από AntistaChef |
της Αλκμήνης Ψιλοπούλου
από την Αυγή
Εδώ και δύο μήνες πηγαίνω σχεδόν κάθε βράδυ στο μπλόκο της Κερατέας. Μου έχει γίνει κάτι σαν εξάρτηση. Και όχι μόνο σε μένα. Αλλά και στη φίλη μου που με «συνοδεύει», και στα ΚΑΠΗ της περιοχής που μαζεύονται γύρω από τη φουφού του «Άπαρτου Κάστρου», όπως ονομάζεται το στέκι που έχουν χτίσει με ξύλα και λαμαρίνες οι οικοδόμοι της Κερατέας, και στους νέους που έχουν αντικαταστήσει τα μπαράκια και τις καφετέριες με μια βόλτα στο μπλόκο, και στις γυναίκες που μέχρι χθες το επάγγελμά τους ήταν «οικιακά» και «μητέρες», και στους παππούδες που πηγαίνουν στο μπλόκο με τα εγγόνια τους το απόγευμα…
Το μπλόκο της Κερατέας έχει γίνει κάτι σαν το παλιό «νυφοπάζαρο» στην πλατεία του χωριού. Κάτι σαν κοινωνικός μαγνήτης. Όταν πηγαίνω εκεί, νιώθω ανάμεικτα συναισθήματα. Φόβο. Γιατί σε απόσταση 20 μέτρων είναι τα ΜΑΤ, εν πλήρη εξαρτύσει, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιτεθούν με δακρυγόνα, με βόμβες κρότου-λάμψης, με κανόνια νερού ή με πλαστικές σφαίρες. Νοσταλγία. Γιατί θυμάμαι τα νιάτα μου στη θρυλική κατάληψη του Πολυτεχνείου. Και βέβαια, συγκίνηση. Και βέβαια, ελπίδα. Ότι αυτό που έγινε κάποτε, μπορεί να ξαναγίνει. Διαφορετικά, όμως το ίδιο.
Οι άνθρωποι στο μπλόκο της Κερατέας είναι ευτυχισμένοι. Είναι πάλι όλοι μαζί. Οι μανάδες μπαίνουν μπροστάρησσες για να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τις συλλήψεις -που αισίως έχουν ξεπεράσει τις 40. Οι παπάδες τις περιοχής, μόνο το ράσο τούς ξεχωρίζει από τον οποιονδήποτε. Οι γέροι κάθονται γύρω από τον μεγάλο πάγκο και συζητάνε. Για τον αγώνα, για το τι είπαν τα μίντια και η Τζάκρη και ο Ραγκούσης, τι έγραψαν οι εφημερίδες. Είναι και πάλι ζωντανοί, πιο ζωντανοί από ποτέ.
Πριν από την εισβολή στην πόλη, συνηθίζαμε να βολτάρουμε με τη φίλη μου στον μπαρουτοκαπνισμένο δρόμο, γεμάτο καμένα λάστιχα και βαρέλια με φωτιές. Και να θυμόμαστε τα παλιά. Εγώ το Πολυτεχνείο και τη Νομική, εκείνη τους εργατικούς αγώνες των Λαυριωτών. Τώρα δεν μπορούμε πια. «Απαγορεύεται». Τα ΜΑΤ έχουν έρθει πιο κοντά μας. Τόσο, που ο εχθρός έχει γίνει «φίλος». Οι γυναίκες τούς πλησιάζουν και τους λένε να τις αφήσουν να βολτάρουν στον δρόμο, τον δημόσιο δρόμο. Όχι, «απαγορεύεται». Γίνονται «τζαρτζαρίσματα». Σκάνε δυναμιτάκια. Ακούγονται θόρυβοι. Μπορεί να είναι δακρυγόνα. Μπορεί μολότοφ. Φόβος. Για τραυματίες, ακόμα και για νεκρούς. Αλλά μαζί και νοσταλγία, και ελπίδα, ότι μπορεί να γίνει πάλι κάτι τόσο μεγάλο, όπως παλιά. Και τότε δεν υπάρχει φόβος. Δεν απορώ πια για τη γενναιότητα των γέρων και των μανάδων της Κερατέας. Δεν σκέφτομαι τη βία. Δεν ακούω τις εκρήξεις και τις φωνές. Ο αγώνας αυτός «είναι ιερός». Μαγνήτης. Φάρος.
Μια κοινωνία που παλεύει χωρίς να στηρίζεται πουθενά. Ούτε σε «νόμους», ούτε σε «σωτήρες», ούτε σε «κόμματα». Με την προδοσία και τη συκοφαντία πίσω από την πλάτη της. Μια κοινωνία που αυτοοργανώνεται. Που αυτοπροστατεύεται. Με αλληλεγγύη ο ένας για τον άλλον. Με την αμετάκλητη απόφασή της να πάρει τα πράγματα στα χέρια της αναβιώνοντας παλιές, ξεχασμένες αξίες. Μια κοινωνία με θύματα. Τραυματισμούς, προπηλακισμούς, εισβολές σε σπίτια, ξυλοδαρμούς, συλλήψεις νέων παιδιών, κακουργιοδικεία. Μια κοινωνία που έχει ξεπεράσει το δίλημμα της «βίας» ή της «μη βίας». Πιστή στον σκοπό της, να πάρει την ελευθερία των αποφάσεων στα χέρια της.
Και ο φόβος; Και η βία; Τίποτα. Γιατί ο δρόμος της επανάστασης είναι μονόδρομος. Και δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου