Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Κοινό συμφέρον και η αδύνατη ηγεμονία της αριστεράς

(πηγή)
από π. Θέσεις, τεύχος 115, 
Απρίλιος - Ιούνιος 2011
πηγή: REDNotebook 

Ο αγώνας για την αριστερή ηγεμονία δεν μπορεί να περιοριστεί όμως στην αποτελεσματική άμυνα, όσο και αν την έχει απόλυτη ανάγκη, ούτε τρέφεται από την αποκάλυψη, την καταγγελία, την ερμηνεία των φαινομένων. Η «αλλαγή του κόσμου» απαιτεί την ενεργητική απάντηση στην ιδεολογία του «κοινού συμφέροντος»


1. Ακύρωση του αστάθμητου;

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο φαίνεται πως αποτελούν τις μοναδικές σταθερές σε έναν κόσμο που διαπερνάται από την πρωτοκαθεδρία του αστάθμητου. Πράγματι, ενώ οι αραβικές χώρες συγκλονίζονται από τις εξεγέρσεις που ξεσπούν η μια μετά την άλλη, παρότι από πολλές δεκαετίες χαρακτηρίζονταν από ακινησία στηριγμένη σε δικτατορικές ισορροπίες με το ένα ή το άλλο πρόσημο, στην Ευρώπη βασιλεύει ο γραμμικός μεσο-μακροπρόθεσμος προγραμματισμός που στηρίζεται σε υπερσυγκυριακές προτεραιότητες για «δημοσιονομική εξυγίανση» και «διαρθρωτική μεταρρύθμιση», όπως φρόντισε να μας θυμίσει η συνήθης τελετουργία των ευρωπαϊκών συνόδων του Μαρτίου.

Πρόκειται για θεατρικές παραστάσεις στις οποίες κυριαρχεί η δικτατορία του «αυτονόητου» νεοφιλελευθερισμού ως φυσικού νόμου: Με πιθανότητα εκπλήξεων ανάλογη εκείνης των αλήστου μνήμης συνεδρίων του ΚΚΣΕ, επαναλαμβάνουν μονότονα «προτεραιότητες» όπως είναι «η αποκατάσταση υγιών προϋπολογισμών και η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, η μείωση της ανεργίας μέσω μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας και η καταβολή νέων προσπαθειών για την ενίσχυση της οικονομικής μεγέθυνσης».

Με αξιοσημείωτη ιδεολογική εμμονή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επιβάλλουν λοιπόν πολυετή προγράμματα «εξυγίανσης» με συγκεκριμένα μέτρα που σε εθνικό πλαίσιο μεταφράζονται σε αντίστοιχης διάρκειας προγράμματα «σταθερότητας» ή «σύγκλισης» και εθνικά προγράμματα «μεταρρυθμίσεων». Ορίζουν συγκεκριμένους στόχους για τα ελλείμματα, τα έσοδα και τις δαπάνες, πολιτικές για μακροοικονομικές κατευθύνσεις και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και καταλήγουν σε μονοσήμαντες επιλογές που μειώνουν τα κόστη περικόπτοντας κοινωνικές δαπάνες και ελαστικοποιώντας την εργασία.

Έτσι υλοποιείται το γράμμα και το πνεύμα της ΟΝΕ που προδιαγράφει ως μοναδική μεταβλητή στην κοινωνική εξίσωση την εργασία, που με την απαξίωσή της επιχειρείται να εξομαλυνθούν οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες. Μια αμιγώς ταξική πολιτική στρατηγική, που εγγράφει στο ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο στερέωμα τα εθνικά ταξικά συμφέροντα που συμπυκνώνονται στην «ανταγωνιστικότητα» και την «ανάπτυξη».

2. Αναπτυξιακή εκκαθάριση

Γιατί αν κάτι προβάλλεται ως πολιτικός και κοινωνικός στόχος μέσω του οποίου θα επιτευχθεί η κοινωνική ευημερία, αυτός δεν είναι άλλος από τη μελλοντική ανάπτυξη για την επανεκκίνηση της οποίας γίνονται όλες οι «προσαρμογές» του παρόντος. Προσαρμογές που πάντως δεν δείχνουν να κινούνται σε απόλυτα «αναπτυξιακή» κατεύθυνση.

Η ύφεση επιταχύνεται και ο ορίζοντάς της διευρύνεται μιας και όλες οι σχετικές προβλέψεις αναθεωρούνται προς τα κάτω (μεταβολή του ΑΕΠ -4,5% το 2010 και -6,5% το τελευταίο τρίμηνο, τουλάχιστον -3% το 2011). Η ανεργία ενισχύεται διαρκώς με συνεχείς απολύσεις και έχει φθάσει από 9,1% το 2009 στο 14,2% το 2010 (και διπλάσιο ποσοστό για τους νέους) με αυξητικές τάσεις για τη συνέχεια. Τα εισοδήματα περικόπτονται ονομαστικά με συνεχείς μειώσεις μισθών και πολύ περισσότερο σε πραγματικούς όρους, με πληθωρισμό που παρά τις «επιστημονικές» προβλέψεις εκτοξεύεται σε δυσθεώρητα για τη συγκυρία ύψη.

Και σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί μια οικονομική πολιτική που βασικό στόχο έχει να διασφαλίσει την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους με τη μνημονιακή σύμβαση, η οποία λειτουργεί ως πρόσχημα για την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας: συστηματική υστέρηση των δημοσίων εσόδων με «αδυναμία» περιστολής της φοροδιαφυγής, ζηλωτική εμμονή στις περικοπές δαπανών με αιχμή τις κοινωνικές δαπάνες και τις δημόσιες επενδύσεις και προπάντων συνεχής «διορθωτική» διόγκωση των ελλειμμάτων ώστε να προκύπτουν αβίαστα και φυσιολογικά νέα «μέτρα» που συντηρούν και επιτείνουν τον καθοδικό φαύλο κύκλο προς την ύφεση.

Κινητήρια δύναμη της σπειροειδούς εκκαθαριστικής πορείας είναι ακριβώς ο προσχηματικός πυρήνας της «προσαρμογής»: το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και το δημόσιο χρέος, από τα οποία το πρώτο συνεχώς «διορθώνεται» ανοδικά και το δεύτερο διαρκώς διογκώνεται συμβάλλοντας με την εξυπηρέτησή του στην άνοδο του πρώτου και με αισιόδοξο ορίζοντα τη σταθεροποίησή του σε επίπεδα άνω του 150%.

Όλα τα σημάδια δείχνουν ύφεση, τη διαδικασία εκκαθάρισης παραγωγικών δυνάμεων μέσα στην κρίση με αιχμή την εργασία, αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και ταυτόχρονα μηχανισμό που συμβάλλει στην εκκίνηση μιας νέας διαδικασίας συσσώρευσης υπό «κατάλληλες» συνθήκες: φθηνούς συντελεστές παραγωγής σε επάρκεια, απαξιωμένη εργασία με εφεδρικό στρατό ανέργων, συλλογικό κεφαλαιοκράτη έτοιμο να συμβάλει από το «υστέρημα» (της εργασίας) στην πριμοδότηση της «ανάπτυξης».

Ανάπτυξη και εκκαθάριση αποτελούν τις δυο συμπληρωματικές όψεις της κοινωνικής αντίφασης της περιόδου, με τη δεύτερη στην κύρια όψη της έτοιμη να παραδώσει τη θέση της στην πρώτη όποτε οι «συνθήκες» το επιτρέψουν.

3. Θετική αποτίμηση

Σε όλα τα παραπάνω οι συνήθεις διαχειριστές της καθημερινής κοινοτοπίας εντοπίζουν «τραγικά σφάλματα πολιτικής» εκεί όπου η πραγματικότητα κινείται στον αστερισμό της εντεινόμενης εκκαθάρισης, με το πολιτικό προσωπικό να προσπαθεί να συμβιβάσει την περί του κοινού συμφέροντος ρητορεία με τον κανιβαλισμό της κρίσης. Ευτυχώς όμως υπάρχει και η «αντικειμενική» φωνή εκείνων στους οποίους η νεοφιλελεύθερη διαχείριση έχει εκχωρήσει το ρόλο του πραγματικού κριτή της πολιτικής αποτελεσματικότητας της διαχείρισης: Πρόκειται για τους διαχειριστές της χρηματοπιστωτικής σφαίρας της οικονομίας, που λειτουργώντας ως μηχανισμός αξιολόγησης-χρηματοδότησης-ρύθμισης κάθε οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται στον πυρήνα της διαδικασίας διευρυμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών σχηματισμών που ηγεμονεύονται από τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Credit Suisse που αποτιμώντας την Ευρωπαϊκή σύνοδο τονίζει ότι προτιμά την Ελλάδα έναντι της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, καθώς η Ελλάδα διαθέτει τα ακόλουθα «πλεονεκτήματα»:

Είναι πιο «προχωρημένη» η διαδικασία «προσαρμογής», καθώς το έλλειμμα έχει υποχωρήσει από το αρχικό 15,4% το 2009 και έχει ήδη υιοθετήσει πρόσθετα μέτρα λιτότητας σε αντάλλαγμα για μείωση του επιτοκίου δανεισμού στο 4%.

Ενώ οι προβλέψεις για το ΑΕΠ δεν είναι αισιόδοξες, η ελληνική «αγορά» αποτιμάται ως «ξεκάθαρα φθηνή», με δείκτη τιμής προς λογιστική αξία (Ρ/ΒV) να διαμορφώνεται σε ιστορικά χαμηλά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αποτελεί την πιο ελκυστική χρηματιστηριακή αγορά στην Ευρωζώνη.

Οι τράπεζες βρίσκονται μεν σε ιστορικό χαμηλό χρηματιστηριακής αξίας, αλλά εμφανίζουν εξαιρετικές προοπτικές, μιας και η μόχλευση του ιδιωτικού τομέα παραμένει στο 110% του ΑΕΠ έναντι ενός ευρωπαϊκού μέσου όρου στο 160%, ενώ δεν αναμένονται σοβαρές επιπτώσεις στις τράπεζες από ενδεχόμενο «κούρεμα» ακόμη και 36% του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Η κρίση είναι λοιπόν μια νέα ευκαιρία για το κεφάλαιο, αρνητικό σύμπτωμα ενός κύκλου και ταυτόχρονα καινούργια αρχή για τον επόμενο. Ευκαιρία που αδιαφορεί για τα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή πτώση: Υπάρχει και πάλι η προοπτική υψηλών χρηματοπιστωτικών αποδόσεων, με αποτέλεσμα να προβάλλει εκ νέου η προοπτική εισροής νέων επενδύσεων χαρτοφυλακίου σε κομβικές περιοχές της χρηματοοικονομικής σφαίρας.

Άλλωστε, η χρηματοπιστωτική σφαίρα διατηρεί τις άριστες μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της χάρη στις διαρκώς διευρυνόμενες δυνατότητες για δανεισμό του Δημοσίου. Ενώ παράλληλα ενισχύεται η συμμετοχή της σε όλες τις περιοχές των έως σήμερα δημοσίων επενδύσεων, που είτε με ιδιωτικοποιήσεις είτε με τη μορφή των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα ανοίγονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, υιοθετώντας μάλιστα «πρωτοποριακές» ιδέες, όπως είναι ο «θεσμός επιφανείας», που «διασφαλίζει εσαεί την κυριότητα της γης από το Δημόσιο, επιτρέποντας ταυτόχρονα την αξιοποίησή της με εμπράγματο δικαίωμα για ορισμένο χρονικό διάστημα». (Είναι πράγματι αστείρευτο το οπλοστάσιο της νομικο-χρηματοοικονομικής φαρέτρας!)

Με αυτό τον τρόπο συντηρείται μετασχηματιζόμενη μια δυναμική που είχε εγκαινιαστεί με την κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Η απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση των κοινωνικών υποδομών, ήτοι των καθολικών συστημάτων ασφάλισης, υγείας, παιδείας και άλλων κοινωνικών παροχών, η οποία στηρίχθηκε με τη βραχυπρόθεσμη συντήρηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα (εύκολος δανεισμός) και συνέβαλε στην οικοδόμηση συναίνεσης στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, ολοκληρώνεται την περίοδο αυτή με την ολοκληρωτική υποχώρηση του κράτους από κάθε είδους υποδομές και υπηρεσίες.

Ανοίγει έτσι ο δρόμος για την επέκταση των δραστηριοτήτων των μεμονωμένων κεφαλαίων σε έως σήμερα μη προσβάσιμες κοινωνικές σφαίρες, ενώ ταυτόχρονα συντηρείται και μια σχετικά ασφαλής περιοχή κερδοφορίας: ο κρατικός δανεισμός που αποτελεί επικερδή περιοχή τοποθέτησης για τους κατόχους χρήματος. Μια τοποθέτηση που είναι ταυτόχρονα εγγυημένη από τη διαρκώς διευρυνόμενη νόμιμη φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου και των ψηλών εισοδημάτων. Διότι τα επιτόκια που προσφέρονται έχουν ήδη προϋπολογίσει το κόστος κινδύνου από μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του χρέους.

4. Haircut

Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι μέσα στο αστάθμητο της συγκυρίας η πιθανότητα αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους είναι σημαντική, ενισχύεται με την πάροδο του χρόνου και εξετάζεται σοβαρά, όπως άλλωστε φάνηκε από δημοσίευμα του Der Spiegel, που προβάλλει σχετικές κατευθύνσεις του ΔΝΤ. Μόνο που ένα ενδεχόμενο haircut με τους υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης θα αναπαράγει τις υπάρχουσες δεσμεύσεις με ακόμη αρνητικότερο πρόσημο, μιας και η επιδίωξη από αυτή τη μεταφορά μέρους του βάρους του κρατικού δανεισμού σε μερίδες του κεφαλαίου δεν αλλοιώνει τα βασικά δεδομένα της ολομέτωπης επίθεσης του μπλοκ του κεφαλαίου στην εργασία.

Συγκεκριμένα, η αναδιάρθρωση με τα σημερινά δεδομένα θα επιδιωχθεί να συνδυαστεί με μια νέα δανειακή συνθήκη, ένα νέο μνημόνιο που θα διασφαλίζει βελτιωμένες προοπτικές αποπληρωμής για το εναπομένον μέρος του χρέους. Τούτο συνεπάγεται την προώθηση νέων ευκαιριών και πεδίων κερδοφορίας για το μεμονωμένο κεφάλαιο: Περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας με αιχμή τη μείωση του Δημόσιου Τομέα, κατάργηση των όποιων θεσμών προστασίας των διαδικασιών αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης θα έχουν μείνει έως τότε, ακόμη δραστικότερη μείωση του κοινωνικού μισθού (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, πολιτισμός), ακόμη μικρότερες πιθανότητες να επιβιώσει κανείς εντός του νέου εργασιακού μεσαίωνα, για να «απολαύσει» μια πενιχρή σύνταξη όταν πλέον οι ανάγκες του θα έχουν περιοριστεί σε «εξόδιες» υπηρεσίες.

Και αν όλα τα παραπάνω φαντάζουν απόμακρα και κοινωνικά ανέφικτα, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πώς οι δυνάμεις του κεφαλαιακού μπλοκ κατόρθωσαν ως σήμερα να συνεχίσουν να επιβάλλουν την ηγεμονία τους μέσα στην κρίση και να αξιοποιούν όλα τα συμπτώματά της εις όφελός τους, αναπαράγοντας τις σχέσεις εξουσίας χωρίς γενικευμένη αμφισβήτηση και ανησυχητικές εξεγέρσεις. Διαπιστώνοντας παράλληλα ότι η αναπόφευκτη υποχώρηση της συναίνεσης προς το διαχειριστικό μπλοκ μέχρι στιγμής δεν τροφοδοτεί μια πολιτική αμφισβήτηση ικανή να προδιαγράψει μελλοντικές ανατροπές και ανακατατάξεις.

Είναι λοιπόν επιτακτικό να μην παρασύρεται κανείς από τη συνήθη ρητορεία των απανταχού κυβερνητικών περί του «ανέφικτου» της αναδιάρθρωσης και να προετοιμάζει το επόμενο στάδιο που είναι η αντίσταση στους επαχθέστατους όρους που θα επιχειρηθεί να επιβληθούν μαζί με αυτήν. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα περιοριστεί σε ρόλο συστημικής «διαφωνίας», που θα επικαλείται μια ανύπαρκτη Κοινοτική αλληλεγγύη ή θα προβάλλει την έκδοση του Ευρωομολόγου ως πανάκεια για την κρίση. Ιδίως, όταν είναι γνωστή η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση το σημερινό συσχετισμό δύναμης και τους βαθμούς ελευθερίας που διαθέτει η εργασία στο πεδίο της σύγκρουσης.

5. Ποιος φταίει

Η κρίση δεν οφείλεται σε κάποια εσφαλμένη ρύθμιση του μηχανισμού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ως κρίση υπερσυσσώρευσης αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο ανανέωσης και επιβεβαίωσης της ηγεμονίας του κεφαλαίου με νέους όρους μέσα από την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και επανεκκίνηση των κύκλων συσσώρευσης από νέα βάση. Με αυτή την οπτική γίνεται φανερό ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση. Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από τη μία μεριά υπάρχουν για το κεφάλαιο τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας (αλλά και του χρέους, των ελλειμμάτων) και από την άλλη μεριά υπάρχουν για την εργασία τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Στη βάση αυτής της προσέγγισης μπορεί να γίνει κατανοητό πως η συζήτηση περί «ενοχής» και η αναζήτηση «του ενόχου» για την κρίση μόνο σε λογικά παράδοξα και σχηματικές ανορθογραφίες μπορεί να οδηγήσει. Η συζήτηση αυτή είναι αναγκασμένη να παρακάμψει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα ελλείμματα και τα χρέη στην εποχή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας: πώς δηλαδή εκχωρήθηκε η κρατική ρύθμιση στις αγορές, πώς υποκαταστάθηκε η κοινωνική πολιτική από το φθηνό δανεισμό που κάποτε θα έστελνε το λογαριασμό στους οφειλέτες, πώς εκχωρήθηκε η δημιουργία κοινωνικών και άλλων υποδομών στις λειτουργίες και τα κριτήρια της χρηματοπιστωτικής σφαίρας με τις γνωστές συνέπειες, πώς υποτάχθηκε η κρατική πολιτική στις νομοτέλειες των αγορών. Και να καταλήξει σε ολότελα αδιάφορα συμπεράσματα.

Η εστίαση στο δημόσιο χρέος ως αιτία και όχι ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης οδηγεί τους θιασώτες αυτής της άποψης σε παραδοξολογίες και καινοφανείς ασυμμετρίες.

Η εύκολη λύση βρίσκεται στη σύνδεση του χρέους με τη διαφθορά που αναπόφευκτα υπάρχει και συνδυάζεται με τις κρατικές προμήθειες. Κορύφωση αυτής της προσέγγισης είναι η αναζήτηση του δημόσιου χρέους στις προμήθειες για τις όντως υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες, στις μίζες για τα συστήματα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων που επιπλέον ουδέποτε τέθηκαν σε λειτουργία, ή στα περίφημα Ολυμπιακά Ακίνητα που κατέληξαν σε μη ανακυκλώσιμα ερείπια μιας χρήσης. Όσο και αν πρόκειται για υπαρκτές όψεις της κρατικής (κακο)διαχείρισης, προκλητικά «μαύρα ταμεία» που συντηρούν το αποκρουστικό εξάμβλωμα των κομμάτων εξουσίας, μπορούν να αιτιολογήσουν μόνο ένα ελάχιστο μέρος του χρέους και δίνουν πρακτικά «άφεση αμαρτιών» στη βασική συνιστώσα του προβάλλοντας το βολικό σύνθημα «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». Που μπορεί και να υπονοεί το «κρατείστε ελεύθερα τα κεκτημένα».

Προβληματική είναι όμως και μια περισσότερο προσεκτική προσέγγιση που διαφοροποιεί το ζητούμενο ανιχνεύοντας τη γενεαλογία του χρέους και εντοπίζοντας ιστορικά την πορεία διόγκωσής του. Έτσι θα διαβάσουμε ότι το χρέος τετραπλασιάστηκε επί χούντας, ότι πολλαπλασιάστηκε από «αλόγιστο καταναλωτισμό» στη δεκαετία του ’80 με τη διακυβέρνηση του «λαϊκιστικού» ΠΑΣΟΚ, για να τιθασευτεί από το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ πριν παραδοθεί στη λαίλαπα της ΝΔ στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η λογική αυτή τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι γενικώς έχουμε την τάση να «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», λες και ο καπιταλισμός δεν είναι το σύστημα που διακρίνεται και κατ’ εξοχήν στηρίζεται στη δυναμική της προεξόφλησης.

Όλα αυτά δεν απαξιώνουν μια απόλυτα θεμιτή και εξαιρετικά χρήσιμη επιδίωξη να καταγραφεί και να προσδιοριστεί η λογιστική σύνθεση του σημερινού δημόσιου χρέους, όπως αυτό έχει προκύψει από την επισώρευση υποχρεώσεων του Δημοσίου τις τελευταίες δεκαετίες. Η άσκηση αυτή δεν πρόκειται όμως να αποκαλύψει τα «κλεμμένα», μιας και η διαφθορά μικρό ποσοστό του χρέους αιτιολογεί, ούτε θα καταδείξει ως ένοχη την αλόγιστη κατανάλωση των «πληβείων» που μπήκαν στο προσκήνιο τη δεκαετία του ’80. Αντιθέτως θα καταδείξει ότι η σκανδαλώδης φοροασυλία του κεφαλαίου που εντάθηκε στα χρόνια του «εκσυγχρονισμού» και της ΝΔ βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής κακοδαιμονίας: πώς αλλιώς μπορεί να αιτιολογήσει κανείς άραγε τη συστηματική υστέρηση των εσόδων (ακόμη και σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) που στην τελευταία δεκαετία συμποσούται περίπου στο ύψος των 110 δις Ευρώ του Μνημονίου; Και για να μην θεωρηθεί «μεροληπτική» αυτή η θεώρηση αρκεί να θυμίσουμε ότι η σημερινή «προσαρμογή» στηρίζεται κατά βάση στην «περικοπή των δαπανών», ενώ «φυσιολογικά» τα έσοδα συνεχίζουν να υπολείπονται συστηματικά των όλο και περισσότερο μειωμένων προβλέψεων μέσα στην κρίση. Λογικό, μιας και το διαθέσιμο έσοδο των εχόντων περιορίζεται επειδή δανείζουν το «πτωχευμένο» κράτος.

6. Συλλογική ενοχή;

Η αναζήτηση του φταίχτη εκτός από τη συγκάλυψη των πραγματικών αιτίων της σημερινής κρίσης έχει όμως και μια πολύ σοβαρότερη συνέπεια. Η αναζήτηση ενόχων στη βάση της ιδεολογίας του δικαίου στηρίζεται στην αποδοχή της ιδέας ότι η κοινωνία συντίθεται από μεμονωμένα άτομα, υποκείμενα δικαιοπραξιών, που μπορούν να χαρακτηριστούν σύννομες ή παραβατικές στη συνέχεια.

Δεν είναι όμως το συγκεκριμένο που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όσο η έμμεση αλλά πανταχού παρούσα παραδοχή μιας κοινής βάσης για όλες τις «συνιστώσες» της κοινωνίας, πάνω στην οποία αναζητούνται τα γενεσιουργά αίτια της κρίσης και φυσικά η διέξοδος από αυτήν: Είναι η έμμεση παραδοχή του υπερ-ταξικού κοινού συμφέροντος, η οποία αποτελεί το πρώτο βήμα για μια ατέρμονη πορεία που στο βάθος της βρίσκεται η συλλογική ενοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλη προσπάθεια αναλώνεται την περίοδο αυτή για να περιβληθεί η πιο άγρια επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία με ηθικολογική προσθετική περί «τέλους του υπερκαταναλωτικού προτύπου», έως και «κρίσης πολιτιστικής», «έλλειψης παιδείας» και «κοινωνίας γενικευμένης διαφθοράς».

Η συνέπεια των παραπάνω δεν έρχεται από το πουθενά. Είναι συνέχεια και ολοκλήρωση των αυθόρμητων ιδεολογιών που πολλές συνιστώσες της Αριστεράς έχουν άκριτα υιοθετήσει και ισχυρίζονται ότι τελικά η ταξική πάλη είναι η αντιπαράθεση μιας ολιγαρχίας, μιας ανήθικης και διεφθαρμένης «πλουτοκρατίας» από τη μια πλευρά και του «λαού» από την άλλη. Ο δρόμος από τον «λαό» στο «κοινό συμφέρον» απέναντι στη «διαφθορά», τη «συναλλαγή», τον «εξανδραποδισμό συνειδήσεων» από τους λίγους «δυνάστες» είναι πολύ σύντομος. Και διανύεται αθόρυβα, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει ο «ριζοσπάστης» αμφισβητίας.

Χωρίς την ανατροπή των ιδεολογημάτων αυτών είναι λοιπόν ανέφικτη η συγκρότηση μιας ηγεμονικής απάντησης της Αριστεράς στην κρίση και τις ιδεολογίες που τη συνοδεύουν. Και η ηγεμονία της Αριστεράς δεν μπορεί να μείνει σε μια επιτυχημένη αμυντική τακτική και στρατηγική, όσο απαραίτητη και αν είναι η τελευταία. Η αμυντική πλευρά της αριστερής στρατηγικής είναι βατή, περισσότερο οικεία και διαθέτει δεδομένα όπλα και μηχανισμούς. Συντίθεται γύρω από τις έννοιες και τις πρακτικές που κατ’ αρχήν αρθρώνονται γύρω από την κοινωνική αλληλεγγύη για να περάσουν στη συνέχεια, όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες, στον περισσότερο προωθημένο κοινωνικό έλεγχο.

Ο αγώνας για την αριστερή ηγεμονία δεν μπορεί να περιοριστεί όμως στην αποτελεσματική άμυνα, όσο και αν την έχει απόλυτη ανάγκη, ούτε τρέφεται από την αποκάλυψη, την καταγγελία, την ερμηνεία των φαινομένων. Η «αλλαγή του κόσμου» απαιτεί την ενεργητική απάντηση στην ιδεολογία του «κοινού συμφέροντος», την επιθετική προβολή, την κοινωνική οργάνωση και την πολιτική διεκδίκηση του κόσμου των αναγκών.

Η πορεία αυτή δεν εμποδίζεται μόνο από τον γενικό κοινωνικό συσχετισμό δύναμης και την αναπόφευκτη υπεροπλία του αντιπάλου σε μέσα καταστολής και κοινωνικής επιβολής. Αντιμετωπίζει την κυρίαρχη ιδεολογία όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης και τους κοινωνικούς αυτοματισμούς που είναι αναγκαίο να ανατρέψει η Αριστερά.

Τον πρώτο λόγο οφείλουν να έχουν οι ανάγκες και τα κοινωνικά αγαθά που τις υπηρετούν και σε δεύτερη μοίρα περνούν οι πόροι και μέσα – κυρίως χρηματοοικονομικά – για την ικανοποίησή τους. Και στην παρούσα φάση της ολομέτωπης επίθεσης του κεφαλαίου οφείλει να οριστεί ένα ελάχιστο επίπεδο αναγκών, η ικανοποίηση του οποίου προέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου στόχου, που αναγκαστικά έπεται.
Μιλάμε για την πλήρη απασχόληση, την απαλλαγή από το φάσμα της ανεργίας, την ικανοποίηση των βασικών αναγκών διευρυμένης αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης στους σύγχρονους κοινωνικούς σχηματισμούς.

Μιλάμε ακόμη για καθαρό πολιτικό σχέδιο αριστερού συνασπισμού εξουσίας με πειστική εναλλακτική πρόταση, που δεν λειτουργεί απλώς αμυντικά και ανακλαστικά στις αθλιότητες της κρίσης, αλλά οργανώνει την κοινωνία και τη ζωή στη βάση της οικονομίας των αναγκών.

Μιλάμε τέλος για κάτι πολύ περισσότερο διορατικό και αξιόπιστο από τις σημερινές «συμφωνίες» και «συνασπισμούς» αριστερών δυνάμεων που έχουν και οι ίδιες σοβαρά απαξιωθεί από την κρίση.
Για να επιτευχθεί η ηγεμονία της Αριστεράς δεν αρκεί η ανίχνευση των αιτίων, ο προσδιορισμός των μέσων και η διαμόρφωση πολιτικής μαζών για την ανασύνταξη της εργασίας. Απαιτεί και όραμα και σχέδιο που θα ξεκινάει από τα δεδομένα της συγκυρίας για να τα υπερβεί, με ρεαλιστικό βηματισμό που δεν χάνει ποτέ το στόχο από το οπτικό πεδίο. Μια πολιτική μαζών που γνωρίζοντας την ιστορική εμπειρία και τις αντοχές του συστήματος, αξιοποιεί τα μέσα άσκησής της για να ελέγξει τη σύγκρουση και να σταθεί νικηφόρα στην αντιπαράθεση.

Και στο δρόμο αυτό οφείλουν κατ’ αρχάς να φύγουν τα βαρίδια των συλλογικών ενοχών και του κοινού συμφέροντος. Που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου