασιάζονται και καθημερινά εντείνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη». Κατέληξε με τη ρήση του Θωμά του Ακινάτου:
«Συστήματα που δεν κατορθώνουν να συγκεντρώσουν τη συναίνεση της πλειοψηφίας έχουν βραχύ βίο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου