Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Περί της στάσης πληρωμών

Φωτογραφία του Ζαν Σαμπριέ, 1955 (πηγή)
του Ευκλείδη Τσακαλώτου 
από τα Ενθέματα 
της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ

Σε προηγούμενο άρθρο («Ενθέματα», 5.9.2010) ασχολήθηκα με την έξοδο από το ευρώ ως αριστερή στρατηγική για την έξοδο από την κρίση. Επιχειρηματολόγησα ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ευρώ όσο το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί. Στο παρόν άρθρο θέλω να εκφράσω ένα παρόμοιο σκεπτικισμό για τη στρατηγική της στάσης πληρωμών.

Η στάση πληρωμών έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι αν χρωστάς πολλά σε έχουν ανάγκη οι πιστωτές σου, και αυτό σου δίνει εν δυνάμει μεγάλη διαπραγματευτική ισχύ. Όπως παρατηρεί συχνά ο Κώστας Λαπαβίτσας, σε αυτές τις περιπτώσεις έχει μεγάλη σημασία ποιος παίρνει την πρωτοβουλία, και άρα μπορούμε να βρεθούμε σε δύσκολη κατάσταση, με την επιβολή ακόμα πιο σκληρών μέτρων, αν την πρωτοβουλία για μια αναδιάρθρωση του χρέους την πάρουν οι πιστωτές μας. Επιπλέον, η στάση πληρωμών ανταποκρίνεται σε ένα δίκαιο και διευρυμένο αίσθημα ότι την κρίση δεν πρέπει να την πληρώσουν αυτοί που δεν ευθύνονται για την κρίση.


Το κόστος της στάσης

Η πρώτη διαφωνία αφορά το ύψος του κόστους μιας στάσης πληρωμών. Η κυβέρνηση δεν θα έχει πρόσβαση στις χρηματαγορές, και έτσι δεν θα μπορεί να δαπανά περισσότερα από όσα μαζεύει από φόρους. Το πρόγραμμα φέτος για μείωση του ελλείμματος από 13% του ΑΕΠ στο 8% συνοδεύτηκε από πολύ σκληρά μέτρα. Σε μια στάση θα πρέπει να φτάσει στο 0% σχεδόν αμέσως. Το ίδιο ισχύει και για το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Η Ελλάδα έχει σε συνθήκες ύφεσης έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ — μια παγκόσμια πρωτοτυπία! Και αυτό το έλλειμμα θα πρέπει να φτάσει απότομα στο 0%, με μια απότομη μείωση των εισαγωγών, μια και οι εξαγωγές δύσκολα θα αυξηθούν σημαντικά βραχυπρόθεσμα. Η εμπειρία της Αργεντινής δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Η Αργεντινή είναι μια μεγάλη χώρα, πλούσια σε φυσικούς πόρους, που μετά τη δική της στάση πληρωμών είχε το προνόμιο μιας μεγάλης ζήτησης για τα αγροτικά της προϊόντα από τις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας.

Ακόμα χειρότερα, έπειτα από μια στάση οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετώπιζαν αυξημένα προβλήματα ρευστότητας, καθώς η ΕΚΤ θα ήταν λιγότερο διατιθεμένη να τους δανείσει ακόμα και αν παραμέναμε στην ευρωζώνη. Η κρίση ρευστότητας θα μπορούσε να μετατραπεί σε κρίση βιωσιμότητας, αφού οι τράπεζες δεν θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τους καταθέτες τους σε περίπτωση που θα ζητούσαν τα χρήματά τους, και δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα υφιστάμενα δάνεια τους. Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε, χωρίς να υπερβάλουμε, το μέγεθος της κοινωνικής αναστάτωσης που θα ακολουθούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Οι υποστηρικτές της στάσης πληρωμών μπορεί να μη συμφωνούν ότι το κόστος θα είναι τόσο μεγάλο, αλλά δεν το μηδενίζουν. Και γι’ αυτό τον λόγο απαντούν με μια ριζοσπαστικοποίηση της ατζέντας. Η κρατικοποίηση των τραπεζών και μια σχεδιασμένη βιομηχανική πολιτική, στηριζόμενη και από μια υποτίμηση της δραχμής μετά την έξοδο από το ευρώ, είναι οι δύο βασικοί πυλώνες αυτής της προσέγγισης.

Μετά την κρατικοποίηση, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αναγκάσει τις τράπεζες να αγοράζουν κρατικά ομόλογα. Αλλά σε μια φάση όπου οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα μειώνονται, μια αύξηση στα κρατικά ομόλογα που θα αναγκαζόταν να κρατούν οι τράπεζες θα οδηγούσε σε μια μείωση δανείων στον ιδιωτικό τομέα. Οι τράπεζες θα πίεζαν για την αποπληρωμή των χρεών, κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά στη χρεοκοπία (με αποτέλεσμα οι τράπεζες να παίρνουν μόνο ένα ποσοστό των δανείων τους).

Σε αυτές τις συνθήκες, οι πιέσεις στα δημοσιονομικά του κράτους θα ήταν ασφυκτικές. Η κυβέρνηση θα έπεφτε στον πειρασμό να κόβει χρήμα για την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων και των συντάξεων. Συγχρόνως, στην περίπτωση που το κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα δεν ήταν αξιόπιστο, τότε η κυβέρνηση ή θα απαγόρευε τις αναλήψεις ή θα «έκοβε» πάλι χρήμα για να παρέχει ρευστότητα στο σύστημα. Το αποτέλεσμα όλων αυτών θα μπορούσε να ήταν μια ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, και ένας φαύλος κύκλος υποτίμησης-πληθωρισμού, όπου οι πραγματικοί μισθοί θα συρρικνωνόταν συνεχώς. Μια ενεργητική βιομηχανική πολιτική θα μπορούσε, παράγοντας νέο πλούτο και νέες θέσεις εργασίας, να ανατρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Η ιστορική εμπειρία δεν μας προσφέρει πολλούς λόγους για αισιοδοξία. Η βραχυχρόνια αποτελεσματικότητά της είναι αμφισβητήσιμη, ιδιαίτερα αν εγκαινιαστεί σε συνθήκες χάους.

Θεωρώ λοιπόν ότι οι υποστηρικτές της στάσης πληρωμών υποτιμούν το κόστος αυτής της επιλογής και, συγχρόνως, υπερτιμούν τη δυνατότητα μιας αριστερής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θα εμφανιστούν. Αλλά, όπως και με την έξοδο από το ευρώ, το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά πρωτίστως πολιτικό-στρατηγικό. Θέλω να παραθέσω προς συζήτηση μια σειρά επιχειρημάτων που θέτουν σε αμφισβήτηση τη συγκεκριμένη επιλογή.

Ποιοι πολιτικοί συσχετισμοί και κοινωνικές δυνάμεις;

Όπως ανέφερα στο προηγούμενο άρθρο, ο Κώστας Λαπαβίτσας αρχικά αμφισβήτησε το σενάριο για το «καλό ευρώ» με πολιτικά, και όχι οικονομικά, επιχειρήματα. Αμφισβητεί δηλαδή ότι τόσες χώρες με τόσα διαφορετικά συμφέροντα μπορούν να συμφωνήσουν σ’ ένα καλύτερο πλαίσιο για το ευρώ. Αλλά αυτό υπονοεί ότι οι συσχετισμοί είναι εν δυνάμει πιο ευνοϊκοί στο εθνικό επίπεδο, κάτι που είναι προς απόδειξη. Η εξέλιξη της στρατηγικής εξόδου από το ευρώ και της στάσης πληρωμών θα εξαρτηθεί, βεβαίως, από την κυβέρνηση που θα την εφαρμόσει και τις κοινωνικές δυνάμεις που θα την υποστηρίξουν. Και τα δύο σκέλη της στρατηγικής δεν αποτελούν από μόνα τους σοσιαλιστικά αιτήματα. Αλλά η ριζοσπαστικοποίηση της ατζέντας μετά την έξοδο και τη στάση αποτελεί απολύτως ένα σοσιαλιστικό αίτημα. Γιατί να υποθέσουμε ότι σε αυτή τη στρατηγική θα ηγεμονεύουν οι δυνάμεις που κοιτάν προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, και όχι αυτές που προσδοκούν σε μια εθνική, και πρωτίστως καπιταλιστική, υπόθεση παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας;

Δεύτερον, η στρατηγική δεν έχει πειστικές απαντήσεις για το πώς θα αντιμετωπιστούν οι χρηματαγορές και οι πολυεθνικές. Προφανώς υπάρχει η ελπίδα ότι μια τέτοια στάση από μια αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα θα λειτουργήσει ευνοϊκά για άλλα πειράματα στην Ευρώπη. Αλλά και η υποτίμηση και η στάση πληρωμών θα πλήξουν σε κάποιο βαθμό εργαζόμενους και εργαζόμενες σε άλλες χώρες. Οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις δεν αποτελούν στέρεο έδαφος για την οικοδόμηση διεθνιστικών λύσεων, και πρέπει να εξεταστεί πολύ σοβαρά το ποσοστό του χρέους μας που το κρατάν ξένα ασφαλιστικά ταμεία (αν και δέχομαι ότι σε κάποιο σημείο τα ασφαλιστικά ταμεία θα έχουν μειώσει τις επενδύσεις τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα μετά την υποβάθμισή τους). Ο Κώστας Λαπαβίτσας πολύ σωστά δίνει έμφαση στην ανάγκη για διαφάνεια σε σχέση με το χρέος μας, αλλά αν πάρουμε υπόψη τις δύσκολες συνθήκες μετά από τη στάση δεν θα είναι εύκολο να παρθούν αποφάσεις με το ένα μάτι στραμμένο στις διεθνιστικές απαιτήσεις.

Τρίτον, η ιδέα ότι μια εναλλακτική στρατηγική μπορεί να βασιστεί στην κρατικοποίηση κάποιον στρατηγικών τραπεζών και επιχειρήσεων, που με σοσιαλιστές μάνατζερ θα αλλάξουν κατεύθυνση, αποτελεί μια προσέγγιση που δεν έχει δικαιωθεί στο παρελθόν. Χρειαζόμαστε ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, συνειδητοποιημένα κινήματα, και πολιτικά υποκείμενα που θα είναι σε θέση να πάρουν ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό στα χέρια τους. Παραδόξως, η στρατηγική που κριτικάρω σε αυτό το άρθρο είναι λιγότερη τολμηρή και ριζοσπαστική από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Υποτιμά το πόσο σημαντικό είναι να εμμένουμε στις παγκόσμιες διαστάσεις της κρίσης. Δεν κινδυνεύει μόνο η Ελλάδα, αλλά ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα από αυτήν την κρίση. Αυτή τη στιγμή αυτό το σύστημα αντιδρά με την επιβολή του κόστους στον κόσμο της εργασίας. Αλλά από μόνο του αυτό δεν αποτελεί ένα νέο, και βιώσιμο, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Άρα σε αυτή τη συγκυρία η Αριστερά οφείλει να αμφισβητήσει το σύνολο των παραδοχών του συστήματος με άλλα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα. Χωρίς να έχουν πειστεί σημαντικότατες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις για αυτή την αναγκαιότητα, δεν είναι εύκολο να στοιχηματίσουμε σε μια στρατηγική που εισάγει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό από την πίσω πόρτα. Να το πω κάπως προβοκατόρικα: ο λόγος που υποστηρίζουμε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό δεν είναι πρωτίστως ότι θα μπορέσει να υποστηρίξει ένα εθνικό νόμισμα και μια στάση πληρωμών.

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου