Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Ένας ωραίος Ελληνας της μεταπολίτευσης

του Νίκου Γ. Ξυδάκη
από την Καθημερινή  

Πόσο διαφορετικούς ανθρώπους άκουσα χθες να μου λένε σκασμένοι ότι τους σοκάρισε ο θάνατος του Νίκου Παπάζογλου, ότι έχασαν έναν δικό τους, έναν φίλο, ότι ένιωσαν να χάνουν κάτι από τη δική τους ζωή, ένα τραγούδι που τους σημάδεψε. Συμφώνησα με όλους. Κι εγώ έτσι ένιωθα: σαν να τέλειωνε μια εποχή, εποχή αθωότητας, αμεριμνησίας, ανθισμένων αισθημάτων.

Μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη, που αποδήμησε πριν από σαράντα μέρες, και με κάποιους άλλους λιγοστούς καλλιτέχνες της γενιάς του, ο Παπάζογλου ανανέωσε το λαϊκό τραγούδι, το απενοχοποίησε, το πήγε ξανά προς τις πηγές του: ανανέωσε τον λυρισμό του, επαναφόρτισε το αίσθημα, πυρπόλησε τις καρδιές και όχι τα ορμέμφυτα, τραγούδησε τον πόνο με τη χαρά, υπενθύμισε τα μάταια και την ουσία. Ετσι, όταν άκουγες τη φωνή του στα λάιβ ή στα ράδια, λυγμική αλλά ποτέ κλαψιάρα, φωνή βυζαντινή, με ήθος κοινότητας και ύφος προσώπου, γείωνες κι εσύ μες στα χώματα της ζωής, αναγνώριζες τον εαυτό σου, όχι σαν μοναχοδαρμένο, αλλά σαν συνέχεια μιας παράδοσης, οργανικό μέλος μιας κοινότητας ανθρώπων που έχουν παρόμοια ντέρτια μ’ εσένα, παρόμοιους φόβους, ίδια φθαρτότητα. Ο Αύγουστος είναι για όλους ίδιος· και πάντα ενώνει μες στην αβάσταχτη γλύκα του.

Στον αειθαλή Αύγουστο του Παπάζογλου, α καπέλα ή με μείξη ηλεκτρικής Fender και μπουζουκιού, ενώθηκαν γενιές: ρεμπέτες και ροκάδες, αριστεροί και αδιάφοροι, υποψιασμένοι και ελαφρούτσικοι, μπατίρια, πλούσιοι, ποδοσφαιρόφιλοι, ράπερ... Κι είχε αλήθεια αυτή η τυχαία συνεύρεση· όση είχε και η στερεοτυπική του αμφίεση επί σκηνής: δεν ήταν πόζα, ήταν η αλήθεια του. Τζιν παντελόνι, τζιν ή τζεϊλχάουζ πουκάμισο, όλα θαλασσιά, και μια φλόγα στο λαιμό, η φωνή του, η άλικη μπαντάνα. Σαν ροκάς του αμερικανικού Νότου, ένας Ολμαν Μπράδερ ας πούμε, ή σαν Νιλ Γιανγκ, σαν Μπρους Σπρίνγκστιν. Μα τέτοιας αισθηματικής κλάσεως καλλιτέχνης ήταν, τέτοια ενέργεια σκόρπιζε στα μυθικά καλοκαιρινά του λάιβ, ζυγισμένα, μετρημένα, αλλά και απλόχερα.

Ακόμη προσπαθώ να εξηγήσω την πάνδημη θλίψη που προκάλεσε η αναχώρησή του. Ηταν ένας άνθρωπος εκτός συστήματος, εκτός της βιομηχανίας ψυχαγωγίας, εκτός δημοσίων σχέσεων, εκτός νύχτας, εκτός μπίζνες. Αλλά ήταν εντός ζωής. Βαθιά μες στη ζωή. Χειροτέχνης, αυτοσχεδιαστής, αυτοδίδακτος· άνθρωπος της παρέας, των φίλων, της εργασίας, της συνέπειας, των αρχών. Αυτό του επέστρεφε ο κόσμος σαράντα τόσα χρόνια, αυτό λείπει τώρα από τον κόσμο, τον κόσμο που δάκρυσε μια βραδιά μ’ ένα τραγούδι, ένα στιχάκι, έναν λυγμό του Παπάζογλου. Αυτή την αίσθηση για τη ζωή, δοξαστική και βαθιά, ερωτική και αφτιασίδωτη, γήινη, αυθεντική.

Μιλάνε για το τέλος της Μεταπολίτευσης, για την επιβλαβή κουλτούρα της και το ρέμπελο ήθος της. Ρηχά λόγια, ρηχές σκέψεις. Ο Παπάζογλου διαψεύδει τους αστοιχείωτους και τους στεγνούς, τους άνιωθους, με το ήθος της φωνής του, διηνεκώς: Ηταν ωραίος Ελληνας, καλός, άξιος, ουσιώδης, απ’ τους πολλούς καλούς της Μεταπολίτευσης, απ’ τους πολλούς καλούς κάθε εποχής. Γι’ αυτή την απώλεια κλαίμε.


από

Νίκος Παπάζογλου - Βιάστηκε να νυχτώσει 
στίχοι: Τάκης Σιμώτας
μουσική: Νίκος Παπάζογλου
α' εκτέλεση στο δίσκο: Σύνεργα (1990)


Άλλη μια μέρα πέρασε, βιάστηκε να νυχτώσει
δύσκολη θα 'ναι η βραδιά, ώσπου να ξημερώσει

Κατέβηκα αργά στο μπαρ, να πιω κα' να ποτήρι
κουβέντες, φώτα, μουσικές, της νύχτας ακρωτήρι

Σκαρφάλωσα στο κάθισμα, την πιο σκληρή παγίδα
στρίμωξα τους αγκώνες μου απάνω στη σανίδα

Κοιτάζουν τα ποτήρια τους, αμίλητοι οι θαμώνες
οι ευκαιρίες χάθηκαν, θα 'ρθουν σκληροί χειμώνες

Όπως τα έργα τα κακά, που φεύγουμε στη μέση
οι έρωτές μας κι οι ζωές, ένα μεγάλο φέσι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου