Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Μεταπολιτευτικές στρεβλώσεις...

Του Γιώργου Μπράμου (από την ΑΥΓΗ)
Ο αείμνηστος Τάκης Λαμπρίας είχε επισημάνει κάποτε πως το μεγάλο τραύμα που άφησε στη χώρα η Δικτατορία της 21ης Απριλίου δεν ήταν τόσο οικονομικό, πολιτικό ή κοινωνικό, αλλά πρωτίστως πολιτιστικό. Προεκτείνοντας λίγο αυθαίρετα και σχηματικά εκείνη τη σκέψη, θα συμπλήρωνα πως το τραύμα βάθυνε και κακοφόρμισε στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Με κορύφωση τους τρόπους, τις συμπεριφορές, τη στάση και την αντίληψη για τη ζωή, την επιβίωση και την καθημερινότητα που έχει πλέον (τελεσίδικα και μη αναστρέψιμα;) επιβάλει η ιδιωτική τηλεόραση.
Αυτά όμως τα αποτελέσματα δεν είναι παρθενογενέσεις. Δεν έπεσαν ξαφνικά πάνω στο κεφάλι του μεγάλου έθνους και του περιούσιου λαού. Και κάτι μέρες, όπως οι σημερινές, με την οικονομική δυσπραγία να μας αφήνει ξερούς (όσο κι αν ως αριστεροί πάντα ψάχνουμε ενόχους και με το κυνήγι νομίζουμε πως εξοφλούμε το καθήκον μας), η αποστροφή για τη Χούντα δεν μπορεί να παρηγορήσει άλλο τη μεταπολιτευτική μας πορεία.
(...)
Τι δεν πήγε όμως καλά κι είμαστε σήμερα τα ρετάλια της Ευρώπης; Με την εμπειρική μου προσέγγιση νομίζω πως υπάρχουν δύο, τρία στοιχεία που βαραίνουν πάνω στην ελληνική μεταπολιτευτική κακοδαιμονία. Είναι το κομματικό σύστημα που παρέμεινε πελατειακό και ελάχιστα δημοκρατικό. Είναι το συνδικαλιστικό κίνημα που εξάντλησε τον διεκδικητικό του χαρακτήρα στη συμφεροντολογία συντεχνιών. Είναι η αγκύλωση σε κεκτημένα, που δεν έχουν συλλογικό χαρακτήρα, αλλά λειτουργούν σαν προνόμια μειοψηφιών. Είναι η καταστροφή της ανθρώπινης δημιουργικότητας με μια εντελώς κοντόφθαλμη και παρασιτική αντίληψη για βοήθεια που ήρθε από τα ευρωπαϊκά προγράμματα σύγκλισης. Μεγάλο παράδειγμα η αγροτική τάξη. Κι άλλα πολλά.
Έχω όμως μια έμμονη ιδέα και θέλω να τη μοιραστώ με τους αναγνώστες. Νομίζω πως όλα έρχονται από τις φοβερές μέρες, όταν έπεσε η Χούντα κι οι Έλληνες κατέβηκαν δικαίως στους δρόμους με χαρά και αγαλλίαση. Κάποιοι, πολλοί, λίγοι, ποιος να το βρει, καμώθηκαν πως η δικτατορία κατέρρευσε εξαιτίας της δικής τους, προσωπικής παλικαριάς. Όσοι πήγαν φυλακές, εξορίες, όσοι κυνηγήθηκαν είδαν το φαινόμενο των εκατομμυρίων «αντιστασιακών» να ακυρώνει και να διαψεύδει το κορυφαίο αξιακό και οραματικό στοιχείο της αντιδικτατορικής τους αντίστασης: Την ηθική διάσταση της πολιτικής, τη συμμετοχή δηλαδή, με κίνδυνο και θυσία, σε ανιδιοτελείς πράξεις. Η Ελλάδα της σιωπής και του βολέματος δεν είχε περιθώριο να σκύψει στον συμβιβασμό της, δεν στοχάστηκε και δεν είχε κάποια ενοχή για την ανοχή της απέναντι στη γελοιότητα και την τραγωδία των συνταγματαρχών, αλλά έτρεξε κι από πάνω να δηλώσει συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα και να καρπωθεί με ιδιοτέλεια μια ιδιότυπη ασυλία σε αυθαιρεσίες και παρεκτροπές. Αυτό το φαινόμενο δεν ήταν ευκαιριακό, αλλά διέτρεξε όλη τη μεταπολίτευση, μέχρι να μεταμορφωθεί σε ένα έκτρωμα, όπου μπερδεύτηκαν ιδέες, έννοιες, ιδεοληψίες, ένας αχταρμάς πολιτικής και κοινωνικής υπανάπτυξης. Όλα θεωρούνται προνόμια, δεν υπάρχει πουθενά καθήκον και ευθύνη, κυριαρχεί μόνο ο πληθωριστικός λόγος και η ασυλλόγιστη διεκδίκηση.
Με τέτοιες στρεβλώσεις ίσως δεν είναι χωρίς εξήγηση η στάση όλων μας απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Κακά τα ψέματα. Μοιάζει τόσο ηρωικό να σκοτώνεις ανύποπτους ανθρώπους και να σεληνιάζεσαι με επαναστάσεις και ανατροπές, όταν εσύ ο ίδιος ή ο γλυκός μπαμπάς, τότε που χρειάστηκε κι έπρεπε, λούφαξες ή λούφαξε. Μέχρι που μια βόμβα λιανίζει ένα αγόρι από το Αφγανιστάν. Αυτό βέβαια είναι μια παράπλευρη απώλεια και δεν έχουμε όρεξη να κατέβουμε σε πορεία. Οι κοινωνικοί αγωνιστές δεν είναι δολοφόνοι, κύριέ μου. Γιατί, πάντα, «εμείς τότε» και τα λοιπά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου