Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Μικρά απαισιόδοξα μετεκλογικά

(πηγή)
του Γιώργου Φουρτούνη

Αυτή η τόσο ξεχωριστή και κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση βρήκε τον πολιτικό χώρο μας στη χειρότερη δυνατή κατάστασή του: πολυδιάσπαση, ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια, αναβίωση ιστορικών συγκρούσεων, προσωπικές βεντέτες --με δυο λόγια, τάσεις αποσύνθεσης του πολιτικού υποκειμένου που κάποτε αρχίσαμε να συνθέτουμε συλλογικά. Και όταν ένα υποκείμενο βρίσκεται σε βαθιά κρίση, τέτοια που να διακινδυνεύει την ίδια τη συνοχή του, προφανώς δεν μπορεί να παράγει (ιδέες, θεωρία, πολιτική). Το γεγονός λοιπόν ότι η εκλογική επιρροή μας στην ουσία καθηλώθηκε, με πτωτική τάση, σε περίοδο που υπό άλλες συνθήκες θα αναμέναμε να εκφράσουμε μια ισχυρή ψήφο διαμαρτυρίας, δεν πρέπει να αποδοθεί γενικώς στην «κακή εικόνα» μας, αλλά σε ένα ουσιαστικότερο πολιτικό έλλειμμα.

Έτσι, από τη μια μεριά ο δημόσιος λόγος μας επιχείρησε να καταδείξει ότι το μνημόνιο, και όσα έπονται, δεν είναι μια σειρά αναπόφευκτων, ορθολογικών και «αντικειμενικών», διορθωτικών μέτρων, αλλά το ιστορικής εμβέλειας εγχείρημα εμπέδωσης ενός ζοφερού κοινωνικού τοπίου, με δραματική επιδείνωση της θέσης των δυνάμεων της εργασίας, ένα πραγματικά νέο παράδειγμα «οργάνωσης» των καπιταλιστικών σχέσεων, που θα σβήνει τις αποκρυσταλλώσεις των κοινωνικών συγκρούσεων ενός τουλάχιστον αιώνα. 

Από την άλλη, όμως, για να το αποδείξουμε πράγματι αυτό, ότι δηλαδή το μνημόνιο δεν υπήρξε μια αναγκαστική επιλογή, οφείλαμε και οφείλουμε να αντιτάξουμε ένα, διακριτό και πειστικό, εναλλακτικό σχέδιο. Όχι βέβαια ότι δεν υπήρξαν στα ποικίλα βήματα του χώρου μας και στο δημόσιο λόγο μας σοβαρότατες συνεισφορές επ’ αυτού. Ωστόσο, αυτές δεν μπόρεσαν να συντεθούν πολιτικά, σε μία συνεκτική και αναγνωρίσιμη πρόταση, που να μπορεί να κατανοηθεί, να συνοψισθεί και εν ανάγκη να συμπυκνωθεί σε λίγες εμβληματικές φράσεις, έτσι ώστε όλοι μας, από τα κομματικά στελέχη μέχρι τα μέλη του ΣΥΝ και τους αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ, από τα τηλεοπτικά πάνελ μέχρι τους μαζικούς χώρους, να μπορούμε να το συζητήσουμε, να το αντιπροσωπεύσουμε επαρκώς και να το υπερασπισθούμε. Με μια κουβέντα: να ξέρει ο κόσμος τι λέμε. (Ας θυμηθούμε απλά πώς δώσαμε τη μάχη μας για το άρθρο 16).

Θα αντιτείνει κανείς ότι το σχέδιο αυτό, εάν δεν θέλει να είναι μια τεχνοκρατική άσκηση επί χάρτου αλλά μια αριστερή πολιτική πρόταση, θα πρέπει να προϋποθέτει τη δράση κοινωνικών δυνάμεων και κινημάτων και την ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών. Αυτό είναι βέβαια σωστό, αλλά είναι μόνο η μισή ιστορία: ενώ πράγματι ένα αριστερό εναλλακτικό σχέδιο προϋποθέτει την κινητοποίηση κοινωνικών δυνάμεων, που θα τροποποιεί τους υφιστάμενους συσχετισμούς, ωστόσο καμία κοινωνική δύναμη δεν κινητοποιείται εάν δεν έχει κάποια ιδέα προς τα πού να πάει, κάποιο πολιτικό σχέδιο δηλαδή, μια πειστική προοπτική. Πρόκειται αναμφίβολα για μια γνήσια πολιτική απορία, για ένα παιγνίδι αμοιβαίων προϋποθέσεων, που μοιάζει με άπειρη αναδρομή: η κότα θα κάνει το αυγό ή το αυγό την κότα;

Ωστόσο, εμείς, η δική μας αριστερά, που με το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ως αίτημα την ενότητα της αριστεράς στη δράση, και μέσω αυτής τη σύνθεση του πολιτικού με το κινηματικό, είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να θέσουμε αυτήν την απορία στον ορίζοντα της πολιτικής μας σκέψης και δράσης. Εμείς είμαστε αυτοί που προσπαθούμε να διανοίξουμε χώρο ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες της αριστεράς: αφ’ ενός, την επί της ουσίας ησυχαστική στάση του ΚΚΕ, που περιμένει πρώτα την χιλιαστική έλευση των πολιτικών και κοινωνικών προϋποθέσεων (τη «λαϊκή εξουσία»), χωρίς την οποία κανένα αριστερό βήμα δεν έχει νόημα και έτσι κανείς δεν ξέρει με ποιο θαύμα θα φτάσουμε εκεί, και, αφ’ ετέρου, στον ακατάσχετο κυβερνητισμό που εδώ και δεκαετίες παρεπιδημεί σε εκδοχές της ανανεωτικής (απλώς δημοκρατικής πλέον) αριστεράς, ο οποίος παραβλέπει τη βασανιστική απαίτηση αυτών των προϋποθέσεων και θεωρεί ότι οι ιδέες της και οι προτάσεις της είναι άμεσα εφαρμόσιμες. Εμείς ήμασταν λοιπόν αυτοί που θα μπορούσαμε να επεξεργασθούμε την αριστερή διέξοδο από την οικονομική και πολιτική κρίση του συστήματος, μόνο που αυτή συνέπεσε με την κρίση του συλλογικού υποκειμένου που προσπαθήσαμε να γίνουμε και έτσι βρεθήκαμε κατώτεροι των περιστάσεων: αναλάβαμε ένα δύσκολο πρόβλημα αλλά δεν ήμασταν οι λύτες που αυτό απαιτούσε.

Έτσι όμως η συμβολή μας και η ευθύνη μας για το αντικειμενικό αδιέξοδο που εκφράστηκε με την αποχή, και με τα λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια, είναι πολύ μεγαλύτερη και βαρύτερη από όσο θα μας αναλογούσε ως μέρος ή ποσοστό του πολιτικού συστήματος. Και πληρώσαμε τα επίχειρα. Αυτό ωστόσο δεν είναι το σοβαρότερο. Η μαζική αποστροφή προς την εκλογική διαδικασία, σε μια αναμέτρηση με τόσο κρίσιμο όσο και σαφές διακύβευμα, βοά πλέον ότι, χωρίς την πειστική αριστερή διέξοδο που η ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά είναι κατ’ εξοχήν αρμόδια να δώσει, ένας ολόκληρος κόσμος (ο ίδιος που απευθύνθηκε ερωτηματικά προς αυτήν τη χρονιά της δημοσκοπικής εκτόξευσης) μετασχηματίζει σε βαθιά αντι-πολιτική οργή την αδιαφοροποίητη κοινωνική ένταση που ολοένα και συσσωρεύεται, σε μια υπόγεια, τεκτονικής κλίμακας διεργασία. Εάν δεν καταφέρουμε γρήγορα, ξεπερνώντας τις αναπηρίες μας, να απελευθερώσουμε τη συλλογική πολιτική δημιουργικότητά μας, το μόνο που θα μας μένει θα είναι να περιμένουμε τη σεισμική εκτόνωση αυτής της έντασης, σε μορφές που μόνο να υποπτευθούμε μπορούμε σήμερα. Ο επόμενος Δεκέμβρης θα μας βρει ξανά απορημένους, αμήχανους και ανήμπορους;
  
- Ο Γ. Φουρτούνης διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου