(πηγή) |
από τα "Ενθέματα"
Στο σύστημα «Ευρωπαϊκή Ένωση», η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ως το πιο προβληματικό μέρος του, και συνεπώς ως το πιο ευεπίφορο σε ανατροπές ικανές να διαταράξουν ολόκληρο το σύστημα. Κι αυτό διότι η επικρατούσα εδώ αταξία ακυρώνει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τις πειθαρχικές δυνάμεις της ευταξίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα προσφέρεται, αφενός, ως πειραματικό πεδίο επιτήρησης από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής εξουσίας και, αφετέρου, ως πεδίο δυνητικής αντίστασης απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις. Με τον όρο «αντίσταση» δεν εννοείται, εν προκειμένω, η διαμαρτυρία για τη διατήρηση οικονομικών ωφελημάτων απ’ όσους ήδη τα νέμονται, αλλά η λαϊκή άρνηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών οι οποίες, εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας, προωθούν τον ατομικισμό και την εξαφάνιση κάθε είδους συλλογικότητας.
Αφήνοντας έξω από το παρόν άρθρο την προβληματική της επιτήρησης, θα θέλαμε να συζητήσουμε τους πολιτικούς στόχους που θα συνηγορούσαν στο να αναχθεί η ελληνική κοινωνία σε πεδίο αντίστασης κατά των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ε.Ε. Μέχρι στιγμής, οι δυνάμεις που διαμαρτύρονται ανοιχτά στις πολιτικές του Μνημονίου είναι τα κοινωνικά στρώματα που εκμεταλλεύονταν για χρόνια πελατειακές σχέσεις και κομματικούς μηχανισμούς, οικοδομώντας το ιδιωτικό τους ενδιαίτημα ευημερίας. Αν συνεπώς δεν θεωρήσουμε αυτά τα κοινωνικά στρώματα ως φορείς μιας πραγματικής αντίστασης, τότε πώς θα μπορούσε η γενικότερα λανθάνουσα δυσαρέσκεια για τις πολιτικές του μνημονίου να λάβει ουσιαστικό, αντινεοφιλελεύθερο περιεχόμενο; Δηλαδή, ένα περιεχόμενο που θα προωθεί, από το ένα μέρος, τη διαμόρφωση θεσμών (από τα κρατικά ιδρύματα έως τις επιχειρήσεις) ορθολογικών και φιλοδίκαιων, και από το άλλο, ατόμων αυτόνομων μεν, αλληλέγγυων δε.
Η ιστορική εμπειρία των τελευταίων ιδίως δεκαετιών και η απροκατάληπτη ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, μας οδηγούν να σκεφθούμε πως γύρω από δύο στόχους δύναται να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική πολιτική αντίστασης. Πρώτον, γύρω από την αποδόμηση των κεντρικών σημασιών του νεοφιλελευθερισμού. Καθώς το νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα είναι σύστημα τάξεως και οργάνωσης, όσο δεν θίγονται καίριες σημασίες του θα κατορθώνει με μικροδιορθώσεις να απορροφά τις κινητοποιήσεις για οικονομικά και πολιτικά αιτήματα, καθιστάμενο εν τέλει πιο λειτουργικό. Η εστίαση συνεπώς στις κεντρικές του σημασίες, με σκοπό την απαξίωσή τους, συνιστά τον πρώτο στόχο μιας πολιτικής για ουσιαστική αντίσταση. Δεύτερον, γύρω από το έθνος-κράτος. Οι παγκοσμιοποιητικές, αποεδαφικές κινήσεις καθιστούν αναγκαία μιαν αντιστικτική πολιτική εδαφικότητας, πράγμα που σημαίνει πως η αριστερή αντίσταση θα πρέπει να προβεί σε επαναπροσδιορισμό του εθνικού κράτους.
Το πεδίο της αντίστασης.
Από την ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, διαπιστώνεται πως, σήμερα, το πεδίο απόσπασης κέρδους έχει παγκοσμιοποιηθεί, καθώς οι ροές των πληροφοριών διατρέχουν αστραπιαία όλη την οικουμένη. Την προσοχή συνεπώς του καπιταλιστικού σχηματισμού δεν έλκει η εκμετάλλευση μιας εθνικής εργατικής τάξης από τους ιδιοκτήτες ενός κεφαλαίου που επενδύεται άμεσα στην παραγωγή, αλλά το άνοιγμα των κρατικών συνόρων για τη διευκόλυνση της παγκόσμιας δικτύωσης της εργασίας, καθώς επίσης των υπερεθνικών κινήσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στον σύγχρονο κόσμο, η τεχνολογική δικτύωση της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αυτή που παράγει υπεραξία και, ως εκ τούτου, προσφέρει ευκαιρίες για την εξωτερική (δηλαδή έξω από τον χώρο της εργασιακής διαδικασίας) δημιουργία κέρδους. Ας σημειωθεί πως στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, αναλύοντας την δημιουργία υπεραξίας, ο Μαρξ τονίζει πως δεν ενδιαφέρει η απόσπαση υπεραξίας από κάθε ατομικό εργαζόμενο, αλλά η απόσπαση που γεννάται από την κοινωνική συνεργασία. Επιπρόσθετα, η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας, ήτοι η αντικατάσταση της εργασίας από την τεχνολογία, τείνει να μειώσει ή να εξουδετερώσει το μέγεθος της υπεραξίας, γεγονός που ο Μαρξ το διείδε, γι’ αυτό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (κεφάλαιο εικοστό τρίτο, σ. 453-481, στη μετάφραση Σκουριώτη, Αθήνα 1960), αναφέρεται ξεχωριστά στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου που αρκούνται στα αποκτώμενα από την παραχώρηση της ιδιοκτησίας του κέρδη, άρα είναι ραντιέρηδες όπως οι ιδιοκτήτες γης. Στην εποχή μας, οι κάτοχοι του χρηματιστικού κεφαλαίου συμπεριφέρονται όντως ως ραντιέρηδες καθώς, αντί για ενοίκια, εισπράττουν τοκομερίδια (C. Vercellone, Capitalismo Cognitivo, Manifestolibri, 2006).
Βάσει των παραπάνω, προκύπτει πως η πολιτική της Αριστεράς δεν μπορεί να αναφέρεται μόνο στην εργατική τάξη, αλλά σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό, και μάλιστα στον πολιτικό εκφραστή του, το εθνικό κράτος. Η εστίαση της αριστερής πολιτικής και ρητορικής σε ορισμένες κοινωνικές τάξεις δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση της σύγχρονης παγκόσμιας βιοπολιτικής που αγκαλιάζει όλο το κοινωνικό σώμα.
Τα αριστερά όνειρα για την κατάργηση των εθνικών κρατών μέσα σε μια αδελφωμένη οικουμένη ξεπεράστηκαν από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Δίνοντας έμφαση στη «διαφορά», η νεοφιλελεύθερη σκέψη και στρατηγική λοιδορεί κάθε πολιτισμικό στοιχείο που αποτέλεσε στο παρελθόν χαρακτηριστικό ομοιότητας ανάμεσα σε ομάδες ατόμων (Κ. Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας, Καστανιώτης, 2010). Παραφράζοντας κλασικά φιλελεύθερα αιτήματα, ο νεοφιλελευθερισμός επικαλείται ως κοινό ανθρωπολογικό γνώρισμα την τάση για ελευθερία επιλογών, ισχυριζόμενος πως κάθε κοινωνικό σχήμα που στέκει εμπόδιο σε αυτή την τάση θα πρέπει να παραμερίζεται. Παραγνωρίζει βεβαίως πως η ουσιαστική ελευθερία αναπτύσσεται εν κοινωνία, εντός των κοινωνικών σχέσεων, όπου η κοινωνική ύπαρξη, προσεγγίζοντας τον άλλον, τείνει προς την υπέρβαση της βιολογικής αναγκαιότητας, πραγματώνοντας έτσι την προσωπική της ιδιαιτερότητα (Ι. Τσιβάκου, Εν κινδύνω, Σιδέρης, 2010, σ. 139).
Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα εξουσίας υποσκάπτει την κοινωνική ολοκλήρωση των εθνικών κοινωνιών, υποβοηθούμενο, εκούσια ή ακούσια δεν έχει σημασία, από ανεδαφικές και ιδεαλιστικές εκκλήσεις στοχαστών όπως ο Ζίζεκ (βλ. ομιλία του της 19.12.10 στο ΕΜΠ), για πάλη υπέρ ενός αόριστου «οικουμενικού σχεδίου». Πριμοδοτώντας οι πολιτικές και διανοητικές ελίτ της κυρίαρχης εξουσίας το πρώτο σκέλος των διαφορών «πολυπολιτισμικότητα – έθνος», «επιχειρηματικές – συλλογικές συμβάσεις», «ατομικές – κοινοτικές επιδιώξεις», «ηθική της εγγύτητας – κανονιστική ηθική», διαμορφώνουν έναν σημασιολογικό ιστό πρόσφορο μεν στην προέλαση της τεχνολογικά διασπειρόμενης πληροφορίας και των εικονικών της χρηματοοικονομικών παραγώγων, διασπαστικό δε της κοινωνικής συνοχής που είχε θεμελιώσει το εθνικό κράτος.
Το αίτημα για κοινωνική συνοχή
Να γιατί η κοινωνική συνοχή ανυψώνεται σε ριζοσπαστικό αίτημα που χρήζει βεβαίως ανασημασιοδότησης. Η πραγμάτωσή της απαιτεί την ανάδειξη ιδεωδών άξιων να προσανατολίζουν τις κοινωνικές σχέσεις σε δρόμους κοινωνικής δημιουργίας και ποιότητας ζωής. Το «ιδεώδες» δεν είναι κάτι μεταφυσικό, αλλά συγκροτείται εντός του κόσμου τούτου, από τα κοινωνικώς δρώντα υποκείμενα, που στη συνέχεια το αξιοποιούν, για να οικοδομήσουν τις πράξεις τους πάνω σε κοινώς παραδεκτά ηθικά θεμέλια. Τέτοια ιδεώδη ανέδειξε αρκετά η νεωτερικότητα (ενδεικτικά, το ιδεώδες του έθνους, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού). Είναι αλήθεια πως το περιεχόμενό τους απαιτείται να αλλάξει κάτω από τα νέα ιστορικά δεδομένα. Δεν μπορεί στο εξής το εθνικό και το ιδιαίτερο να μη λαμβάνουν υπόψη τους το οικουμενικό και το γενικό. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τις συντονισμένες προσπάθειες δικτύων εξουσίας και γνώσης για την πλήρη τους απαξίωση και την αντικατάστασή τους από έναν περιρρέοντα μηδενισμό ή από έναν «πολιτισμικό σχετικισμό».
Η Αριστερά, αν δεν αρχίσει ιδεολογικό πόλεμο εναντίον του μηδενισμού, δεν θα μπορέσει να ανακάμψει ως ηθική πρόταση, και αν δεν νομιμοποιηθεί ως τέτοια δεν έχει ελπίδες να στεριώσει και ως πολιτικό πρόγραμμα. Υποχρεούται να εγκύψει στη μελέτη των μηχανισμών εξουσίας που ελέγχουν και διαχειρίζονται τα πολυποίκιλα πολιτισμικά φαινόμενα, και όχι να μιλά γενικά και αφηρημένα υπέρ μιας διαφοροποιημένης πολιτισμικά κοινωνίας, χωρίς να τοποθετείται με σαφήνεια απέναντι στα πολιτικά ζητήματα που εγείρονται σ’ ένα πολιτισμικά διαφοροποιημένο εθνικό κράτος. Ειδικά δε ως προς το τελευταίο, θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από αρνητικές θέσεις που η ίδια είχε υιοθετήσει στο παρελθόν, καθώς νόμιζε ότι δυσχέραιναν την επαναστατική της προοπτική, επανεξετάζοντας τον ρόλο του εθνικού κράτους υπό το φως των εξελίξεων της παγκοσμιοποιητικής ομοιογενοποίησης. Χωρίς να υποτιμά τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξε στον παρελθόν και εξακολουθεί να παίζει ο εθνικισμός, θα ήταν ίσως σκόπιμο, αντί να ακυρώνει το ιδεώδες του έθνους, να το επαναπροσδιορίσει υπό το βάρος των νέων ιστορικών δεδομένων, ως κιβωτό της εθνικής μνήμης (βλ. τις θέσεις του Μισέλ Ονφρέ για την γαλλική ταυτότητα) και, το σπουδαιότερο, ως ηθικό υπόβαθρο κρατικών θεσμών που προστατεύουν τις λαϊκές τάξεις.
Συμπερασματικά, η αντίσταση, για να έχει προοπτική, χρειάζεται να αντιπαλέψει ατομικιστικές σημασίες (όπως για παράδειγμα της ανταγωνιστικότητας και μιας αμφίσημης πολυπολιτισμικότητας),[1] που το ισχύον καθεστώς γνώσης και εξουσίας, αφού τις κωδικοποίησε, τις διαχέει με επιστημονικές-επιχειρησιακές μεθόδους στις κοινωνικές πρακτικές. Μια τέτοια αγωνιστική προσπάθεια δεν μπορεί παρά να τείνει στη συσπείρωση ολόκληρης της κοινωνίας γύρω από συλλογικά ιδεώδη που θα καλλιεργούν την ηθική της ευθύνης και της αξιοπρεπούς στάσης απέναντι στον κάθε άλλον, ξένο ή δικό. Υπ’ αυτή την οπτική, υπάρχει ελπίδα η οικονομία, από κυρίαρχο σύστημα της κοινωνίας, να μετατραπεί σε σύστημα μιας ορθολογικής ικανοποίησης βιοτικών αναγκών, ενταγμένο αρμονικά μέσα σ’ ένα κοινωνικοπολιτισμικό όλον, που θα διανοίγεται δημιουργικά στο οικουμενικό.
Η ιστορική εμπειρία των τελευταίων ιδίως δεκαετιών και η απροκατάληπτη ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, μας οδηγούν να σκεφθούμε πως γύρω από δύο στόχους δύναται να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική πολιτική αντίστασης. Πρώτον, γύρω από την αποδόμηση των κεντρικών σημασιών του νεοφιλελευθερισμού. Καθώς το νεοφιλελεύθερο, καπιταλιστικό σύστημα είναι σύστημα τάξεως και οργάνωσης, όσο δεν θίγονται καίριες σημασίες του θα κατορθώνει με μικροδιορθώσεις να απορροφά τις κινητοποιήσεις για οικονομικά και πολιτικά αιτήματα, καθιστάμενο εν τέλει πιο λειτουργικό. Η εστίαση συνεπώς στις κεντρικές του σημασίες, με σκοπό την απαξίωσή τους, συνιστά τον πρώτο στόχο μιας πολιτικής για ουσιαστική αντίσταση. Δεύτερον, γύρω από το έθνος-κράτος. Οι παγκοσμιοποιητικές, αποεδαφικές κινήσεις καθιστούν αναγκαία μιαν αντιστικτική πολιτική εδαφικότητας, πράγμα που σημαίνει πως η αριστερή αντίσταση θα πρέπει να προβεί σε επαναπροσδιορισμό του εθνικού κράτους.
Το πεδίο της αντίστασης.
Από την ανάλυση της υπάρχουσας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, διαπιστώνεται πως, σήμερα, το πεδίο απόσπασης κέρδους έχει παγκοσμιοποιηθεί, καθώς οι ροές των πληροφοριών διατρέχουν αστραπιαία όλη την οικουμένη. Την προσοχή συνεπώς του καπιταλιστικού σχηματισμού δεν έλκει η εκμετάλλευση μιας εθνικής εργατικής τάξης από τους ιδιοκτήτες ενός κεφαλαίου που επενδύεται άμεσα στην παραγωγή, αλλά το άνοιγμα των κρατικών συνόρων για τη διευκόλυνση της παγκόσμιας δικτύωσης της εργασίας, καθώς επίσης των υπερεθνικών κινήσεων του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Στον σύγχρονο κόσμο, η τεχνολογική δικτύωση της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι αυτή που παράγει υπεραξία και, ως εκ τούτου, προσφέρει ευκαιρίες για την εξωτερική (δηλαδή έξω από τον χώρο της εργασιακής διαδικασίας) δημιουργία κέρδους. Ας σημειωθεί πως στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, αναλύοντας την δημιουργία υπεραξίας, ο Μαρξ τονίζει πως δεν ενδιαφέρει η απόσπαση υπεραξίας από κάθε ατομικό εργαζόμενο, αλλά η απόσπαση που γεννάται από την κοινωνική συνεργασία. Επιπρόσθετα, η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας, ήτοι η αντικατάσταση της εργασίας από την τεχνολογία, τείνει να μειώσει ή να εξουδετερώσει το μέγεθος της υπεραξίας, γεγονός που ο Μαρξ το διείδε, γι’ αυτό στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (κεφάλαιο εικοστό τρίτο, σ. 453-481, στη μετάφραση Σκουριώτη, Αθήνα 1960), αναφέρεται ξεχωριστά στους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου που αρκούνται στα αποκτώμενα από την παραχώρηση της ιδιοκτησίας του κέρδη, άρα είναι ραντιέρηδες όπως οι ιδιοκτήτες γης. Στην εποχή μας, οι κάτοχοι του χρηματιστικού κεφαλαίου συμπεριφέρονται όντως ως ραντιέρηδες καθώς, αντί για ενοίκια, εισπράττουν τοκομερίδια (C. Vercellone, Capitalismo Cognitivo, Manifestolibri, 2006).
Βάσει των παραπάνω, προκύπτει πως η πολιτική της Αριστεράς δεν μπορεί να αναφέρεται μόνο στην εργατική τάξη, αλλά σε ολόκληρο τον ελληνικό λαό, και μάλιστα στον πολιτικό εκφραστή του, το εθνικό κράτος. Η εστίαση της αριστερής πολιτικής και ρητορικής σε ορισμένες κοινωνικές τάξεις δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση της σύγχρονης παγκόσμιας βιοπολιτικής που αγκαλιάζει όλο το κοινωνικό σώμα.
Τα αριστερά όνειρα για την κατάργηση των εθνικών κρατών μέσα σε μια αδελφωμένη οικουμένη ξεπεράστηκαν από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Δίνοντας έμφαση στη «διαφορά», η νεοφιλελεύθερη σκέψη και στρατηγική λοιδορεί κάθε πολιτισμικό στοιχείο που αποτέλεσε στο παρελθόν χαρακτηριστικό ομοιότητας ανάμεσα σε ομάδες ατόμων (Κ. Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας, Καστανιώτης, 2010). Παραφράζοντας κλασικά φιλελεύθερα αιτήματα, ο νεοφιλελευθερισμός επικαλείται ως κοινό ανθρωπολογικό γνώρισμα την τάση για ελευθερία επιλογών, ισχυριζόμενος πως κάθε κοινωνικό σχήμα που στέκει εμπόδιο σε αυτή την τάση θα πρέπει να παραμερίζεται. Παραγνωρίζει βεβαίως πως η ουσιαστική ελευθερία αναπτύσσεται εν κοινωνία, εντός των κοινωνικών σχέσεων, όπου η κοινωνική ύπαρξη, προσεγγίζοντας τον άλλον, τείνει προς την υπέρβαση της βιολογικής αναγκαιότητας, πραγματώνοντας έτσι την προσωπική της ιδιαιτερότητα (Ι. Τσιβάκου, Εν κινδύνω, Σιδέρης, 2010, σ. 139).
Το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό σύστημα εξουσίας υποσκάπτει την κοινωνική ολοκλήρωση των εθνικών κοινωνιών, υποβοηθούμενο, εκούσια ή ακούσια δεν έχει σημασία, από ανεδαφικές και ιδεαλιστικές εκκλήσεις στοχαστών όπως ο Ζίζεκ (βλ. ομιλία του της 19.12.10 στο ΕΜΠ), για πάλη υπέρ ενός αόριστου «οικουμενικού σχεδίου». Πριμοδοτώντας οι πολιτικές και διανοητικές ελίτ της κυρίαρχης εξουσίας το πρώτο σκέλος των διαφορών «πολυπολιτισμικότητα – έθνος», «επιχειρηματικές – συλλογικές συμβάσεις», «ατομικές – κοινοτικές επιδιώξεις», «ηθική της εγγύτητας – κανονιστική ηθική», διαμορφώνουν έναν σημασιολογικό ιστό πρόσφορο μεν στην προέλαση της τεχνολογικά διασπειρόμενης πληροφορίας και των εικονικών της χρηματοοικονομικών παραγώγων, διασπαστικό δε της κοινωνικής συνοχής που είχε θεμελιώσει το εθνικό κράτος.
Το αίτημα για κοινωνική συνοχή
Να γιατί η κοινωνική συνοχή ανυψώνεται σε ριζοσπαστικό αίτημα που χρήζει βεβαίως ανασημασιοδότησης. Η πραγμάτωσή της απαιτεί την ανάδειξη ιδεωδών άξιων να προσανατολίζουν τις κοινωνικές σχέσεις σε δρόμους κοινωνικής δημιουργίας και ποιότητας ζωής. Το «ιδεώδες» δεν είναι κάτι μεταφυσικό, αλλά συγκροτείται εντός του κόσμου τούτου, από τα κοινωνικώς δρώντα υποκείμενα, που στη συνέχεια το αξιοποιούν, για να οικοδομήσουν τις πράξεις τους πάνω σε κοινώς παραδεκτά ηθικά θεμέλια. Τέτοια ιδεώδη ανέδειξε αρκετά η νεωτερικότητα (ενδεικτικά, το ιδεώδες του έθνους, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού). Είναι αλήθεια πως το περιεχόμενό τους απαιτείται να αλλάξει κάτω από τα νέα ιστορικά δεδομένα. Δεν μπορεί στο εξής το εθνικό και το ιδιαίτερο να μη λαμβάνουν υπόψη τους το οικουμενικό και το γενικό. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τις συντονισμένες προσπάθειες δικτύων εξουσίας και γνώσης για την πλήρη τους απαξίωση και την αντικατάστασή τους από έναν περιρρέοντα μηδενισμό ή από έναν «πολιτισμικό σχετικισμό».
Η Αριστερά, αν δεν αρχίσει ιδεολογικό πόλεμο εναντίον του μηδενισμού, δεν θα μπορέσει να ανακάμψει ως ηθική πρόταση, και αν δεν νομιμοποιηθεί ως τέτοια δεν έχει ελπίδες να στεριώσει και ως πολιτικό πρόγραμμα. Υποχρεούται να εγκύψει στη μελέτη των μηχανισμών εξουσίας που ελέγχουν και διαχειρίζονται τα πολυποίκιλα πολιτισμικά φαινόμενα, και όχι να μιλά γενικά και αφηρημένα υπέρ μιας διαφοροποιημένης πολιτισμικά κοινωνίας, χωρίς να τοποθετείται με σαφήνεια απέναντι στα πολιτικά ζητήματα που εγείρονται σ’ ένα πολιτισμικά διαφοροποιημένο εθνικό κράτος. Ειδικά δε ως προς το τελευταίο, θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από αρνητικές θέσεις που η ίδια είχε υιοθετήσει στο παρελθόν, καθώς νόμιζε ότι δυσχέραιναν την επαναστατική της προοπτική, επανεξετάζοντας τον ρόλο του εθνικού κράτους υπό το φως των εξελίξεων της παγκοσμιοποιητικής ομοιογενοποίησης. Χωρίς να υποτιμά τον καταστροφικό ρόλο που έπαιξε στον παρελθόν και εξακολουθεί να παίζει ο εθνικισμός, θα ήταν ίσως σκόπιμο, αντί να ακυρώνει το ιδεώδες του έθνους, να το επαναπροσδιορίσει υπό το βάρος των νέων ιστορικών δεδομένων, ως κιβωτό της εθνικής μνήμης (βλ. τις θέσεις του Μισέλ Ονφρέ για την γαλλική ταυτότητα) και, το σπουδαιότερο, ως ηθικό υπόβαθρο κρατικών θεσμών που προστατεύουν τις λαϊκές τάξεις.
Συμπερασματικά, η αντίσταση, για να έχει προοπτική, χρειάζεται να αντιπαλέψει ατομικιστικές σημασίες (όπως για παράδειγμα της ανταγωνιστικότητας και μιας αμφίσημης πολυπολιτισμικότητας),[1] που το ισχύον καθεστώς γνώσης και εξουσίας, αφού τις κωδικοποίησε, τις διαχέει με επιστημονικές-επιχειρησιακές μεθόδους στις κοινωνικές πρακτικές. Μια τέτοια αγωνιστική προσπάθεια δεν μπορεί παρά να τείνει στη συσπείρωση ολόκληρης της κοινωνίας γύρω από συλλογικά ιδεώδη που θα καλλιεργούν την ηθική της ευθύνης και της αξιοπρεπούς στάσης απέναντι στον κάθε άλλον, ξένο ή δικό. Υπ’ αυτή την οπτική, υπάρχει ελπίδα η οικονομία, από κυρίαρχο σύστημα της κοινωνίας, να μετατραπεί σε σύστημα μιας ορθολογικής ικανοποίησης βιοτικών αναγκών, ενταγμένο αρμονικά μέσα σ’ ένα κοινωνικοπολιτισμικό όλον, που θα διανοίγεται δημιουργικά στο οικουμενικό.
- Η Ιωάννα Τσιβάκου είναι ομ. καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Παρότι η θεωρία του φιλελευθερισμού εισήγαγε στο πολιτικό λεξιλόγιο την έννοια της πολυπολιτισμικότητας (βλ. W. Kymlicka, Multicultural Citizenship, Oxford University Press, 1995), η αοριστία της όπως και τα προβλήματα εφαρμογής της εξανάγκασαν πρόσφατα κάποιες νεοφιλελεύθερες στρατηγικές (βλ. σχετικούς λόγους Μέρκελ και Κάμερον) να την αποδοκιμάσουν. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την Αριστερά να εμβαθύνει στην εν λόγω έννοια, ώστε να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενό της.
[1] Παρότι η θεωρία του φιλελευθερισμού εισήγαγε στο πολιτικό λεξιλόγιο την έννοια της πολυπολιτισμικότητας (βλ. W. Kymlicka, Multicultural Citizenship, Oxford University Press, 1995), η αοριστία της όπως και τα προβλήματα εφαρμογής της εξανάγκασαν πρόσφατα κάποιες νεοφιλελεύθερες στρατηγικές (βλ. σχετικούς λόγους Μέρκελ και Κάμερον) να την αποδοκιμάσουν. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει την Αριστερά να εμβαθύνει στην εν λόγω έννοια, ώστε να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου