Σκίτσο του Jurgen Tomicek από την ιστοσελίδα του |
στην Αυγή
Συνήθως ο σχεδιασμός ενός νομίσματος αντανακλά μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Τα ιρλανδικά νομίσματα, παραδείγματος χάριν, απεικόνιζαν Ιρλανδούς ηγέτες, συγγραφείς και διανοητές. Όμως το ευρώ επέλεξε μια άνοστη, απροσδιόριστη μορφή. Τα χαρτονομίσματα ιδίως είναι διακοσμημένα με ανώνυμες δομές και κτίρια, πύλες, παράθυρα, γέφυρες που δεν υπήρχαν πουθενά.
Συνήθως ο σχεδιασμός ενός νομίσματος αντανακλά μια συγκεκριμένη κουλτούρα. Τα ιρλανδικά νομίσματα, παραδείγματος χάριν, απεικόνιζαν Ιρλανδούς ηγέτες, συγγραφείς και διανοητές. Όμως το ευρώ επέλεξε μια άνοστη, απροσδιόριστη μορφή. Τα χαρτονομίσματα ιδίως είναι διακοσμημένα με ανώνυμες δομές και κτίρια, πύλες, παράθυρα, γέφυρες που δεν υπήρχαν πουθενά.
Η Ιρλανδία, όπως και οι περισσότερες από τις χώρες που συμμετείχαν, εντάχθηκε σε μια αυτοκρατορία έξω από τον χώρο της οποίας το κοινό νόμισμα ήταν το πιο ορατό σύμβολο. Την προηγούμενη εβδομάδα αποκοπήκαμε βίαια από αυτή την κατάσταση και επιστρέψαμε στην Ιστορία και την γεωγραφία μας. Στην αποτυχία και την ατίμωση, η "Ιρλανδία" υπάρχει ακόμη.
Όσο διαρκούσε η ευημερία, μας έλεγαν ότι αυτό οφειλόταν στα πλεονεκτήματα της ένταξής μας στη ζώνη του ευρώ. Φαίνεται όμως ότι οι αποτυχίες είναι το αποτέλεσμα της δικής μας ηλιθιότητας. Όσον αφορά τους επιστάτες των Ε.Ε. - ΔΝΤ, είμαστε το παραβατικό στοιχείο και επομένως είμαστε εξαρτημένοι και αναλώσιμοι, μια χώρα που δεν είναι πια ακριβώς χώρα.
Είναι επίσης παράξενο πως οι ίδιοι αρχίσαμε πάλι να μιλάμε για τα ζητήματα της υπηκοότητας και της εθνικής κυριαρχίας και πως οι πρώτες διαδηλώσεις κατά της λιτότητας πραγματοποιήθηκαν έξω από το ταχυδρομείο που αποτελεί το σύμβολο της εξέγερσης του 1916. Αυτό το ξαφνικό αγκίστρωμα από το παρελθόν θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι στρέφονται στη θρησκεία όταν τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα.
Δεν είναι φυσικά ένα "σχέδιο διάσωσης", παρά ένα 6ετές δάνειο τιμωρίας με ληστρικά επιτόκια. Έχει σχεδιαστεί όχι για να σώσει την Ιρλανδία, αλλά για να σταματήσει την αιμμοραγία του ενιαίου νομίσματος. Είναι ένα σχέδιο διάσωσης για τις ξένες τράπεζες που δάνεισαν τις δικές μας τράπεζες για να δημιουργήσουν την Ιρλανδία του χρέους. Αντιμετωπίζει την Ιρλανδία σαν μια τραυματισμένη αρτηρία που τυλίχτηκε πρόχειρα με έναν αυτοσχέδιο επίδεσμο με την ελπίδα να διασωθεί η παραφροσύνη του ενιαίου νομίσματος.
Ο αργός, παράξενος τρόπος με τον οποίο βυθιστήκαμε στην κρίση μάς ανάγκασε να καταφεύγουμε σε επιφανειακές αναλύσεις χωρίς να εξετάζουμε τη γενικότερη εικόνα. Ρίξαμε την ευθύνη στις τράπεζες και τους ντόπιους πολιτικούς κατηγορώντας τους για απερισκεψία και ανικανότητα. Κάναμε συγκρίσεις με την ύφεση της δεκαετίας του '80, όταν τα αίτια ήταν εντελώς διαφορετικά. Επικεντρωθήκαμε στη χρήση ή την κατάχρηση της δημοσιονομικής πολιτικής τη στιγμή που το μοναδικό εργαλείο που μπορούσε να μας σώσει -ο έλεγχος των επιτοκίων- είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
Κάτω από την επιφάνεια της οργής και των αλληλοκατηγοριών που διαμορφώνει τη δημόσια συζήτηση αυτή τη στιγμή μπορούμε να διακρίνουμε και μια ενοχή επειδή "χάσαμε τη δυνατότητα να ορίζουμε τη μοίρα μας". Ας είμαστε όμως σαφείς σε κάτι που αφορά εμάς τους ίδιους: όποιας μορφής τρέλα και αν συνεπήρε την ιρλανδική κοινωνία την τελευταία δεκαετία οφειλόταν στις αλλαγές που έλαβαν χώρα ως αποτέλεσμα των εντυπωσιακών οικονομικών μετατοπίσεων που πυροδότησε η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Ψηφίσαμε για να το έχουμε χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει τι θα σήμαινε αυτό.
Πριν από έξι, επτά, οκτώ χρόνια, ζαλισμένοι με την ιδέα της οικονομικής και πολιτιστικής μεταμόρφωσης, πιστέψαμε ότι οι δραματικές αλλαγές στην κουλτούρα και τον δημόσιο χώρο ήταν δεδομένες και οφείλονταν στην άνθηση της ευρωπαϊκής σύγκλισης. Κοιτάξαμε αυτά τα παράξενα νομίσματα και χαρτονομίσματα στα πορτοφόλια μας με την περιέργεια που περιεργαζόμασταν τους Πολωνούς και Λιθουανούς που μας σέρβιραν τους καπουτσίνο μας.
Για μία σχεδόν δεκαετία μετά το 1999, τα επιτόκια δανεισμού -που είχαν προσδιοριστεί από τη Γερμανία- κυμαίνονταν κάτω από το ιρλανδικό επίπεδο πληθωρισμού, κάτι που σήμαινε ότι ήταν ανόητο να μην δανείζεται κανείς μεγάλα ποσά. Με όλα τα δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία να έχουν χαθεί, η σύνεση της χώρας μπήκε στον αυτόματο πιλότο την ώρα που πείθαμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε σταθεί πολύ έξυπνοι με το να προσδεθούμε στο άρμα του ευρώ.
Εν αναμονή αυτών των συντριπτικών αλλαγών στην οικονομική μας κουλτούρα, έπρεπε να αρχίσουμε να τακτοποιούμε το σπίτι μας. Αυτό σήμαινε να σκουπίσουμε το δημόσιο χρέος κάτω από το χαλί του ιδιωτικού τομέα μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος του σε νέα δάνεια. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ περιλάμβαναν την απαίτηση ότι το εθνικό χρέος μιας χώρας δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και ότι οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να δανείζονται περισσότερο από 3% των δαπανών τους.
Η Ιρλανδία εκπλήρωσε, σε γενικές γραμμές, αυτούς τους όρους με το να εκτρέψει τον δανεισμό από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα χρησιμοποιώντας χαρτόσημα για να αντλεί έσοδα από τη φούσκα του στεγαστικού τομέα. Αυτό σημαίνει ότι οι Ιρλανδοί πολίτες θα συνεχίσουν να πληρώνουν για χρόνια το κόστος αυτού που συνέβη πριν από μια δεκαετία ή και περισσότερο. Η μοίρα μας, με άλλα λόγια, σφραγίστηκε όχι τον Σεπτέμβριο του 2008, ούτε την 1η Ιανουαρίου 2002, αλλά στις 18 Ιουνίου 1992, την ημέρα που υπερψηφίσαμε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Όσο διαρκούσε η ευημερία, μας έλεγαν ότι αυτό οφειλόταν στα πλεονεκτήματα της ένταξής μας στη ζώνη του ευρώ. Φαίνεται όμως ότι οι αποτυχίες είναι το αποτέλεσμα της δικής μας ηλιθιότητας. Όσον αφορά τους επιστάτες των Ε.Ε. - ΔΝΤ, είμαστε το παραβατικό στοιχείο και επομένως είμαστε εξαρτημένοι και αναλώσιμοι, μια χώρα που δεν είναι πια ακριβώς χώρα.
Είναι επίσης παράξενο πως οι ίδιοι αρχίσαμε πάλι να μιλάμε για τα ζητήματα της υπηκοότητας και της εθνικής κυριαρχίας και πως οι πρώτες διαδηλώσεις κατά της λιτότητας πραγματοποιήθηκαν έξω από το ταχυδρομείο που αποτελεί το σύμβολο της εξέγερσης του 1916. Αυτό το ξαφνικό αγκίστρωμα από το παρελθόν θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι στρέφονται στη θρησκεία όταν τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα.
Δεν είναι φυσικά ένα "σχέδιο διάσωσης", παρά ένα 6ετές δάνειο τιμωρίας με ληστρικά επιτόκια. Έχει σχεδιαστεί όχι για να σώσει την Ιρλανδία, αλλά για να σταματήσει την αιμμοραγία του ενιαίου νομίσματος. Είναι ένα σχέδιο διάσωσης για τις ξένες τράπεζες που δάνεισαν τις δικές μας τράπεζες για να δημιουργήσουν την Ιρλανδία του χρέους. Αντιμετωπίζει την Ιρλανδία σαν μια τραυματισμένη αρτηρία που τυλίχτηκε πρόχειρα με έναν αυτοσχέδιο επίδεσμο με την ελπίδα να διασωθεί η παραφροσύνη του ενιαίου νομίσματος.
Ο αργός, παράξενος τρόπος με τον οποίο βυθιστήκαμε στην κρίση μάς ανάγκασε να καταφεύγουμε σε επιφανειακές αναλύσεις χωρίς να εξετάζουμε τη γενικότερη εικόνα. Ρίξαμε την ευθύνη στις τράπεζες και τους ντόπιους πολιτικούς κατηγορώντας τους για απερισκεψία και ανικανότητα. Κάναμε συγκρίσεις με την ύφεση της δεκαετίας του '80, όταν τα αίτια ήταν εντελώς διαφορετικά. Επικεντρωθήκαμε στη χρήση ή την κατάχρηση της δημοσιονομικής πολιτικής τη στιγμή που το μοναδικό εργαλείο που μπορούσε να μας σώσει -ο έλεγχος των επιτοκίων- είχε ήδη εγκαταλειφθεί.
Κάτω από την επιφάνεια της οργής και των αλληλοκατηγοριών που διαμορφώνει τη δημόσια συζήτηση αυτή τη στιγμή μπορούμε να διακρίνουμε και μια ενοχή επειδή "χάσαμε τη δυνατότητα να ορίζουμε τη μοίρα μας". Ας είμαστε όμως σαφείς σε κάτι που αφορά εμάς τους ίδιους: όποιας μορφής τρέλα και αν συνεπήρε την ιρλανδική κοινωνία την τελευταία δεκαετία οφειλόταν στις αλλαγές που έλαβαν χώρα ως αποτέλεσμα των εντυπωσιακών οικονομικών μετατοπίσεων που πυροδότησε η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Ψηφίσαμε για να το έχουμε χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει τι θα σήμαινε αυτό.
Πριν από έξι, επτά, οκτώ χρόνια, ζαλισμένοι με την ιδέα της οικονομικής και πολιτιστικής μεταμόρφωσης, πιστέψαμε ότι οι δραματικές αλλαγές στην κουλτούρα και τον δημόσιο χώρο ήταν δεδομένες και οφείλονταν στην άνθηση της ευρωπαϊκής σύγκλισης. Κοιτάξαμε αυτά τα παράξενα νομίσματα και χαρτονομίσματα στα πορτοφόλια μας με την περιέργεια που περιεργαζόμασταν τους Πολωνούς και Λιθουανούς που μας σέρβιραν τους καπουτσίνο μας.
Για μία σχεδόν δεκαετία μετά το 1999, τα επιτόκια δανεισμού -που είχαν προσδιοριστεί από τη Γερμανία- κυμαίνονταν κάτω από το ιρλανδικό επίπεδο πληθωρισμού, κάτι που σήμαινε ότι ήταν ανόητο να μην δανείζεται κανείς μεγάλα ποσά. Με όλα τα δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία να έχουν χαθεί, η σύνεση της χώρας μπήκε στον αυτόματο πιλότο την ώρα που πείθαμε τους εαυτούς μας ότι είχαμε σταθεί πολύ έξυπνοι με το να προσδεθούμε στο άρμα του ευρώ.
Εν αναμονή αυτών των συντριπτικών αλλαγών στην οικονομική μας κουλτούρα, έπρεπε να αρχίσουμε να τακτοποιούμε το σπίτι μας. Αυτό σήμαινε να σκουπίσουμε το δημόσιο χρέος κάτω από το χαλί του ιδιωτικού τομέα μεταφέροντας το μεγαλύτερο μέρος του σε νέα δάνεια. Τα κριτήρια του Μάαστριχτ περιλάμβαναν την απαίτηση ότι το εθνικό χρέος μιας χώρας δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και ότι οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να δανείζονται περισσότερο από 3% των δαπανών τους.
Η Ιρλανδία εκπλήρωσε, σε γενικές γραμμές, αυτούς τους όρους με το να εκτρέψει τον δανεισμό από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα χρησιμοποιώντας χαρτόσημα για να αντλεί έσοδα από τη φούσκα του στεγαστικού τομέα. Αυτό σημαίνει ότι οι Ιρλανδοί πολίτες θα συνεχίσουν να πληρώνουν για χρόνια το κόστος αυτού που συνέβη πριν από μια δεκαετία ή και περισσότερο. Η μοίρα μας, με άλλα λόγια, σφραγίστηκε όχι τον Σεπτέμβριο του 2008, ούτε την 1η Ιανουαρίου 2002, αλλά στις 18 Ιουνίου 1992, την ημέρα που υπερψηφίσαμε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου