Tου Στρατή Μπουρνάζου (από ΑΥΓΗ)
"Τι αξία έχει το διαμάντι, όταν είναι κάρβουνο η ψυχή
μέσα από την κόλαση του Δάντη, της φυγής η πόρτα είναι κλειστή"
Τετάρτη βράδυ, ακούω τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Γι’ άλλο λόγο και περίσταση έγραψαν το κομμάτι, κι όμως σκέφτομαι: Τι αξία έχουν τα λόγια, όταν κάηκαν τρεις άνθρωποι; Για να μη γίνουν κάρβουνο και οι ψυχές μας· αυτή την αξία έχουν. Γι’ αυτό γράφω λοιπόν. Για τους νεκρούς. Και, κυρίως, για μας.
Πολλά, πάρα πολλά έγιναν την Τετάρτη. Κι ακόμα περισσότερα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Για το τεράστιο πλήθος που πλημμύρισε την Αθήνα. Για την οργή. Για την άγρια χαρά. Για το γέλιο των ανθρώπων. Για τα χημικά που μας πνίξαν. Για το τι σημαίνουν τα πλήθη που βροντοφώναζαν «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»: προάγγελος της εξέγερσης ή προθάλαμος μιας επικίνδυνης αντικοινοβουλευτικής λογικής; Για τη ρευστότητα των πραγμάτων. Για το πώς απ’ την κατήφεια της Πρωτομαγιάς φτάσαμε στον ενθουσιασμό της Τετάρτης. Γι’ αυτά κι άλλα πολλά. Μέχρι τη στιγμή που μάθαμε για τους νεκρούς. Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Για όλους μας, οι τρεις νεκροί στοίχειωσαν τη μέρα μας. Παρασκευή Ζούλια, Αγγελική Παπαθανασοπούλου, Επαμεινώνδας Τσάκαλης, τα ονόματά τους.
Είναι τρομερό ότι τρεις άνθρωποι βρήκαν έτσι τον θάνατο. Γιατί δεν ήταν τυχαίο, ήταν αποτέλεσμα μιας λογικής της τυφλής βίας, μιας συνειδητής αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή. Ήταν σχεδόν προβλέψιμο (όπως και το να θρηνήσουμε μελλοντικά νεκρό από την αλόγιστη χρήση χημικών), καθώς εδώ και λίγα χρόνια, στις πορείες, ένα κομμάτι -άλλοτε με την αποδοκιμασία και άλλοτε με την ανοχή των διαδηλωτών- λατρεύει και ασκεί τη βία για τη βία, αδιαφορώντας αν υπάρχουν και κινδυνεύουν άνθρωποι μέσα, δίπλα, από πάνω, παραδίπλα.
Έτσι, για πρώτη φορά σε όλη την πρόσφατη ιστορία μας οι νεκροί μιας διαδήλωσης δεν είναι αποτέλεσμα της κρατικής βίας (η περίπτωση Κ. Μαρούση, το 1991, παραμένει πάντα αμφιλεγόμενη), αλλά της αντικρατικής βίας, της δράσης ανθρώπων που μετείχαν στην πορεία, που αποτελούσαν με κάποιον τρόπο -έκκεντρο έστω- κομμάτι της και δρούσαν εν ονόματί της. Οι μολότοφ και οι φωτιές έχουν πρόσημο: εκδηλώνονται ως πράξη διαμαρτυρίας, πράξη αντικρατικής, αντιπλουτοκρατικής, αντικυβερνητικής βίας - όσο και να διαφωνούμε, πώς να το αρνηθούμε;
Λίγο αφού επιβεβαιώθηκε η είδηση, άρχισαν να συζητιούνται διάφορα. Ότι η τράπεζα δεν είχε έξοδο κινδύνου. Ότι δεν είχε πυρασφάλεια. Ότι η εργοδοσία εξανάγκασε τους εργαζόμενους να δουλέψουν. Ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ακόμα και αν ισχύουν στο ακέραιο, είναι πολιτικό και ηθικό όνειδος να καταφύγουμε σ’ αυτά σαν άλλοθι, να πούμε ότι κατά βάθος φταίει ο Βγενόπουλος ή να υιοθετήσουμε τις εξοργιστικές γελοιότητες του Ριζοσπάστη (6.5.2010), πως «τους τρεις υπαλλήλους τούς σκότωσε η αστική τάξη, όποια “προβιά” κι αν φορούσαν τα όργανά της»! Ας μη θολώνει η κρίση μας: τούτη τη φορά, το διαρκές σκάνδαλο των εργοδοτικών αυθαιρεσιών δεν είναι η ουσία του ζητήματος. Η φωτιά δεν μπήκε από αστροπελέκι ή αποτσίγαρο.
Χιλιάδες μαγαζιά σ’ όλη την Ελλάδα δεν έχουν πυρασφάλεια κι εξόδους κινδύνου. Πολύ κακώς, αλλά αν σε κάποιο από αυτά τα ΜΑΤ έριχναν ασφυξιογόνα ή οι Χρυσαυγίτες έναν εμπρηστικό μηχανισμό και θρηνούσαμε νεκρούς, θα λέγαμε ποτέ ότι φταίει η έλλειψη μέτρων ασφαλείας; Ας μην τσαλαπατάμε τη λογική και την ευαισθησία μας…
Κι όσο για το άλλο που ακούστηκε, ότι έπρεπε να κλείσει η τράπεζα επειδή αποτελούσε «στόχο», αυτό μπορεί να το ασπάζεται η κοινή γνώμη, όχι όμως εμείς. Εμείς που φωνάζουμε «Στο δρόμο, στο δρόμο να σπάσουμε τον τρόμο!» δεν μπορούμε να λέμε ότι τα μαγαζιά πρέπει να κλείνουν, να οχυρώνονται, να γίνονται απόρθητα φρούρια, επειδή αλλιώς μετατρέπονται σε παγίδες θανάτου - και να εγκαλούμε τους υπευθύνους επειδή δεν αντιμετώπισαν την πορεία σαν σεισμό, τυφώνα, λαίλαπα που ενσκήπτει, κίνδυνο-θάνατο. Αν σκεφτόμαστε έτσι, τότε έχουμε συνθηκολογήσει πλήρως με τη διαστροφή της έννοιας της διαδήλωσης, έχουμε προσχωρήσει στην επικράτεια του φόβου και του τρόμου.
Αριστεροί κάθε απόχρωσης, αντιεξουσιαστές, αναρχικοί, ελευθεριακοί, παλεύουμε για την κοινωνική απελευθέρωση, τη διεύρυνση της ελευθερίας, ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που συνθλίβει τις ζωές και τα όνειρα των ανθρώπων, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο· έτσι δεν είναι; Τι κοινό έχουν οι αξίες μας με τον φετιχισμό της βίας, τη βία που αναγορεύεται σε υπέρτατο και μοναδικό αυτοσκοπό και, το ανατριχιαστικότερο, περιφρονεί την ανθρώπινη ζωή; Η απαξία για την ανθρώπινη ζωή δεν έχει τίποτα το απελευθερωτικό, δεν υπηρετεί τον αγώνα για απελευθέρωση, δικαιοσύνη και καλύτερη ζωή. Και δεν μπορούμε παρά να βρεθούμε, χωρίς μισόλογα, απέναντι.
Εμείς. Μιλάω πάντα για μας. Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη. Κυβερνητικοί και καθεστωτικοί παράγοντες μπορεί να βλέπουν τους νεκρούς σαν ευκαιρία για να βγουν από τη δύσκολη θέση. Επενδυτές μπορεί να τρέμουν τις επιπτώσεις στον τουρισμό. Επιστήμονες και μελετητές οφείλουν να αναλύσουν τα κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και άλλα αίτια του φαινομένου. Το ζήτημα είναι εμείς τι κάνουμε. Όλοι και όλες που έχουμε διαδηλώσει για τα εργατικά «ατυχήματα», τις αυτοκτονίες στον στρατό, την επίθεση στην Κούνεβα, τη βία των ΜΑΤ, τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου, τους θανάτους μεταναστών και τόσα άλλα με κοινή συνισταμένη την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τους τρεις νεκρούς, να τους φορτώσουμε άρον άρον όπου μπορέσουμε: στον Βγενόπουλο, στο κράτος, στους «προβοκάτορες». Ούτε μπορούμε να μιλάμε για «παράπλευρες απώλειες» ή να κάνουμε συμψηφισμούς με άλλους νεκρούς. Κι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον καθωσπρεπισμό, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της αξιακής και πολιτικής μας στάσης. Στην πορεία της Τετάρτης, άλλωστε, φωνάζαμε: «Εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές, εμείς μιλάμε γι’ ανθρώπινες ζωές».
Αν νιώθουμε την τραγικότητα αυτού που έγινε, αν αφεθούμε να πενθήσουμε χωρίς να γυρεύουμε να πνίξουμε το πένθος μας σε μια θάλασσα αναλύσεων και υπεκφυγών, αυτό είναι μια αρχή. Έστω εκ των υστέρων -γιατί όλα αυτά έπρεπε να τα έχουμε σκεφτεί, πολλοί, του γράφοντος μη εξαιρουμένου, νωρίτερα- ας προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε την τραγική εμπειρία σε σκέψη ατομική και συλλογική, να αναλογιστούμε ο καθένας τις -διαφορετικές βέβαια- ευθύνες του. Να καταλάβουμε, ώστε να σταθούμε, ηθικά και πολιτικά, εκεί που πρέπει. Χωρίς να κοροϊδεύουμε, πρώτα απ’ όλους, τον εαυτό μας.
ΥΓ. Από τα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο θέλω να επισημάνω δύο: του Κώστα Σβόλη (indy.gr/analysis/tria-fantasmata-planioyntai-pano-apo-to-kinima) και του Radical Desire (radicaldesire.blogspot.com/2010/05/greques-encore-un-effort-si-vous-voulez.html)
Τετάρτη βράδυ, ακούω τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Γι’ άλλο λόγο και περίσταση έγραψαν το κομμάτι, κι όμως σκέφτομαι: Τι αξία έχουν τα λόγια, όταν κάηκαν τρεις άνθρωποι; Για να μη γίνουν κάρβουνο και οι ψυχές μας· αυτή την αξία έχουν. Γι’ αυτό γράφω λοιπόν. Για τους νεκρούς. Και, κυρίως, για μας.
Πολλά, πάρα πολλά έγιναν την Τετάρτη. Κι ακόμα περισσότερα θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Για το τεράστιο πλήθος που πλημμύρισε την Αθήνα. Για την οργή. Για την άγρια χαρά. Για το γέλιο των ανθρώπων. Για τα χημικά που μας πνίξαν. Για το τι σημαίνουν τα πλήθη που βροντοφώναζαν «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή»: προάγγελος της εξέγερσης ή προθάλαμος μιας επικίνδυνης αντικοινοβουλευτικής λογικής; Για τη ρευστότητα των πραγμάτων. Για το πώς απ’ την κατήφεια της Πρωτομαγιάς φτάσαμε στον ενθουσιασμό της Τετάρτης. Γι’ αυτά κι άλλα πολλά. Μέχρι τη στιγμή που μάθαμε για τους νεκρούς. Από εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν ήταν ίδιο.
Για όλους μας, οι τρεις νεκροί στοίχειωσαν τη μέρα μας. Παρασκευή Ζούλια, Αγγελική Παπαθανασοπούλου, Επαμεινώνδας Τσάκαλης, τα ονόματά τους.
Είναι τρομερό ότι τρεις άνθρωποι βρήκαν έτσι τον θάνατο. Γιατί δεν ήταν τυχαίο, ήταν αποτέλεσμα μιας λογικής της τυφλής βίας, μιας συνειδητής αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή. Ήταν σχεδόν προβλέψιμο (όπως και το να θρηνήσουμε μελλοντικά νεκρό από την αλόγιστη χρήση χημικών), καθώς εδώ και λίγα χρόνια, στις πορείες, ένα κομμάτι -άλλοτε με την αποδοκιμασία και άλλοτε με την ανοχή των διαδηλωτών- λατρεύει και ασκεί τη βία για τη βία, αδιαφορώντας αν υπάρχουν και κινδυνεύουν άνθρωποι μέσα, δίπλα, από πάνω, παραδίπλα.
Έτσι, για πρώτη φορά σε όλη την πρόσφατη ιστορία μας οι νεκροί μιας διαδήλωσης δεν είναι αποτέλεσμα της κρατικής βίας (η περίπτωση Κ. Μαρούση, το 1991, παραμένει πάντα αμφιλεγόμενη), αλλά της αντικρατικής βίας, της δράσης ανθρώπων που μετείχαν στην πορεία, που αποτελούσαν με κάποιον τρόπο -έκκεντρο έστω- κομμάτι της και δρούσαν εν ονόματί της. Οι μολότοφ και οι φωτιές έχουν πρόσημο: εκδηλώνονται ως πράξη διαμαρτυρίας, πράξη αντικρατικής, αντιπλουτοκρατικής, αντικυβερνητικής βίας - όσο και να διαφωνούμε, πώς να το αρνηθούμε;
Λίγο αφού επιβεβαιώθηκε η είδηση, άρχισαν να συζητιούνται διάφορα. Ότι η τράπεζα δεν είχε έξοδο κινδύνου. Ότι δεν είχε πυρασφάλεια. Ότι η εργοδοσία εξανάγκασε τους εργαζόμενους να δουλέψουν. Ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ακόμα και αν ισχύουν στο ακέραιο, είναι πολιτικό και ηθικό όνειδος να καταφύγουμε σ’ αυτά σαν άλλοθι, να πούμε ότι κατά βάθος φταίει ο Βγενόπουλος ή να υιοθετήσουμε τις εξοργιστικές γελοιότητες του Ριζοσπάστη (6.5.2010), πως «τους τρεις υπαλλήλους τούς σκότωσε η αστική τάξη, όποια “προβιά” κι αν φορούσαν τα όργανά της»! Ας μη θολώνει η κρίση μας: τούτη τη φορά, το διαρκές σκάνδαλο των εργοδοτικών αυθαιρεσιών δεν είναι η ουσία του ζητήματος. Η φωτιά δεν μπήκε από αστροπελέκι ή αποτσίγαρο.
Χιλιάδες μαγαζιά σ’ όλη την Ελλάδα δεν έχουν πυρασφάλεια κι εξόδους κινδύνου. Πολύ κακώς, αλλά αν σε κάποιο από αυτά τα ΜΑΤ έριχναν ασφυξιογόνα ή οι Χρυσαυγίτες έναν εμπρηστικό μηχανισμό και θρηνούσαμε νεκρούς, θα λέγαμε ποτέ ότι φταίει η έλλειψη μέτρων ασφαλείας; Ας μην τσαλαπατάμε τη λογική και την ευαισθησία μας…
Κι όσο για το άλλο που ακούστηκε, ότι έπρεπε να κλείσει η τράπεζα επειδή αποτελούσε «στόχο», αυτό μπορεί να το ασπάζεται η κοινή γνώμη, όχι όμως εμείς. Εμείς που φωνάζουμε «Στο δρόμο, στο δρόμο να σπάσουμε τον τρόμο!» δεν μπορούμε να λέμε ότι τα μαγαζιά πρέπει να κλείνουν, να οχυρώνονται, να γίνονται απόρθητα φρούρια, επειδή αλλιώς μετατρέπονται σε παγίδες θανάτου - και να εγκαλούμε τους υπευθύνους επειδή δεν αντιμετώπισαν την πορεία σαν σεισμό, τυφώνα, λαίλαπα που ενσκήπτει, κίνδυνο-θάνατο. Αν σκεφτόμαστε έτσι, τότε έχουμε συνθηκολογήσει πλήρως με τη διαστροφή της έννοιας της διαδήλωσης, έχουμε προσχωρήσει στην επικράτεια του φόβου και του τρόμου.
Αριστεροί κάθε απόχρωσης, αντιεξουσιαστές, αναρχικοί, ελευθεριακοί, παλεύουμε για την κοινωνική απελευθέρωση, τη διεύρυνση της ελευθερίας, ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που συνθλίβει τις ζωές και τα όνειρα των ανθρώπων, ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο· έτσι δεν είναι; Τι κοινό έχουν οι αξίες μας με τον φετιχισμό της βίας, τη βία που αναγορεύεται σε υπέρτατο και μοναδικό αυτοσκοπό και, το ανατριχιαστικότερο, περιφρονεί την ανθρώπινη ζωή; Η απαξία για την ανθρώπινη ζωή δεν έχει τίποτα το απελευθερωτικό, δεν υπηρετεί τον αγώνα για απελευθέρωση, δικαιοσύνη και καλύτερη ζωή. Και δεν μπορούμε παρά να βρεθούμε, χωρίς μισόλογα, απέναντι.
Εμείς. Μιλάω πάντα για μας. Ο καθείς εφ’ ω ετάχθη. Κυβερνητικοί και καθεστωτικοί παράγοντες μπορεί να βλέπουν τους νεκρούς σαν ευκαιρία για να βγουν από τη δύσκολη θέση. Επενδυτές μπορεί να τρέμουν τις επιπτώσεις στον τουρισμό. Επιστήμονες και μελετητές οφείλουν να αναλύσουν τα κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και άλλα αίτια του φαινομένου. Το ζήτημα είναι εμείς τι κάνουμε. Όλοι και όλες που έχουμε διαδηλώσει για τα εργατικά «ατυχήματα», τις αυτοκτονίες στον στρατό, την επίθεση στην Κούνεβα, τη βία των ΜΑΤ, τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου, τους θανάτους μεταναστών και τόσα άλλα με κοινή συνισταμένη την υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τους τρεις νεκρούς, να τους φορτώσουμε άρον άρον όπου μπορέσουμε: στον Βγενόπουλο, στο κράτος, στους «προβοκάτορες». Ούτε μπορούμε να μιλάμε για «παράπλευρες απώλειες» ή να κάνουμε συμψηφισμούς με άλλους νεκρούς. Κι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον καθωσπρεπισμό, αλλά αγγίζει τον πυρήνα της αξιακής και πολιτικής μας στάσης. Στην πορεία της Τετάρτης, άλλωστε, φωνάζαμε: «Εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές, εμείς μιλάμε γι’ ανθρώπινες ζωές».
Αν νιώθουμε την τραγικότητα αυτού που έγινε, αν αφεθούμε να πενθήσουμε χωρίς να γυρεύουμε να πνίξουμε το πένθος μας σε μια θάλασσα αναλύσεων και υπεκφυγών, αυτό είναι μια αρχή. Έστω εκ των υστέρων -γιατί όλα αυτά έπρεπε να τα έχουμε σκεφτεί, πολλοί, του γράφοντος μη εξαιρουμένου, νωρίτερα- ας προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε την τραγική εμπειρία σε σκέψη ατομική και συλλογική, να αναλογιστούμε ο καθένας τις -διαφορετικές βέβαια- ευθύνες του. Να καταλάβουμε, ώστε να σταθούμε, ηθικά και πολιτικά, εκεί που πρέπει. Χωρίς να κοροϊδεύουμε, πρώτα απ’ όλους, τον εαυτό μας.
ΥΓ. Από τα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο θέλω να επισημάνω δύο: του Κώστα Σβόλη (indy.gr/analysis/tria-fantasmata-planioyntai-pano-apo-to-kinima) και του Radical Desire (radicaldesire.blogspot.com/2010/05/greques-encore-un-effort-si-vous-voulez.html)
.-.-.-.-..-.-.-.-.-.-.-.-.
ε, όπως και να το κάνουμε, δεν ανήκουν στο χώρο... Και, με σεβασμό προς τον αρθρογράφο, να υπενθυμίσω πως οι προβοκάτσιες ήταν, είναι και θα είναι πάντα, εργαλείο για κάποιους... Βέβαια, από την άλλη, ήδη από προκυρήξεις, (Πυρήνες άνοιας...) έχουμε δει την πλήρη ταύτιση ακροδεξιάς και "ένοπλων καθοδηγητών" που καλούν για "μαχαιρώματα κι άλλα μαχαιρώματα" στο δρόμο, βαφτίζοντας "επαναστατική πρακτική" την φασιστική βία!!! Αν όντως φτάσαμε σε αυτό το σημείο, τότε δεν έχουμε και πολλά να πούμε και να ελπίσουμε... Δεν ξέρω... Συνεχίζω να (θέλω να) ελπίζω, πως δεν...
...ξερεις κατι τελικα;;..Με εχει ενοχλησει που ακομα μιλαμε για τον αδικο θανατο αυτων των ανθρωπων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο περιμενα αλλωστε πως πρωτα τα ΜΜΕ θα το τραβηξουν απο εδω κι απο κει..
Σεβασμος ουτε καν στον θανατο τους...
Καποιος συγγενης..εμαθα...εκανε ασφαλιστικα μετρα στα ΜΜΕ!
Πριν 20 χρονια που εγω περναγα απο ομονοια καθημερινα...λογω σχολης...παλι εκαναν οι γνωστοι αγνωστοι τον κοσμο να φλεγεται.
Τρομος ναι...Καπνογονα παντου..
Τα εζησα...Κατα περιεργο τροπο οι αστυνομικοι που συναντουσα εγω στον δρομο μου...μου ελεγχαν την τσαντα(σακος με βιβλια και τετραδια)..ενω γυρω μου εβλεπες ατομα με φουλαρια και μπλουζες στο προσωπο.Τα καταστηματα τοτε ηταν κλειστα...για να προστατευσουν τις περιουσιες τους...
Δεν ξερω πια τι να υποθεσω μετα απο 20 χρονια...Τα ιδια και χειροτερα;; Τα ιδια και μελετημενα;;
Την ίδια απορία έχουμε...
ΑπάντησηΔιαγραφή