του Νικόλα Σεβαστάκη (από ΑΥΓΗ)
Ο όρος κοινωνικό ζήτημα εμφανίστηκε τον δέκατο ένατο αιώνα για να περιγράψει τα προβλήματα των εργαζόμενων τάξεων και το ειδικό βάρος που αποκτούσαν πλέον οι αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα.
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα βρισκόμαστε, άλλη μια φορά, με ένα κοινωνικό ζήτημα. Οι καπιταλισμοί της ευημερίας και οι μορφές συμβιβασμού που αντιστοιχούσαν σε αυτά τα θεσμικά συστήματα δίνουν τη θέση τους σε κοινωνίες δίχως συμβόλαιο, δίχως πειστικό ορίζοντα προσδοκιών και αφήγηση της προόδου. Οι πολιτικές διαχείρισης αυτών των κοινωνιών στηρίζονται εμφανώς στην κατανομή του φόβου και της ανασφάλειας. Η αφανής «ρυθμιστική» αρχή τους δεν είναι καν η επιδίωξη του μικρότερου κακού αλλά η αποτροπή του χειρότερου, η χρονοκαθυστέρηση του χείριστου. Θα έλεγε κανείς ότι η ουσία των όσων αποκαλύπτει η κρίση βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την πλήρη κυριαρχία του «αρνητικού» πάνω στις θετικότητες των προηγούμενων περιόδων.
Η φαντασία του χειρότερου προσβάλλει όλες τις μορφές κοινωνικής ελπίδας, όλες τις εκδοχές ήπιας και ριζοσπαστικής ουτοπίας. Για παράδειγμα, τόσες και τόσες αναλύσεις και σχεδιασμοί που προανήγγειλαν τη μείωση του χρόνου εργασίας ή τον διαχωρισμό του εισοδήματος από την εργασία φαίνονται πλέον απελπιστικά «εκτός πραγματικότητας». Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή των 35 ωρών εργασίας -όπως είχε θεσπιστεί προ ετών στη Γαλλία- φαντάζει «εξωτική» στις νέες συνθήκες. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές από τις ιδέες της παλαιότερης πολιτικής οικολογίας -και αναφέρομαι σε μεταρρυθμιστικές ιδέες- παρά την επιλεκτική ρητορική προσχώρηση των πάντων στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες.
Αν δούμε πιο προσεκτικά το περιεχόμενο των μέτρων στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και αλλού η αίσθηση είναι παρόμοια: εικονογραφούν μια κοινωνία με περισσότερη ανεργία και επαχθέστερες εργασιακές εξαρτήσεις, μια κοινωνία που καλείται να προσομοιώσει τους κανονισμούς της μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης. Πριν λίγα χρόνια ακόμα, ο Σαρκοζί καλούσε τους Γάλλους να «δουλέψουν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερο». Εφεξής το σύνθημα μπορεί να είναι: «δουλέψτε περισσότερο απλώς διότι είστε τυχεροί που δουλεύετε».
Με αυτή την έννοια, το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν προκύπτει κυρίως από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης ευρύτερων μαζών, την πτώση ή τη στασιμότητα των ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερο τη βίαιη καταστροφή των αποθεμάτων της υπόσχεσης, τη συρρίκνωση κάθε θετικής βούλησης με την οποία οι άνθρωποι στην εκάστοτε συγκυρία μπορούν να διαπραγματεύονται τις πιέσεις της «ωμής πραγματικότητας». Αυτό δεν αφορά μόνο την αριστερά, η οποία εμφανίζεται ως τόπος αμυντικών αγώνων, ως χώρος που διεκδικεί κυρίως την αποτροπή ή την αναστολή των «μέτρων». Θίγει, σε έναν άλλον βαθμό, όλες τις οικογένειες της κανονιστικής πολιτικής, όπως έναν ορισμένο πολιτικό φιλελευθερισμό. Και αυτός ο φιλελευθερισμός, αν θέλει να είναι στοιχειωδώς συνεπής με τις ιδρυτικές του ευαισθησίες πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία του νέου κοινωνικού ζητήματος: να κατανοήσει ότι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανασφάλειας, δημοκρατίες οι οποίες βασίζονται στην «αρνητική» κινητοποίηση των ατόμων για την αποφυγή του χειρότερου δυνατού σεναρίου, παράγουν κατάθλιψη και όχι δημιουργικές και ζωντανές ατομικότητες.
Τα νέα καθεστώτα λιτότητας δεν πολλαπλασιάζουν μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, τις ασυμμετρίες πλούτου και ισχύος, τις μορφές υλικού και ψυχολογικού εξαναγκασμού. Στρέφονται με απροκάλυπτο τρόπο κατά του εύθραυστου ατόμου στο όνομα της διά βίου «ανταπόκρισής» του σε νέες γραφειοκρατικές απαιτήσεις και ρόλους. Ο ατομικισμός που μεταφράζει απλώς τον φόβο της πτώσης (απόλυση, κοινωνικός υποβιβασμός, συμβολική απόταξη) και οι λογοδοσίες στην κοινωνία ως αγορά απειλούν εξίσου συλλογικά σώματα και ατομικά σώματα, εισοδήματα και ελευθερίες, δομές και ευαισθησίες.
Γι' αυτό και το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν είναι επινόηση κάποιων κακών μιζεραμπιλιστών της αριστεράς αλλά ζήτημα δημοκρατίας. Υπό τον όρο βεβαίως ότι θα πάψουμε να συγχέουμε τη δημοκρατία με τη δημοκρατική ρητορεία και τον «πολιτισμό» με την υψηλή αδιαφορία για τις ανισότητες.
Ο όρος κοινωνικό ζήτημα εμφανίστηκε τον δέκατο ένατο αιώνα για να περιγράψει τα προβλήματα των εργαζόμενων τάξεων και το ειδικό βάρος που αποκτούσαν πλέον οι αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα.
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα βρισκόμαστε, άλλη μια φορά, με ένα κοινωνικό ζήτημα. Οι καπιταλισμοί της ευημερίας και οι μορφές συμβιβασμού που αντιστοιχούσαν σε αυτά τα θεσμικά συστήματα δίνουν τη θέση τους σε κοινωνίες δίχως συμβόλαιο, δίχως πειστικό ορίζοντα προσδοκιών και αφήγηση της προόδου. Οι πολιτικές διαχείρισης αυτών των κοινωνιών στηρίζονται εμφανώς στην κατανομή του φόβου και της ανασφάλειας. Η αφανής «ρυθμιστική» αρχή τους δεν είναι καν η επιδίωξη του μικρότερου κακού αλλά η αποτροπή του χειρότερου, η χρονοκαθυστέρηση του χείριστου. Θα έλεγε κανείς ότι η ουσία των όσων αποκαλύπτει η κρίση βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την πλήρη κυριαρχία του «αρνητικού» πάνω στις θετικότητες των προηγούμενων περιόδων.
Η φαντασία του χειρότερου προσβάλλει όλες τις μορφές κοινωνικής ελπίδας, όλες τις εκδοχές ήπιας και ριζοσπαστικής ουτοπίας. Για παράδειγμα, τόσες και τόσες αναλύσεις και σχεδιασμοί που προανήγγειλαν τη μείωση του χρόνου εργασίας ή τον διαχωρισμό του εισοδήματος από την εργασία φαίνονται πλέον απελπιστικά «εκτός πραγματικότητας». Ακόμα και η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή των 35 ωρών εργασίας -όπως είχε θεσπιστεί προ ετών στη Γαλλία- φαντάζει «εξωτική» στις νέες συνθήκες. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλές από τις ιδέες της παλαιότερης πολιτικής οικολογίας -και αναφέρομαι σε μεταρρυθμιστικές ιδέες- παρά την επιλεκτική ρητορική προσχώρηση των πάντων στις περιβαλλοντικές ευαισθησίες.
Αν δούμε πιο προσεκτικά το περιεχόμενο των μέτρων στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία και αλλού η αίσθηση είναι παρόμοια: εικονογραφούν μια κοινωνία με περισσότερη ανεργία και επαχθέστερες εργασιακές εξαρτήσεις, μια κοινωνία που καλείται να προσομοιώσει τους κανονισμούς της μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης. Πριν λίγα χρόνια ακόμα, ο Σαρκοζί καλούσε τους Γάλλους να «δουλέψουν περισσότερο για να κερδίσουν περισσότερο». Εφεξής το σύνθημα μπορεί να είναι: «δουλέψτε περισσότερο απλώς διότι είστε τυχεροί που δουλεύετε».
Με αυτή την έννοια, το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν προκύπτει κυρίως από τη μείωση της αγοραστικής δύναμης ευρύτερων μαζών, την πτώση ή τη στασιμότητα των ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας. Περιλαμβάνει πολύ περισσότερο τη βίαιη καταστροφή των αποθεμάτων της υπόσχεσης, τη συρρίκνωση κάθε θετικής βούλησης με την οποία οι άνθρωποι στην εκάστοτε συγκυρία μπορούν να διαπραγματεύονται τις πιέσεις της «ωμής πραγματικότητας». Αυτό δεν αφορά μόνο την αριστερά, η οποία εμφανίζεται ως τόπος αμυντικών αγώνων, ως χώρος που διεκδικεί κυρίως την αποτροπή ή την αναστολή των «μέτρων». Θίγει, σε έναν άλλον βαθμό, όλες τις οικογένειες της κανονιστικής πολιτικής, όπως έναν ορισμένο πολιτικό φιλελευθερισμό. Και αυτός ο φιλελευθερισμός, αν θέλει να είναι στοιχειωδώς συνεπής με τις ιδρυτικές του ευαισθησίες πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία του νέου κοινωνικού ζητήματος: να κατανοήσει ότι κοινωνίες της θεσμοποιημένης ανασφάλειας, δημοκρατίες οι οποίες βασίζονται στην «αρνητική» κινητοποίηση των ατόμων για την αποφυγή του χειρότερου δυνατού σεναρίου, παράγουν κατάθλιψη και όχι δημιουργικές και ζωντανές ατομικότητες.
Τα νέα καθεστώτα λιτότητας δεν πολλαπλασιάζουν μόνο τις κοινωνικές ανισότητες, τις ασυμμετρίες πλούτου και ισχύος, τις μορφές υλικού και ψυχολογικού εξαναγκασμού. Στρέφονται με απροκάλυπτο τρόπο κατά του εύθραυστου ατόμου στο όνομα της διά βίου «ανταπόκρισής» του σε νέες γραφειοκρατικές απαιτήσεις και ρόλους. Ο ατομικισμός που μεταφράζει απλώς τον φόβο της πτώσης (απόλυση, κοινωνικός υποβιβασμός, συμβολική απόταξη) και οι λογοδοσίες στην κοινωνία ως αγορά απειλούν εξίσου συλλογικά σώματα και ατομικά σώματα, εισοδήματα και ελευθερίες, δομές και ευαισθησίες.
Γι' αυτό και το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν είναι επινόηση κάποιων κακών μιζεραμπιλιστών της αριστεράς αλλά ζήτημα δημοκρατίας. Υπό τον όρο βεβαίως ότι θα πάψουμε να συγχέουμε τη δημοκρατία με τη δημοκρατική ρητορεία και τον «πολιτισμό» με την υψηλή αδιαφορία για τις ανισότητες.
Πολυχρονεμένε μας Ρήγα των ασημάντων:
ΑπάντησηΔιαγραφή1. Σημαντικά τα καναδυό-τρία κείμενα που διάβασα.
2. Ο πολύχρωμος φόντος όμως που έβαλες κάνει την ανάγνωση επίπονη. Άλλαξέ τον.
3. Οι ιατρικές σου γνώσεις είναι παμπάλαιες, όπως και η μέδοδος ...αγαθοποιήσεως του ατόμου δια της λοβοτομής. Εκσυγχονίσου! Η μέθοδος τώρα είναι αναίμακτη! Πλύση εγκεφάλου τή λένε.
Ευχαριστώ που πέρασες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠε;ς μου αν θες τι περιηγητή χρησιμοποιείς. Εμένα και με firefox και με internet explorer μου βγαίνουν πεντακάθαρα...
Σκέφτηκα μήπως συμβαίνει το εξής... "Ανάμεσα" στη φωτογραφία του φόντου και τα γράμματα, υπάρχει ένα σκούρο σχεδόν αδιαφανές πλαίσιο.
Εγώ το βλέπω έτσι: http://img412.imageshack.us/img412/3411/clipboard01cr.jpg
Μήπως δεν σου φορτώνει αυτό και έτσι βλέπεις τα γράμματα απ' ευθείας πάνω στη φωτογραφία φόντου;
Α, για τη σύγκριση λαβοτομής και πλύσης... Συγγνώμη αλλά ο εκσυγχρονισμός δεν είναι καλή συνταγή για όλα! Π.χ. η πλύση εγκεφάλου μπορεί να είναι αναίμακτη αλλά είναι χρονοβόρα και απαιτεί συνεχή ανανέωσή της. Ενώ η παλιά καλή παραδοσιακή μέθοδος της λοβοτομής είναι μια κι έξω! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή η βολική θυματοποίηση όλων δεν μου προκύπτει στη πράξη, (οι περισσότεροι αδιάφοροι δεν επιρρεάζονται από τίποτα, είναι απλά και μόνο αδιάφοροι για τα πάντα και πάντα) κατέληξα πως, κάπως-πως, κάποια στιγμή, έγινε της μόδας η εθελούσια λοβοτομή και ψάχνω να βρω το που, πότε και πως έγινε αυτό! Εσύ τι βλέπεις γύρω; :)
"Ρήγα των ασημάντων" !!! Ωωω εντυπωσιακά κολακευτική συνδυαστική ατάκα! :):):)