Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Η αντ-αγανάκτηση έφτασε

φωτογραφία dikaioma.gr
του Δημήτρη Σεβαστάκη
από τα "Ενθέματα"
της Αυγής της Κυριακής

Οι καινούριες μεγάλες συγκεντρώσεις είναι ένα τοιχογράφημα, σχηματίζουν ένα μεγάλο απόθεμα από ίχνη. Ο καθένας, μέσα από την facebook πειθαρχία, θεωρεί ότι επανεγγράφεται με νέους όρους στο κοινωνικό σώμα. Το ρέμα λοιπόν μπορεί να πάει στο παντού, να απλώσει ρευστό και αχαλίνωτο ή να στεγνώσει σε μια παρακυβερνητική κατάπτωση. Μπορεί να εκφράσει, αλλά μπορεί και να σβήσει, αφού ο καθένας αισθάνεται ήδη πληρωμένος μέσα σε μια γλωσσική-συμβολιστική ολικότητα. Άρα, όσο ορμητικά ήρθε τόσο αποφασιστικά μπορεί να αποσυρθεί. Κι αυτό ενδεχομένως θα γεννήσει ακόμα εντονότερα την ανάγκη αναφοράς, την ανάγκη σύνθεσης ευδιάκριτου πολιτικού προσώπου, εννοιολογικής νομιμοποίησης, ερμηνευτικής ακρίβειας. Και για τους θεατές του κινήματος και για τους θαμώνες. Αυτά τα στοιχεία συστήνουν το ελάττωμα και το προτέρημα της παρθένας και καθαρής μαζικότητας.

Από την άλλη πλευρά όμως, ο έλεγχος ενός μαζικού κοινωνικού σκιρτήματος που πάει να γίνει λόγιο από αχανές που ήταν, που πάει ν αρπάξει ένα κομμάτι ιστορίας ή έστω να διασκεδάσει θυμικά την κρίση και την ματαίωση, είναι σύνθετο «καθήκον». Οι κουρασμένες ελίτ, οι πυρήνες μιντιακής και κυβερνητικής εξουσίας, δύσκολα μπορούν να σκεφτούν πάνω στα απροσδόκητα. Προτιμούν τα εύκολα, τις τετράγωνες κατηγοριοποιήσεις, όπως ακριβώς έχουν εκπαιδευτεί. Κάθε εκτροπή, για παράδειγμα, περιφράσσεται στους κουκουλοφόρους. 

Στην περίπτωση των social networks τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα αφού τα Μέσα είναι οικεία και νομιμοποιημένα στην οικιακή τάξη. Όλες οι πολιτικές εκφωνήσεις που υποχρεώθηκαν να εξοικειωθούν με την γκατζετ-παπανδρεϊκή μονομανία, μοιάζουν ανεξοικείωτες με το εγερτικό ρέμα που η τελευταία συνεπιφέρει. Σαν να συμβαίνει για πρώτη φορά, σα να κατέβηκε στην πραγματικότητα και να μην είναι μέρος της.  

Οι διάφορες πολιτικές επεξεργασίες, οι περιγραφές είναι εσωστρεφείς, τυφλές ή ρυπαρές. Δεν διαισθάνονται, αφού ούτως η άλλως δεν βλέπουν. Δεν προβλέπουν αφού δεν αναλύουν με καθαρό μάτι την πραγματικότητα. Έτσι παραλυμένες ανάμεσα στην «παρανεωτερική» θεολογική λατρεία των social networks και στην απροσδόκητη και φοβογόνο μαζικότητα του κόσμου, οι εξουσιαστικές ελίτ προσπαθούν να βρουν την στατιστική ισοδυναμία του αντιφατικού κινήματος: «50.000, 70.000, 100000 συγκεντρωμένοι». Προσπαθούν να βρουν μια χωροταξική ισοδυναμία: «Ολόκληρη η πλατεία Συντάγματος και η Αμαλίας γέμισαν ασφυκτικά» Προσπαθούν να εικονογραφήσουν επανεπινοώντας τον Μίκη πχ, ή κάποια αναγνωρίσιμα τηλεοπτικά πρόσωπα. Συχνά προσπαθούν να ηθικολογήσουν πάνω σε κάτι που μεταχειρίζεται μια ακατάληπτη και ασύλληπτη ηθική, που οι αποτιμήσεις του για την πολιτική καθημερινότητα, για τα μιντιακά και κοινοβουλευτικά πρόσωπα, είναι αδιάβλητες και ακαταμάχητες.

Οι γλώσσες ελέγχου που καταρχήν επινοήθηκαν από τα πολιτικά και μιντιακά άστρα είναι Περιγραφική Προσχώρηση και Επαινετική Νουθεσία. Μ’ αυτές προσπαθεί το σύστημα να βρει ρυθμιστικούς κώδικες που θα υπερερμηνεύσουν και θα ταριχεύσουν με αδίστακτο και υπονομευτικό θαυμασμό, το δυνάμει εξεγερτικό φαινόμενο. Από την βία κατά των φοιτητικών κινητοποιήσεων και την νωθρότητα μιας αβέβαιης περιγραφής των πρώτων συνταγματικών ημερών, καταλήγουμε στο μίγμα χιλιαστικής εσχατολογίας και ηθικισμού: «νέο πνεύμα ομοψυχίας για να μην χαθεί η χώρα», «ευθύνη» και «καθήκον» προτείνει ένας νεοφώτιστος, διανοούμενος καθωσπρεπισμός.

Η αφανισμένη κριτική πρόσληψη, τρεκλίζει πότε προς την δειλή ανοχή στις μάζες των ανένταχτων ή των ασύντακτων, πότε στην διστακτική επιτίμηση, πότε στην ενόχληση για τα βίαια μπουκάλια νερού. Περίπου έτσι και εκεί ορίζεται το καλό και το ορθό, σε μια ιστορική περίοδο όπου και τα δύο καρκινοβατούν. Πολύ γρήγορα οι ελίτ καταφεύγουν στο πιο «σύνθετο» ερμηνευτικό εργαλείο που ο εμπειρισμός τους μπορεί να διαθέσει: Την απλή κακολογία, την τρομοκράτηση, τον θόρυβο μιας τηλεοπτικής αντ-αγανάκτησης. «Το καταθλιπτικό που υποπτεύομαι ότι θα συμβεί είναι να παραχθούν οι πασίγνωστοι ένοχοι […] η Αριστερά, ο λαϊκισμός, ο νεομπολσεβικισμός […] κι απ’ την άλλη ο γνωστός, ο Θόδωρος Πάγκαλος», έγραψα στην Ελευθεροτυπία της Τετάρτης 1.6.2011. 

Οι ημικωμικές ιστορίες του Εθνικού Κήπου, της Κέρκυρας, της Αργυρούπολης καθώς και ο τρόπος μιντιακής διαχείρισής τους, δείχνουν την πολιτικά σκοτεινή συνεπαγωγή. Αλλά ας σημειώσουμε και κάτι στο πλάι του ΜακΛούαν: το facebook είναι δομή, δεν είναι χωρίς ενδιάθετους συντακτικούς κώδικες, χωρίς εργαλεία αρχείου. Η εγγραφή στον κοινωνικό χώρο, γίνεται ταξινομημένα και ρυθμισμένα. Η διαμαρτυρία μετράται, ιεραρχείται, νοείται. Αυτή τη σύνθετη γλώσσα, αύριο κιόλας είναι έτοιμος ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τη σφετεριστεί. Αντίθετα. Η αριστερά έχει να λύσει ένα πιο σύνθετο πρόβλημα. ¨Όχι να μπει στην ιστορία της αγανάκτησης αλλά να την καταστρώσει. Όχι να χωθεί στην ανοιχτή πόρτα, αλλά να εκλογικεύσει γρήγορα και βαθειά.

- Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης (dsevastakis@arch.ntua.gr ) είναι ζωγράφος και διδάσκει στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου