(πηγή) |
του ΚΙΜΠΙ
Θα το αντέξετε; Τέσσερις μέρες σε ενημερωτικό κενό, χωρίς πυξίδα, χωρίς τη δόση πληροφόρησης που σας κρατά σε επαφή με την πραγματικότητα. Αν, βέβαια, αυτό είναι η πραγματικότητα… Αν είναι πραγματικότητα ο «αποκαλυπτικός» λόγος των τηλεοπτικών δελτίων, ο χορός των δισεκατομμυρίων στα ραδιόφωνα, η στατιστική τρομοκρατία στα πρωτοσέλιδα. Νέα μέτρα 6 δισ. ευρώ. Και άλλα 22 δισ. Και άλλα 50 δισ. ευρώ. Δημοσιονομικός Αρμαγεδδών. Χαστούκια, χαστούκια, κι άλλα χαστούκια. Κι έπειτα χάδια. Δεν θα γίνει αναδιάρθρωση χρέους (σ.σ. πόσοι Έλληνες έχουν καταλάβει τι είναι αυτό το φρούτο και γιατί απορρίπτεται σαν τον απαγορευμένο καρπό από το δέντρο της γνώσης;). Δεν θα ληφθούν οριζόντια μέτρα (γιατί, μέχρι τώρα γευτήκαμε τα κάθετα;). Ουδέν πρόβλημα με τα δώρα, τις συντάξεις. Τι είναι πραγματικότητα και τι δεν είναι απ’ όλα αυτά; Και πού είναι η άλλη πραγματικότητα: η ειδοποίηση της τράπεζας για την καθυστερημένη δόση. Η απόρριψη της αίτησης για το δάνειο. Το τηλέφωνο από το λογιστήριο της εταιρείας για την αποζημίωση. Τα παραπεταμένα βιογραφικά για την αναζήτηση δουλειάς. Τα «όχι» και τα συγκαταβατικά χαμόγελα. Οι απλήρωτοι λογαριασμοί, οι «εθελοντικές» περικοπές μισθών, η εκ περιτροπής απασχόληση. Να μην αδικούμε τους διαμεσολαβητές της πραγματικότητας. Καμιά φορά τρυπώνουν κι αυτές οι πλευρές της στα τηλεοπτικά παραθύρια, άλλοτε γιατί το μελό πουλάει κι άλλοτε για να διατυπωθούν βαρύγδουπα ηθικά διδάγματα για τη «Νέμεση», την τιμωρία της «απληστίας», το τέλος της ευημερίας.
Αλλά, εσείς θ’ αντέξετε χωρίς αυτές τις ελεγχόμενες δόσεις πραγματικότητας; Και για πόσες μέρες; Κάποιοι από σας έχετε καταφύγιο τα υποκατάστατα. Πρόθυμους bloggers που μεταφέρουν θραύσματα πραγματικότητας αγνώστου πηγής και προελεύσεως. Κι άλλους που καταβάλλουν μικρές, φιλότιμες προσπάθειες «ανεξάρτητης ενημέρωσης». Έπειτα, υπάρχουν τα ξένα δίκτυα, τα δορυφορικά πιάτα, τα «ψηφιακά μπουκέτα» που προσφέρουν πολύγλωσσα και πολύχρωμα παζλ της «πραγματικότητας». Καμιά φορά είναι πιο εύκολο να μάθουμε τι συμβαίνει στην Αθήνα μέσω Νέας Υόρκης, παρά αν ξημεροβραδιαζόμαστε έξω από το υπουργικό γραφείο, περιμένοντας ένα ξεροκόμματο έγκυρης «διαρροής». Πώς άλλαξε το σύμπαν της ενημέρωσης στις δύο και πλέον δεκαετίες «απελευθέρωσής» της…
«Τώρα, γίναμε μέρος του προβλήματος», είναι το τελευταίο κλισέ που ακούγεται στους ανθρώπους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Τώρα; Μήπως τα ΜΜΕ ήταν πάντα μέρος του προβλήματος; Και ποιο ήταν το πρόβλημα; Ποιο είναι ακόμη και σήμερα το πρόβλημα; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πρόβλημα ήταν και παραμένει η εγγενής ροπή της εγχώριας ελίτ στον παρασιτισμό, το εύκολο κέρδος, την υποκλοπή υπεραξίας που έχει παραχθεί κάπου αλλού, από κάποιους άλλους. Το πρόβλημα ήταν και παραμένει επίσης ότι αυτόν τον παρασιτισμό ενθάρρυνε με κάθε τρόπο η πολιτική ελίτ (με το αζημίωτο) μέσα από αδιαφανείς συναλλαγές λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, μέσω του μηχανισμού που αποκλήθηκε εμβληματικά «διαπλοκή». Το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρο το οικονομικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ενθαρρυμένο και από την κοινοτική επιδότηση της καταστροφής, εξωθήθηκε σε μια βαθμιαία παραγωγική παρακμή, μια αποδιάρθρωση της βιομηχανίας, της γεωργίας, και τελικά στην εκτροφή μια «φούσκας» υπηρεσιών που σήμερα εξαερώνεται βίαια. Το πρόβλημα είναι ότι ο δημόσιος πλούτος, αλλά και οι αποταμιεύσεις των ανυποψίαστων ανθρώπων, διοχετεύτηκαν στη μέχρι σκασμού χρηματοδότηση και διόγκωση τομέων όπως ο τραπεζικός, οι υπηρεσίες, το εμπόριο, η επικοινωνία. Τόσες πολλές φούσκες και για τόσο πολύ δεν τις αντέχει μια ισχνή, ασήμαντη ευρωπαϊκή «αποικία» που κάποτε νόμιζε ότι θα γίνει περιφερειακός ηγεμόνας της Νοτιανατολικής Ευρώπης ή των Βαλκανίων.
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, είναι πράγματι μέρος του προβλήματος όχι απλά επειδή υφίστανται τις συνέπειες της ύφεσης που πλήττει όλους τους κλάδους, αλλά κυρίως γιατί λειτούργησαν ως case study της διολίσθησης του ελληνικού καπιταλισμού στην πιο παρασιτική και -εκ του αποτελέσματος- καταστροφική εκδοχή του. Η ελληνική άνοιξη της επικοινωνίας ξεκίνησε στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού, που διέστρεψε με ευκολία την ανάγκη να σπάσει το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης σε άκρατη ιδιωτικοποίηση ενός κατεξοχήν δημόσιου αγαθού. Εξέτρεψε ένα αίτημα δημοκρατίας και ελευθερίας σε μια βελούδινη (τουλάχιστον στην αρχή) δικτατορία της γνώσης, της σκέψης, της κουλτούρας. Μετέτρεψε τον έλεγχο της εξουσίας σε μια άθλια συναλλαγή μ’ αυτήν, αποτυπωμένη ανάγλυφα στην ανθρωπογεωγραφία των ΜΜΕ τόσο από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους όσο και από την άποψη της δημόσιας εικόνας τους, του star system που παράγει μια καλοπληρωμένη, εκμαυλισμένη και ιδεολογικά προσηλωμένη (στην αγορά, στον εκσυγχρονισμό, στον ευρωπαϊσμό, στον «ανταγωνισμό», στην τρόικα, στο μνημόνιο…) δημοσιογραφική ελίτ.
Το χειρότερο είναι ότι το κράτος και το πολιτικό σύστημα, που έβγαλαν για αρκετά χρόνια, σχεδόν μια δεκαετία, γερά μεροκάματα από τη ρητορεία περί διαφάνειας και διαπλοκής, μετατρέποντας σε γελοίες οπερέτες όλες τις νομοθετικές και θεσμικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πρώτης και την καταπολέμηση της δεύτερης, έκαναν ό,τι μπορούσαν για συντηρήσουν την επικοινωνιακή φούσκα στον υπερθετικό της βαθμό. Το κράτος, τόσο με τα μέσα που το ίδιο έλεγχε όσο και με τις πολυσχιδείς υπηρεσίες «ενημέρωσης», δημιούργησε ένα πολυάριθμο στρώμα ανθρώπων που εξαρτούσαν την επαγγελματική τους ύπαρξη από αμφίβολου επαγγελματισμού υπηρεσίες. Ή απλές αργομισθίες. Έτσι, αποτέλεσε το πρότυπο του εκμαυλισμού και της εξαγοράς ακόμη και για τον υποτιθέμενο παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της ενημέρωσης. Οι αμοιβές που προκαλούσαν ζαλάδα στους κοινούς θνητούς ήταν για χρόνια πεδίο αγενούς άμιλλας κράτους και ιδιωτών. Κι έπειτα, ακολούθησε κι εκείνο το ύπουλο κλείσιμο του ματιού σε χιλιάδες νέους που προσελκύσθηκαν στην ενημερωτική φούσκα μέσα από τις κρατικές και ιδιωτικές σχολές που δίδασκαν την υψηλή τέχνη της αλήθειας.
Η φούσκα έφτασε στα όριά της – όπως κι οι άλλες, όμορες φούσκες (ισχύει κι εδώ ο νόμος του ντόμινο: αν οι τράπεζες δεν δανείζουν ούτε ευρώ, τι δανειακά προϊόντα να διαφημίσουν; Αν δεν δανείζουν ούτε για αγορά αυτοκινήτου, γιατί να διαφημιστούν και οι αυτοκινητοβιομηχανίες; Αν η κατανάλωση υφίσταται βίαιη ύφεση, γιατί να προβληθούν τα καταναλωτικά αγαθά;). Αλλά, υπάρχουν και χειρότερα. Η επιχειρηματική παρέα που δραστηριοποιήθηκε στην επικοινωνία τυχοδιωκτικά, θεωρώντας ότι μέσα από μια εφημερίδα ή ένα σταθμό επεκτείνει τα κέρδη της από τον εφοπλισμό, τα δημόσια έργα, ή που νόμισε (βάσιμα, όπως αποδείχτηκε) ότι αυξάνει την επιρροή της στην πολιτική εξουσία, δεν έχει σχέδιο για το μέλλον. Και καθώς αντιδρά σπασμωδικά, πανικόβλητα, νευρωτικά στο τσουνάμι που σαρώνει όλη την οικονομία (με τα γνωστά, παραδοσιακά όπλα: απολύσεις, περικοπές, αποεπένδυση, συρρίκνωση), δεν βλέπει το παγόβουνο που πλησιάζει επικίνδυνα.
Και το παγόβουνο είναι η τεχνολογική μετάλλαξη της επικοινωνίας σε τέτοιο βάθος, που ακόμη και πολυεθνικοί κολοσσοί του κλάδου αντιμετωπίζουν αμήχανα. Οι εφημερίδες δεν έχουν αποφασίσει αν θα είναι χάρτινες ή ηλεκτρονικές, αν θα είναι δωρεάν ή συνδρομητικές. Η τηλεόραση δεν έχει καταλήξει αν θα είναι web tv ή ψηφιακή. Το ραδιόφωνο ταλανίζεται από ένα ανάλογο δίλημμα. Και δίπλα σ’ αυτή την υπαρξιακή αβεβαιότητα εξελίσσεται ένα επικοινωνιακό big bang, στο αχανές σύμπαν του Internet, όπου κονταροχτυπιούνται δύο «υπερδυνάμεις»: από τη μια πλευρά τα εκατομμύρια ανθρώπων που εκπέμπουν τις δικές τους μοναδικές πραγματικότητες στην άτυπη δημοκρατία των ανεξάρτητων ενημερωτών κι απ’ την άλλη τα «θηρία» της ψηφιακής οικονομίας, οι παγκόσμιες μηχανές αναζήτησης, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες «φακελώματος» και κατασκευής καταναλωτικού προφίλ.
Τι χώρος μένει για την ελληνική επικοινωνιακή νησίδα σ’ αυτό το αχανές σύμπαν; Πολύ μικρός, αλλά ενδεχομένως κι απεριόριστος. Οι άνθρωποι-καταναλωτές ενημέρωσης κάποια στιγμή θα βγουν από την τεχνολογική σύγχυση, θα κατασταλάξουν στο αν τους βολεύει το χαρτί ή η οθόνη του PC, ipad ή η οθόνη του κινητού τους. Και τότε η προσοχή τους θα στραφεί από το μέσο στο μήνυμα (σε πείσμα του ΜακΛούαν), από τη μορφή στο περιεχόμενο. Εκεί, ενδεχομένως, οι λειτουργοί της ενημέρωσης ή κάποιοι απ’ αυτούς θα ανακαλύψουν ξανά τη χαρά της είδησης, την απόλαυση της αποκάλυψης, τη ρήξη με το μονοπώλιο των «πηγών», την ανάκτηση του προνομίου να ελέγχεις την εξουσία χωρίς να να είσαι άθλιο (και κακοπληρωμένο) παρελκόμενό της.
«Τώρα, γίναμε μέρος του προβλήματος», είναι το τελευταίο κλισέ που ακούγεται στους ανθρώπους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Τώρα; Μήπως τα ΜΜΕ ήταν πάντα μέρος του προβλήματος; Και ποιο ήταν το πρόβλημα; Ποιο είναι ακόμη και σήμερα το πρόβλημα; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το πρόβλημα ήταν και παραμένει η εγγενής ροπή της εγχώριας ελίτ στον παρασιτισμό, το εύκολο κέρδος, την υποκλοπή υπεραξίας που έχει παραχθεί κάπου αλλού, από κάποιους άλλους. Το πρόβλημα ήταν και παραμένει επίσης ότι αυτόν τον παρασιτισμό ενθάρρυνε με κάθε τρόπο η πολιτική ελίτ (με το αζημίωτο) μέσα από αδιαφανείς συναλλαγές λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, μέσω του μηχανισμού που αποκλήθηκε εμβληματικά «διαπλοκή». Το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρο το οικονομικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ενθαρρυμένο και από την κοινοτική επιδότηση της καταστροφής, εξωθήθηκε σε μια βαθμιαία παραγωγική παρακμή, μια αποδιάρθρωση της βιομηχανίας, της γεωργίας, και τελικά στην εκτροφή μια «φούσκας» υπηρεσιών που σήμερα εξαερώνεται βίαια. Το πρόβλημα είναι ότι ο δημόσιος πλούτος, αλλά και οι αποταμιεύσεις των ανυποψίαστων ανθρώπων, διοχετεύτηκαν στη μέχρι σκασμού χρηματοδότηση και διόγκωση τομέων όπως ο τραπεζικός, οι υπηρεσίες, το εμπόριο, η επικοινωνία. Τόσες πολλές φούσκες και για τόσο πολύ δεν τις αντέχει μια ισχνή, ασήμαντη ευρωπαϊκή «αποικία» που κάποτε νόμιζε ότι θα γίνει περιφερειακός ηγεμόνας της Νοτιανατολικής Ευρώπης ή των Βαλκανίων.
Τα ΜΜΕ, λοιπόν, είναι πράγματι μέρος του προβλήματος όχι απλά επειδή υφίστανται τις συνέπειες της ύφεσης που πλήττει όλους τους κλάδους, αλλά κυρίως γιατί λειτούργησαν ως case study της διολίσθησης του ελληνικού καπιταλισμού στην πιο παρασιτική και -εκ του αποτελέσματος- καταστροφική εκδοχή του. Η ελληνική άνοιξη της επικοινωνίας ξεκίνησε στην αυγή του νεοφιλελευθερισμού, που διέστρεψε με ευκολία την ανάγκη να σπάσει το κρατικό μονοπώλιο της ενημέρωσης σε άκρατη ιδιωτικοποίηση ενός κατεξοχήν δημόσιου αγαθού. Εξέτρεψε ένα αίτημα δημοκρατίας και ελευθερίας σε μια βελούδινη (τουλάχιστον στην αρχή) δικτατορία της γνώσης, της σκέψης, της κουλτούρας. Μετέτρεψε τον έλεγχο της εξουσίας σε μια άθλια συναλλαγή μ’ αυτήν, αποτυπωμένη ανάγλυφα στην ανθρωπογεωγραφία των ΜΜΕ τόσο από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους όσο και από την άποψη της δημόσιας εικόνας τους, του star system που παράγει μια καλοπληρωμένη, εκμαυλισμένη και ιδεολογικά προσηλωμένη (στην αγορά, στον εκσυγχρονισμό, στον ευρωπαϊσμό, στον «ανταγωνισμό», στην τρόικα, στο μνημόνιο…) δημοσιογραφική ελίτ.
Το χειρότερο είναι ότι το κράτος και το πολιτικό σύστημα, που έβγαλαν για αρκετά χρόνια, σχεδόν μια δεκαετία, γερά μεροκάματα από τη ρητορεία περί διαφάνειας και διαπλοκής, μετατρέποντας σε γελοίες οπερέτες όλες τις νομοθετικές και θεσμικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της πρώτης και την καταπολέμηση της δεύτερης, έκαναν ό,τι μπορούσαν για συντηρήσουν την επικοινωνιακή φούσκα στον υπερθετικό της βαθμό. Το κράτος, τόσο με τα μέσα που το ίδιο έλεγχε όσο και με τις πολυσχιδείς υπηρεσίες «ενημέρωσης», δημιούργησε ένα πολυάριθμο στρώμα ανθρώπων που εξαρτούσαν την επαγγελματική τους ύπαρξη από αμφίβολου επαγγελματισμού υπηρεσίες. Ή απλές αργομισθίες. Έτσι, αποτέλεσε το πρότυπο του εκμαυλισμού και της εξαγοράς ακόμη και για τον υποτιθέμενο παραγωγικό ιδιωτικό τομέα της ενημέρωσης. Οι αμοιβές που προκαλούσαν ζαλάδα στους κοινούς θνητούς ήταν για χρόνια πεδίο αγενούς άμιλλας κράτους και ιδιωτών. Κι έπειτα, ακολούθησε κι εκείνο το ύπουλο κλείσιμο του ματιού σε χιλιάδες νέους που προσελκύσθηκαν στην ενημερωτική φούσκα μέσα από τις κρατικές και ιδιωτικές σχολές που δίδασκαν την υψηλή τέχνη της αλήθειας.
Η φούσκα έφτασε στα όριά της – όπως κι οι άλλες, όμορες φούσκες (ισχύει κι εδώ ο νόμος του ντόμινο: αν οι τράπεζες δεν δανείζουν ούτε ευρώ, τι δανειακά προϊόντα να διαφημίσουν; Αν δεν δανείζουν ούτε για αγορά αυτοκινήτου, γιατί να διαφημιστούν και οι αυτοκινητοβιομηχανίες; Αν η κατανάλωση υφίσταται βίαιη ύφεση, γιατί να προβληθούν τα καταναλωτικά αγαθά;). Αλλά, υπάρχουν και χειρότερα. Η επιχειρηματική παρέα που δραστηριοποιήθηκε στην επικοινωνία τυχοδιωκτικά, θεωρώντας ότι μέσα από μια εφημερίδα ή ένα σταθμό επεκτείνει τα κέρδη της από τον εφοπλισμό, τα δημόσια έργα, ή που νόμισε (βάσιμα, όπως αποδείχτηκε) ότι αυξάνει την επιρροή της στην πολιτική εξουσία, δεν έχει σχέδιο για το μέλλον. Και καθώς αντιδρά σπασμωδικά, πανικόβλητα, νευρωτικά στο τσουνάμι που σαρώνει όλη την οικονομία (με τα γνωστά, παραδοσιακά όπλα: απολύσεις, περικοπές, αποεπένδυση, συρρίκνωση), δεν βλέπει το παγόβουνο που πλησιάζει επικίνδυνα.
Και το παγόβουνο είναι η τεχνολογική μετάλλαξη της επικοινωνίας σε τέτοιο βάθος, που ακόμη και πολυεθνικοί κολοσσοί του κλάδου αντιμετωπίζουν αμήχανα. Οι εφημερίδες δεν έχουν αποφασίσει αν θα είναι χάρτινες ή ηλεκτρονικές, αν θα είναι δωρεάν ή συνδρομητικές. Η τηλεόραση δεν έχει καταλήξει αν θα είναι web tv ή ψηφιακή. Το ραδιόφωνο ταλανίζεται από ένα ανάλογο δίλημμα. Και δίπλα σ’ αυτή την υπαρξιακή αβεβαιότητα εξελίσσεται ένα επικοινωνιακό big bang, στο αχανές σύμπαν του Internet, όπου κονταροχτυπιούνται δύο «υπερδυνάμεις»: από τη μια πλευρά τα εκατομμύρια ανθρώπων που εκπέμπουν τις δικές τους μοναδικές πραγματικότητες στην άτυπη δημοκρατία των ανεξάρτητων ενημερωτών κι απ’ την άλλη τα «θηρία» της ψηφιακής οικονομίας, οι παγκόσμιες μηχανές αναζήτησης, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, οι κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες «φακελώματος» και κατασκευής καταναλωτικού προφίλ.
Τι χώρος μένει για την ελληνική επικοινωνιακή νησίδα σ’ αυτό το αχανές σύμπαν; Πολύ μικρός, αλλά ενδεχομένως κι απεριόριστος. Οι άνθρωποι-καταναλωτές ενημέρωσης κάποια στιγμή θα βγουν από την τεχνολογική σύγχυση, θα κατασταλάξουν στο αν τους βολεύει το χαρτί ή η οθόνη του PC, ipad ή η οθόνη του κινητού τους. Και τότε η προσοχή τους θα στραφεί από το μέσο στο μήνυμα (σε πείσμα του ΜακΛούαν), από τη μορφή στο περιεχόμενο. Εκεί, ενδεχομένως, οι λειτουργοί της ενημέρωσης ή κάποιοι απ’ αυτούς θα ανακαλύψουν ξανά τη χαρά της είδησης, την απόλαυση της αποκάλυψης, τη ρήξη με το μονοπώλιο των «πηγών», την ανάκτηση του προνομίου να ελέγχεις την εξουσία χωρίς να να είσαι άθλιο (και κακοπληρωμένο) παρελκόμενό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου