σκίτσο του Χρήστου Τολιάδη από το Έθνος |
Πώς αλλάζουν οι καιροί… Λίγους μήνες πριν η κυβέρνηση ειρωνευόταν τη Νέα Δημοκρατία για την πρότασή της να ‘αξιοποιήσει’ τη δημόσια περιουσία σε σημείο ώστε να αποφέρει στο ταμείο του κράτους 50 δισ. μέσα σε 2 χρόνια. Και την αποκαλούσε «μαγική συνταγή». Τώρα με μπροστάρη την τρόικα θέτει η ίδια ζήτημα ‘αξιοποίησης’ της δημόσιας περιουσίας ώστε μαζί με τις αποκρατικοποιήσεις να εισπράξει και να μειώσει αντίστοιχα το δημόσιο χρέος κατά 50 δισ. μέσα σε 4 χρόνια (ως 2015). Πόσο πανικόβλητος πρέπει να είναι κανείς για να αναζητά λύσεις προσφεύγοντας σε «μαγικές συνταγές»;
Γιατί μεγαλύτερη ομολογία αποτυχίας της 9μηνης μνημονιακής πολιτικής από τον ουρανοκατέβατο στόχο γενικής εκποίησης των ‘πάντων’ αντί 50 δισ. δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Θυμίζουμε πως το Μνημόνιο (3/5/10) στην πρώτη του επικαιροποίηση (6/8/10) μιλούσε για αποκρατικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας ύψους 3 δισ. την περίοδο 2011-2013, δηλαδή στόχευε σε έσοδα αποκρατικοποιήσεων 1 δισ. ετησίως. Στη δεύτερη επικαιροποίηση (22/11/10) μιλούσε για αντίστοιχα έσοδα αποκρατικοποιήσεων 7 δισ. την περίοδο 2011-2013, δηλαδή το Μνημόνιο πλέον στόχευε σε 2,3 δισ. ετησίως. Και ξαφνικά (10/2/11) μαθαίνουμε ότι ο στόχος των αποκρατικοποιήσεων ανήλθε στα 50 δισ. ως το 2015, δηλαδή το Μνημόνιο επιδιώκει τώρα έσοδα 12,5 δισ. ετησίως για μία ακόμη μεγαλύτερη περίοδο !!
Με άλλα λόγια, μέσα σε 6 μήνες το Μνημόνιο αύξησε τον πήχη των αποκρατικοποιήσεων 12,5 φορές !!! Πώς είναι δυνατόν να μην μιλήσει κανείς για πανικό μπροστά στην έλλειψη αξιοπιστίας της ακολουθούμενης μνημονιακής πολιτικής; Τι είναι αυτό που πάει τόσο άσχημα στην ελληνική οικονομία ώστε να μην βλέπουν οι δανειστές μας καμία βελτίωση της ικανότητας αποπληρωμής της οικονομίας και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής της στις αγορές; Τι τους ανησυχεί ώστε να ζητούν 12,5 φορές μεγαλύτερο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα; Και γιατί τελικά αποτελεί εκποίηση και όχι ‘αξιοποίηση’;
Πρώτα-πρώτα το δ’ τρίμηνο έδειξε πως η ελληνική οικονομία όχι μόνον παραμένει στην ύφεση, αλλά συνεχίζει να βυθίζεται βαθύτερα σε αυτήν. Η μείωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά -6,6% έναντι ευρωπαϊκής ανάκαμψης 2% μαρτυρά πόσο δύσκολο είναι να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία μόνον χάρις στην ώθηση των εξαγωγών. Κατανάλωση και επενδύσεις βρίσκονται στα τάρταρα, ανεργία και πληθωρισμός στα ύψη. Η δε μείωση του εξωτερικού ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη βύθιση των εισαγωγών, απόδειξη της μεγάλης ύφεσης στην οικονομία. Η μεγάλη μείωση των πραγματικών μισθών, η αύξηση της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας και των φορολογικών βαρών, καθώς επίσης η προοπτική αύξησης των επιτοκίων λόγω πληθωρισμού και αβεβαιότητας των αγορών σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης των χρεών (βλ νέα αύξηση των spreads και ασφαλίστρων κινδύνου), δεν επιτρέπουν καμία αισιοδοξία για γρήγορη σταθεροποίηση της οικονομίας στο α’ εξάμηνο του 2011 και επιστροφή σε μικρή ανάκαμψη στο β’ εξάμηνο του έτους όπως λογαριάζει η κυβέρνηση. Η έξοδος στις αγορές για νέο δανεισμό φέτος αποτελεί μία σχεδόν αδύνατη υπόθεση.
Το χειρότερο, όμως, είναι πως ακόμη και η ευρωπαϊκή ανάκαμψη είναι αβέβαιη, καθώς αρχίζουν να εφαρμόζονται τα προγράμματα δημοσιονομικών περικοπών σε διάφορες χώρες-μέλη. Το δ’ τρίμηνο 2010, Βρετανία και Πορτογαλία γνώρισαν κάμψη του ΑΕΠ τους κατά -0,5% και -0,3% αντίστοιχα σε τριμηνιαία βάση. Το ίδιο συνέβη στην Ιαπωνία, γεγονός που σε συνδυασμό με την κρίση της Μ. Ανατολής, την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, τη δυστοκία ευρωπαϊκής συναίνεσης για το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», την τάση αύξησης των επιτοκίων (Κίνα) και τη διατήρηση των διεθνών ανισορροπιών (G20), προκαλεί ανησυχίες σε πολλούς αναλυτές για τη βιωσιμότητα της διεθνούς ανάκαμψης.
Τέλος, τα εγχώρια δημοσιονομικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου έδειξαν μία υστέρηση φορολογικών εσόδων 300 εκατομ. σε σχέση με τον κυβερνητικό στόχο. Υστέρηση που σε ετήσια βάση υπολογίζεται να υπερβεί τα 1,7 δις. Η διαπίστωση αυτή μαζί με την σταθερή εγχώρια διάβρωση της κυβερνητικής αξιοπιστίας και τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των αγορών ερμηνεύουν πολύ καλά την αρνητική γνωμάτευση για την αποτελεσματικότητα της μνημονιακής πολιτικής. Γι’ αυτό και όσο πιο έντονη είναι η απόκλιση και αποτυχία της ασκούμενης πολιτικής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος πως δεν θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να ξεπληρώσει τα χρέη της και τόσο ισχυρότερη η ανάγκη για επιστράτευση έκτακτων μέτρων αποζημίωσης των πιστωτών.
Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί η αιφνίδια ανακοίνωση του πακέτου αποκρατικοποιήσεων των 50 δισ. μαζί με τα 30 δισ. νέων εγγυήσεων προς τις τράπεζες και άλλα 20 δισ. νέων μέτρων εφόσον διαψευσθεί το ‘καλό’ σενάριο για την οικονομία. Δεν πρόκειται για κυβερνητική επιλογή κατόπιν ώριμου σχεδιασμού για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη μείωση του χρέους όπως εμφανίστηκε. Πρόκειται για πανικόβλητη αντίδραση των κυβερνώντων και επιτάχυνση μιας δρομολογημένης και προαποφασισμένης διαδικασίας αποζημίωσης των πιστωτών ενόψει της αδιέξοδης μνημονιακής πολιτικής σταθεροποίησης της οικονομίας. Την απαίτηση των πιστωτών διατύπωσε απερίφραστα ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ: «Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία 50 δισ. προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος». Το εξήγησε καλύτερα ο τέως Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ: «πίσω από την επιχείρηση διάσωσης της Ελλάδας βρίσκονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες» συμπληρώνοντας πως «οι Έλληνες δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα ομόλογά τους»..
Ο στόχος των 50 δισ. ευρώ
Αφού, λοιπόν, το χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί, ας βγει στο σφυρί ότι περιουσιακό στοιχείο υπάρχει. Όχι γιατί ως το 2015 αν μαζευτούν 50 δισ. θα μειωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος των 400 δις, αλλά γιατί η μαζική εκποίηση δημόσιας περιουσίας θα δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που θα επιτρέψουν το… γενικότερο πωλητήριο της χώρας.
Το πού πραγματικά αποσκοπεί ο στόχος των 50 δισ. φαίνεται από το πόσο «ρεαλιστικός» είναι. Τρεις παρατηρήσεις επ’ αυτού :
Πρώτο, σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του υπουργείου Οικονομικών, εκτιμάται ότι στη χώρα υπάρχουν συνολικά 97.029 δημόσια (68.993) και ανταλλάξιμα (28.036) κτήματα συνολικής έκτασης 3.500.000 στρεμμάτων. Εξ αυτών, μόνο 7.741 δημόσια κτήματα συνολικής έκτασης 245.000 στρεμμάτων είναι ελεύθερα, δηλαδή μόνον το 7%. Όμως πόσα από τα ελεύθερα είναι και αξιοποιήσιμα κανείς δεν ξέρει. Ή σχεδόν κανείς. Γιατί σύμφωνα με έρευνα του Βασίλη Μαγκλάρα στο ΙΣΤΑΜΕ, μόνο το 13,47% ή 9.563 ακίνητα είναι ελεύθερα και ενδεχομένως αξιοποιήσιμα. Το ανησυχητικό, όμως, για την κυβέρνηση και την τρόικα είναι ότι στην έρευνα επισημαίνεται πως από μια δεξαμενή 71.000 ακινήτων, η ανάδειξη 100 αξιοποιήσιμων αποτελεί ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο! Με άλλα λόγια, ώδινεν όρος και έτεκε μυν.
Δεύτερο, ας υποθέσουμε ότι αξιοποιείται και το 7% των ελεύθερων δημοσίων κτημάτων όταν η συνολική αξία της δημόσιας περιουσίας αποτιμάται στα 270 δις. Σημαίνει αυτό πως το ελληνικό δημόσιο θα εισπράξει το ισοδύναμο των 20 δισ.; Όχι βεβαίως. Γιατί χρειάζεται μία τεράστια προετοιμασία θεσμικού, οργανωτικού και νομοθετικού χαρακτήρα που απουσιάζει και είναι χρονοβόρα. Γιατί αν αληθεύει η κυβερνητική δέσμευση ότι δεν θα πουλήσει αλλά θα αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία με μακρόχρονες συμβάσεις παραχώρησης, εκμισθώσεις, leasing κ.λπ., τότε τα εισπρακτικά οφέλη θα κατανέμονται σε διάρκεια 40, 60 ή 80 ετών και φυσικά δεν θα διευκολύνουν στη μείωση του χρέους την… προσεχή 4ετία. Τέλος, γιατί σε μία διεθνή οικονομική κρίση οι αγοραστές σπανίζουν και δεν προσέρχονται όταν ο πωλητής πνίγεται, παρά μόνον αφού έχει ήδη πνιγεί..
Τρίτο, αν η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας δεν αποδίδει πάνω από μερικά δις, ίσως τα έσοδα να έλθουν από τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και συμμετοχών. Όμως, τη δεκαετία 1998-2008 τα έσοδα της Ελλάδας από αποκρατικοποιήσεις ήταν 23,3 δισ. ή 2,1 δισ. ετησίως. Τώρα ζητάμε 12,5 δισ. ετησίως. Αν, στην καλύτερη περίπτωση, τα 2,5 δισ. έλθουν από αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, τα υπόλοιπα 10 δισ. πρέπει να έλθουν από πωλήσεις ΔΕΚΟ κ.λπ. Χρειάζεται, δηλαδή, μία πενταπλάσια απόδοση συγκριτικά με μία περίοδο όπου η οικονομία είχε ούριο τον άνεμο της ανάπτυξης, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει τώρα που αντιμετωπίζει μετωπικά τον άνεμο της ύφεσης…
Ίσως, έτσι, εξηγείται γιατί ο υπουργός Οικονομίας δήλωσε στη Βουλή σχετικά με τον στόχο των 50 δισ. πως «θα πρέπει να εξετάζουμε το πως θα το κάνουμε και όχι το γιατί το κάνουμε»… Κανείς, ασφαλώς, δεν θέλει να μαθαίνεται το ‘γιατί’, όταν συνειδητά θέτει ο ίδιος ανέφικτους στόχους.
Γιατί μεγαλύτερη ομολογία αποτυχίας της 9μηνης μνημονιακής πολιτικής από τον ουρανοκατέβατο στόχο γενικής εκποίησης των ‘πάντων’ αντί 50 δισ. δεν έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Θυμίζουμε πως το Μνημόνιο (3/5/10) στην πρώτη του επικαιροποίηση (6/8/10) μιλούσε για αποκρατικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας ύψους 3 δισ. την περίοδο 2011-2013, δηλαδή στόχευε σε έσοδα αποκρατικοποιήσεων 1 δισ. ετησίως. Στη δεύτερη επικαιροποίηση (22/11/10) μιλούσε για αντίστοιχα έσοδα αποκρατικοποιήσεων 7 δισ. την περίοδο 2011-2013, δηλαδή το Μνημόνιο πλέον στόχευε σε 2,3 δισ. ετησίως. Και ξαφνικά (10/2/11) μαθαίνουμε ότι ο στόχος των αποκρατικοποιήσεων ανήλθε στα 50 δισ. ως το 2015, δηλαδή το Μνημόνιο επιδιώκει τώρα έσοδα 12,5 δισ. ετησίως για μία ακόμη μεγαλύτερη περίοδο !!
Με άλλα λόγια, μέσα σε 6 μήνες το Μνημόνιο αύξησε τον πήχη των αποκρατικοποιήσεων 12,5 φορές !!! Πώς είναι δυνατόν να μην μιλήσει κανείς για πανικό μπροστά στην έλλειψη αξιοπιστίας της ακολουθούμενης μνημονιακής πολιτικής; Τι είναι αυτό που πάει τόσο άσχημα στην ελληνική οικονομία ώστε να μην βλέπουν οι δανειστές μας καμία βελτίωση της ικανότητας αποπληρωμής της οικονομίας και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής της στις αγορές; Τι τους ανησυχεί ώστε να ζητούν 12,5 φορές μεγαλύτερο ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα; Και γιατί τελικά αποτελεί εκποίηση και όχι ‘αξιοποίηση’;
Πρώτα-πρώτα το δ’ τρίμηνο έδειξε πως η ελληνική οικονομία όχι μόνον παραμένει στην ύφεση, αλλά συνεχίζει να βυθίζεται βαθύτερα σε αυτήν. Η μείωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά -6,6% έναντι ευρωπαϊκής ανάκαμψης 2% μαρτυρά πόσο δύσκολο είναι να ορθοποδήσει η ελληνική οικονομία μόνον χάρις στην ώθηση των εξαγωγών. Κατανάλωση και επενδύσεις βρίσκονται στα τάρταρα, ανεργία και πληθωρισμός στα ύψη. Η δε μείωση του εξωτερικού ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη βύθιση των εισαγωγών, απόδειξη της μεγάλης ύφεσης στην οικονομία. Η μεγάλη μείωση των πραγματικών μισθών, η αύξηση της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας και των φορολογικών βαρών, καθώς επίσης η προοπτική αύξησης των επιτοκίων λόγω πληθωρισμού και αβεβαιότητας των αγορών σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης των χρεών (βλ νέα αύξηση των spreads και ασφαλίστρων κινδύνου), δεν επιτρέπουν καμία αισιοδοξία για γρήγορη σταθεροποίηση της οικονομίας στο α’ εξάμηνο του 2011 και επιστροφή σε μικρή ανάκαμψη στο β’ εξάμηνο του έτους όπως λογαριάζει η κυβέρνηση. Η έξοδος στις αγορές για νέο δανεισμό φέτος αποτελεί μία σχεδόν αδύνατη υπόθεση.
Το χειρότερο, όμως, είναι πως ακόμη και η ευρωπαϊκή ανάκαμψη είναι αβέβαιη, καθώς αρχίζουν να εφαρμόζονται τα προγράμματα δημοσιονομικών περικοπών σε διάφορες χώρες-μέλη. Το δ’ τρίμηνο 2010, Βρετανία και Πορτογαλία γνώρισαν κάμψη του ΑΕΠ τους κατά -0,5% και -0,3% αντίστοιχα σε τριμηνιαία βάση. Το ίδιο συνέβη στην Ιαπωνία, γεγονός που σε συνδυασμό με την κρίση της Μ. Ανατολής, την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, τη δυστοκία ευρωπαϊκής συναίνεσης για το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», την τάση αύξησης των επιτοκίων (Κίνα) και τη διατήρηση των διεθνών ανισορροπιών (G20), προκαλεί ανησυχίες σε πολλούς αναλυτές για τη βιωσιμότητα της διεθνούς ανάκαμψης.
Τέλος, τα εγχώρια δημοσιονομικά αποτελέσματα του Ιανουαρίου έδειξαν μία υστέρηση φορολογικών εσόδων 300 εκατομ. σε σχέση με τον κυβερνητικό στόχο. Υστέρηση που σε ετήσια βάση υπολογίζεται να υπερβεί τα 1,7 δις. Η διαπίστωση αυτή μαζί με την σταθερή εγχώρια διάβρωση της κυβερνητικής αξιοπιστίας και τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των αγορών ερμηνεύουν πολύ καλά την αρνητική γνωμάτευση για την αποτελεσματικότητα της μνημονιακής πολιτικής. Γι’ αυτό και όσο πιο έντονη είναι η απόκλιση και αποτυχία της ασκούμενης πολιτικής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος πως δεν θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να ξεπληρώσει τα χρέη της και τόσο ισχυρότερη η ανάγκη για επιστράτευση έκτακτων μέτρων αποζημίωσης των πιστωτών.
Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί η αιφνίδια ανακοίνωση του πακέτου αποκρατικοποιήσεων των 50 δισ. μαζί με τα 30 δισ. νέων εγγυήσεων προς τις τράπεζες και άλλα 20 δισ. νέων μέτρων εφόσον διαψευσθεί το ‘καλό’ σενάριο για την οικονομία. Δεν πρόκειται για κυβερνητική επιλογή κατόπιν ώριμου σχεδιασμού για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη μείωση του χρέους όπως εμφανίστηκε. Πρόκειται για πανικόβλητη αντίδραση των κυβερνώντων και επιτάχυνση μιας δρομολογημένης και προαποφασισμένης διαδικασίας αποζημίωσης των πιστωτών ενόψει της αδιέξοδης μνημονιακής πολιτικής σταθεροποίησης της οικονομίας. Την απαίτηση των πιστωτών διατύπωσε απερίφραστα ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ: «Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία 50 δισ. προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος». Το εξήγησε καλύτερα ο τέως Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ: «πίσω από την επιχείρηση διάσωσης της Ελλάδας βρίσκονται οι ευρωπαϊκές τράπεζες» συμπληρώνοντας πως «οι Έλληνες δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα ομόλογά τους»..
Ο στόχος των 50 δισ. ευρώ
Αφού, λοιπόν, το χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί, ας βγει στο σφυρί ότι περιουσιακό στοιχείο υπάρχει. Όχι γιατί ως το 2015 αν μαζευτούν 50 δισ. θα μειωθεί σημαντικά το δημόσιο χρέος των 400 δις, αλλά γιατί η μαζική εκποίηση δημόσιας περιουσίας θα δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων που θα επιτρέψουν το… γενικότερο πωλητήριο της χώρας.
Το πού πραγματικά αποσκοπεί ο στόχος των 50 δισ. φαίνεται από το πόσο «ρεαλιστικός» είναι. Τρεις παρατηρήσεις επ’ αυτού :
Πρώτο, σύμφωνα με τη Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του υπουργείου Οικονομικών, εκτιμάται ότι στη χώρα υπάρχουν συνολικά 97.029 δημόσια (68.993) και ανταλλάξιμα (28.036) κτήματα συνολικής έκτασης 3.500.000 στρεμμάτων. Εξ αυτών, μόνο 7.741 δημόσια κτήματα συνολικής έκτασης 245.000 στρεμμάτων είναι ελεύθερα, δηλαδή μόνον το 7%. Όμως πόσα από τα ελεύθερα είναι και αξιοποιήσιμα κανείς δεν ξέρει. Ή σχεδόν κανείς. Γιατί σύμφωνα με έρευνα του Βασίλη Μαγκλάρα στο ΙΣΤΑΜΕ, μόνο το 13,47% ή 9.563 ακίνητα είναι ελεύθερα και ενδεχομένως αξιοποιήσιμα. Το ανησυχητικό, όμως, για την κυβέρνηση και την τρόικα είναι ότι στην έρευνα επισημαίνεται πως από μια δεξαμενή 71.000 ακινήτων, η ανάδειξη 100 αξιοποιήσιμων αποτελεί ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο! Με άλλα λόγια, ώδινεν όρος και έτεκε μυν.
Δεύτερο, ας υποθέσουμε ότι αξιοποιείται και το 7% των ελεύθερων δημοσίων κτημάτων όταν η συνολική αξία της δημόσιας περιουσίας αποτιμάται στα 270 δις. Σημαίνει αυτό πως το ελληνικό δημόσιο θα εισπράξει το ισοδύναμο των 20 δισ.; Όχι βεβαίως. Γιατί χρειάζεται μία τεράστια προετοιμασία θεσμικού, οργανωτικού και νομοθετικού χαρακτήρα που απουσιάζει και είναι χρονοβόρα. Γιατί αν αληθεύει η κυβερνητική δέσμευση ότι δεν θα πουλήσει αλλά θα αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία με μακρόχρονες συμβάσεις παραχώρησης, εκμισθώσεις, leasing κ.λπ., τότε τα εισπρακτικά οφέλη θα κατανέμονται σε διάρκεια 40, 60 ή 80 ετών και φυσικά δεν θα διευκολύνουν στη μείωση του χρέους την… προσεχή 4ετία. Τέλος, γιατί σε μία διεθνή οικονομική κρίση οι αγοραστές σπανίζουν και δεν προσέρχονται όταν ο πωλητής πνίγεται, παρά μόνον αφού έχει ήδη πνιγεί..
Τρίτο, αν η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας δεν αποδίδει πάνω από μερικά δις, ίσως τα έσοδα να έλθουν από τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και συμμετοχών. Όμως, τη δεκαετία 1998-2008 τα έσοδα της Ελλάδας από αποκρατικοποιήσεις ήταν 23,3 δισ. ή 2,1 δισ. ετησίως. Τώρα ζητάμε 12,5 δισ. ετησίως. Αν, στην καλύτερη περίπτωση, τα 2,5 δισ. έλθουν από αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, τα υπόλοιπα 10 δισ. πρέπει να έλθουν από πωλήσεις ΔΕΚΟ κ.λπ. Χρειάζεται, δηλαδή, μία πενταπλάσια απόδοση συγκριτικά με μία περίοδο όπου η οικονομία είχε ούριο τον άνεμο της ανάπτυξης, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει τώρα που αντιμετωπίζει μετωπικά τον άνεμο της ύφεσης…
Ίσως, έτσι, εξηγείται γιατί ο υπουργός Οικονομίας δήλωσε στη Βουλή σχετικά με τον στόχο των 50 δισ. πως «θα πρέπει να εξετάζουμε το πως θα το κάνουμε και όχι το γιατί το κάνουμε»… Κανείς, ασφαλώς, δεν θέλει να μαθαίνεται το ‘γιατί’, όταν συνειδητά θέτει ο ίδιος ανέφικτους στόχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου