Όταν κάνεις κουρασμένες σκέψεις είναι βέβαιο ότι θα τις διατυπώσεις με κουρασμένες λέξεις. Με λέξεις που θα έχουν χάσει προ πολλού τη φεγγοβολή τους από "την πολλή συνάφεια" με το δεδομένο και το τετριμμένο και θα περιφέρονται ως θαμπά υπολείμματα του ένδοξου παρελθόντος τους και τρίμματα ευκλεών σωμάτων που κάποτε είχαν τη θέληση, την ικανότητα και τη διάθεση να ερωτευτούν τον κόσμο. Τι να πεις, λοιπόν, με τις κουρασμένες σου λέξεις;
Πώς να διατυπώσεις καίρια το ακριβές και το απαραίτητο; Κι όσο δεν μπορείς, τόσο απομακρύνεσαι από το γλωσσικό μητρώο των εννοιών που χρειάζονται στις μέρες μας. Με τη μνήμη των νοημάτων δεν κάνουμε τίποτα αν αυτή η μνήμη δεν είναι το υπόστρωμα, το βιολογικό υπόστρωμα όπου θα ανθίσουν οι νέες λογικές χειροθεσίες του κόσμου. Αν παραμείνουμε στη μνήμη, άρα και στη μνήμη των λέξεων που κάποτε μας κράτησαν ζωντανούς, θα έρθει η πικρή στιγμή (και έρχεται πάντοτε, συνεπέστατη στο ραντεβού της με τον χαμό) όπου οι λέξεις θα πεθάνουν μέσα στα χέρια μας και ο ήχος τους θα σβήσει (ή μήπως έχει ήδη σβήσει;) πίσω από το έρχος των οδόντων μας και δεν θα μπορούμε να πούμε τίποτα.