σκίτσο του Χρήστου Τολιάδη από το Διαδίχτυ |
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
από το blog του
Ο ΟΗΕ δεν είναι βέβαια και ο πιο ευυπόληπτος διεθνής οργανισμός των καιρών μας. Το αντίθετο μάλιστα. Έχει γίνει σκιά του εαυτού του, καθώς στις σημαντικότερες διεθνείς κρίσεις που έχει κληθεί να διευθετήσει τα μετα-ψυχροπολεμικά χρόνια επιδεικνύει μια συμπεριφορά μεταξύ Ποντίου Πιλάτου (νίπτων τας χείρας) και Μαρίας Αντουανέτας (γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι…). Όμως, καλώς ή κακώς, η διατήρησή του μέχρι τις μέρες μας συμπυκνώνει το επίπεδο διπλωματικού και κοινωνικού πολιτισμού που κατακτήθηκε έπειτα από τις οδυνηρές εμπειρίες των δύο παγκοσμίων πολέμων. Γι’ αυτό και συχνά ξαφνιάζει η τεράστια απόσταση ανάμεσα στην άθλια πρακτική τού να ανέχεται καταστάσεις διεθνούς ανομίας και στη φιλανθρωπική ρητορική για τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.
Για λόγους ιστορικούς, λοιπόν, έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε πώς αντιμετωπίζει το δικαίωμα στην εργασία, στη δίκαιη αμοιβή και στο δικαίωμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης ο ΟΗΕ και ο καταστατικός του χάρτης. Λέει η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 23:
- 1. Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας και να προστατεύεται από την ανεργία.
- 2. Όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
- 3. Κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα δίκαιης και ικανοποιητικής αμοιβής, που να εξασφαλίζει σε αυτόν και την οικογένειά του συνθήκες ζωής άξιες στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αμοιβή της εργασίας, αν υπάρχει, πρέπει να συμπληρώνεται με άλλα μέσα κοινωνικής προστασίας.
- 4. Καθένας έχει το δικαίωμα να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικάτα και να συμμετέχει σε συνδικάτα για την προάσπιση των συμφερόντων του.
Αυτό κατέστη από το 1948 ο καταστατικός χάρτης του κόσμου μας, συμπυκνώνοντας ιστορικά δεδομένα δύο και πλέον αιώνων, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, που συγκλονίστηκαν από σκληρές ταξικές συγκρούσεις μέχρι να γίνει αποδεκτή από τις άρχουσες τάξεις η κοινωνική διαπραγμάτευση για τον μισθό και τους άλλους όρους εργασίας.
Το επισημαίνω αυτό όχι γιατί στις χώρες-μέλη του ΟΗΕ έχουν εφαρμοστεί με συνέπεια αυτό ή οποιοδήποτε άλλο από τα άρθρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -αντιθέτως, η Διακήρυξη έχει γίνει άθλιο κουρελόχαρτο-, αλλά για να υπογραμμιστεί το πόσο μεγάλης έκτασης ιστορική ανατροπή συντελείται με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που μεθοδεύεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη στο όνομα της κρίσης του χρέους. Αλλά και με την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που απαίτησε ο ΣΕΒ και επέβαλε η τρόικα στην Ελλάδα με τον γνωστό άθλιο τρόπο: εκβιάζοντας με την τρίτη δόση του δανείου, εξευτελίζοντας μία υπουργό της κυβέρνησης που «τόλμησε» να ψελλίσει μερικές αυτονόητες, σχεδόν κοινότοπες ενστάσεις για τη «δόση μεταρρύθμισης» που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα για τον μεγάλο ασθενή, την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας.
Το τι σημαίνει διολίσθηση στην επιχειρησιακή και πολύ περισσότερο στην ατομική διαπραγμάτευση για τον μισθό της εργασίας δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να το αντιληφθεί κανείς. Το αντιλαμβάνονται, άλλωστε, ήδη όσοι εργαζόμενοι καλούνται από τώρα, πριν καν γίνει και τυπικά νόμος η παράκαμψη της συλλογικής σύμβασης (αφού νόμος ποτέ δεν υπήρξε το δίκιο του εργάτη, αλλά είναι, και τυπικά πια, το δίκιο του εργοδότη), να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις για μειώσεις μισθών σήμερα, αύξηση ή μείωση ωραρίου αύριο, περικοπές αδειών ή υποχρεωτική «αγρανάπαυση» άνευ αποζημίωσης αργότερα. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς -αφελώς, βεβαίως- πού πάει το κατοχυρωμένο από τον νόμο, αλλά και από τη Διακήρυξη του ΟΗΕ, δικαίωμα στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, κι αν ενδεχομένως θα μπορούσε να επικαλεστεί ακριβώς παραβίαση αυτού που η διεθνής κοινότητα θεωρούσε αυτονόητο το 1948, καθώς το άνοιγμα του δρόμου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργεί μια ζούγκλα ανισότητας ανάμεσα στους μισθωτούς (συνδικαλισμένους ή μη, καλυπτόμενους από συμβάσεις ή «ελεύθερους» απ’ αυτές). Αλλά στον ΟΗΕ θα βρει το δίκιο του όσο το έχει βρει η Κύπρος, η Παλαιστίνη κι άλλα θύματα της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Προφανώς το ζήτημα των όρων αμοιβής και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας θα κριθεί όχι στον ΟΗΕ, αλλά εκεί που κρινόταν πάντα: στη γραμμή παραγωγής και στον δρόμο. Έτσι όπως γίνεται από τον 18ο αιώνα και μετά.
Η ιστορική οπισθοδρόμηση είναι ασύλληπτη. Κι είναι επίσης οικονομικά ανεξήγητη. Ολόκληρη η κουλτούρα κοινωνικής διαπραγμάτευσης, που τελικά στήριξε αποτελεσματικά την μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη και την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατεδαφίζεται εν ονόματι της θεωρίας του βίαιου αποπληθωρισμού των μισθών, της απότομης μείωσης της αμοιβής της εργασίας που υποτίθεται ότι θα επιφέρει επενδύσεις και ανάπτυξη. Κανείς, ωστόσο, από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής δεν έχει μπει στον κόπο να εξηγήσει με αριθμούς τι ακριβώς θα επιφέρει στη «δημοσιονομική εξυγίανση» αυτή η απορύθμιση. Οι τροϊκανοί που περιφέρονται από υπουργείου εις υπουργείον, απαιτώντας κοστολογημένα μέτρα, πώς ακριβώς έχουν κοστολογήσει μια μαζική μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 10% ή 30%; Τι ακριβώς θα φέρει αυτό στα δημόσια έσοδα; Πόσα; Και πότε; Τι θα αντισταθμίσει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης – άρα και της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων; Αν βρείτε έστω και ένα τεκμηριωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει το υποτιθέμενο όφελος, τρυπήστε μου τη μύτη!
Γι’ αυτό και δεν θέλει ιδιαίτερη σκέψη και πονηριά για να καταλάβει κανείς ότι οι περίφημες «διαρθρωτικές αλλαγές», με πεμπτουσία την εργασιακή απορρύθμιση, εμπεριέχουν ιδεοληψία, δογματισμό, κυνισμό, ακόμη και μια δόση κοινωνικού ρεβανσισμού. Η επιθυμία να συντριβούν η μισθωτή εργασία και τα λιγοστά (και πολιτικά ανάπηρα) όπλα της στη διαπραγμάτευση για τον μισθό, τα συνδικάτα, έχει πια πάρει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής πίστης, μια φανατικής ιδεολογίας ανάλογης αυτών που επικρατούσαν στους αστούς του 18ου και 19ου αιώνα.
Ακόμη και ο πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άνταμ Σμιθ, που κάθε άλλο παρά ήταν υπέρμαχος της νομιμοποίησης των παράνομων στην εποχή του (τέλη του 18ου αιώνα) συνδικάτων, δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν το αδύναμο κι απροστάτευτο μέρος σ’ αυτή την κοινωνική διελκυστίνδα. Έγραφε στον «Πλούτο των Εθνών»:
Το επισημαίνω αυτό όχι γιατί στις χώρες-μέλη του ΟΗΕ έχουν εφαρμοστεί με συνέπεια αυτό ή οποιοδήποτε άλλο από τα άρθρα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -αντιθέτως, η Διακήρυξη έχει γίνει άθλιο κουρελόχαρτο-, αλλά για να υπογραμμιστεί το πόσο μεγάλης έκτασης ιστορική ανατροπή συντελείται με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας που μεθοδεύεται συστηματικά σε όλη την Ευρώπη στο όνομα της κρίσης του χρέους. Αλλά και με την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που απαίτησε ο ΣΕΒ και επέβαλε η τρόικα στην Ελλάδα με τον γνωστό άθλιο τρόπο: εκβιάζοντας με την τρίτη δόση του δανείου, εξευτελίζοντας μία υπουργό της κυβέρνησης που «τόλμησε» να ψελλίσει μερικές αυτονόητες, σχεδόν κοινότοπες ενστάσεις για τη «δόση μεταρρύθμισης» που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα για τον μεγάλο ασθενή, την «ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας.
Το τι σημαίνει διολίσθηση στην επιχειρησιακή και πολύ περισσότερο στην ατομική διαπραγμάτευση για τον μισθό της εργασίας δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να το αντιληφθεί κανείς. Το αντιλαμβάνονται, άλλωστε, ήδη όσοι εργαζόμενοι καλούνται από τώρα, πριν καν γίνει και τυπικά νόμος η παράκαμψη της συλλογικής σύμβασης (αφού νόμος ποτέ δεν υπήρξε το δίκιο του εργάτη, αλλά είναι, και τυπικά πια, το δίκιο του εργοδότη), να υπογράψουν ατομικές συμβάσεις για μειώσεις μισθών σήμερα, αύξηση ή μείωση ωραρίου αύριο, περικοπές αδειών ή υποχρεωτική «αγρανάπαυση» άνευ αποζημίωσης αργότερα. Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς -αφελώς, βεβαίως- πού πάει το κατοχυρωμένο από τον νόμο, αλλά και από τη Διακήρυξη του ΟΗΕ, δικαίωμα στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, κι αν ενδεχομένως θα μπορούσε να επικαλεστεί ακριβώς παραβίαση αυτού που η διεθνής κοινότητα θεωρούσε αυτονόητο το 1948, καθώς το άνοιγμα του δρόμου στις ατομικές συμβάσεις εργασίας δημιουργεί μια ζούγκλα ανισότητας ανάμεσα στους μισθωτούς (συνδικαλισμένους ή μη, καλυπτόμενους από συμβάσεις ή «ελεύθερους» απ’ αυτές). Αλλά στον ΟΗΕ θα βρει το δίκιο του όσο το έχει βρει η Κύπρος, η Παλαιστίνη κι άλλα θύματα της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Προφανώς το ζήτημα των όρων αμοιβής και εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας θα κριθεί όχι στον ΟΗΕ, αλλά εκεί που κρινόταν πάντα: στη γραμμή παραγωγής και στον δρόμο. Έτσι όπως γίνεται από τον 18ο αιώνα και μετά.
Η ιστορική οπισθοδρόμηση είναι ασύλληπτη. Κι είναι επίσης οικονομικά ανεξήγητη. Ολόκληρη η κουλτούρα κοινωνικής διαπραγμάτευσης, που τελικά στήριξε αποτελεσματικά την μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη και την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, κατεδαφίζεται εν ονόματι της θεωρίας του βίαιου αποπληθωρισμού των μισθών, της απότομης μείωσης της αμοιβής της εργασίας που υποτίθεται ότι θα επιφέρει επενδύσεις και ανάπτυξη. Κανείς, ωστόσο, από τους υποστηρικτές της θεωρίας αυτής δεν έχει μπει στον κόπο να εξηγήσει με αριθμούς τι ακριβώς θα επιφέρει στη «δημοσιονομική εξυγίανση» αυτή η απορύθμιση. Οι τροϊκανοί που περιφέρονται από υπουργείου εις υπουργείον, απαιτώντας κοστολογημένα μέτρα, πώς ακριβώς έχουν κοστολογήσει μια μαζική μείωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 10% ή 30%; Τι ακριβώς θα φέρει αυτό στα δημόσια έσοδα; Πόσα; Και πότε; Τι θα αντισταθμίσει τη μείωση της αγοραστικής δύναμης – άρα και της κατανάλωσης και των φορολογικών εσόδων; Αν βρείτε έστω και ένα τεκμηριωμένο στοιχείο που να αποδεικνύει το υποτιθέμενο όφελος, τρυπήστε μου τη μύτη!
Γι’ αυτό και δεν θέλει ιδιαίτερη σκέψη και πονηριά για να καταλάβει κανείς ότι οι περίφημες «διαρθρωτικές αλλαγές», με πεμπτουσία την εργασιακή απορρύθμιση, εμπεριέχουν ιδεοληψία, δογματισμό, κυνισμό, ακόμη και μια δόση κοινωνικού ρεβανσισμού. Η επιθυμία να συντριβούν η μισθωτή εργασία και τα λιγοστά (και πολιτικά ανάπηρα) όπλα της στη διαπραγμάτευση για τον μισθό, τα συνδικάτα, έχει πια πάρει τον χαρακτήρα μιας μεταφυσικής πίστης, μια φανατικής ιδεολογίας ανάλογης αυτών που επικρατούσαν στους αστούς του 18ου και 19ου αιώνα.
Ακόμη και ο πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άνταμ Σμιθ, που κάθε άλλο παρά ήταν υπέρμαχος της νομιμοποίησης των παράνομων στην εποχή του (τέλη του 18ου αιώνα) συνδικάτων, δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος ήταν το αδύναμο κι απροστάτευτο μέρος σ’ αυτή την κοινωνική διελκυστίνδα. Έγραφε στον «Πλούτο των Εθνών»:
«Οι εργάτες επιθυμούν να λάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι εργοδότες επιθυμούν να δώσουν όσο το δυνατόν λιγότερα. Οι πρώτοι επιθυμούν να ενωθούν προκειμένου να επιτύχουν μια αύξηση ων μισθών, οι δεύτεροι προκειμένου να επιτύχουν μια μείωσή της. Δεν είναι δύσκολο, ωστόσο, να διαβλέψουμε ποιο από τα δύο μέρη θα έχει, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το πλεονέκτημα στη διαμάχη. Οι εργοδότες, λόγω του μικρότερου αριθμού τους, ενώνονται πιο εύκολα… Σε όλες τις διαμάχες οι εργοδότες μπορούν να αντέξουν επί ένα πολύ μακρύτερο διάστημα».
Υπάρχει, όμως, κάτι άλλο που επίσης διέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ, στην ανυποψίαστη για ΔΝΤ και τρόικες εποχή του. Καθώς ακούγεται έντονα ακόμη και το ενδεχόμενο οι εργοδοτικές ενώσεις να αυτοκαταργηθούν, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν, έστω και τυπικά, συλλογικές συμβάσεις, ηχεί πολύ προφητική μια καίρια παρατήρηση του πατέρα του φιλελευθερισμού για τους εργοδότες της εποχής του:
«Οι εργοδότες βρίσκονται πάντα σε ένα είδος σιωπηρής, αλλά σταθερής και ομοιόμορφης ένωσης για να μην αυξηθούν οι μισθοί πάνω από το ισχύον επίπεδο. Η αθέτηση αυτού του κανόνα συνιστά μία από τις πιο αντιδημοφιλείς ενέργειες και επισύρει ένα είδος ανυποληψίας προς τον ένα εργοδότη από τους γείτονες και τους ομοίους του… Μάλιστα, οι εργοδότες προχωρούν μερικές φορές σε ειδικές ενώσεις, με σκοπό να μειώσουν τους μισθούς της εργασίας ακόμη και κάτω από το ισχύον επίπεδο. Οι ενώσεις αυτές συνομολογούνται πάντα με τη μεγαλύτερη σιωπή και μυστικότητα μέχρι τη στιγμή της εκτέλεσης και, όταν οι εργάτες υποχωρούν χωρίς καμιά αντίσταση, παρ’ ότι το φέρουν βαρέως, ο υπόλοιπος κόσμος σπανίως μαθαίνει κάτι γι’ αυτές».
Αν, λοιπόν, ο ΣΕΒ κάποια στιγμή μετατραπεί σε «Φιλανθρωπική Λέσχη Φίλων της Βιομηχανίας», θα ξέρουμε τι έχει συμβεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου