Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

O ξακουστός και αγαπητός Θούριος του Ρήγα

του Claude Fauriel
Ελληνικά δημοτικά τραγούδια,  
μετάφραση-επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, 
τόμ. Α΄, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 
Ηράκλειο 1999 
[α΄ γαλλική έκδ.: 1824-1825]
από την Αυγή 

Ελπίζω πως αρκετοί αναγνώστες μου θα εγκρίνουν το ότι πρόσθεσα στη συλλογή [Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Παρίσι 1824-1825] το επόμενο τραγούδι, ξακουστό κιόλας και αγαπητό στους Έλληνες, προτού ακόμα να γίνει ο πολεμικός ύμνος εναντίον των Τούρκων και να αποκτήσει έτσι σημασία ιστορική, ανεξάρτητη και πολύ μεγαλύτερη από την ποιητική του αξία.

Ο Ρήγας, ο συγγραφέας αυτού του ύμνου, ήταν από το Βελεστίνο της Θεσσαλίας. Πήρε φιλελεύθερη μόρφωση, και στην αρχή έγινε εκπαιδευτικός· δίδαξε αρχαία ελληνικά και γαλλικά στο Βουκουρέστι. Ήταν στην ορμή της νιότης, όταν ο θόρυβος της γαλλικής επανάστασης έφτασε στην Ελλάδα, και του έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε καθόρισε την τύχη του. Γεννημένος με πολύ ζωηρή φαντασία, με πολύ εύκολο ενθουσιασμό, πήρε γρήγορα φωτιά με τις ιδέες για πατρίδα, δόξα, ελευθερία· και σε λίγο δεν είχε παρά ένα όνειρο, την ηθική και πολιτική αποκατάσταση της Ελλάδας, παρά μιαν έγνοια, να συντρέξει με όλες του τις δυνάμεις αυτήν την αποκατάσταση. Πολλοί από τους συμπατριώτες του ένιωθαν τα ίδια συναισθήματα· μερικοί από τους πιο γενναίους και τους πιο πλούσιους συνεννοήθηκαν μαζί του, και ανέλαβαν να βοηθήσουν με όλα τους τα μέσα τα πατριωτικά του σχέδια

Ήξερε πολύ καλά την Ελλάδα και τη σημασία που είχαν η γενναιότητα και οι δυνάμεις των καπετάνων των κλεφτών, ώστε δεν αμέλησε να βεβαιωθεί για τη βοήθειά τους. Βάλθηκε λοιπόν να ψάχνει στα βουνά τους, στα αρματολίκια τους, παντού τέλος πάντων όπου είχε ελπίδες να συναντήσει τους πιο ξακουστούς και τους πιο δυνατούς. Τους έπειθε με τα λόγια του, και τους εξόρκιζε να πάρουν τα όπλα για την απελευθέρωση της Ελλάδας όταν θα τους έδινε το σήμα.

Αφού ταχτοποίησε αυτά τα πράγματα, γύρισε στη Βιέννη με πέντε ή έξι από τους πιο αφοσιωμένους συνωμότες για να ασχοληθεί με τις υπόλοιπες, το ίδιο απαραίτητες προετοιμασίες για την επιτυχία της συνωμοσίας, δύσκολο ή αδύνατο να γίνουν στην Ελλάδα. Εκεί συνέθεσε και τύπωσε μια μικρή συλλογή ύμνων, που προορίζονταν να ξυπνήσουν στην ψυχή των Ελλήνων την αγάπη της πατρίδας, την ανάγκη της ανεξαρτησίας και την ντροπή να τους τυραννούν οι πιο σκληροί και αδιόρθωτοι βάρβαροι. Ο Ρήγας έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποίησε κάθε πονηρία που φαντάστηκε, κι έκανε του κόσμου τα έξοδα για να στείλει και να διαδώσει αυτόν τον μικρό τόμο στους Έλληνες· λίγα πράγματα πέτυχε: τα περισσότερα αντίτυπα τα σταμάτησαν στα σύνορα, και μόνο από καλή σύμπτωση μπήκαν ορισμένα στην Ελλάδα. Αλλά δεν χρειάστηκαν περισσότερα για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που λογάριαζε ο συγγραφέας· έγιναν αμέσως με το χέρι αμέτρητα αντίγραφα αυτών των πατριωτικών ύμνων, και τόσοι άνθρωποι τους ήξεραν απέξω, που δεν είχε πια σημασία αν τυπώνονταν ή όχι.

Ένα άλλο έργο του Ρήγα, σχετικό κι αυτό με τη μεγάλη του προσπάθεια, και που το καταπιάστηκε κι αυτό στη Βιέννη, ήταν ένας τοπογραφικός χάρτης της Ελλάδας που σχεδίασε και φρόντισε ο ίδιος να τον χαράξουν, ο οποίος, παρά τις ατέλειές του, δεν θεωρείται λιγότερο ένα ξεχωριστό στο είδος του μνημείο υπομονής και γνώσεων.

Δυστυχώς ο Ρήγας δεν είχε, κάθε άλλο, τόση φρόνηση όσο και ζήλο· ό,τι καλό μπορούσε να κάνει με τα φώτα του, με τη δραστηριότητα και την αφιλοκέρδειά του, ήταν πάντα έτοιμος να το καταστρέψει με τη ζωηρή και καυχησιάρικη διάθεσή του. Ό,τι έκανε, είχε κάνει ή επρόκειτο να κάνει, το ήξερε όλος ο κόσμος, και μαζί ο τούρκος πρέσβης στη Βιέννη, που εξάλλου δεν έδωσε πολλή σημασία: ήταν ένας Τούρκος απαθής και αλαζόνας, που καθόλου δεν καταλάβαινε τι κακό μπορούσε να κάνουν στον υψηλότατο σουλτάνο τα όνειρα ενός Έλληνα χότζα. Αλλά σοβαρότερες καταγγελίες έφτασαν στο Διβάνι, που τις κατάλαβε καλύτερα. Ο Ρήγας και οι σύντροφοι του ζητήθηκαν, παραδόθηκαν και αποκεφαλίστηκαν στην πρώτη τουρκική πόλη που έφθασαν βγαίνοντας από τη Γερμανία, δηλαδή στο Βελιγράδι. Ευτυχώς για πολλούς γενναίους Έλληνες, ο Ρήγας δεν έκανε και την απρονοησία, κοντά σε τόσες άλλες, να αφήσει κανένα γραφτό που να μπορεί να ενοχοποιήσει τους συνωμότες του εσωτερικού, και άντεξε με αξιοθαύμαστο θάρρος τα βασανιστήρια, με τα οποία προσπάθησαν να του πάρουν ονόματα.

Ίσως περιμένει κανείς πως θα έλεγα εδώ κάτι για τους πατριωτικούς ύμνους του Ρήγα. Ομολογώ πως κοιτάζοντάς τους με κάπως ανώτερες καλλιτεχνικές και αισθητικές αρχές, αυτοί οι ύμνοι δεν μου φαίνονται μεγάλης ποιητικής αξίας. Ακόμα και αυτός που παρουσιάζω εδώ, δεν θα φανεί μια σύνθεση ξεχωριστή στο είδος της· και είναι ωστόσο ο καλύτερος από όλους, ο πιο πρωτότυπος για το ύφος, το αίσθημα και τις ιδέες· αυτός, με δύο λόγια, που φτάνει πιο κοντά στον στόχο για τον οποίο είχαν γίνει όλοι. Αλλά αν κρίνουμε ετούτον τον ύμνο, ή τους υπόλοιπους, από την εντύπωση που προκάλεσαν και προκαλούν ακόμα στους Έλληνες, είμαστε υποχρεωμένοι να τους δούμε πιο ευνοϊκά. Ανάμεσα στα πολλά περιστατικά που μπορώ να παραθέσω για να αποδείξω πως ο Ρήγας ήξερε να αγ­γίζει και στην καρδιά και στη φαντασία των συμπατριωτών του πολύ ευαίσθητες χορδές, αναφέρω ένα που μου φαίνεται ενδιαφέρον και πολύ ενδεικτικό.  
Στα 1817 ένας Έλληνας φίλος μου ταξίδευε στη Μακεδονία συντροφιά με έναν καλόγερο. Έφτασαν σ’ ένα χωριό που το όνομά του μου διαφεύγει, σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να πιουν κάτι σ’ έναν φούρναρη, που ήταν και ο ξενοδόχος του τόπου. 
Σ’ αυτό το μαγαζί βρισκόταν ένας παραγιός που η όψη του τους έκανε εντύπωση. Ήταν ένας νεαρός Ηπειρώτης, με θαυμάσια κορμοστασιά, με μια ομορφιά περήφανη, και που τα μπράτσα του, το στήθος του και τα πόδια του, γυμνά καθώς ήταν, έμοιαζαν ο τύπος της χάρης αποτυπωμένης στη δύναμη. Κοίταξε στην αρχή προσεχτικά τους δυο ταξιδιώτες, και γυρνώντας προς τον κοσμικό· «Ξέρεις να διαβάζεις;» τον ρώτησε. Αυτός απάντησε πως ναι, και ο νεαρός Ηπειρώτης τον παρακάλεσε να έρθει για μια στιγμή μαζί του, έξω, στα χωράφια. 
Ο ταξιδιώτης δέχεται, ακολουθεί τον νεαρό φούρναρη σ’ έναν κήπο ή μαντρωμένο χωράφι, και κάθισαν και οι δυο σε μια πέτρα, πλάι σε σπαρμένο σιτάρι. Ο νεαρός χώνει τότε το χέρι στον κόρφο του, και τραβάει κάτι πού ’χε δεμένο στην άκρη ενός σπάγγου περασμένου στον λαιμό του. Ήταν ένα μικρό βιβλίο, που το έδωσε στον ταξιδιώτη, παρακαλώντας τον να του διαβάσει κάτι· και αυτό το μικρό βιβλίο ήταν τα τραγούδια του Ρήγα. Ο ταξιδιώτης τα παίρνει και αρχίζει όχι να τα τραγουδά, παρά μονάχα να τα διαβάζει με κάποια απαγγελία. 
Σε μια στιγμή σηκώνει τα μάτια να δει τον ακροατή του, αλλά τι ήταν αυτό που είδε· ο ακροατής του δεν ήταν πια ο ίδιος, το πρόσωπό του είχε ανάψει και τα πάντα έδειχναν την έξαψή του, τα μισάνοιχτα χείλια του έτρεμαν, και ποτάμι τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του, όλες οι τρίχες του στέρνου του είχαν πεταχτεί, έτρεμαν κι αναρριπίζονταν ορμητικά. «Πρώτη φορά ακούτε να διαβάζουν αυτό το βιβλίο;» --«Όχι», απάντησε εκείνος, «παρακαλώ όλους τους ταξιδιώτες που περνούν να μου διαβάσουν κατιτί, και το έχω ακούσει ολόκληρο». --«Και πάντα με την ίδια συγκίνηση;» ρώτησε ο πρώτος. «Πάντα», απάντησε ο άλλος. 
Αν αυτός ο νεαρός φούρναρης ζει ακόμα σήμερα, θα στοιχημάτιζα μετά χαράς πως δεν βρίσκεται πια στο μαγαζί, ούτε τα μπράτσα του ζυμώνουν ψωμί.


Κλoντ Φοριέλ (1824-1825)

Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, μετάφραση-επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, τόμ. Α΄, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999 [α΄ γαλλική έκδ.: 1824-1825]


- από το ένθετο της χθεσινής Αυγής, αφιερωμένο στο "Θούριο" του Ρήγα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου