Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Καλημέρα... με μινόρε και ματόκλαδα του χθες...

Τα ματόκλαδά σου λάμπουν (1961). Η πρώτη ταινία του Κώστα Φέρρη!
Τεχνικά στοιχεία
Μυθοπλασία, διάρκεια 7΄, Α/M, 35 χιλ., 1961,
κόστος 10.000 δρχ. 
Εξωτερικά γυρίσματα στο Δουργούτι, προσφυγική παραγκούπολη


από Karterean

Η ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΟΓOΚΡΙΣΙΑΣ
αφήγηση Κώστα Φέρρη (από short from the past)

Το καλοκαίρι του 1960, στη διάρκεια της δουλειάς μου ως βοηθού μοντέρ της Noelle Balanci για το «Ποτέ την Κυριακή», στο στούντιο Άλφα στα Μελίσσια, ανακαλύπτω και γοητεύομαι από τις εικόνες του «Μακεδονικού Γάμου». Γίνομαι αμέσως θαυμαστής και φίλος του Τάκη Κανελλόπουλου και τον εντάσσω στην Ομάδα. Κι όταν το Σεπτέμβριο προβάλλεται η ταινία του στο 1° εκείνο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, οργανώνουμε την πρώτη «κλάκα» υποστήριξης κι ο Τάκης κερδίζει το βραβείο «καλύτερης ταινίας μικρού μήκους». Η ιδέα της δημιουργίας «μικρού μήκους» ταινιών έχει γεννηθεί.

Η μεγάλη αδυναμία μου στη μουσική (τόσο στη μορφή της Όπερας όσο και του Αμερικάνικου μιούζικαλ), μαζί και η έρευνα που 'χω αρχίσει πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι, με οδηγεί στην ιδέα να κάνω τον «Επιτάφιο» των Θεοδωράκη-Ρίτσου, στην εκτέλεση με τον Μπιθικώτση, μικρού μήκους ταινία. Η φίλη μας Ριρή Γρηγορέα, ηθοποιός του Εθνικού, αναλαμβάνει να μεσολαβήσει στον Ψηλό για την άδεια. Εκείνος όμως έχει επιφυλάξεις, γιατί προτιμάει να κάνει τον «Επιτάφιο» μεγάλου μήκους ταινία, και δε θέλει να τον χαραμίσει. Δεν έχει όμως αντίρρηση να μου δώσει κάποια από τ' άλλα τραγούδια του, και σκέφτομαι αμέσως τη «Νήσο των Αζόρων», σε στίχους του Μποστ, που τραγουδάει επίσης ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.


Έτσι γνωρίζομαι με τον Μέντη Μποσταντζόγλου, που ενθουσιάζεται με την ιδέα να γίνει μια ταινία μικρού μήκους με βάση τα σκίτσα του. Μου συνιστά μάλιστα τη γιγαντιαία γελοιογραφία του «Η θαλαμηγός Χριστίνα» ως βάση του σεναρίου. Είμαι όμως κάπως επιφυλακτικός, να κάνω μια ταινία χωρίς πρόσωπα.


Την άνοιξη του 1961 βρίσκομαι στη Σκύρο, βοηθός σκηνοθέτης σε μια ταινία του παραγωγού Γιάννη Δριμαρόπουλου, και με την ευκαιρία... παντρεύομαι τη Σοφία Σφακιανάκη, με τα τοπικά έθιμα και κουμπάρους τον Αντρέα Μπάρκουλη και την Κατερίνα Γιουλάκη. Εκεί στη Σκύρο, σ' ένα καφενεδάκι της Λιναριάς, ακούω για πρώτη φορά το τραγούδι «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», που μόλις έχει κυκλοφορήσει, με τραγουδιστή (ποιόν άλλο; ) τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Το τραγούδι μ' εντυπωσιάζει αφάνταστα, γιατί βρισκόμαστε ήδη στην «παρακμή» του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, κι ο Μάρκος, απ' ό,τι ξέρω, είναι στ' αζήτητα.


Η ιδέα όμως, να χρησιμοποιήσω αυτό το τραγούδι για την πρώτη μου ταινία, έρχεται όταν ακούω στο ραδιόφωνο τον Γ. Π. Σαββίδη να παραλληλίζει τα «Ματόκλαδά» του Μάρκου με τις «Γυμνοπαιδίες» του Eric Satie. Συναντώ το Σαββίδη, μιλάμε πολύ για το ρεμπέτικο, και μου λέει πως η φωνή του Μπιθικώτση είναι η συνέχεια του αδικοχαμένου Γιώργου Κάβουρα. Είναι ακόμα πολύ νωρίς, και βιαζόμαστε όλοι να βγάλομε ρεμπετολογικά συμπεράσματα. Θα περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσω πως η φωνή του Γρηγόρη δεν έχει καμία συγγένεια με τα σμυρναϊκά τσακίσματα του Κάβουρα, αλλά είναι η λυρική εκδοχή της δωρικής τραγουδιστικής τεχνικής του Μάρκου Βαμβακάρη.


Έτσι βάζω μπρος την παραγωγή. Ο φίλος μου Μάκης Ανδρεόπουλος μου εξασφαλίζει το νεγκατίφ, από τα «ρετάλια» των μεγάλου μήκους ταινιών που δουλεύει. Το ίδιο εύκολα εξασφαλίζεται και η εργαστηριακή επεξεργασία δωρεάν, στα εργαστήρια του Ρουσόπουλου. Δύο χρόνια πριν, είχαμε «ανακαλύψει» με τον Νίκο Κούνδουρο τον νεαρό Στάθη Γιαλελή, για να συμπρωταγωνιστήσει με τη μικρή επίσης Πόπη Ποδηματά, γνωστή αργότερα ως Χλόη Λιάσκου, στην ταινία «Δάφνις και Χλόη». Η ταινία θα καθυστερήσει, τα παιδιά έχουν στο μεταξύ μεγαλώσει, κι έτσι προκύπτουν για τον Κούνδουρο οι «Μικρές Αφροδίτες» με άλλους ηθοποιούς. Θυμάμαι λοιπόν τον Στάθη, του προτείνω να πρωταγωνιστήσει, κι εκείνος δέχεται μ' ενθουσιασμό. Η Σοφία όμως έχει αντιρρήσεις, γιατί θα πρωταγωνιστήσει δίπλα του, και η διαφορά ηλικίας εμφανής. Προτείνω το ρόλο στον Τάκη Εμμανουήλ, αλλά εκείνος... με σνομπάρει. Στην απελπισία μου, αλλά και από συμπάθεια στο πρόσωπο του, επιλέγω τον Ανέστη Βλάχο. Πλάϊ του θα «χορέψει» ο ασκημομούρης ηλεκτρολόγος Σάββας Καλατζής, επιλεγόμενος και... Χάρος! Στο μεταξύ, η Σοφία κεντάει τους τίτλους πάνω σε τσουβάλι.


Ένα γύρισμα στο Δουργούτι και άλλες δύο ώρες στο σπίτι, για τα μάτια της κοπέλας. Η ταινία είναι έτοιμη αλλά πρέπει να βρω χρόνο και χρήμα για το μοντάζ και την επεξεργασία. Πιάνω δουλειά, βοηθός του Γκρέγκ Τάλλας, στην ταινία «Κατηγορούμενος ο έρως». Κι ο καλός μου αυτός δάσκαλος, μου φέρνει στα γραφεία της παραγωγής την παλιά εκείνη αμερικάνικη «πολεμική» μοβιόλα με λούπα, να κάνω το μοντάζ τα βράδια. Θα 'ρθει μάλιστα αρκετές φορές στο μοντάζ να με βοηθήσει δίνοντας μου αρχετυπικές κατευθύνσεις, στο πρότυπο του «μοντάζ των συγκρούσεων» που είχα επιλέξει. Το τελικό «ρετούς» έγινε από το Γιώργο Τσαούλη, και το μοντάζ νεγκατίφ από τη Γιάννα Σπυροπούλου. Όλα αφιλοκερδώς.


Η προκριματική επιτροπή του 2ου φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης απορρίπτει... μετά βδελυγμίας την ταινία. Ο Πρόεδρος μάλιστα της επιτροπής, Αλέξης Μινωτής, δηλώνει δημοσία: «Δε θα βάλομε τους χασικλήδες στο φεστιβάλ»(!!!) Η επιτροπή λογοκρισίας (Αρβανίτης) απαγορεύει την ταινία ως... αντιτουριστική (!!!) Σ' ένα πλάνο, λέει, στην προσφυγική παραγκούπολη, φαίνεται στο βάθος η Ακρόπολη (!!!) Είναι η χρονιά που ο Αλέκος Αλεξανδράκης έχει γυρίσει τη «Συνοικία το όνειρο», που περνάει πολλές περιπέτειες με την αστυνόμευση και τη λογοκρισία, αλλά η κατακραυγή στο τέλος τους υποχρεώνει να την αποδεχτούν, φαίνεται λοιπόν πως ξεσπάσανε το μένος τους σε μένα και, ως πιο αδύναμος, πλήρωσα τη νύφη.



Σεπτέμβριος λοιπόν του 1961, και στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης οργανώνεται το πρώτο Αντιφεστιβάλ. Τρεις κομμένες ταινίες, το «Σαββατόβραδο» του Πάνου Παπακυριακόπουλου, η «Ελληνίδα Αγρότισσα» (γι’ αυτές τις ηρωίδες) του Νίκου Τζίμα και τα «Ματόκλαδα», προβάλλονται σ' ένα ιδιωτικό σινεμά, απέναντι στο Ολύμπιον. Ο αιθουσάρχης έχει υποστεί πιέσεις από την αστυνομία, κλειδώνει το σινεμά κι εξαφανίζεται. Ο Νίκος Κούνδουρος σπάει την πόρτα του σινεμά, κι ο Γρηγόρης Δανάλης πιάνει τη μηχανή προβολής. Καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι γεμίζουν την αίθουσα. Στο τέλος της προβολής ο Μίκης Θεοδωράκης μου προτείνει να κάνω τον «Επιτάφιο» μεγάλου μήκους ταινία, με παραγωγό τον Μανώλη Νικολούδη.


Την άλλη μέρα, δημοσιεύονται δύο διθυραμβικές κριτικές, από τον Κώστα Σταματίου στην «Αυγή», και την Μαρία Παπαδοπούλου στη «Βραδυνή».


Ο «Επιτάφιος» δε γυρίστηκε ποτέ.


.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.


Η απόδοση της μουσικής
του Γιάννη Φραγκούλη (από short from the past)

Το 1961 ο Κώστας Φέρρης ξεκινά με αυτή την ταινία την υπέροχη και συναρπαστική περιπέτειά του στον ελληνικό κινηματογράφο. Πριν από αυτή την ταινία έχει μάθει κινηματογράφο, στην Αθήνα, πιο μπροστά έχει δαμάσει το δοκιμιακό λόγο του στην κριτική κινηματογράφου, στην Αίγυπτο, και, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έχει ασχοληθεί, μαζί με άλλους, με το ρεμπέτικο και πιο συγκεκριμένα με το Μάρκο Βαμβακάρη, σα μια ιδιάζουσα περίπτωση της ελληνικής μουσικής. Πολύ αργότερα, ο Θεοδωράκης θα δηλώσει ότι θεωρεί το Βαμβακάρη ως δάσκαλό του. Άρα το ένστικτο του Φέρρη δεν είχε λαθέψει.

Αν δούμε αυτή την ταινία, η οποία διαρκεί λίγο παραπάνω από όσο διαρκούν τα δύο τραγούδια «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», του Μάρκου Βαμβακάρη, και το «Μινόρε της αυγής», του Σπύρου Περιστέρη, θα ανακαλύψουμε ότι έχουμε μια ολοκληρωμένη αφήγηση που έγινε για να πλαισιώσει αυτά τα δύο τραγούδια. Ή περίπου έτσι. Προς το τέλος της ταινίας αναγκαζόμαστε να αμφιβάλουμε και να δούμε τον πειραματισμό του Φέρρη.

Ενώ, από πρώτη άποψη, μας δείχνει ότι έχει σκαρώσει μια αφήγηση, μια μικρή ερωτική ιστορία, για να «ντύσει» οπτικά τα δύο τραγούδια, όσο η ταινία προχωρά, καταλαβαίνουμε ότι τα τραγούδια υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο για να μας δώσουν το ρυθμό. Ο Φέρρης είχε φτιάξει την ιστορία του. Η μουσική συντροφεύει τις εικόνες, δεν υπάρχουν υπερβάσεις της μουσικής στην εικόνα ή το αντίστροφο, ακούμε και βλέπουμε χωρίς καμιά από τις δύο αισθήσεις να ενοχληθεί ούτε δευτερόλεπτο.

Δε φοβάται, προς το τέλος να κάνει μια αδικαιολόγητη(;) παύση. Όπως δε φοβάται να ενώσει με τον πλέον απλό τρόπο τα δύο αυτά τραγούδια. Η κοπέλα βρίσκει τον αγαπημένο της και σμίγουν στο χορό. Παύση. Εικόνες που μας φέρνουν στην αρχή της ταινίας. Ξανά μουσική. Πάλι εσωτερικό του σπιτιού, κοντινό της κοπέλας, όπως στην αρχή της ταινίας. Η κοπέλα στο παράθυρο βλέπει τα παιδιά, να τρέχουν στο δρόμο, ολοκληρώνοντας το τρεχαλητό τους που έκαναν στην αρχή, και το περιστέρι να πετά μακριά προς την ελευθερία, όπως το όνειρό της που φεύγει. Γιατί επρόκειτο για ένα όνειρο, ένα θέλω της, το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Ο Φέρρης πειραματίζεται και βαδίζει σε ένα τεντωμένο σκοινί, με τον κίνδυνο πάντα να πέσει στο κλασικό ύφος. Στο ίδιο σκοινί που θα βαδίσει στο «Ρεμπέτικο» (1983), και στη «Φόνισσα» (1974), με συν-σεναριογράφο το Δήμο Θέο. Στα «Ματόκλαδα», όπως και στη «Φόνισσα», γίνεται το εξής: ανακατεύεται η χρονική διάταξη των δρώμενων έτσι ώστε να δοθεί η αίσθηση του παράλογου, του αφύσικου και του παράξενου, για να αποδοθεί όσο τον δυνατόν καλύτερα η ψυχολογική κατάσταση των πρωταγωνιστριών όπως και η θλίψη της κοπέλας στα «Ματόκλαδα». Πρωτοποριακή αφήγηση, πολύ γοητευτική και νεανική, ακόμη και σήμερα. (Μήπως θα έπρεπε τα βίντεο κλιπ να γυρίζονται έτσι;)

Για την ιστορία. Η ταινία υποβλήθηκε το 1961 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όμως τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια επιτροπή την έκοψε λόγω χασικλίδικων τραγουδιών!!! 

.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.-.

Η ταινία υπάρχει στο διπλό dvd του Ρεμπέτικου.  Ρένα, να ΄σαι καλά που μου την θύμισες!

1 σχόλιο:

  1. Αγαπητέ Ρήγα, σε χαιρετώ! Μόνο η αφεντιά μου έλειπε απ’ τη μπλογκόσφαιρα. Σε ενημερώνω ότι έχω αποκτήσει δική μου στέγη η οποία είναι αυτή:
    http://anatolikatisedem.blogspot.com/
    Θα χαρώ να επικοινωνούμε διαδικτυακά. Καλή αντάμωση!
    Ανατολή

    ΑπάντησηΔιαγραφή