(πηγή) |
από την Καθημερινή
Τι μας μαθαίνουν τα δημοτικά «Τραγούδια του Χάρου» με τη βαθιά σοφία, την καίρια γλώσσα τους και την αδιαφορία τους για τις θρησκευτικού τύπου υποσχέσεις; Πως «όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νια βλαστάρια, /κι όταν ασπρίσει ο κόρακας και γένει περιστέρι», κι «όταν στερέψει η θάλασσα και γίνει περιβόλι / κι όταν θα κάμει η ελιά κρασί και το σταφύλι λάδι, / τότε θα περιμένουνε να ’ρθούν από τον Αδη».
Μα η σοφία ετούτη αναπτύχθηκε σε άλλους καιρούς, προ τεχνολογίας, προ πολιτικής βουλήσεως, προ βαρύτατων ταμειακών αναγκών. Κι έτσι, όπως αποκαλύφθηκε από τις καταγγελίες αρκετών αιφνιδιασμένων συγγενών και από τα ρεπορτάζ που ακολούθησαν, στις μέρες μας οι νεκροί συνυπολογίζονται στους ζωντανούς. Γι’ αυτό και λαμβάνουν από τις αρμόδιες υπηρεσίες το εκκαθαριστικό της περαίωσης, κι ας λείπουν δέκα και δεκαπέντε χρόνια από τον κόσμο τον απάνω. Μόνο η σπλαχνική ΔΕΗ τους υπολόγιζε μέχρι τώρα σαν ζωντανούς και χρέωνε στους τάφους τους το σχετικό τέλος για παρακολούθηση των κρατικών καναλιών, γιατί φαίνεται ότι και στο επέκεινα να ξενιτευτείς δεν δικαιούσαι να γλιτώσεις από την κυβερνητική προπαγάνδα.
Τώρα πια τους ανασταίνει και το φιλάνθρωπο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο, ταγμένο όπως γνωρίζουμε στην άρση των διακρίσεων, καταργεί επιτέλους τον απαράδεκτο διαχωρισμό ανάμεσα σε ζώντες και τεθνεώτες. Ωστε, με όλο το πρέπον σέβας, ίσως θα πρέπει να εκσυγχρονίσουμε και το μοιρολόι: «Οταν θα ’ρθεί η περαίωση και τους ζητήσει χρήμα, / τότε θ’ ανέβουν κι οι νεκροί από το μαύρο μνήμα». Για να πληρώσουν και, δυστυχώς, να ξαναφύγουν. Ως την επόμενη περαίωση, οπότε θα ξανακληθούν στις υποχρεώσεις της ζωής, μιας και η τωρινή περαίωση είναι βέβαια η τελευταία αλλά αυτό ισχύει ώσπου να αποφασιστεί η επόμενη «πιο τελευταία».
Υπό μία οπτική, πρόκειται για απόπειρα του Δημοσίου να ισοφαρίσει. Εχουμε διαβάσει κατά καιρούς για πεθαμένους που συνεχίζουν να παίρνουν μετά θάνατον τη σύνταξή τους, όχι βέβαια αυτοπροσώπως αλλά στον τραπεζικό τους λογαριασμό ή διά εξουσιοδοτημένου συγγενή τους, ο οποίος «αμέλησε» να δηλώσει όπως όφειλε το θάνατο του ανθρώπου του, για να ’χει ο ίδιος να λαμβάνει και να πορεύεται. Δίπλα, δηλαδή, στους αμέτρητους ψευτοανάπηρους που απολάμβαναν συντάξεις και επιδόματα εκμεταλλευόμενοι τις γνωριμίες τους με υψηλά προσώπατα ή απλώς εξαγοράζοντας τη σιωπή και την υπογραφή διαφόρων αρμοδίως εμπλεκομένων, είχαμε και τους ψευτοζωντανούς· επρόκειτο για ζόμπι νέου τύπου, για ανθρώπους που είχαν πεθάνει, πλην όμως οι κληρονόμοι τους, από βαθιά αγάπη προφανώς, δεν έλεγαν να τους αφήσουν επιτέλους να ησυχάσουν παρά τους κρατούσαν μετέωρους ανάμεσα στον κάτω κόσμο και τον πάνω.
Δίχως πολλή σκέψη θα στοιχημάτιζε κανείς ότι όσοι επέλεξαν να προσφέρουν στους συγγενείς τους μια τέτοιου είδους ωφέλιμη αθανασία θα απαντούσαν κατηγορηματικά (και βέβαια επιτιμητικά και μετά βδελυγμίας) «ναι και πάλι ναι» στην περίπτωση που κάποιοι δημοσκόποι τους ρωτούσαν αν υπάρχει διαφθορά στην Ελλάδα. Και επίσης «ναι και πάλι ναι» θα απαντούσαν στο ίδιο ερώτημα όσοι κατά φαντασίαν αδιάφθοροι απολάμβαναν για χρόνια ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για τα κοπάδια αλόγων ή αγελάδων που διέθεταν (ενώ τα μόνα άλογα που είχαν ήταν όσα χρεμέτιζαν στη μηχανή των αυτοκινήτων τους, τα δε βόδια τα γνώριζαν μόνο υπό μορφήν μπριζόλας), και βέβαια όσοι γιατροί, δημοσιογράφοι, πολεοδόμοι, τελωνειακοί, εφοριακοί, δικηγόροι, αστυνομικοί, ιερωμένοι, εκδότες, εργολάβοι, κομματαρχίσκοι, πολιτικοί, επιχειρηματίες λάδωσαν και λαδώθηκαν, εκβίασαν και εκβιάστηκαν, διέφθειραν και διεφθάρησαν.
Αλλά ας μη βιαστούμε να καμαρώσουμε ότι πρωτοπορούμε, ότι είναι δική μας πατέντα η μεταθανάτια συνταξιοδότηση. Δεν πάει πολύς καιρός που πληροφορηθήκαμε ότι στην κοντινή μας Ιταλία, στην Κατάνη της Σικελίας συγκεκριμένα, κάποιος καλός άνθρωπος, ετών σαράντα, είχε βάλει σε επαρκών διαστάσεων καταψύκτη που τον είχε επί τούτου τη γιαγιά του, χήρα στρατηγού· απρόθυμος να υποταχθεί στο μοιραίο, είχε αποκρύψει το θάνατό της για να μην πάψει να παίρνει τη σύνταξή της, περί τα 3.000 ευρώ μηνιαίως. Πήραν είδηση κάποια στιγμή (τι στιγμή δηλαδή, ολόκληρο έτος χρειάστηκε) οι γείτονές του ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, η κομπίνα έλαβε τέλος, η δε ιταλική αστυνομία δήλωσε ότι χιλιάδες νεκροί μένουν αδήλωτοι για να μη διακοπεί η ροή του χρήματος (δυο-τρεις δεκαετίες πριν οι Ιταλοί, όπως και οι Ελληνες βέβαια και άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν διακριθεί στο αντίθετο άθλημα: της υπερδήλωσης· μετακινούσαν νύκτωρ από αγροτεμαχίου σε αγροτεμάχιο τις ελιές τους για να παίρνουν δυο και τρεις φορές την ίδια επιδότηση).
Και στην Ιαπωνία ωστόσο βρέθηκαν κάμποσοι που, ζορισμένοι από τα οικονομικά τους, μιας και η κρίση είναι παγκόσμια και τα μέτρα παντού τα ίδια, επέλεξαν έναν ευλαβικό τρόπο για να κρατήσουν στη μεν ζωή τους νεκρούς τους, στα δε έσοδά τους τη σύνταξή του: τους ταρίχευαν. Τους έστηναν μάλιστα σε μια πολυθρόνα και τραβούσαν μια στο τόσο την κουρτίνα, ώστε να βλέπουν από μακριά οι γείτονες τον «καημένο τον παππού που είναι ανήμπορος» και να λειτουργούν σαν αυτόπτες μάρτυρες της ύπαρξής του, που εντούτοις είχε λάβει τέλος από καιρό.
Αλλά ούτε οι Ιάπωνες καινοτόμησαν. Οι Αιγύπτιοι, λέει ο Λουκιανός στο «Περί πένθους» πόνημά του, όπου χλευάζει τους επικήδειους κοπετούς και την «αβελτερία» των ταφικών εθίμων, ταρίχευαν τον νεκρό τους και τον έστηναν στο τραπέζι για να τρώνε και να πίνουνε μαζί («ξηράνας τον νεκρόν σύνδειπνον και συμπότην εποιήσατο»)· και με το φόβο ότι δεν θα γίνει πιστευτός, προσθέτει ότι γράφει όσα είδε: «λέγω δε ιδών». Αλλά δεν αρκούνταν σε αυτό οι αρχαίοι Αιγύπτιοι.
Όπως πρώτος ο Ηρόδοτος μαρτυρεί (για να το επαναλάβει αργότερα ο Διόδωρος ο Σικελιώτης), όταν έπεσαν κάποτε σε βαριά οικονομική ανάγκη, μπορούσαν να πάρουν δάνειο δίνοντας σαν ενέχυρο το ταριχευμένο σώμα του γονιού τους. «Οταν βασίλευε ο Αμυχις», λέει ο πατέρας της ιστορίας, «το χρήμα ήταν τόσο σπάνιο και το εμπόριο σε τέτοια ύφεση, ώστε θεσπίστηκε ένας νόμος που επέτρεπε να δανείζεται κανείς δίνοντας ενέχυρο τον νεκρό του πατέρα του. Προστέθηκε στον νόμο αυτόν και το εξής: ότι ο δανειστής έπαιρνε ενέχυρο ολόκληρο τον τάφο του οφειλέτη και αν αυτός δεν ήθελε να εξοφλήσει το χρέος, δεν μπορούσε, αν πέθαινε, να ταφεί στον πατρικό του τάφο ούτε σε κανέναν άλλο, ούτε να θάψει κανέναν από τους συγγενείς του αν πέθαινε» (στη μετάφραση του Αγγελου Βλάχου). Παράδοξο και μακάβριο; Οσο και το καταγεγραμμένο από τους ιστορικούς γεγονός ότι το 1520 ο Κερκυραίος Σταματέλος Βούλγαρης πήρε ως τμήμα της προίκας του το λείψανο του αγίου Σπυρίδωνος.
Καθόλου παράδοξο δεν είναι πάντως το γεγονός ότι στην ιστορία των ανθρωπίνων πραγμάτων η επανάληψη είναι πιο συνηθισμένη και από την επανάληψη των ίδιων υποσχέσεων από τους εκλογικούς θηρευτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου