Η Ευρώπη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ελλάδα συμφώνησαν σε ένα πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, που σύντομα θα εξεταστεί και θα εγκριθεί από το εκτελεστικό συμβούλιο του ΝΔΤ. Η αρχική ικανοποίηση των αγορών από το πρόγραμμα έδωσε σε ελάχιστες μέρες τη θέση της σε σοβαρές αμφιβολίες. Πρόκεται για αμφιβολίες ορθολογικές γιατί τα νούμερα των ελληνικών δημοσιονομικών απλά δεν βγαίνουν.
Σε ό,τι αφορά το ΔΝΤ, το ελληνικό πρόγραμμα αντιπροσωπεύει μια χαμένη ευκαιρία. Το ΔΝΤ όφειλε να ηγείται των γεγονότων και όχι να τα ακολουθεί και να έχει σχεδιάσει ένα πολύ καλύτερο πρόγραμμα, που θα διευκόλυνε τη συντεταγμένη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αντί γι’ αυτό, καταλήγουμε με ένα πρόγραμμα που είναι άδικο, πεπλανημένο και καταδικασμένο να αποτύχει, επιβαρύνοντας όλες τις πλευρές με μεγαλύτερο κόστος. Όταν ξεκίνησε η ελληνική περιπέτεια, η μόνιμη επωδός της γερμανικής κυβέρνησης και πολλών άλλων ‘καθαρολόγων’ της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήταν: «Καμία στάση πληρωμών, καμία διάσωση, καμία έξοδος από το ευρώ». Οι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων του ευρωπαϊκού ιδιωτικού τομέα θα προστατεύονταν από κάθε κόστος (καμία στάση πληρωμών). Παρομοίως θα προστατεύονταν και οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. (καμία διάσωση). Αλλά και οι ευρωπαϊκές εταιρείες θα προστατεύονταν γιατί η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υποτιμήσει το νόμισμά της (όχι έξοδος από το ευρώ). Οι συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές σήμαιναν ότι το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ένα και μόνο πολιτικό εργαλείο, με ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, που σήμαινε ότι όλο το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής θα το αναλάμβανε ο μέσος Έλληνας πολίτης. Η Ευρώπη, με άλλα λόγια, όριζε το πρόβλημα σαν αποκλειστικά ελληνικό.
Το πρόγραμμα που έγινε στη συνέχεια αντικείμενο διαπραγμάτευσης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άλλαξε τα πράγματα κατά μια σημαντική τους διάσταση: Το βάρος της προσαρμογής σήμερα μοιράζεται έτσι ώστε να συμπεριλάβει τους φορολογούμενους της Ευρώπης (105 δις δολάρια) και τους φορολογούμενους όλου του κόσμου (40 δις δολάρια). Θα συμβάλουν, μεταξύ πολλών άλλων, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία – όπως και θα έπρεπε - δεδομένης της ενισχυόμενης οικονομικής τους θέσης και της συνεργατικής φύσης του εγχειρήματος. Αλλά δεν θα υπάρξει καμία συμβολή από την πλευρά των ευρωπαϊκών τραπεζών που κατέχουν μεγάλες ποσότητες ελληνικών ομολόγων. Το γεγονός της συμβολής φορολογουμένων πολύ πιο φτωχών οικονομιών έτσι ώστε τα πλούσια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να μην υποστούν κανένα κόστος από τον ανεύθυνο δανεισμό τους είναι άδικο και πεπλανημένο. Μπορείς κάλλιστα να κάνεις λόγο για ‘ηθικό κίνδυνο’. Κορώνα κερδίζουν οι τράπεζες, γράμματα πληρώνουν το λογαριασμό οι πολύ πιο φτωχοί φορολογούμενοι χωρών που βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου.
Το χειρότερο είναι πως αυτή η διάσωση των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – γιατί περί αυτού πρόκειται – αυξάνει τις ήδη υψηλές πιθανότητες αποτυχίας του προγράμματος. Η θεραπεία των ελληνικών δημοσιονομικών απαιτεί όχι μόνο δημοσιονομική προσαρμογή και χρηματοδότηση αλλά και υποτίμηση και αναδιάρθρωση του χρέους. Και με την υποτίμηση να δρομολογείται μέσα από τον οδυνηρό αποπληθωρισμό, η απαίτηση για αναδιάρθρωση του χρέους θα γίνει πολύ πιο ισχυρή. Είναι αναγκαία η διαγραφή σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους και θα παραμείνει αναγκαία, ακόμα και αν η Ελλάδα εγκαταλείψει την ευρωζώνη.
Ας δούμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του προγράμματος. Καταρχήν οι Έλληνες θα πρέπει να συναινέσουν στη μεγάλη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου για την επόμενη τριετία. Κατόπιν, όταν συμπληρωθούν αυτά τα τρία χρόνια, το ελληνικό χρέος θα βρίσκεται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τα σημερινά περί το 115% του ΑΕΠ. Στο σημείο αυτό αναμένεται από τις αγορές να θεωρήσουν ότι η Ελλάδα κινείται προς την τιθάσευση του χρέους της σε εύλογα επίπεδα γιατί στο μεσοδιάστημα θα έχει επιτύχει επαρκείς ρυθμούς ανάπτυξης και θα έχει διατηρήσει τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας για σημαντικό χρονικό διάστημα. Όμως η κάθε αμφιβολία εκ μέρους των αγορών για οποιοδήποτε από αυτά τα δεδομένα θα οδηγήσει τότε σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας και κάθε αύξηση του κόστους του ελληνικού δανεισμού θα σπρώξει εκ νέου τη χώρα στην αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική του δημόσιου χρέους στην οποία βρέθηκε πρόσφατα – με την εξαίρεση ότι το σημείο αφετηρίας της, νοούμενο ως επίπεδο χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, θα είναι πολύ - πολύ χειρότερο. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί ο ατυχής 13ος άθλος του Ηρακλή.
Γιατί λοιπόν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποδέχεται έναν τέτοιο διακανονισμό; Μια επιεικής ανάγνωση του γεγονότος είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΔΝΤ υποχρεώθηκε να συνεργαστεί με τις κυβερνήσεις και πως αφού η Ευρώπη και η Ελλάδα έκαναν αυτές τις επιλογές, εκείνο έπρεπε να τις σεβαστεί. Μια λιγότερο χαριστική ανάγνωση είναι πως το ΔΝΤ είναι ένα ευρωατλαντικό νομισματικό ταμείο και άρα η διεύθυνσή του εκτελεί τις εντολές των πλούσιων μετοχών του. Να σημειώσουμε επί τη ευκαιρία πως είναι αλήθεια ότι το ΔΝΤ επέβαλε πολύ αυστηρούς όρους την Ελλάδα. Αλλά αυτό το έκανε επειδή η Γερμανία δεν ήθελε να γίνει διαφορετικά. Και η επιβολή αυτών των όρων συνοδεύεται από μια διάσωση των τραπεζών επειδή οι βασικοί παίκτες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, ήθελαν να γίνει έτσι.
Και όλα αυτά είναι πολύ λυπηρά επειδή το ΔΝΤ θα έπρεπε να δώσει μια αληθινή ευκαιρία στην Ελλάδα να ξανακερδίσει τη διεθνή της νομιμότητα. Αν το ΔΝΤ επέμενε στη συμβολή όλων των πλευρών – όχι μόνο των φορολογουμένων της Ελλάδας, της Ευρώπης και του κόσμου όλου – θα κατάρτιζε ένα πρόγραμμα που θα ήταν δίκαιο και που θα απέφευγε τον ηθικό κίνδυνο και τα πεπλανημένα κίνητρα που συνδέονται με την ανταμοιβή των αστόχαστων συμπεριφορών του χρηματοπιστωτικού συστήματος – έτσι θα μεγιστοποιούσε τις πιθανότητες επιτυχίας. Το ΔΝΤ θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πρότυπο πρόγραμμα συντεταγμένης αναδιάρθρωσης του χρέους – που θα αποτελούσε ένα προηγούμενο χρήσιμο σε συγκυρίες σαν την παρούσα όπου, ως συνέπεια της κρίσης, το δημόσιο χρέος πολλών χωρών του κόσμου αυξάνει με ταχείς ρυθμούς.
Εν τέλει θα έχουμε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, αλλά κατά τρόπο άτακτο και καταστροφικό, επειδή όλοι οι παράγοντες θα αντιδρούν στα γεγονότα αντί να τα διαμορφώνουν. Συνεπώς, και προς το παρόν, θα πρέπει να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την εκτύλιξη της ελληνικής τραγωδίας, που δεν είναι μόνο λυπηρή και οδυνηρή, αλλά και αναπόφευκτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου