(πηγή) |
από τα Ενθέματα
της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ
Με τα δύο πολύ ουσιαστικά κείμενα του Ευκλείδη Τσακαλώτου (ΕΤ) στα «Ενθέματα» (5.9 και 26.9.2010), η συζήτηση για τα θέματα της εξόδου από την ευρωζώνη και της στάσης πληρωμών, χωρίς να χάνει τη γείωσή της στην οικονομία, επικεντρώνεται πλέον σε θέματα πολιτικής στρατηγικής. Τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο Ε.Τ. είναι τα εξής:
της Κυριακάτικης ΑΥΓΗΣ
Με τα δύο πολύ ουσιαστικά κείμενα του Ευκλείδη Τσακαλώτου (ΕΤ) στα «Ενθέματα» (5.9 και 26.9.2010), η συζήτηση για τα θέματα της εξόδου από την ευρωζώνη και της στάσης πληρωμών, χωρίς να χάνει τη γείωσή της στην οικονομία, επικεντρώνεται πλέον σε θέματα πολιτικής στρατηγικής. Τα βασικά ερωτήματα που θέτει ο Ε.Τ. είναι τα εξής:
–Αν και οι δύο αιχμές της πρότασης (έξοδος από το ευρώ, στάση πληρωμών) δεν ισοδυναμούν από μόνες τους με σοσιαλιστικά αιτήματα, η ριζοσπαστικοποίηση στην οποία μοιραία οδηγεί η εφαρμογή τους «αποτελεί απολύτως ένα σοσιαλιστικό αίτημα». Ένα τέτοιο αίτημα παραμένει όμως μετέωρο στον βαθμό που (αν καταλαβαίνω ορθά) αυτή η πρόταση δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι σε μια τέτοια πορεία θα ηγεμονεύσουν δυνάμεις με σοσιαλιστικό προσανατολισμό, και όχι αυτές που στοχεύουν σε μια εθνική ανασυγκρότηση σε καπιταλιστικές βάσεις της χώρας. Στην ουσία πρόκειται για «στρατηγική που εισάγει τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό από την πίσω πόρτα».
–Επιπλέον, γιατί μια τέτοια «εθνική» στρατηγική να είναι πιο ρεαλιστική από την πρόταση που υποστηρίζει ο ΣΥΝ για «επανίδρυση της ΕΕ», την οποία καλούνται να υλοποιήσουν κατευθείαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι προοδευτικές δυνάμεις; Με άλλα λόγια, για να ανατρέξω και πάλι στα λόγια του Ε.Τ., γιατί να είμαστε «πιο αισιόδοξοι για το συσχετισμό δυνάμεων στο εθνικό από το υπερεθνικό επίπεδο»;
Τι σημαίνει «μεταβατικό πρόγραμμα»;
Είναι προφανές ότι η γενικότερη σκοπιά από την τοποθετείται ο ΕΤ είναι η σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας, την οποία θεωρεί θεμέλιο οποιασδήποτε αριστερής στρατηγικής. Σ’ αυτό δεν υπάρχει μεταξύ μας καμία διαφωνία. Η συζήτηση αφορά λοιπόν τη στρατηγική που ανοίγει συγκεκριμένα τη δυνατότητα μιας τέτοιας αλλαγής. Μπορεί κάτι τέτοιο να ακούγεται αυτονόητο για όσους συμμερίζονται τον τελικό στόχο, αλλά δεν είναι. Η συζήτηση περί (πολιτικής) στρατηγικής αποκτά νόημα μόνο αν δεχθούμε ότι ο σοσιαλισμός δεν έρχεται ούτε ως απόληξη προπαγανδιστικής δραστηριότητας υπέρ καθαρών σοσιαλιστικών θέσεων ούτε ως προϊόν συνεπούς και επιτυχούς υπεράσπισης συνδικαλιστικού τύπου αιτημάτων. Το αιτούμενό της είναι η παρέμβαση στα σημεία εκείνα που συμπυκνώνουν τις αντιθέσεις της συγκυρίας με στόχο την όξυνσή τους, την ενεργοποίηση της κίνησης των μαζών και την ανακίνηση του ζητήματος της εξουσίας. Σε πασίγνωστα κείμενά του για το εθνικό ζήτημα (διόλου τυχαία βέβαια), ο Λένιν θυμίζει ότι μια κοινωνική επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από «οποιαδήποτε πολιτική κρίση», και αναφέρει ως παραδείγματα την υπόθεση Ντρέυφους, τις διεθνείς κρίσεις και την χειραφέτηση των αποικιών. Και τονίζει ότι «όποιος περιμένει μια «καθαρή» επανάσταση δεν θα ζήσει ποτέ για να τη δει».
Όλα αυτά τα πολύ γνωστά απλώς σημαίνουν ότι η λογική της ταξικής σύγκρουσης δεν είναι αυτή της αφηρημένης ιδεολογικής ή ταξικής καθαρότητας, ότι όλες οι συγκυρίες έχουν κάτι το υβριδιακό, που αρθρώνει πολλαπλές αντιθέσεις. Ως εκ τούτου, η στρατηγική παρέμβαση με αντικαπιταλιστική στόχευση εξ αντικειμένου συγκροτείται γύρω από μεταβατικούς στόχους που επικεντρώνονται στα επίδικα της συγκυρίας. Γι’ αυτό και καμιά σοσιαλιστική επανάσταση δεν έγινε χάριν άμεσων σοσιαλιστικών αιτημάτων, αλλά με στόχους που σε άλλες συγκυρίες μπορεί να μην είχαν τίποτε το επαναστατικό ωστόσο στη συγκεκριμένη χάραζαν ακριβώς τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυνάμεις που ήταν σε τροχιά ρήξης με το σύστημα και όσες την αρνούνταν, οδηγώντας τις κοινωνίες τους στην καταστροφή. Το κλασικό παράδειγμα είναι τα αιτήματα του Οκτώβρη του 1917: γη στους αγρότες, άμεση ειρήνη, εργατικός έλεγχος, που, όπως τόνιζε ο Λένιν, σε καμιά περίπτωση δεν σήμαινε κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Για να το πούμε με το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Ε.Τ., ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας δεν «μπαίνει» ποτέ από την κεντρική είσοδο, απλώς σπάει την πιο εύθραυστη πόρτα, που συχνά είναι η πλαϊνή. Και για να έρθουμε στο σήμερα, από την άποψη ακριβώς της σοσιαλιστικής στρατηγικής, οι προτάσεις για στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ δεν καλούνται να κριθούν από τον βαθμό προσέγγισης τους με «καθαρόαιμα» σοσιαλιστικά αιτήματα αλλά από τη δυναμική ριζοσπαστικοποίησης που ενέχουν, από την ικανότητά τους να αντιπαρατεθούν κεντρικά με τις επιλογές του κυρίαρχου κοινωνικού μπλοκ και των διεθνών στηριγμάτων του, και να προτείνουν μια εναλλακτική πορεία για την ελληνική κοινωνία.
Στάση πληρωμών, τι κόστος;
Πριν περάσουμε στο θέμα της σχέσης του εθνικού με το υπερεθνικό, ας διευκρινίσουμε εδώ σύντομα δύο σημεία οικονομικού χαρακτήρα: καταρχήν, αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει ο Ε.Τ., τα αιτήματα για κρατικοποίηση των τραπεζών και για βιομηχανική πολιτική, που όντως αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα της στάσης πληρωμών και της εξόδου από το ευρώ, δεν είναι «απολύτως σοσιαλιστικά», αλλιώς π.χ. το Εκουαδόρ του νυν προέδρου Ραφαέλ Κορέα θα ήταν ήδη μια σοσιαλιστική χώρα. Και αυτά είναι μεταβατικά αιτήματα που προωθούν την δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου της οικονομίας και την αλλαγή του συσχετισμού προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, χωρίς να ισοδυναμούν με (ή να εγγυώνται) άμεση ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Επίσης, και κυρίως, το κόστος της στάσης πληρωμών, σίγουρα υπαρκτό (λόγω των αναταράξεων που θα προκαλέσει, ειδικότερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα), σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί με το τρέχον δημόσιο έλλειμμα, δηλαδή στο 8% του ΑΕΠ για το 2010 (με πρόβλεψη για 7% για το 2011). Κάτι τέτοιο αφήνει όμως να εννοηθεί ο Ε.Τ., όταν γράφει ότι η στάση θα αναγκάσει σε άμεσο ισοσκελισμό του προϋπολογισμού λόγω αδυναμίας προσφυγής σε δανεισμό προς κάλυψη την ελλειμμάτων του. Αυτό που ξεχνά όμως είναι ότι με τη στάση πληρωμών εκπίπτουν αυτομάτως από τις δημόσιες δαπάνες οι τόκοι αποπληρωμής του χρέους, τους οποίους το προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2011 εκτιμά σε 15,8 δις ευρώ, ήτοι σχεδόν 7% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή και το προβλεπόμενο έλλειμμα. Στην ουσία, η στάση πληρωμών ως τέτοια μηδενίζει το δημόσιο έλλειμμα, τουλάχιστον όσο διαρκεί, δηλαδή έως ότου διαπραγματευθεί το ύψος της παραγραφής του χρέους. Βέβαια αυτό το αποτέλεσμα πρέπει να σχετικοποιηθεί, λόγω του ακραία αντιλαϊκού χαρακτήρα της πολιτικής που επέφερε τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος από το 13% του ΑΕΠ το 2009 στο 7-8% του 2010-2011, δεν είναι όμως διόλου αμελητέο. Αναδεικνύει μάλιστα το βαθύτερο πολιτικό νόημα της πρότασης για στάση πληρωμών, που είναι η διακοπή της αφαίμαξης των λαϊκών στρωμάτων της χώρας προς όφελος όσων κατέχουν τίτλους του ελληνικού δημοσίου, πρώτα και κύρια τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η σχέση εθνικού και διεθνούς
Ακόμη κι αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, γιατί το μεταβατικό πρόγραμμα να έχει έναν «εθνικό» χαρακτήρα, με την έννοια ότι ο πρωταρχικός του στόχος είναι η ανατροπή των συσχετισμών σε εθνικό επίπεδο; Ας ξεκαθαρίσουμε ότι δεν πρόκειται εδώ για θέμα λιγότερο η περισσότερο «αισιόδοξης» συγκριτικής εκτίμησης εθνικού και υπερεθνικού, αλλά για κάτι πολύ βαθύτερο. Οι ταξικοί συσχετισμοί διαμορφώνονται καταρχήν στο εθνικό επίπεδο, εκεί που κρίνεται σε τελευταία ανάλυση η εξουσία μιας συγκεκριμένης άρχουσας τάξης και η έκβαση μιας επαναστατικής κρίσης, έστω κι αν, σε ένα δεύτερο επίπεδο, επικαθορίζονται από τους συσχετισμούς π.χ. εντός της Ε.Ε. αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι’ αυτό και τα υπαρκτά πεδία της πολιτικής, τόσο το (αστικό) κράτος ως συμπύκνωση ταξικών σχέσεων όσο και τα πολιτικά υποκείμενα των κυριαρχούμενων τάξεων (πολιτικά κόμματα, συνδικάτα κλπ.), είναι καταρχήν, και βαθύτατα, εθνικά, ακόμη κι αν έχουν πάντα και μια διεθνή διάσταση, που έχει μεν μια σχετική αυτονομία, δρα όμως κι αυτή μέσω εθνικών διαμεσολαβήσεων.
Η πολιτική που θέτει λοιπόν απευθείας «υπερεθνικούς», και μάλιστα επαναστατικούς στόχους, που υποτάσσει το εθνικό στο διεθνικό επίπεδο (ως γνωστό κάτι τέτοιο αποτελεί χαρακτηριστική εμμονή των διαφόρων τροτσκιστικών ρευμάτων, με τη γνωστή επιτυχία), είναι πολιτική «χωρίς χέρια», που στερείται το στοιχείο της «συλλογικής βούλησης» όπως έλεγε ο Γκράμσι όταν όριζε τον «εθνικό-λαϊκό» χαρακτήρα του νέου ιστορικού μπλοκ των υποτελών τάξεων. Οι ευγενείς προθέσεις του «αριστερού ευρωπαϊσμού» πάντοτε σκόνταφταν στην ανυπαρξία «ευρωπαϊκού λαού». Αντίθετα, ο ουσιαστικός διεθνισμός κατανοεί ότι η ρήξη μιας χώρας με το κυρίαρχο υπερεθνικό πλαίσιο, όταν γίνεται με πρωτοβουλία των λαϊκών τάξεων, και αναγκαία είναι και την ισχυρότερη δυνατή ώθηση δίνει σε όσους ανά τον πλανήτη αγωνίζονται για την ανατροπή του σημερινού βάρβαρου ευρωπαϊκού και παγκόσμιου σκηνικού.
-Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
-Ο Στάθης Κουβελάκης διδάσκει πολιτική θεωρία και φιλοσοφία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου