(πηγή) |
του Νικόλα Σεβαστάκη*
Υπάρχουν δυο «σχολές» ερμηνείας της κρίσης – προσέγγισης στα φαινόμενα – οι οποίες συνδέονται με αντίστοιχα πολιτικά και αξιακά διλήμματα του σήμερα.
Η πρώτη «σχολή» επενδύει στην ιδέα πως οι ρίζες της σημερινής κρίσης είναι κυρίως ηθικές και πολιτισμικές. Σ’ αυτή τη «σχολή» συναντώνται πολύ λίγες σοβαρές και περισσότερες επιδερμικές και προσχηματικές αναλύσεις, σχετικά με φαινόμενα γνωστά απ’ το παρελθόν, που επανέρχονται στην αρθρογραφία και τις συζητήσεις, όπως: Η κοινωνία που καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα παράγει, τα αστικά κοινωνικά πρότυπα, το ζήτημα της ατροφίας του ορθολογισμού στις ατομικές συμπεριφορές, αλλά και στη λειτουργία των θεσμών. Οι προσεγγίσεις αυτές καταλήγουν στο γενικό συμπέρασμα ότι σήμερα πληρώνουμε ότι παραλείψαμε να πράξουμε στο παρελθόν και ότι οι ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση πρέπει ν’ αποδοθούν σ’ ένα πλήθος παραγόντων, που κανένας τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κυρίαρχος και καθοριστικός. Σύμφωνα μ’ αυτές τις προσεγγίσεις ο πυρήνας του κακού δεν βρίσκεται τόσο στις παθογένειες ενός συστήματος αξιών και πρακτικών, όσο σε διάχυτες μικροπαθολογίες, που κάποια στιγμή γίνονται επικίνδυνες, όταν συνδυάζονται με την ανεπάρκεια των ηγεσιών ή τον λαϊκισμό αντιπολιτεύσεων κ.ο.κ.
Η κρίση ως αρχαϊκά κατάλοιπα ή ως έλλειμμα εξορθολογισμού
Ιδιαίτερη υποκατηγορία της ίδιας αντίληψης συνιστά η θέση ότι για τις συνέπειες της κρίσης ευθύνεται ένα πολιτικό σύστημα ή μια κοινωνία των πολιτών που δεν έχουν εξορθολογιστεί όσο πρέπει και δεν έχουν αποκαθαρθεί από αρχαϊκά στοιχεία και παραδοσιακές κακές πρακτικές. Η έμφαση αποδίδεται σε νοοτροπιακές και ψυχολογικές δυνάμεις που αντιστέκονται στα προτάγματα του ορθολογισμού. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι, το τελευταίο διάστημα, ο γνωστός φιλόσοφος της αγοράς, Στέλιος Ράμφος, έβγαλε ένα βιβλίο για τις ρίζες αυτού που αποκαλεί «νεοελληνικός μηδενισμός», το οποίο πήγε πολύ καλά εμπορικά και είχε μια εκτεταμένη μιντιακή κάλυψη. Σ’ αυτό το βιβλίο εκφράζεται πιο επεξεργασμένη φιλοσοφικά η παραπάνω αντίληψη, ότι οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στον νεοελληνικό χαρακτήρα κ.λπ.
Κρυμμένο «μίσος για τη δημοκρατία»
Αυτή τη στιγμή, ένας τέτοιος λόγος για την κρίση εμπνέει ένα ετερόκλιτο μπλοκ καθοδηγητών γνώμης. Στεγάζει τις δημώδεις τοποθετήσεις ανθρώπων που προέρχονται από την μετριοπαθή μεταρρυθμιστική αριστερά, μέχρι τη νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά και τους λίγους εκφραστές ενός συντηρητικού ελιτισμού, που τους βρίσκει κανείς συχνά στην «Καθημερινή» ή σε άλλα έντυπα αναλόγου στυλ. Στο επίπεδο της κοινής γνώμης, της «εθνικής ιδεολογίας», αυτό το μπλοκ δεν εκφράζεται κατά ενιαίο τρόπο, ούτε και δίχως αξιοσημείωτες εσωτερικές εντάσεις. Κι εδώ δεν επιτρέπονται απλουστεύσεις, διότι υπάρχουν σοβαρές διαφορές και αποχρώσεις. Yπενθυμίζοντας μια σκέψη του πολιτικού φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ, σε πολλές από τις ηθικού τύπου αποφάνσεις για τα δεινά, της Ελλάδας εν προκειμένω, ανιχνεύεται ένα μίσος για τη δημοκρατία, κρυμμένο κάτω από μια ρηχή αντιλαϊκιστική και αντισυντεχνιακή ρητορική. Αντιλήψεις ότι τα κοινωνικά κεκτημένα είναι κάτι επονείδιστο, αν όχι παράλογο και εξωφρενικό, ότι όλα πρέπει να είναι υπό διαπραγμάτευση, συνοδεύουν αυτή τη ρητορική που συμβάλλει σημαντικά στις δύο κύριες τάσεις του παρόντος: την αυτοενοχοποίηση και την έκρηξη της ανασφάλειας.
Η «καπιταλιστική κρίση» ή η αφήγηση του κοινωνικού ζητήματος
Η άλλη σχολή, πιο οικεία για τη ριζοσπαστική αριστερά, προσγειώνεται στο έδαφος της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και των αντιθέσεών της. Εδώ βρίσκουμε τις ακτινογραφήσεις της «καπιταλιστικής κρίσης», την ανάδειξη νέων μορφών κοινωνικής ανισότητας και εργασιακής υποβάθμισης και τις συζητήσεις για την εναλλακτική πρόταση ως προς την οικονομικής διάσταση της κρίσης, τι κάνουμε με το χρέος κ.ο.κ. Όσες ασυμφωνίες και ρήγματα κι αν υπάρχουν σ’ αυτή τη σχολή, για τις λύσεις, τους πολιτικούς όρους των λύσεων κ.λπ., διακρίνει κανείς μια σχεδόν κοινή συνισταμένη: Την αντίληψη ότι οι ηθικές – πολιτισμικές «α-πορίες» πρέπει να περάσουν σε δεύτερο πλάνο, εκτός των άλλων και γιατί τις ιδιοποιείται ο κατεστημένος λόγος για τους δικούς του σκοπούς. Όταν π.χ. μειώνεται η αγοραστική δύναμη των μισθωτών ή ακόμη και των μεσαίων στρωμάτων, όταν επιχειρείται ακραία συρρίκνωση κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις, όλα τα άλλα φαντάζουν ως άκαιρες πολυτέλειες ή, ακόμη χειρότερα, ως πλάγια στήριξη στη λογική της νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Υπάρχει, λοιπόν, μια οικεία, για την αριστερά, αφήγηση των πραγμάτων, που στέκεται κυρίως στο κοινωνικό τίμημα ή στους όρους ανάδειξης του νέου κοινωνικού ζητήματος. Αυτή η οπτική είναι εμφανώς κοινωνιοκεντρική και ταξικά ευαίσθητη, ανεξάρτητα του αν εμπλέκεται στις έριδες των αριστερών ή στις «κόσμιες» συζητήσεις των οικονομολόγων σχετικά με τη δέουσα απάντηση στην οικονομική κρίση.
Η υπόθεση που παρουσιάζω εδώ είναι ότι, ενώ η κοινωνιοκεντρική, η υλιστική «ατζέντα» γύρω από ζητήματα δικαιοσύνης και κατανομής οφέλους και κόστους κυριαρχεί στο δημόσιο χώρο, στα δημόσια βήματα, στις πολιτικές εκδηλώσεις και συζητήσεις, παρά ταύτα, δεν γονιμοποιεί την πράξη. Ενώ υποτίθεται ότι όλα παίζονται στην οικονομία ή στις κοινωνικές πολιτικές, ενώ όλα οδηγούν σε κατηγορίες ή αναλυτικά σχήματα οικεία στην αριστερά, οι κινητοποιήσεις, οι πολιτικές δράσεις, οι μορφές αντίστασης που παράγονται παραμένουν καθηλωμένες και πάντως καθόλου στο ύψος των περιστάσεων.
Η εύλογη και εν μέρει σωστή, αλλά μη επαρκής απάντηση, που συνήθως δίνεται, είναι ότι φταίει η άσχημη κατάσταση στην πολιτική αριστερά και η εξασθένηση των «παραδοσιακών» μορφών συλλογικής δράσης όπως συνδικάτα, σωματεία, κόμματα κ.ο.κ., που δεν επιτρέπει τη μετατροπή των θυμών σε στρατεύσεις, των συναισθημάτων σε έλλογη πολιτική βούληση. Κατά την άποψη αυτή η αδράνεια, η κατήφεια, οι κυνικές και νεομηδενιστικές τάσεις που αναπτύσσονται σε ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας, οφείλεται στην αρνητική εικόνα της πολιτικής αριστεράς ή στην έλλειψη μιας εναλλακτικής πρότασης που να πείθει και για τις άμεσες προτεραιότητες και όχι μόνον για μακρινούς στρατηγικούς στόχους.
Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ούτε στιγμή τη διαμάχη των αξιών
Χωρίς να υποτιμώ αυτή τη διάσταση, θεωρώ ότι δεν είναι η κύρια. Διότι, ενώ η υλιστική – κοινωνιοκεντρική προσέγγιση εμφανίζεται πιο γειωμένη ως προς τις τρέχουσες εθνικές αγωνίες, με τα σημεία αιχμής της κρίσης, δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ρήγματα στις συνειδήσεις και στους τρόπους κατανόησης της πραγματικότητας. Η κοινωνικοοικονομική προβληματική φαίνεται να χρωματίζει το συνολικό πεδίο των ενδιαφερόντων και των λαϊκών αγωνιών, αλλά το παιχνίδι μέχρι στιγμής μοιάζει να κερδίζεται από την άλλη πλευρά. Η ηθικοπολιτισμική ερμηνεία, ως ένας λόγος περί νεοελληνικών ηθών και τρόπων, περί νοοτροπιακών στρεβλώσεων, φαίνεται να καθορίζει περισσότερο και δραστικότερα τη δημόσια ατμόσφαιρα. Τα αριστερότροπα λεξιλόγια, του τύπου «να πληρώσουν οι πλούσιοι» κ.α. συναφή, ενώ διατηρούν μια επιφανειακή αντήχηση και εμβέλεια πολύ πέραν της αριστεράς, αυτό που άλλοι ονομάζουν «λαϊκισμό», χάνουν από τις εξηγήσεις που προσφέρει μια εκλαϊκευμένη ψυχολογία και ηθική: «Φταίξαμε όλοι», «το πρόβλημα είναι η νοοτροπία του Έλληνα, η ανυπαρξία κράτους, η ανευθυνότητα της κρατικής πολιτικής» κ.ο.κ.
Από τα παραπάνω πιστεύω πως πρέπει να συμπεράνουμε το εξής: Το πιο σημαντικό ίσως μάθημα αυτής της περιόδου είναι ότι δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ούτε στιγμή το ζήτημα της διαμάχης των αξιών, το ζήτημα του τι εντέλει επαγγέλλεται η αριστερά για το αξιοβίωτο του βίου, για το νόημα της δημοκρατίας και των συλλογικών αγαθών, για το είδος και τα όρια αυτού που ονομάζουμε δημόσια ευημερία.
Το πρόβλημα δεν τίθεται κατά τη γνώμη μου με όρους δοσολογίας αρνητικότητας και θετικότητας, δηλαδή κριτικής αντιστάσεων και προτάσεων / συγκεκριμένων λύσεων. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Παράλληλα με την προβληματική της ισότητας, που είναι η συνισταμένη κάθε αριστερής κοινωνικής κριτικής, επείγει μια ηθικοπολιτική και αξιακή αντιπρόταση για το μοντέλο του νέου πολίτη, το οποίο κατασκευάζεται μέσα απ’ την κρίση και ίσως δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει όσο θά ‘πρεπε.
Ο νέος εκσυγχρονισμός: Η αφομοίωση του μνημονίου από τις ψυχές
Η παρούσα κρίση αποσυνθέτει και ανασυνθέτει το ιδεώδες του πολίτη και κυρίως τις συλλογικές αναπαραστάσεις και τα βιώματα των μεσαίων στρωμάτων. Μέχρι στιγμής, παρακολουθούμε τον κλονισμό και το σάστισμα, τη διαδικασία επώδυνης αποκόλλησης του κόσμου αυτού από τα δεδομένα και τις σταθερές μιας ολόκληρης περιόδου. Αλλά νομίζω ότι βρίσκεται «εν τω γίγνεσθαι», σε διαδικασία διαμόρφωσης, η προετοιμασία μιας νέας κοινωνικοπολιτικής διάταξης, ενός «εκσυγχρονισμού νούμερο 2», ο οποίος θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα –και ήδη γίνεται λόγος γι’ αυτό– ένα εθνικό μνημόνιο, τη μετατροπή δηλαδή της εξωτερικής νόρμας –το μνημόνιο της τρόικας– σε εσωτερική νόρμα. Της εξωτερικής επιταγής σε εσωτερική νόρμα και για τα άτομα και για τις συλλογικότητες. Η εσωτερίκευση του μνημονίου, στην οποία καλούν ήδη κάποιοι, είναι η αφομοίωση του μνημονίου απ’ τις ψυχές κι όχι μόνον απ’ τα σώματα, που μπορεί να είναι κι απρόθυμα ή ανεπίδεκτα μαθήσεως.
Πιστεύω ότι ο «εκσυγχρονισμός νούμερο 2» δεν θα είναι μόνον ή δεν θα είναι κυρίως ένας ψυχρός οικονομισμός, όπως αυτός του 1996, αλλά θα παρουσιάζεται ως μάχη με τις ανθυγιεινές συνήθειες του εαυτού μας, κατά πως είπε ο πρωθυπουργός πρόσφατα. Θα μεταμφιέζεται σε ηθική αυτοκριτική του έθνους, σ’ ένα είδος εθνικής θεραπευτικής. Μ’ άλλα λόγια, το ζήτημα των ηθικών και αξιακών προτύπων θάχει στο εξής ένα ηθικό βάρος, άγνωστο στις παλιότερες φάσεις του εκσυγχρονισμού. Η κρίση γίνεται μέχρι στιγμής πράγματι ευκαιρία για την προώθηση ηθικών αξιών που αντιστοιχούν σε δυο κατευθύνσεις, βλαπτικές και εχθρικές προς τη ριζοσπαστική αριστερά:
Η μεταπολιτική δημοκρατία του κέντρου
Η πρώτη κατεύθυνση είναι αυτό που ο Ζίζεκ αποκαλεί «μεταπολιτικό φιλελεύθερο κέντρο». Η δεύτερη κατεύθυνση είναι οι συντηρητικές παλινδρομήσεις, μια κοινωνική, βουβή ακροδεξιά, που δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να συγκροτηθεί πολιτικά.
Οι ιδέες και αξίες του μεταπολιτικού κέντρου αποτελούν την απάντηση των ελίτ στην απαξίωση των παλιότερων μορφών κομματικής και κρατικής καθοδήγησης της κοινωνίας και των αστικών εκσυγχρονισμών. Οι συντηρητικές παλινδρομήσεις από την άλλη, ενδέχεται να προσεγγίσουν τα αποταγμένα τμήματα των μεσαίων και λαϊκών τάξεων. Αν δεν παρεμβληθεί μια άλλη δυναμική ιδεών και αξιών, κι όχι απλώς η αναθέρμανση των κοινωνικών διεκδικητικών αγώνων ή η αυτοσυντήρηση της πολιτικής αριστεράς, οδεύουμε σε μια κατανομή κοινωνικής εξουσίας που θα θυμίζει πολύ αντίστοιχες τάσεις στην Ευρώπη: Τη διαμόρφωση ενός ολιγαρχικού πολιτικού κέντρου, ένα «τόξο της ευθύνης και της σύνεσης» με φιλελεύθερους της δεξιάς και της αριστεράς, και μια αδιαμόρφωτη ακόμη συντηρητική λαϊκιστική ή εθνικιστική περιφέρεια, η οποία θα προορίζεται για τα πληβειακά στρώματα. Μια σοσιαλφιλελεύθερη δημοκρατία των από πάνω και μια μνησίκακη αντικατεστημένη δημοκρατία των από κάτω. Μια δημοκρατία του κέντρου, στην οποία η κακή κατάσταση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα συνοδεύεται από την άνοδο μιας κοινωνικής κι όχι αναγκαστικά κομματικής ακροδεξιάς.
Eχω επίσης την εντύπωση πως μας διαφεύγει κάτι κρίσιμο: Παραγνωρίζουμε τον τρόπο παραγωγής της κόπωσης των ανθρώπων. Πολύ συχνά συμμεριζόμαστε την κλασική αυταπάτη του ορθολογισμού, ότι η γνώση μετατρέπεται αυτονόητα σε δράση. Υποθέτουμε ότι η όξυνση των κοινωνικοοικονομικών επιβαρύνσεων στη ζωή των λαϊκών τάξεων, η αύξηση της συστημικής πίεσης δεν μπορεί παρά να γεννήσει αντίδραση, αντίσταση, μορφής ατομικής ή συλλογικής αφύπνισης. Ότι η ένταση των πιέσεων εκβάλλει σ’ ένα ριζοσπαστισμό, αριστερό ή δεξιό, αρνητικό ή θετικό, αλλά πάντως ριζοσπαστισμό. Αυτού του τύπου ο τρόπος σκέψης δεν με πείθει, είμαι πολύ σκεπτικός απέναντι σ’ αυτό το μοντέλο «δράσης – αντίδρασης», που στηρίζει πολλές ελπίδες σ’ έναν αυτοματισμό των αγώνων, στη βάση της πίεσης κ.ο.κ.
Συνοψίζοντας, η κρίση έχει τρία «στρώματα» σημασιών: Το πρώτο αφορά πράγματι το πλέγμα των οικονομικών μέτρων και των δεδομένων από την παρουσία του μνημονίου. Το δεύτερο έχει να κάνει με την κοινωνική και πολιτική σφαίρα, αφορά δηλαδή τους μετασχηματισμους στο πλαίσιο ζωής, στις λειτουργίες και στην πολιτική ισχύ των μικρομεσαίων στρωμάτων και του κόσμου της εργασίας, καθώς και τις κινήσεις για τη συγκρότηση του μπλοκ «μιας δημοκρατίας του κέντρου». Το τρίτο σχετίζεται με τις ιδέες τις αξίες και την παρέμβαση σ’ αυτό το επίπεδο.
Πολύ εύλογα, η προσοχή, λόγω του επείγοντος, δίνεται στο πρώτο στρώμα. Αλλά θα ήταν πολύ μεγάλο λάθος να υποτιμηθεί το δεύτερο και το τρίτο. Τι μοντέλο εργαζόμενου ή πολίτη μας προτείνει η σοσιαλφιλελεύθερη ελίτ; Γιατί λ.χ. η εναλλακτική εκδοχή στο πελατειακό προσοδοθηρικό σύστημα του χθες να είναι ένα πολίτης όμηρος των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, ο πελάτης των δικτύων επιρροής που προκύπτουν από τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση, αυτό το νέο πελατειακό μοντέλο με όχημα την ιδιωτική αγορά αντί για το κράτος; Γιατί η εναλλακτική στις παλαιότερες κρατικοκομματικές κηδεμονίες να είναι τα «δίκτυα της καινοτομικής επιχειρηματικότητας», που προορίζονται να κυβερνήσουν τώρα τα πανεπιστήμια ή την καλλικράτειο αυτοδιοίκηση;
Στη θέση αυτών και άλλων ψευδοπροβληματικών πρέπει να σκεφτούμε και να προτάξουμε άλλα διλήμματα και κλίμακες ιδεών και αξιών. Συλλογική δημόσια ελευθερία, ατομική αυτονομία, κρίση του χρόνου, της εργασίας και των μοντέλων της εργασίας είναι θεμελιώδη απέναντι στην νεοφιλελεύθερη εκπτώχευση της ζωής. Αυτό που δοκιμάζεται σήμερα στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι το διαζύγιο του φιλελευθερισμού από τη δημοκρατία, και η θεσμοποίηση των ανταγωνιστικών κατακερματισμών στην κοινωνία μέσα από ένα υποθετικό εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων. Γιατί να αποδεχτούμε το δόγμα ότι δεν υπάρχει άλλη ορθολογικότητα απ’ αυτήν που επιτάσσει την αποδοχή των ανισοτήτων και της υποβαθμισμένης εργασίας; Ας δώσουμε τη μάχη ενάντια στον νέο «θρησκευτικό» δογματισμό της δήθεν ουδέτερης και αποχρωματισμένης κοινής λογικής. Ας μην επιτρέψουμε στους φορείς του τροϊκανού ή του εθνικού μνημονίου την μονοπώληση του ηθικού πεδίου και την κατασπατάληση των αξιακών και ηθικών πόρων που μας έχουν απομείνει.
*Ομιλία του Νικόλα Σεβαστάκη, στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την προπερασμένη Παρασκευή, στο πλαίσιο της Γιορτής της «Εποχής», με τίτλο «Ανιχνεύοντας το κοινωνικό και πολιτισμικό τοπίο στην εποχή της κρίσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου