Ο Κοραής και ο Ρήγας βοηθούν την Ελλάδα να σηκωθεί. Έργο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, Βόλος, 1911. |
της Γιάννας Τζουρμανά
από την Αυγή
«La revolución del mundo», έγραφε ο Μπερνάρδο ντε Μοντεαγούδο στα 1812, θα απλωθεί «ώς τις πεδιάδες γύρω από τον Ωκεανό, […] τις ακτές της Βαλτικής, […] τις χώρες της Μεσογείου […] και τις όχθες του Τάμεση». Ριζοσπάστης ιδεολόγος της νοτιοαμερικανικής επανάστασης, δεξί χέρι των μεγάλων στρατηγών και πολιτικών Σαν Μαρτίν, Μπολίβαρ και Ο’Χίγκιγκς, ο Μοντεαγούδο διέβλεπε και προπαγάνδιζε απ’ τα πολιτικά του έντυπα την πρόοδο της επανάστασης, όπως την κατανοούσε, ως συνέχεια και «ως αναβίωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» -ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη που ξεκίνησε με την Αμερικανική Ανεξαρτησία και τη Γαλλική Επανάσταση για να απλωθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον στοχασμό, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στους πόθους και στους οραματισμούς του ριζοσπάστη πολιτικού την Εποχή των Επαναστάσεων, όπως την καθιέρωσε η ματιά του Χόμπσμαουμ. Μια εποχή όπου την επανάσταση και τον πόλεμο θα ακολουθήσουν διακηρύξεις περί εθνικής ύπαρξης και πολιτικής ανεξαρτησίας, ανεξιθρησκίας και ελευθερίας του Τύπου, δημοκρατικά και φιλελεύθερα συντάγματα.
Και πράγματι, εκ των υστέρων ιδωμένη, η εποχή της οικοδόμησης νέου τύπου εθνών - κρατών και φιλελεύθερων θεσμών εγκαινιάζεται με την “πρώτη” επιτυχημένη συνταγματική εμπειρία των πρώην αγγλοαμερικανικών αποικιών στα 1787. Θα ακολουθήσει η σαρωτική γαλλική εμπειρία με τα συντάγματα του 1791, 1795, 1800 και 1814. Η επαναστατημένη Ισπανία θα ψηφίσει το δικό της σύνταγμα στα 1812 και θα το επανεπικυρώσει το 1820.
Η Ισπανική Αμερική καταθέτει τα δικά της σχέδια συντάγματος από το 1810 έως το 1827. Η Πορτογαλία και η Ελλάδα θα ψηφίσουν τα πρώτα τους συντάγματα το 1822. Τούτη εμφανίζεται σαν μια διαδεδομένη πρακτική, που μοιάζει να επιβεβαιώνει τα οράματα και τις ελπίδες του Μοντεαγούδο.
Υπάρχει, όμως, κάποιος τρόπος να ανασυστήσουμε την ιστορικότητα αυτής της «επανάστασης του κόσμου», όπως την έβλεπε ο ριζοσπάστης πολιτικός, και του πειράματος του συνταγματισμού, αποδεσμεύοντας τους πολιτικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που τη συναρθρώνουν χωρίς να υποδουλωθούμε στην ερμηνεία του Μοντεαγούδο εν προκειμένω, ή ευρύτερα των υποκειμένων που μελετούμε;
Μπορούμε, άραγε, να αναζητήσουμε στα εγχειρήματα των επαναστατημένων Ελλήνων τις πολύπλοκες και πολύσημες πολιτισμικές και πολιτικές εμπειρίες εκείνου του κόσμου και να διασώσουμε την ιστορικότητά τους, χωρίς να εγκλωβιστούμε στον τρόπο που καταγράφει η δική μας πολιτισμική στιγμή την επανάσταση, τον συνταγματισμό, τον φιλελευθερισμό, την εθνική ιδεολογία;
Τέτοια ερωτήματα παραπέμπουν στις ατέλειωτες συζητήσεις για τους αναχρονισμούς, τους αναγωγισμούς, τις προβολικές ταυτίσεις και αναγνώσεις. Πλάι, όμως, στο ανανεωμένο ερευνητικό ενδιαφέρον για την ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης στα ευρύτερα πολιτικά, ιδεολογικά και διανοητικά προτάγματα του δυτικού κόσμου, έπειτα από τη Γαλλική Επανάσταση και τη διάχυση των φιλελεύθερων ιδεών, η δημόσια ιστορία φαίνεται πως παράγεται ερήμην της ιστοριογραφίας -ειδικότερα, όπως την παρακολουθούμε εσχάτως απ’ τους δέκτες των τηλεοράσεών μας.
Έτσι η Γαλλική Επανάσταση και οι φιλελεύθερες ιδέες μοιάζουν χωρίς περιεχόμενο, σαν ρουμπρίκες κάτω απ’ τις οποίες στεγάζονται διανοητικές αμηχανίες ή ιδεολογικοί αυτοματισμοί.
Αν εμείς βλέπουμε στους ανθρώπους του παρελθόντος τους “προγόνους”μας, εκείνοι οι άνθρωποι αναζητούσαν τους δικούς τους προγόνους. Στις διαδρομές των δικών τους πατρίδων, των δικών τους προοπτικών, των δικών τους συνταγμάτων έβλεπαν την «αναβίωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Ας δούμε, λοιπόν, εκ νέου, πώς το αναπάντεχο γίνεται αναπόφευκτο στις ερμηνείες των ανθρώπων για το παρόν τους, πώς κάθε ιστορική στιγμή παράγει προσαρμοστικά και ανατρεπτικά τον εαυτό της, πώς το παρελθόν για το τώρα ήταν παρόν για το τότε -ένα παρόν που αναζητούσε και οργάνωνε τον ορίζοντα των προσδοκιών του.
Κάθε νέα εθνοσυνέλευση στο Μπουένος Άιρες, στην Επίδαυρο, στο Άστρος ή στο Καντίθ δεν αποτελούσε απλώς μια κληρονομημένη βασική πολιτική στρατηγική, παρήγε ρηξικέλευθους θεσμούς και ανανέωνε την πίστη σ’ αυτούς, αναδεικνυόταν σε πολιτική αξία καθ’ εαυτή και έχτιζε πατρίδες, ενσωματώνοντας τόσο τις ταχύνσεις του προσδοκώμενου όσο και τις βραδύνσεις του κεκτημένου.
από την Αυγή
«La revolución del mundo», έγραφε ο Μπερνάρδο ντε Μοντεαγούδο στα 1812, θα απλωθεί «ώς τις πεδιάδες γύρω από τον Ωκεανό, […] τις ακτές της Βαλτικής, […] τις χώρες της Μεσογείου […] και τις όχθες του Τάμεση». Ριζοσπάστης ιδεολόγος της νοτιοαμερικανικής επανάστασης, δεξί χέρι των μεγάλων στρατηγών και πολιτικών Σαν Μαρτίν, Μπολίβαρ και Ο’Χίγκιγκς, ο Μοντεαγούδο διέβλεπε και προπαγάνδιζε απ’ τα πολιτικά του έντυπα την πρόοδο της επανάστασης, όπως την κατανοούσε, ως συνέχεια και «ως αναβίωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» -ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη που ξεκίνησε με την Αμερικανική Ανεξαρτησία και τη Γαλλική Επανάσταση για να απλωθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον στοχασμό, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στους πόθους και στους οραματισμούς του ριζοσπάστη πολιτικού την Εποχή των Επαναστάσεων, όπως την καθιέρωσε η ματιά του Χόμπσμαουμ. Μια εποχή όπου την επανάσταση και τον πόλεμο θα ακολουθήσουν διακηρύξεις περί εθνικής ύπαρξης και πολιτικής ανεξαρτησίας, ανεξιθρησκίας και ελευθερίας του Τύπου, δημοκρατικά και φιλελεύθερα συντάγματα.
Και πράγματι, εκ των υστέρων ιδωμένη, η εποχή της οικοδόμησης νέου τύπου εθνών - κρατών και φιλελεύθερων θεσμών εγκαινιάζεται με την “πρώτη” επιτυχημένη συνταγματική εμπειρία των πρώην αγγλοαμερικανικών αποικιών στα 1787. Θα ακολουθήσει η σαρωτική γαλλική εμπειρία με τα συντάγματα του 1791, 1795, 1800 και 1814. Η επαναστατημένη Ισπανία θα ψηφίσει το δικό της σύνταγμα στα 1812 και θα το επανεπικυρώσει το 1820.
Η Ισπανική Αμερική καταθέτει τα δικά της σχέδια συντάγματος από το 1810 έως το 1827. Η Πορτογαλία και η Ελλάδα θα ψηφίσουν τα πρώτα τους συντάγματα το 1822. Τούτη εμφανίζεται σαν μια διαδεδομένη πρακτική, που μοιάζει να επιβεβαιώνει τα οράματα και τις ελπίδες του Μοντεαγούδο.
Υπάρχει, όμως, κάποιος τρόπος να ανασυστήσουμε την ιστορικότητα αυτής της «επανάστασης του κόσμου», όπως την έβλεπε ο ριζοσπάστης πολιτικός, και του πειράματος του συνταγματισμού, αποδεσμεύοντας τους πολιτικούς, ιδεολογικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς που τη συναρθρώνουν χωρίς να υποδουλωθούμε στην ερμηνεία του Μοντεαγούδο εν προκειμένω, ή ευρύτερα των υποκειμένων που μελετούμε;
Μπορούμε, άραγε, να αναζητήσουμε στα εγχειρήματα των επαναστατημένων Ελλήνων τις πολύπλοκες και πολύσημες πολιτισμικές και πολιτικές εμπειρίες εκείνου του κόσμου και να διασώσουμε την ιστορικότητά τους, χωρίς να εγκλωβιστούμε στον τρόπο που καταγράφει η δική μας πολιτισμική στιγμή την επανάσταση, τον συνταγματισμό, τον φιλελευθερισμό, την εθνική ιδεολογία;
Τέτοια ερωτήματα παραπέμπουν στις ατέλειωτες συζητήσεις για τους αναχρονισμούς, τους αναγωγισμούς, τις προβολικές ταυτίσεις και αναγνώσεις. Πλάι, όμως, στο ανανεωμένο ερευνητικό ενδιαφέρον για την ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης στα ευρύτερα πολιτικά, ιδεολογικά και διανοητικά προτάγματα του δυτικού κόσμου, έπειτα από τη Γαλλική Επανάσταση και τη διάχυση των φιλελεύθερων ιδεών, η δημόσια ιστορία φαίνεται πως παράγεται ερήμην της ιστοριογραφίας -ειδικότερα, όπως την παρακολουθούμε εσχάτως απ’ τους δέκτες των τηλεοράσεών μας.
Έτσι η Γαλλική Επανάσταση και οι φιλελεύθερες ιδέες μοιάζουν χωρίς περιεχόμενο, σαν ρουμπρίκες κάτω απ’ τις οποίες στεγάζονται διανοητικές αμηχανίες ή ιδεολογικοί αυτοματισμοί.
Αν εμείς βλέπουμε στους ανθρώπους του παρελθόντος τους “προγόνους”μας, εκείνοι οι άνθρωποι αναζητούσαν τους δικούς τους προγόνους. Στις διαδρομές των δικών τους πατρίδων, των δικών τους προοπτικών, των δικών τους συνταγμάτων έβλεπαν την «αναβίωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Ας δούμε, λοιπόν, εκ νέου, πώς το αναπάντεχο γίνεται αναπόφευκτο στις ερμηνείες των ανθρώπων για το παρόν τους, πώς κάθε ιστορική στιγμή παράγει προσαρμοστικά και ανατρεπτικά τον εαυτό της, πώς το παρελθόν για το τώρα ήταν παρόν για το τότε -ένα παρόν που αναζητούσε και οργάνωνε τον ορίζοντα των προσδοκιών του.
Κάθε νέα εθνοσυνέλευση στο Μπουένος Άιρες, στην Επίδαυρο, στο Άστρος ή στο Καντίθ δεν αποτελούσε απλώς μια κληρονομημένη βασική πολιτική στρατηγική, παρήγε ρηξικέλευθους θεσμούς και ανανέωνε την πίστη σ’ αυτούς, αναδεικνυόταν σε πολιτική αξία καθ’ εαυτή και έχτιζε πατρίδες, ενσωματώνοντας τόσο τις ταχύνσεις του προσδοκώμενου όσο και τις βραδύνσεις του κεκτημένου.
- Η Γιάννα Τζουρμανά είναι ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου