Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Ο Γκοντζίλα και η πυρηνική καταστροφή στην Ιαπωνία

του Πήτερ Γ. Κίρμπυ
New York Times, 14.3.2011.
μετάφραση: Στρατής Μπουλαλάκης
της Κυριακάτικης Αυγής, 20.3.2011 

Βλέποντας τις εικόνες της καταστροφής μετά το τσουνάμι στα βιντεάκια του YouTube και στα ιαπωνικά μέσα ενημέρωσης, ένιωσα συγκλονισμένος και την ανάγκη να βοηθήσω· είχα όμως, επιπλέον, μια αναμφισβήτητη αίσθηση dejà vu. Ως μελετητής που ασχολούμαι με τη θέση της πυρηνικής ενέργειας στην ιαπωνική κουλτούρα, έχω δει πάμπολλες ταινίες τρόμου με τέρατα, τόσο της δεκαετίας του 1950 όσο και μεταγενέστερες, εμπνευσμένες από την πυρηνική καταστροφή· οι σκηνές των φλεγόμενων διυλιστηρίων, των ισοπεδωμένων πόλεων, των ομάδων διάσωσης, της φυγής των αμάχων, μου έφεραν στο νου ορισμένα σουρεαλιστικά στιγμιότυπα των ιαπωνικών ταινιών καταστροφής.

Αυτή η κατηγορία B-movies αποτελεί σήμερα αντικείμενο γενικευμένου χλευασμού, και συχνά όχι άδικα. Αλλά οι πρώτες ταινίες «Γκοντζίλα» ήταν σοβαρές και σκληρές, ενώ τάσσονταν με σαφήνεια κατά της πυρηνικής ενέργειας: το τέρας προέκυψε έπειτα από μια ατομική έκρηξη. Ήταν επίσης αντιπολεμικές σε μια χώρα που είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεδομένου ότι στον «Γκοντζίλα» του 1954 το μεγάλο σαυροειδές θηρίο βγαίνει από τον κόλπο του Τόκιο για να λεηλατήσει την πρωτεύουσα, οι εκρήξεις, τα πτώματα και τα ποτάμια προσφύγων παρέπεμπαν ευθέως στις τρομακτικές σκηνές των τελευταίων ημερών του Πολέμου, εικόνες που παρέμεναν ακόμα ανεξίτηλες στο μυαλό των Ιαπώνων, οι οποίοι παρακολούθησαν το έργο μέσα σε νεκρική σιγή, που τη διέκοπταν μονάχα, κάπου κάπου, οι λυγμοί.

Το αντιπυρηνικό μήνυμα της ταινίας φαίνεται εντελώς αταίριαστο στη σημερινή Ιαπωνία, καθώς το ένα τρίτο σχεδόν της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας παράγεται από πυρηνικά εργοστάσια. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από γεγονότα απολύτως πραγματικά, που είχαν συνταράξει τη χώρα. Τον Μάρτιο του 1954, στη δοκιμή μιας θερμοπυρηνικής βόμβας των ΗΠΑ κοντά στην ατόλη Μπικίνι, στον Ειρηνικό Ωκεανό, με την κωδική ονομασία «Bravo», απελευθερώθηκε 2,5 φορές μεγαλύτερη ισχύς από ό,τι αναμενόταν. Το τεράστιο νέφος που δημιουργήθηκε τύλιξε, σε μια λαίλαπα ραδιενεργού τέφρας, μια ιαπωνική μηχανότρατα με το όνομα «Τυχερός Δράκοντας αρ. 5», που ψάρευε τόνο μακριά από το σημείο της έκρηξης. Τα μέλη του πληρώματος επέστρεψαν στο λιμάνι, το Yaizu, με μαυρισμένο και φουσκαλιασμένο το δέρμα τους, με έντονα συμπτώματα ραδιενεργούς μόλυνσης και ένα φορτίο ραδιενεργού τόνου που είχαν ψαρέψει. Τα ρεπορτάζ έκαναν λόγο για τα ραδιενεργά ίχνη που άφησαν τα σώματά τους καθώς περπατούσαν στην πόλη, όπως για τον «πυρηνικό τόνο» που έφτασε στις ψαραγορές της Οσάκα και αργότερα στη φημισμένη Αγορά Tsukji στο Τόκιο. H Aυτού Eξοχότης ο αυτοκράτωρ Χιροχίτο είπε ότι εξόρισε διά παντός τα ψάρια και τα θαλασσινά από το πιάτο του.

Σε ένα έθνος με εμμονή στην αγνότητα, η αποστροφή για αυτή τη δεύτερη πυρηνική μόλυνση της πατρίδας ήταν ενστικτώδης. Στα Σεπτεμβρίου του 1954 ο ασυρματιστής του «Δράκοντα», ο Aikichi Kuboyama πέθανε. Ο «Γκοντζίλα» βγήκε στις αίθουσες τον επόμενο μήνα, και ήταν η ταινία που έκοψε τα περισσότερα εισιτήρια στην πρώτη μέρα προβολής, ενώ βρέθηκε ανάμεσα στην κορυφή του μποξ όφις της χρονιάς. Τον ίδιο μήνα, με αφετηρία τον θάνατο του Kuboyama, οι αντιπυρηνικές γραπτές διαμαρτυρίες και εκκλήσεις πήραν μορφή χιονοστιβάδας, ενώ το κίνημα ειρήνης εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα.

Είναι σαφές ότι οι θεατές που κατέκλυσαν τις αίθουσες για τον «Γκοτζίλα» δεν πήγαν να δουν απλώς μια ταινία τρόμου με πρωταγωνιστή ένα τέρας. Οι σκηνές της έναρξης ανακαλούσαν την ατομική έκρηξη στον Ειρηνικό, ενώ τα νεκρά σώματα Ιαπώνων προξενούσαν εξαιρετικά οδυνηρά συναισθήματα στους συμπατριώτες τους. Ο Γκοντζίλα --αμείλικτος, εκδικητικός, μοχθηρός-- ξεπρόβαλλε απειλητικά σαν αναμφιβήτητο σύμβολο της επιστήμης που καλπάζει ανεξέλεγκτη. Το κάθε βήμα του πλάσματος και τα αμείλικτα χτυπήματα της ουράς του αποκαλύπτουν τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε η μεταπολεμική ευημερία της Ιαπωνίας. Το μεγάλο απειλητικό ερπετό της οθόνης --στην πραγματικότητα ένας άνθρωπος με κοστούμι σαύρας αξίας 200 λιρών, ο οποίος περπατούσε αργά ανάμεσα σε μινιατούρες γειτονιών του Τόκιο-- εικονογραφούσε παραστατικά την απέχθεια της Ιαπωνίας για τη ραδιενεργό ακτινοβολία αλλά και την απογοήτευση και αδυναμία στο κλίμα έντασης της έντασης του Ψυχρού Πολέμου.

Η παράξενη και εντυπωσιακή σειρά θηρίων που διαδέχθηκε τον Γκοντζίλα στην κινηματογραφική οθόνη κάλυπτε μια μεγάλη γκάμα, από το ενδιαφέρον μέχρι το γελοίο. Δύο τέρατα που ομοίαζαν με πτεροδάκτυλο, και τα δύο με το όνομα Ρόνταν, σπέρνουν τον όλεθρο στην Ιαπωνία, αφότου ήρθαν στην επιφάνεια από τα έγκατα της γης όπου εγκαταβιούσαν μέχρι τότε, λόγω κάποιων εξορυκτικών εργασιών. Ο Μόθρα, ο γιγάντιος, πολύχρωμος λεπιδόπτερος θεός του νησιού Ίνφαντ --ένα φανταστικό πεδίο πυρηνικών δοκιμών στο Νότιο Ειρηνικό-- εξαπολύει την καταστροφή στην Ιαπωνία, σε μια ταινία που συνθέτει τα καλύτερα στοιχεία του Γκοντζίλα σε μια επική γιγαντομαχία. Άλλα τέρατα είναι η Γκάμερα, μια γιγάντια χελώνα, και ο απερίγραπτος Βαράν ο Απίστευτος, ένα μεγάλο σερπετό που μοιάζει με ιπτάμενο σκίουρο. Σε όλες τις ταινίες, οι γηγενείς της Ιαπωνίας, εναλλάξ, κινητοποιούνται αλλά και τρέμουν για τις απειλές που εκβράζονται στις ακτές της χώρας και σκιάζουν τα πάντα στο διάβα τους.

Εάν υπάρχει κάποιο νήμα που συνδέει όλες αυτές τις ταινίες όπου πρωταγωνιστούν τέρατα, αυτό είναι η «βαθιά ευπάθεια της Ιαπωνίας», όπως γράφει ο William Tsutsui στο διάσημο βιβλίο του Ο Γκοντζίλα του μυαλού μου. Η Ιαπωνία, μάλλον ανίσχυρη στην αρένα του Ψυχρού Πολέμου, είναι ικανή, σε έναν φανταστικό κόσμο, να συγκεντρώσει βαριά οπλισμένες και εντυπωσιακά πειθαρχημένες δυνάμεις αυτοάμυνας για να πολεμήσει, ή έστω να καθυστερήσει και να απωθήσει, τους αλλόκοτους εισβολείς που ενσκήπτουν.

Ωστόσο, οι ταινίες απεικονίζουν με σαφήνεια έναν λαό που παλεύει διαρκώς με αντιπάλους ανώτερης κατηγορίας. Με τον καιρό, ο Γκοντζίλα μεταμορφώνεται σε έναν υπερασπιστή της Ιαπωνίας, αλλά οι κίνδυνοι πια αρχίζουν να προέρχονται από το εσωτερικό. Για παράδειγμα, εκτός από τη χαμένη ηθική πυξίδα των Ιαπώνων κατασκευαστών και λοιπών επιχειρηματιών που κριτικάρονται σε διάφορα φιλμ, ας δούμε έργα όπως «Ο Γκοτζίλα εναντίον του Τέρατος της Ομίχλης»: εκφράζουν τη λαϊκή αντίθεση στην τοξική ρύπανση που προκαλούσε η ιαπωνική βιομηχανία και η αδηφάγα ανάπτυξη, ποτίζοντας με δηλητήριο το ανθρώπινο σώμα και μολύνοντας το διάσημο, πάλαι ποτέ, «Πράσινο Αρχιπέλαγος», σε μια σειρά διαδοχικές περιβαλλοντικές καταστροφές ισοδύναμες των αντίστοιχων ταινιών τρόμου.

Αν και οι ταινίες τρόμου με τέρατα δεν είναι πλέον σήμερα πανταχού παρούσες, ωστόσο τα θέματά τους δεν απουσιάζουν διόλου αυτές τις μέρες, ιδίως στην την τηλεοπτική κάλυψη συνεχούς ροής των σεισμών και του τσουνάμι. Μας δείχνουν μια Ιαπωνία που συνεχίζει να υποφέρει από μεγάλης κλίμακας απειλές, που τη πλήττουν χωρίς προειδοποίηση. Οι ομάδες έκτακτης ανάγκης διασώζουν πολίτες που έχουν εξοκείλει ανάμεσα σε ακμάζουσες κάποτε πόλεις, τις οποίες είχα επισκεφθεί τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα δεν είναι πια παρά λασπόνερα και συντρίμμια. Αυτοκίνητα, φορτηγά, τρένα και τα μεγάλα πλοία, ξεβρασμένα και σωριασμένα στη στεριά ή να επιπλέουν στο θολό νερό, όπως τα παραμορφωμένα παιχνίδια στο μπάνιο. Κτίρια καταστρέφονται και οι φλόγες μαίνονται, λες και ανεφλέγησαν από ραδιενεργό έκρηξη ή την κίνηση της ουράς ενός γιγάντιου πλάσματος.

Όλα αυτά, ωστόσο, θέτουν ξανά στο επίκεντρο τη δυσχερή πυρηνική κατάσταση της Ιαπωνίας μετά τον Πόλεμο που αναδεικνύεται, με διφορούμενο τρόπο, από τον «Γκοντζίλα». Η Ιαπωνία διαθέτει σήμερα 54 αντιδραστήρες και έρχεται τρίτη στην παραγωγή ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία. Επίσης, καταγράφει μια εντυπωσιακά κακή επίδοση στην πυρηνική ασφάλεια. Η μακρά σειρά από ενίοτε μοιραία σφάλματα και αστοχίες όσον αφορά τα πυρηνικά εργοστάσια κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών σε μια χώρα διάσημη παγκοσμίως για τους ποιοτικούς ελέγχους στα εργοστάσιά της και τα υψηλά τεχνολογικά της επιτεύγματα είναι περίεργη και σχεδόν ακατανόητη, αν μη τι άλλο. Εν μέρει, αυτό οφείλεται σε μια σειρά καθαρά ιαπωνικά χαρακτηρηστικά: η έλλειψη διαφάνειας, τα ανεπαρκή συστήματα επιθεώρησης και η παραλυτική ενίοτε αδυναμία να ληφθούν ελλιπείς μεν αλλά πρακτικές αποφάσεις μπορεί να κάνουν μια βιομηχανία ευάλωτη σε επικίνδυνες καταστάσεις όπως αυτές που προέκυψαν στους αντιδραστήρες στη Φουκουσίμα.

Εκείνο που διαφέρει όμως, αυτή τη φορά, είναι ότι δεν χρειαζόμαστε μια ταινία καταστροφής που θα αναδείξει τις πυρηνικές αντιφάσεις της ιαπωνικής κοινωνίας. Το τσουνάμι ήταν ένα σαφέστατο αντεπιχείρημα στον ισχυρισμό ότι η πυρηνική ενέργεια είναι μια ασφαλής λύση προ της κλιματικής αλλαγής και της εξάντλησης των κοιτασμάτων πετρελαίου. Με τη σκέψη μας στη συμφορά που χτύπησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, οι προβληματικές επιδόσεις της Ιαπωνίας στον τομέα των πυρηνικών μπορεί να μας βοηθήσει να ρίξουμε αποκαλυπτικό φως στα σχέδια πυρηνικής ενέργειας άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, που πρέπει να δώσουν εξετάσεις και να πετύχουν στον πραγματικό κόσμο, κι όχι στην εξεζητημένη πλοκή μιας ταινίας.




[Συζήτηση και σχόλια για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]

- μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης

- O Peter Wynn Kirby είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας στην Οξφόρδη. Το άρθρο «Japan’s Long Nuclear Disaster Film» δημοσιεύθηκε στους «New York Times», στις 14.3.2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου