(πηγή) |
Πώς οι ΗΠΑ εξαπολύουν έναν νέο χρηματοπιστωτικό παγκόσμιο πόλεμο και πώς θα απαντήσουν οι άλλες χώρες
του Μάικλ Χάντσον* από τον ΔΡΟΜΟ (23/10)
Τι θα εμποδίσει τις τράπεζες των ΗΠΑ και τους πελάτες τους να δημιουργήσουν 1 τρισ., 10 τρισ. ή ακόμα και 50 τρισ. δολάρια μέσα από τα πληκτρολόγια των υπολογιστών τους, για να αγοράσουν όλα τα ομόλογα και μετοχές στον κόσμο, μαζί με όλη τη γη και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία προς πώληση, με την ελπίδα να αποκομίσουν κεφαλαιακά κέρδη και να τσεπώσουν τη διαφορά των επιτοκίων (τα σπρεντς), χρησιμοποιώντας δανεικά με κόστος επιτοκίου μικρότερο από 1%;
Αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται σήμερα.
Τα δημοσιονομικά αποτελούν τη νέα μορφή εχθροπραξιών – μορφή που δεν απαιτεί στρατιωτικές δαπάνες και κατοχή απρόθυμων οικοδεσποτών. Είναι ένας ανταγωνισμός δημιουργίας πίστωσης για να εξαγοραστούν ξένοι πόροι, ακίνητα, δημόσιες και ιδιωτικοποιημένες υποδομές, χρεόγραφα και εταιρικές μετοχές. Ποιος χρειάζεται έναν στρατό, όταν είναι σε θέση να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό (νομισματικό πλούτο και ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων) απλά με οικονομικά μέσα; Το μόνο που χρειάζεται είναι οι κεντρικές τράπεζες να δεχτούν πίστωση σε δολάρια υποτιμημένης διεθνούς αξίας ως πληρωμή για τοπικά περιουσιακά στοιχεία. Η νίκη υπόσχεται να πάει με το μέρος όποιου οικονομικού τραπεζικού συστήματος μπορεί να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη πίστωση, χρησιμοποιώντας έναν στρατό πληκτρολογίων υπολογιστών για να σφετεριστεί τους παγκόσμιους πόρους. Το κλειδί είναι να πειστούν οι ξένες κεντρικές τράπεζες να δεχτούν την ηλεκτρονική πίστωση.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δαιμονοποιούν ξένες χώρες, λέγοντας ότι «χειραγωγούν τα νομίσματα» επιθετικά, κρατώντας χαμηλά την τιμή τους. Όμως, το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν τα νομίσματά τους για να μην υπερτιμηθούν έναντι του δολαρίου από τους κερδοσκόπους που χρησιμοποιούν το αρμπιτράζ και τους κερδοσκόπους του χρηματιστηρίου που πλημμυρίζουν τις χρηματιστηριακές αγορές τους με δολάρια. Οι ξένες κεντρικές τράπεζες είναι αναγκασμένες ή να επιτρέψουν παθητικά στα εισρέοντα δολάρια να οδηγήσουν σε υπερτίμηση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους -πετώντας τις εξαγωγές τους εκτός των παγκόσμιων αγορών- ή να ανακυκλώσουν αυτή την εισροή δολαρίων σε βραχυπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα που αποδίδουν μόνο 1% και των οποίων η ανταλλακτική αξία συνεχώς μειώνεται. (Τα μακροπρόθεσμα χρεόγραφα ενέχουν τον κίνδυνο μιας εσωτερικής πτώσης της τιμής του δολαρίου αν αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια).
Η «Ποσοτική Διευκόλυνση» («Quantitative easing -έκδοση χρήματος) αποτελεί έναν ευφημισμό για το πλημμύρισμα των οικονομιών με πίστωση, που σημαίνει χρέος, στην άλλη πλευρά του ισολογισμού. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διοχετεύει ρευστό και αποθεματικά στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μειώσει τα επιτόκια, ώστε να δώσει «διέξοδο» στις τράπεζες που κατέχουν υποθήκες πολύ υψηλότερης αξίας από τα σπίτια που αποτελούν εμπράγματες εγγυήσεις τους, ως αποτέλεσμα των επισφαλών δανείων της φούσκας των ακινήτων του 2008. Αλλά γιατί οι τράπεζες θα δανείσουν περισσότερα υπό όρους, όταν το ένα τρίτο των αμερικανικών σπιτιών έχει χαμηλότερη αξία από τις υποθήκες και η οικονομία συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα του αποπληθωρισμού του χρέους;
Το πρόβλημα είναι ότι η Ποσοτική Διευκόλυνση των ΗΠΑ οδηγεί το δολάριο προς τα κάτω και άλλα νομίσματα προς τα επάνω, προς μεγάλη ικανοποίηση των κερδοσκόπων, που απολαμβάνουν γρήγορα και εύκολα κέρδη. Για να υπερασπιστούν αυτό το σύστημα οι Αμερικανοί διπλωμάτες απειλούν να βυθίσουν την παγκόσμια οικονομία σε χρηματοπιστωτική αναρχία, εάν άλλες χώρες δεν συμφωνήσουν σε μια επανάληψη της συμφωνίας Πλάζα του 1985 (1) «ως ένα πιθανό πλαίσιο για την μεθόδευση μιας πτώσης του δολαρίου και την αποφυγή ενδεχόμενων αποσταθεροποιητικών εμπορικών ανταγωνισμών». Η πορεία προς τις συναντήσεις του ΔΝΤ το Σαββατοκύριακο [8-11/10] βρήκε τις ΗΠΑ να απειλούν με εκτροχιασμό του διεθνούς οικονομικού συστήματος που θα φέρει το νομισματικό χάος εάν δεν γίνει το δικό τους. Πρόκειται για μια απειλή που πριν λίγες γενιές αποδείχτηκε αποτελεσματική.
Διεξάγεται παγκόσμια ένας πιστωτικός ανταγωνισμός για την αγορά ξένων πόρων, ακινήτων, δημοσίων και ιδιωτικοποιημένων υποδομών, χρεογράφων και εταιρικών ιδιοκτησιών. Μια οικονομική αρπαγή που γίνεται χωρίς κάποιος στρατός να καταλαμβάνει εδάφη ή να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση. Η χρηματοπίστωση είναι η νέα μορφή εχθροπραξιών – χωρίς να χρειάζονται πολεμικές στρατιωτικές δαπάνες ή μια κατοχή εις βάρος ενός απρόθυμου οικοδεσπότη. Πράγματι, αυτός ο «νομισματικός πόλεμος» μέχρι τώρα είναι εθελοντικός και διεξάγεται μεταξύ μεμονωμένων αγοραστών και των πωλητών που εισπράττουν περίσσια δολάρια για τα περιουσιακά τους στοιχεία. Είναι οι ξένες οικονομίες που χάνουν, καθώς οι κεντρικές τους τράπεζες ανακυκλώνουν αυτό το παλιρροιακό κύμα δολαρίων, σε μια πίστωση που δημιουργείται μέσω «υπολογιστών», σε χαμηλής απόδοσης αμερικανικούς κρατικούς τίτλους μειωμένης διεθνούς αξίας.
Για χιλιάδες χρόνια ο φόρος υποτέλειας αποσπούνταν με την κατάκτηση εδαφών και τη λεηλασία του ασημιού και του χρυσού, όπως στη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204, ή των Ίνκα στο Περού και των Αζτέκων στο Μεξικό τρεις αιώνες αργότερα. Αλλά ποιος χρειάζεται έναν στρατιωτικό πόλεμο όταν μπορεί με οικονομικά μέσα να πετύχει τον ίδιο στόχο; Σήμερα προτιμάται ως μέσο εχθροπραξιών ο οικονομικός πόλεμος. Η νίκη στον σημερινό νομισματικό πόλεμο θα είναι με το μέρος του τραπεζικού συστήματος εκείνης της οικονομίας που μπορεί να δημιουργήσει την περισσότερη πίστωση. Τα πληκτρολόγια των υπολογιστών είναι ο σημερινός στρατός που ιδιοποιείται τους παγκόσμιους πόρους.
Το κλειδί για τη νίκη είναι να πειστούν οι ξένες κεντρικές τράπεζες να δεχτούν αυτή την ηλεκτρονική πίστωση, με άσκηση πίεσης του ΔΝΤ, που συνεδριάζει αυτό το Σαββατοκύριακο. Ο στόχος δεν είναι τίποτα τόσο κραυγαλέο όπως η απροκάλυπτη απόσπαση φόρου υποτέλειας μέσω μιας στρατιωτικής κατοχής. Ποιος χρειάζεται στρατό όταν μπορείτε να πετύχει το συνήθη στόχο του (νομισματική ευημερία και σφετερισμός πλούτου) απλά με οικονομικά μέσα; Το μόνο που απαιτείται είναι οι κεντρικές τράπεζες να δεχτούν πίστωση σε δολάρια υποτιμημένης διεθνούς αξίας για την πληρωμή της αγοράς εγχώριων περιουσιακών στοιχείων.
Αλλά ο κόσμος έχει την εμπειρία της συμφωνίας Πλάζα που εκτροχίασε την ιαπωνική οικονομία, υποχρεώνοντάς την να ανατιμήσει το νόμισμά της, ενώ ταυτόχρονα έπεφταν τα επιτόκια λόγω της τεράστιας πίστωσης που διόγκωσε τη φούσκα των ακινήτων. Η εναλλακτική λύση έναντι ενός νέου νομισματικού πολέμου «εκτός κάθε ελέγχου», όπως υπέδειξαν οι ομάδες πίεσης των τραπεζών, είναι «να φτάσουμε σε μια ευρύτερη κατανόηση για το πού θα έπρεπε να κατευθυνθούν τα νομίσματα». Εντούτοις, ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντ. Στρος-Καν ήταν πιο ρεαλιστής: «Δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχει διάθεση για μια νέα συμφωνία σαν εκείνη του Πλάζα ή του Λούβρου», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου. «Ζούμε σε άλλες εποχές». Την παραμονή των συνεδριάσεων του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον είπε: «Η ιδέα ότι υπάρχει μια απόλυτη ανάγκη σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο να δουλέψουμε μαζί μπορεί να καθυστερήσει» (Alan Beattie, Chris Giles and Michiyo Nakamoto, “Currency war fears dominate IMF talks,” Financial Times, October 9, 2010, and Alex Frangos, “Easy Money Churns Emerging Markets,” Wall Street Journal, October 8, 2010.)
Και εντελώς αντίθετα πρόσθεσε: «Κατανοούμε πως πρέπει να ισχύσουν κάποια στοιχεία ελέγχου των κεφαλαίων».
Το μεγάλο ερώτημα στην παγκόσμια οικονομία σήμερα είναι: πόσο καιρό τα υπόλοιπα έθνη θα συνεχίσουν να ενδίδουν, καθώς οι αθροιστικές δαπάνες αυξάνονται στην οικονομική στρατόσφαιρα; Ο κόσμος πιέζεται να επιλέξει ανάμεσα στην οικονομική αναρχία και την υπαγωγή σε έναν νέο οικονομικό εθνικισμό των ΗΠΑ. Αυτό είναι που προτρέπει τα έθνη να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήδη έχει δει ένα μακροχρόνιο και ανεπιτυχές πείραμα με την «ποσοτική διευκόλυνση» στο ιαπωνικό carry trade [δανεισμός με χαμηλά επιτόκια για τοποθέτηση σε άλλα νομίσματα/χρεόγραφα με υψηλές αποδόσεις] που εμφανίστηκε αμέσως μετά την οικονομική φούσκα που δημιουργήθηκε στη χώρα ύστερα από το 1990. Η ρευστότητα που παρείχε η Τράπεζα της Ιαπωνίας στις άλλες τράπεζες τους να δανείζουν γεν σε χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους με χαμηλό επιτόκιο προκειμένου να αγοράζουν υψηλής απόδοσης τίτλους. Η Ισλανδία, για παράδειγμα, πλήρωνε 15%. Έτσι το ιαπωνικό γεν μετατράπηκε σε ξένα νομίσματα ωθώντας προς τα κάτω τη συναλλαγματική του ισοτιμία.
Ήταν η Ιαπωνία που βελτίωσε το «carry trade» στην σημερινή του μορφή. Μετά τη φούσκα που δημιουργήθηκε στην οικονομία και τις ιδιοκτησίες το 1990, η Τράπεζα της Ιαπωνίας επεδίωξε να δώσει στις τράπεζές της τη δυνατότητα «να βγουν από την αρνητική απόδοση» παρέχοντάς τους πίστωση με χαμηλό επιτόκιο προκειμένου να δίνουν δάνεια. Η ιαπωνική ύφεση τσάκισε την εγχώρια ζήτηση κι έτσι οι τράπεζες της χώρας ανέπτυξαν το «carry trade» δανείζοντας με χαμηλό επιτόκιο στους εγχώριους και ξένους κερδοσκόπους, για να δανείσουν σε χώρες που πρόσφεραν τις υψηλότερες αποδόσεις. Τα γεν δανείστηκαν για να μετατραπούν σε δολάρια, ευρώ, ισλανδικές κορώνες και κινέζικα renminbi, για να αγοραστούν κυβερνητικά χρεόγραφα, χρεόγραφα του ιδιωτικού τομέα, μετοχές, συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης επί νομισμάτων και άλλα οικονομικά προϊόντα. Αυτό το «carry trade» καλύφθηκε από ξένους κερδοσκόπους του χρηματιστηρίου σε χρεόγραφα χωρών, όπως η Ισλανδία που πλήρωνε 15%. Ελάχιστα από αυτά τα επενδυμένα κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν έναν νέο κεφαλαιακό σχηματισμό. Ο χαρακτήρας τους ήταν καθαρά χρηματιστικός-εξαγωγικός και όχι παραγωγικός.
Μέχρι το 2006 οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δοκίμαζαν την εμπειρία μιας ιαπωνικού τύπου φούσκας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στα ακίνητα. Αφού έσκασε η φούσκα το 2008, έκαναν ό,τι και οι ιαπωνικές τράπεζες μετά το 1990. Επιδιώκοντας να βοηθήσει τις αμερικανικές τράπεζες να βγουν από την αρνητική απόδοση, η Fed πλημμύρισε την οικονομία με πίστωση. Στόχος ήταν να παράσχει στις τράπεζες μεγαλύτερη ρευστότητα, με την ελπίδα πως θα έδιναν περισσότερα δάνεια σε εγχώριους οφειλέτες. Η οικονομία "θα έβγαινε από το χρέος με δανεισμό", με την πρόκληση τεχνητής αύξησης τιμών στα ακίνητα, τις μετοχές και τα χρεόγραφα, ώστε να αποφευχθούν οι κατασχέσεις κατοικιών και η επακόλουθη εξαφάνιση των εγγυήσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Αυτό εκδηλώνεται σήμερα καθώς η ρευστότητα των ΗΠΑ εις βάρος των ξένων οικονομιών, αυξάνει τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Πρόσφατα ο Τζ. Στίγκλιτς εξήγησε πως αντί να βοηθήσει την παγκόσμια αποκατάσταση, η «πλημμυρίδα ρευστότητας» από την Fed και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί «χάος» στις ξένες αγορές συναλλάγματος. «Η ειρωνεία είναι πως η FED δημιουργεί όλη αυτή τη ρευστότητα με την ελπίδα πως θα αναζωογονήσει την αμερικανική οικονομία ... Δεν κάνει τίποτα για την αμερικανική οικονομία, αλλά προκαλεί χάος στον υπόλοιπο κόσμο» (Walter Brandimarte, “Fed, ECB throwing world into chaos: Stiglitz,” Reuters, Oct. 5, 2010, reporting on a talk by Prof. Stiglitz at Colombia University. )
Οι Dirk Bezemer και Geoffrey Gardiner, στην εργασία τους «Η ποσοτική διευκόλυνση οδηγεί στην αγχόνη» που προετοίμασαν για τη διάσκεψη Boeckler στο Βερολίνο (29-30 Οκτώβρη) ξεκαθαρίζουν πως «η ποσοτική διευκόλυνση εφοδιάζει τους πελάτες των τραπεζών, όχι τις τράπεζες, με δανείσιμα κεφάλαια. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εφοδιάσουν τις εμπορικές τράπεζες με ρευστότητα που διευκολύνει τις διατραπεζικές πληρωμές και τις πληρωμές από πελάτες προς την κυβέρνηση, αλλά αυτά που δανείζουν οι τράπεζες είναι τα ίδια τους τα χρέη και όχι εκείνα της κεντρικής τράπεζας. Το εάν τα κεφάλαια παραχωρούνται για ωφέλιμους λόγους δεν θα εξαρτηθεί από την επάρκεια του κεφαλαιακού ανεφοδιασμού, αλλά από το εάν το περιβάλλον θα ενθαρρύνει τις πραγματικές επενδύσεις».
Η ποσοτική διευκόλυνση επιδοτεί την μεγάλης κλίμακας μετακίνηση επενδυμένων κεφαλαίων από τις ΗΠΑ, πιέζοντας προς τα πάνω τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των άλλων νομισμάτων.
Η ποσοτική διευκόλυνση του προέδρου της Fed Μπεν Μπερνάνκι μπορεί να μην σκόπευε να αναστατώσει το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή να πυροδοτήσει έναν κερδοσκοπικό συναλλαγματικό κύκλο που να αναγκάσει άλλες χώρες να υπερασπιστούν τις οικονομίες τους απορρίπτοντας το δολάριο ως νόμισμα-παρία. Αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα της απόφασης της FED το 2008 αντί να αναγνωριστεί η μη δυνατότητα αποπληρωμής να διατηρηθούν μεγάλα χρέη ανεξόφλητα, με το ξαναφούσκωμα των τιμών της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής αγοράς και της αγοράς ακινήτων. Ο στόχος είναι να ανακτήσουν τη χαμένη αξία τους οι κατοικίες, η διάσωση των ισολογισμών του τραπεζικού συστήματος και συνεπώς η διάσωση της κυβέρνησης, η οποία θα απέφευγε μ’ αυτόν τον τρόπο να ενδώσει στην αγορά νέων άχρηστων τραπεζικών χαρτιών, πράγμα πολιτικά αδύνατο δεδομένης της διάθεσης των πλειοψηφίας των Αμερικανών.
Ο αναγγελθείς στόχος δεν υλοποιείται. Η δημιουργία νέας πίστωσης από την FED δεν αυξάνει τα τραπεζικά δάνεια για την κτηματαγορά, τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις. Οι τράπεζες απλώς δεν δανείζουν μέσα στη χώρα. Εισπράττουν τα παλιά δάνεια. Γι’ αυτό η αποταμίευση στις ΗΠΑ αναπηδά. H «αποταμίευση» που εμφανίζεται (από 0 έως 3% του ΑΕΠ) παίρνει τη μορφή πληρωμής του χρέους με μετρητά και όχι ενίσχυσης των ρευστών κεφαλαίων. Ακριβώς όπως ο αποθησαυρισμός εκτρέπει τα έσοδα από το να ξοδευτούν σε αγαθά και υπηρεσίες, έτσι και η πληρωμή του χρέους συρρικνώνει το προς δαπάνη εισόδημα.
Έτσι ο Μπερνάνκι δημιούργησε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια νέας πίστωσης στην Fed. Και τώρα (Οκτώβρης 2010) η FED προτείνει να αυξήσει τη δημιουργία χρημάτων (να κόψει περισσότερο χρήμα) κατά ακόμα 1 τρις. δολάρια μέσα στο επόμενο έτος. Αυτό είναι που έχει οδηγήσει τις τιμές του χρυσού σε διόγκωση και τους επενδυτές να δραπετεύσουν από τα αδύναμα “χάρτινα νομίσματα”, από τις αρχές του Σεπτέμβρη – και έχει ωθήσει τις άλλες χώρες να προστατέψουν αναλόγως τις δικές τους οικονομίες.
Δεν εκπλήσσει κανέναν το ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν σε μια οικονομία που συρρικνώνεται από τον αποπληθωρισμό του χρέους (debt deflation ). Η συνολική ποσότητα ποσοτικής διευκόλυνσης έχει φύγει στο εξωτερικό, κυρίως σε Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. «Πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έδειξε αναμφισβήτητα πως η ποσοτική διευκόλυνση των χωρών του G4 στο παρελθόν μεταφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις αναδυόμενες οικονομίες .... από το 1995, η στάση της συναλλαγματικής πολιτικής στην Ασία σχεδόν ολοκληρωτικά έχει καθοριστεί από την συναλλαγματική στάση των G4 – ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Ιαπωνία και Κίνα – που καθοδηγείται από τη FED”. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «οι τιμές των κοινών μετοχών στην Ασία και στη Λατινική Αμερική γενικά ανεβαίνουν όταν η πλεονασματική ρευστότητα μεταφέρεται από τις χώρες των G4 στις αναδυόμενες οικονομίες».
Ο δανεισμός πρωτοφανών ποσών από τις αμερικανικές, ιαπωνικές και βρετανικές τράπεζες για την αγορά χρεογράφων, μετοχών και νομισμάτων σε Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα και χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι μια αυτοτροφοδοτούμενη επέκταση. Οι κερδοσκοπικές εισροές σε αυτές τις χώρες πιέζουν ανοδικά τα νομίσματά τους όπως επίσης και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά οι κεντρικές τους τράπεζες ρυθμίζουν αυτές τις συναλλαγές σε δολάρια, των οποίων η αξία πέφτει καθώς μετράται στα δικά τους τοπικά νομίσματα.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε πώς όλα αυτά αποτελούν την ουσία της ελεύθερης αγοράς. «Δεν είναι καλό για τον κόσμο , για την επίλυση αυτού του ευρύτερου προβλήματος, να βασίζεται στις ΗΠΑ», είπε την περασμένη Τετάρτη ο Τ. Γκάιτνερ (υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ).
Έτσι, οι άλλες χώρες λύνουν το πρόβλημα μόνες τους. Η Ιαπωνία προσπαθεί να κρατήσει χαμηλά την ισοτιμία της πουλώντας γιεν και αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα, προκειμένου να διατηρήσει αλώβητο το carry trade, καθώς αυτοί που κάνουν αρμπιτράζ πληρώνουν ξανά με γιεν που δανείστηκαν νωρίτερα για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης, αλλά όλο και πιο ριψοκίνδυνο, κρατικό χρέος από χώρες όπως η Ελλάδα. Η αποπληρωμή αυτών των δανείων ώθησε προς τα πάνω την ισοτιμία του γιεν κατά 12% έναντι του δολαρίου, μέχρι στιγμής. Στις 5 Οκτωβρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας Μασαάκι Σιρακάβα ανήγγειλε πως η Ιαπωνία δεν «είχε άλλη επιλογή» παρά να «δαπανήσει 5 τρισ. γιεν (60 δισ. δολάρια) για να αγοράσει κρατικά ομόλογα, εταιρικά συμβόλαια δανεισμού, επενδυτικά αμοιβαία κεφάλαια σε ακίνητα και κεφάλαια που εμπορεύονται ισοτιμίες - τα δύο τελευταία κατά παράβαση παλαιότερων πρακτικών».
Αυτή η «στείρωση» της μη επιθυμητής χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας είναι ακριβώς η πρακτική για την οποία επέκριναν οι ΗΠΑ την Κίνα. Η Κίνα επιχείρησε να ανακυκλώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με πιο «φυσιολογικούς» τρόπους, επιδιώκοντας να αγοράσει αμερικανικές εταιρίες. Όμως το Κογκρέσο δεν άφησε την CNOOC να αγοράσει διυλιστήρια πετρελαίου πριν από λίγα χρόνια και η καναδική κυβέρνηση πιέζεται τώρα να μπλοκάρει την προσπάθεια της Κίνας να αγοράσει την καναδική ποτάσα. Έτσι, η Κίνα και άλλες χώρες δεν έχουν επιλογές πλην του να κρατούν τα νομίσματά τους σταθερά αγοράζοντας αμερικανικά και ευρωπαϊκά ομόλογα.
Κερδοσκοπία: Δομικό στοιχείο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος
Αυτό είναι το πρόβλημα όλων των χωρών σήμερα. Όπως έχει οικοδομηθεί, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ανταμείβει την κερδοσκοπία και δυσκολεύει τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τη σταθερότητα χωρίς αναγκαστικά δάνεια προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που έχει επί πολύ καιρό το μονοπώλιο σχεδόν στην παροχή αποθεματικών προς την κεντρική τράπεζα.
Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, οι έμποροι αρμπιτράζ πετυχαίνουν διπλό κέρδος: το περιθώριο αρμπιτράζ ανάμεσα στην απόδοση της Βραζιλίας που είναι σχεδόν 12%, όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, και στο κόστος της αμερικανικής πίστωσης (1%) συν το κέρδος ισοτιμίας που προκύπτει από το γεγονός ότι η εκροή από δολάρια σε ρεάλ έχει ανεβάσει την ισοτιμία του ρεάλ περίπου κατά 30% -από 2,50 δολάρια στις αρχές του 2009 στο 1,75 την περασμένη εβδομάδα. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και την ικανότητα χρησιμοποίησης της μόχλευσης, δηλ. με 1 εκατ. ιδίων κεφαλαίων (εγγύηση) μπορεί κανείς να αγοράσει ξένα χρεόγραφα αξίας 100 εκατ., ο ρυθμός απόδοσης είναι 3.000% από τον Ιανουάριο του 2009.
Η Βραζιλία είναι περισσότερο θύμα παρά ωφελημένη αυτού που κατ’ ευφημισμό λέγεται «εισροή κεφαλαίου». Η εισροή ξένου χρήματος έχει αυξήσει την αξία του ρεάλ κατά 4% μέσα σε ένα μήνα μόνο (από την 1/9 ως τις αρχές Οκτωβρίου). Η αύξηση του περασμένου έτους έχει διαβρώσει την ανταγωνιστικότητα των βραζιλιάνικων εξαγωγών, ωθώντας την κυβέρνηση να επιβάλει φόρο 4% στις ξένες αγορές των ομολόγων της, στις 4/10, για να αποτρέψει την άνοδο του νομίσματος. «Δεν είναι απλώς ένας νομισματικός πόλεμος», είπε ο υπουργός Οικονομικών τη Δευτέρα. «Τείνει να γίνει εμπορικός πόλεμος και αυτό μας ανησυχεί». Και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ταϊλάνδης Βόνγκβατου Πότιρατ προειδοποίησε πως η χώρα του μελετούσε την επιβολή παρόμοιων φόρων και περιορισμών στο εμπόριο του νομίσματος, για να αποτρέψει την άνοδο του μπατ, ο δε Σουμπίρ Γκόκαρν, αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Ινδίας, ανήγγειλε ότι η χώρα του εξετάζει επίσης τις άμυνές της ενάντια στη «δυνητική απειλή» των εισροών κεφαλαίων.
Αυτά τα κεφάλαια δεν παρέχουν χρήματα για απτές επενδύσεις. Είναι αρπακτικά και προκαλούν διακύμανση του νομίσματος που διαταράσσει τα εμπορικά πρότυπα, ενώ δημιουργεί τεράστια εμπορικά κέρδη για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους πελάτες τους. Ωστόσο, οι περισσότερες συζητήσεις για την ισοτιμία αντιμετωπίζουν το ισοζύγιο πληρωμών και τις ισοτιμίες σαν να μην καθορίζονταν καθαρά από το εμπόριο προϊόντων και την «ισοτιμία αγοραστικής δύναμης», ούτε από τις χρηματοπιστωτικές ροές και τις στρατιωτικές δαπάνες που κυριαρχούν στο ισοζύγιο πληρωμών. Η πραγματικότητα είναι πως η σημερινή μεσοβασιλεία -αναρχικές «ελεύθερες» αγορές πριν οι χώρες υψώσουν βιαστικά τις νομισματικές άμυνές τους- παρέχει τη ευκαιρία του αιώνα για τη διεξαγωγή αρμπιτράζ. Γι’ αυτό ακριβώς πίεζαν οι λομπίστες των τραπεζών. Δεν έχει καμιά σχέση με την ευημερία των εργαζομένων.
Το δυνητικά μεγαλύτερο κερδοσκοπικό βραβείο απ’ όλα είναι μια ανατίμηση του κινεζικού ρενμίμπι. Η Επιτροπή Εσόδων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στηρίζει αυτό τον τζόγο ζητώντας από την Κίνα να αυξήσει την ισοτιμία της κατά 20% όπως υποδεικνύουν το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Μια ανατίμηση αυτής της τάξης μεγέθους θα επέτρεπε στους κερδοσκόπους να βάλουν 1 εκατ. δολάρια για να δανειστούν 99 και να αγοράσουν κινεζικά ρενμίμπι σε μελλοντικό χρόνο. Η ζητούμενη ανατίμηση θα παρήγαγε ένα κέρδος 2.000% ή 20 εκατ., μετατρέποντας το στοίχημα των 100 εκατ. δολαρίων (από τα οποία μόνο το 1 είναι «σοβαρό χρήμα») σε 120 εκατ. δολάρια. Οι τράπεζες μπορούν να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερα, σχεδόν άπειρα περιθώρια μόχλευσης, περίπου σαν τις ανταλλαγές επιτοκίων και τις αντασφάλειες και άλλα παιχνίδια με παράγωγα.
Αυτά τα χρήματα τα έχουν ήδη αρπάξει κερδοσκοπώντας με βραζιλιάνικα, ινδικά και κινεζικά χρεόγραφα και χρεόγραφα άλλων χωρών των οποίων οι ισοτιμίες ωθήθηκαν προς τα πάνω λόγω της φυγής της πίστωσης από το δολάριο, το οποίο έχει πέσει 7% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων από τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε την προοπτική της «ποσοτικής διευκόλυνσης». Την εβδομάδα πριν από τη σύνοδο του ΔΝΤ [8-11/9] το ταϊλανδέζικο μπατ και η ινδική ρουπία εκτοξεύτηκαν εν όψει του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπλόκαραν κάθε προσπάθεια από ξένες χώρες να αλλάξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να κάμψουν τον αποδιοργανωτικό νομισματικό τζόγο.
Αυτή η εκροή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ βοήθησε πραγματικά τις εγχώριες τράπεζες να ανοικοδομήσουν τους ισολογισμούς τους, όπως ήταν η πρόθεση της Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία πέφτει θύμα το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ως παράπλευρη απώλεια. Αυτό έκανε τους Κινέζους αξιωματούχους να αντικρούσουν προσπάθειες των ΗΠΑ να τους κατηγορήσουν γιατί διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα, ανταπαντώντας ότι η χρηματοπιστωτική επιθετικότητα των ΗΠΑ «δημιούργησε τον κίνδυνο αμοιβαίας καταστροφής των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων».
Από τον κανόνα του χρυσού, μέχρι τον κανόνα των ομολόγων και σην αναρχία της «ελεύθερης πίστωσης»
Πράγματι, η απόκλιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες στη σύνοδο του ΔΝΤ απειλεί να προκαλέσει την πιο σοβαρή ρήξη από την κατάρρευση της Νομισματικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, το 1933. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται για άλλη μια φορά με διάλυση, εκτροχιάζοντας τις σχέσεις εμπορίου και επενδύσεων σ’ όλο τον κόσμο – ή μπορεί να πάρει μια νέα μορφή όπου οι ΗΠΑ θα είναι απομονωμένες εν όψει του διαρθρωτικού μακροχρόνιου ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών τους.
Αυτή η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία –στην πραγματικότητα αποτελεί μια αναγκαιότητα—να κάνει κανείς πίσω και να επανεξετάσει τη μακριά διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής εξέλιξης για να δει πού οδηγούν οι προηγούμενες τάσεις και ποιοι δρόμοι χρειάζεται να ανιχνευθούν ξανά. Επί πολλούς αιώνες πριν από το 1971, οι χώρες διευθετούσαν το ισοζύγιο πληρωμών τους με χρυσό ή ασήμι. Αυτό το «χρήμα του κόσμου», όπως αποκάλεσε τον χρυσό ο σερ Τζέιμς Στιούαρτ το 1767, σχημάτιζε τη βάση και του εγχώριου νομίσματος. Μέχρι το 1971 κάθε τραπεζογραμμάτιο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ βασιζόταν κατά 25% σε χρυσό, αξίας 35 δολαρίων/ουγκιά. Οι χώρες έπρεπε να έχουν χρυσό για να διατηρούν εμπορικά και πλεονάσματα ισοζυγίου πληρωμών, προκειμένου να αυξάνουν την προσφορά χρήματος για να διευκολύνουν τη γενική οικονομική επέκταση. Και όταν είχαν εμπορικά ελλείμματα ή έκαναν στρατιωτικές εκστρατείες, οι κεντρικές τράπεζες περιόριζαν την προσφορά εγχώριας πίστωσης για να αυξήσουν τα επιτόκια και να προσελκύσουν ξένες χρηματοπιστωτικές εισροές.
Όσο διατηρούνταν αυτή η συνθήκη, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργούσε αρκετά ομαλά, αν και εφαρμόζονταν πολιτικές «σταματήματος και ξεκινήματος» όταν η επιχειρηματική επέκταση οδηγούσε σε ελλείμματα, εμπορικά και ισοζυγίου πληρωμών. Οι χώρες που παρουσίαζαν τέτοια ελλείμματα αύξαναν τα επιτόκιά τους για να ελκύσουν ξένο κεφάλαιο, μείωναν τις κρατικές δαπάνες, αύξαναν τους φόρους στους καταναλωτές και επιβράδυναν την εγχώρια οικονομία, για να μειώσουν την αγορά εισαγόμενων προϊόντων.
Ο αποσταθεροποιητικός παράγοντας του συστήματος ήταν οι στρατιωτικές δαπάνες. Οι πολεμικές συναλλαγές του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επέτρεψαν στις ΗΠΑ να συγκεντρώσουν το 80% του παγκόσμιου χρυσού, το 1950. Αυτό κατέστησε το δολάριο υποκατάστατο του χρυσού. Αλλά μετά τον κορεατικό πόλεμο, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ στο εξωτερικό ισοδυναμούσαν με το σύνολο του ελλείμματος πληρωμών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970. Το εμπόριο και οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα ήταν εξισορροπημένες.
Τον Αύγουστο του 1971, οι πολεμικές δαπάνες στο Βιετνάμ και σε άλλες ξένες χώρες ανάγκασαν τις ΗΠΑ να αναστείλουν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Ως επί το πλείστον από αδράνεια, οι κεντρικές τράπεζες συνέχισαν να ρυθμίζουν τα ισοζύγια πληρωμών τους με ομολογίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Δεν υπήρχε άλλο περιουσιακό στοιχείο σε επαρκή προσφορά για να σχηματίσει τη βάση αποθεματικού των κεντρικών τραπεζών. Όμως, η αντικατάσταση του χρυσού -ενός καθαρού περιουσιακού στοιχείου- με το αμερικανικό χρέος σε δολάρια μετασχημάτισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα βασίστηκε στο χρέος και όχι σε περιουσιακά στοιχεία. Και γεωπολιτικά, ο κανόνας των ομολόγων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών κατέστησε τις ΗΠΑ άτρωτες από τους παραδοσιακούς περιορισμούς του ισοζυγίου πληρωμών και χρηματοπίστωσης, επιτρέποντας στις κεφαλαιαγορές τους να γίνουν όλο και πιο εξαρτώμενες από τη μόχλευση και «καινοτομικές». Επέτρεψε, επίσης, στην αμερικανική κυβέρνηση να διεξάγει εξωτερική πολιτική και στρατιωτικές εκστρατείες χωρίς να νοιάζεται για το ισοζύγιο πληρωμών.
Το πρόβλημα είναι ότι η προσφορά πίστωσης σε δολάρια είναι δυνητικά άπειρη. Η «πληθώρα δολαρίων» έχει αυξηθεί αναλογικά με το έλλειμμα πληρωμών των ΗΠΑ. Η αύξηση αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία έχουν πάρει τη μορφή της ανακύκλωσης εισροών δολαρίων σε νέες αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων – κάτι που καθιστά τις ξένες κεντρικές τράπεζες (και τους φορολογούμενους) υπεύθυνες να χρηματοδοτούν το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος του αμερικανικού προϋπολογισμού. Το γεγονός ότι αυτό το έλλειμμα είναι κυρίως στρατιωτικό εκ φύσεως -και χρησιμοποιείται για σκοπούς που πολλοί ξένοι ψηφοφόροι καθόλου δεν εγκρίνουν- καθιστά αυτή τη παγίδευση ιδιαίτερα ενοχλητική. Έτσι δεν εκπλήσσει κανέναν το ότι οι ξένες χώρες αναζητούν εναλλακτική λύση.
Σε αντίθεση με τα όσα λένε τα ΜΜΕ, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ -και συνεπώς τα πλεονάσματα άλλων χωρών- δεν είναι κατά πρώτο λόγο εμπορικό. Οι στρατιωτικές δαπάνες στο εξωτερικό έχουν επιταχυνθεί μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σ. Ένωσης το 1991. Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι εκροές κεφαλαίου από τις ΗΠΑ. Οι τράπεζες δάνειζαν στις ξένες κυβερνήσεις χωρών του Τρίτου Κόσμου, σε άλλες χώρες με ελλείμματα για να καλύψουν τα ελλείμματα των εθνικών πληρωμών, σε ιδιώτες δανειστές για να αγοράσουν ξένες υποδομές που ιδιωτικοποιούνταν, ξένες μετοχές και ομόλογα, σε εμπόρους αρμπιτράζ που δανείζονταν με χαμηλό επιτόκιο για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης ομόλογα στο εξωτερικό.
Το αποτέλεσμα είναι τα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών των άλλων χωρών να μην απορρέουν κυρίως από τις εμπορικές σχέσεις, αλλά από χρηματιστική κερδοσκοπία και τα έμμεσα αποτελέσματα των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι ελιγμοί για γρήγορες αποδόσεις εκ μέρους των τραπεζών και των πελατών τους που κάνουν αρμπιτράζ στρεβλώνουν τις ισοτιμίες του διεθνούς εμπορίου. Η «ποσοτική διευκόλυνση» των ΗΠΑ είναι ένας ευφημισμός για μια αρπακτική χρηματοπιστωτική επίθεση στον υπόλοιπο κόσμο. Η εμπορική και νομισματική σταθερότητα αποτελεί μέρος των «παράπλευρων απωλειών» που προκαλούνται από το πλημμύρισμα της οικονομίας με ρευστότητα εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να ξαναφουσκώσουν τις τιμές των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων. Αντιμέτωπες με την αμερικανική πλημμυρίδα της ποσοτικής διευκόλυνσης προκειμένου να «σώσουν τις τράπεζες» από απαξιωμένους τίτλους, όλες οι χώρες υποχρεώνονται να «χειραγωγούν το νόμισμα». Παράγεται τόσο πολύ χρήμα από την καθαρά χρηματιστική κερδοσκοπία που οι «πραγματικές» οικονομίες καταστρέφονται.
Οι επερχόμενοι έλεγχοι κεφαλαίου
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα καταρρέει επειδή οι νομισματικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ αλλάζουν τους κανόνες που είχαν τεθεί πριν από μισό αιώνα. Πριν να αποσυνδεθεί το δολάριο από τον χρυσό το 1971, ουδείς φανταζόταν πως μια οικονομία -ιδίως των ΗΠΑ- θα δημιουργούσε απεριόριστη πίστωση μέσω πληκτρολογίων ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς να βλέπει ότι το νόμισμά της καταβυθίζεται. Αυτό όμως συμβαίνει τώρα που κυριαρχεί ο κανόνας των αμερικανικών ομολόγων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ξένες χώρες μπορούν να εμποδίσουν την άνοδο των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου (και συνεπώς το πέταγμα της εργασίας και των εξαγωγών τους από τις ξένες αγορές) μόνο
Η Βραζιλία έκανε ένα προσεκτικό βήμα χρησιμοποιώντας τη φορολογική πολιτική αντί των άμεσων ελέγχων κεφαλαίου, όταν φορολόγησε τους ξένους αγοραστές των ομολόγων της, την περασμένη εβδομάδα.
Αν και άλλες χώρες ακολουθήσουν, αυτό θα αναστρέψει την πολιτική των ανοικτών και απροστάτευτων αγορών κεφαλαίου που υιοθετήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η τάση απειλεί να οδηγήσει στο είδος της νομισματικής πρακτικής που βρίσκουμε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1950: διπλές ισοτιμίες, μία για τις χρηματοπιστωτικές κινήσεις και άλλη μία για το εμπόριο. Αυτό θα σήμαινε, πιθανώς, την αντικατάσταση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με μια νέα ομάδα θεσμών στην οποία οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ευρωζώνη θα ήταν απομονωμένες.
Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, το ΔΝΤ προτείνει να λειτουργήσει σαν «κεντρική τράπεζα» δημιουργώντας τον επονομαζόμενο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, «χάρτινο χρυσό» - τεχνητή πίστωση με τη μορφή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων. Ωστόσο, άλλες χώρες παραπονούνται ήδη ότι οι μεγάλοι προωθητές του κερδοσκοπικού αμπιτράζ -ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωζώνη- διατηρούν τον έλεγχο των ψήφων. Και τα άρθρα της Συμφωνίας του ΔΝΤ εμποδίζουν τις χώρες να προστατευτούν, χαρακτηρίζοντας την αυτοπροστασία «παρέμβαση» στις «ανοικτές κεφαλαιαγορές». Έτσι το αδιέξοδο που επήλθε κατά τη σύνοδο του ΔΝΤ φαίνεται πως θα είναι μόνιμο. Όπως συνοψίζει το θέμα μια έκθεση: «Υπάρχει μόνο ένα εμπόδιο και αυτό είναι η συμφωνία των μελών”, είπε απογοητευμένος ο Καν».
Ο Πολ Μάρτιν, πρώην πρωθυπουργός του Καναδά που βοήθησε στη δημιουργία των G20 ύστερα από την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση, είπε πως «οι μεγάλες δυνάμεις ήταν ως επί το πλείστον άτρωτες δεν μπορούσε κανείς να τις εκθέσει». Και ο Μοχάμετ Ελ Εριάν, πρώην ανώτατος αξιωματούχος του ΔΝΤ και νυν ανώτατο εκτελεστικό στέλεχος της Pimco, είπε σε μια συνέντευξη στους Financial Times ότι «έχετε έναν σπασμένο σωλήνα πίσω από τον τοίχο και το νερό τρέχει. Πρέπει να διορθώσετε το σωλήνα και όχι απλώς να μπαλώσετε τον τοίχο».
Οι χώρες του BRIC δημιουργούν απλώς το δικό τους παράλληλο σύστημα. Τον Σεπτέμβριο η Κίνα υποστήριξε μια ρωσική πρόταση να αρχίσουν άμεσο εμπόριο μεταξύ γουάν και ρουβλιού. Έκανε μια ίδια συμφωνία με τη Βραζιλία. Και στις παραμονές της συνόδου του ΔΝΤ, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν σταμάτησε στην Ιστανμπούλ για να συνάψει συμφωνία με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν, με αντικείμενο τη χρήση των νομισμάτων τους για τον τριπλασιασμό του τουρκο-κινεζικού εμπορίου σε 50 δισ. δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια, ουσιαστικά, αποκλείοντας το δολάριο. «Προχωρούμε σε στρατηγική οικονομική συνεργασία... Σε όλες μας τις σχέσεις, συμφωνήσαμε να χρησιμοποιούμε τη λίρα και το γουάν», είπε ο κ. Ερντογάν.
Στη βαθύτερη οικονομική διαδρομή, η παρούσα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση αποτελεί μέρος του τιμήματος που θα πληρωθεί εξαιτίας της άρνησης της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ να δεχθούν το πρωταρχικό αξίωμα της τραπεζικής: τα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν, δεν θα πληρωθούν. Προσπάθησαν να «σώσουν» το τραπεζικό σύστημα από τις διαγραφές χρεών το 2008 διατηρώντας το χρέος στις λειτουργικές δαπάνες. Το βάρος της αποπληρωμής συνεχίζει να συρρικνώνει την αμερικανική οικονομία, ενώ ο τρόπος που η Κεντρική Τράπεζα βοηθάει τις άλλες τράπεζες να «ξεφύγουν από τους απαξιωμένους τίτλους» τροφοδότησε μια πλημμυρίδα διεθνούς χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Αντιμέτωπες με το δίλημμα ή να εξομαλύνουν το παγκόσμιο εμπόριο ή να δώσουν ευκαιρίες στο αρπακτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ΗΠΑ και η Βρετανία έριξαν το βάρος τους στο δεύτερο. Οι οικονομίες που πλήττονται δικαίως αναζητούν εναλλακτικές διευθετήσεις.
(1) Η Συμφωνία που έγινε στο ξενοδοχείο Πλάζα της Ν. Υόρκης (1985) μεταξύ της Γαλλίας, της Δ. Γερμανίας, της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου αφορούσε την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το γιεν με παρεμβάσεις στις νομισματικές αγορές. Ο λόγος ήταν διπλός: μείωση του αμερικανικού ελλείμματος και βοήθεια προς την αμερικανική οικονομία που είχε εισέλθει σε σοβαρή ύφεση.
- Ο Μ. Χάντσον είναι διακεκριμένος ερευνητικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, στο Κάνσας Σίτι. Το παραπάνω κείμενο είναι η πλήρης μετάφραση του άρθρου του στο Counterpunch, 11/10/2010. Στην έντυπη έκδοση του Δρόμου της 23/10 δημοσιεύτηκαν εκτεταμένα αποσπάσματα.
Τι θα εμποδίσει τις τράπεζες των ΗΠΑ και τους πελάτες τους να δημιουργήσουν 1 τρισ., 10 τρισ. ή ακόμα και 50 τρισ. δολάρια μέσα από τα πληκτρολόγια των υπολογιστών τους, για να αγοράσουν όλα τα ομόλογα και μετοχές στον κόσμο, μαζί με όλη τη γη και τα άλλα περιουσιακά στοιχεία προς πώληση, με την ελπίδα να αποκομίσουν κεφαλαιακά κέρδη και να τσεπώσουν τη διαφορά των επιτοκίων (τα σπρεντς), χρησιμοποιώντας δανεικά με κόστος επιτοκίου μικρότερο από 1%;
Αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται σήμερα.
Τα δημοσιονομικά αποτελούν τη νέα μορφή εχθροπραξιών – μορφή που δεν απαιτεί στρατιωτικές δαπάνες και κατοχή απρόθυμων οικοδεσποτών. Είναι ένας ανταγωνισμός δημιουργίας πίστωσης για να εξαγοραστούν ξένοι πόροι, ακίνητα, δημόσιες και ιδιωτικοποιημένες υποδομές, χρεόγραφα και εταιρικές μετοχές. Ποιος χρειάζεται έναν στρατό, όταν είναι σε θέση να πετύχει τον αντικειμενικό του σκοπό (νομισματικό πλούτο και ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων) απλά με οικονομικά μέσα; Το μόνο που χρειάζεται είναι οι κεντρικές τράπεζες να δεχτούν πίστωση σε δολάρια υποτιμημένης διεθνούς αξίας ως πληρωμή για τοπικά περιουσιακά στοιχεία. Η νίκη υπόσχεται να πάει με το μέρος όποιου οικονομικού τραπεζικού συστήματος μπορεί να δημιουργήσει τη μεγαλύτερη πίστωση, χρησιμοποιώντας έναν στρατό πληκτρολογίων υπολογιστών για να σφετεριστεί τους παγκόσμιους πόρους. Το κλειδί είναι να πειστούν οι ξένες κεντρικές τράπεζες να δεχτούν την ηλεκτρονική πίστωση.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δαιμονοποιούν ξένες χώρες, λέγοντας ότι «χειραγωγούν τα νομίσματα» επιθετικά, κρατώντας χαμηλά την τιμή τους. Όμως, το μόνο που κάνουν είναι να προστατεύουν τα νομίσματά τους για να μην υπερτιμηθούν έναντι του δολαρίου από τους κερδοσκόπους που χρησιμοποιούν το αρμπιτράζ και τους κερδοσκόπους του χρηματιστηρίου που πλημμυρίζουν τις χρηματιστηριακές αγορές τους με δολάρια. Οι ξένες κεντρικές τράπεζες είναι αναγκασμένες ή να επιτρέψουν παθητικά στα εισρέοντα δολάρια να οδηγήσουν σε υπερτίμηση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες τους -πετώντας τις εξαγωγές τους εκτός των παγκόσμιων αγορών- ή να ανακυκλώσουν αυτή την εισροή δολαρίων σε βραχυπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα που αποδίδουν μόνο 1% και των οποίων η ανταλλακτική αξία συνεχώς μειώνεται. (Τα μακροπρόθεσμα χρεόγραφα ενέχουν τον κίνδυνο μιας εσωτερικής πτώσης της τιμής του δολαρίου αν αυξηθούν τα αμερικανικά επιτόκια).
Η «Ποσοτική Διευκόλυνση» («Quantitative easing -έκδοση χρήματος) αποτελεί έναν ευφημισμό για το πλημμύρισμα των οικονομιών με πίστωση, που σημαίνει χρέος, στην άλλη πλευρά του ισολογισμού. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διοχετεύει ρευστό και αποθεματικά στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μειώσει τα επιτόκια, ώστε να δώσει «διέξοδο» στις τράπεζες που κατέχουν υποθήκες πολύ υψηλότερης αξίας από τα σπίτια που αποτελούν εμπράγματες εγγυήσεις τους, ως αποτέλεσμα των επισφαλών δανείων της φούσκας των ακινήτων του 2008. Αλλά γιατί οι τράπεζες θα δανείσουν περισσότερα υπό όρους, όταν το ένα τρίτο των αμερικανικών σπιτιών έχει χαμηλότερη αξία από τις υποθήκες και η οικονομία συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα του αποπληθωρισμού του χρέους;
Το πρόβλημα είναι ότι η Ποσοτική Διευκόλυνση των ΗΠΑ οδηγεί το δολάριο προς τα κάτω και άλλα νομίσματα προς τα επάνω, προς μεγάλη ικανοποίηση των κερδοσκόπων, που απολαμβάνουν γρήγορα και εύκολα κέρδη. Για να υπερασπιστούν αυτό το σύστημα οι Αμερικανοί διπλωμάτες απειλούν να βυθίσουν την παγκόσμια οικονομία σε χρηματοπιστωτική αναρχία, εάν άλλες χώρες δεν συμφωνήσουν σε μια επανάληψη της συμφωνίας Πλάζα του 1985 (1) «ως ένα πιθανό πλαίσιο για την μεθόδευση μιας πτώσης του δολαρίου και την αποφυγή ενδεχόμενων αποσταθεροποιητικών εμπορικών ανταγωνισμών». Η πορεία προς τις συναντήσεις του ΔΝΤ το Σαββατοκύριακο [8-11/10] βρήκε τις ΗΠΑ να απειλούν με εκτροχιασμό του διεθνούς οικονομικού συστήματος που θα φέρει το νομισματικό χάος εάν δεν γίνει το δικό τους. Πρόκειται για μια απειλή που πριν λίγες γενιές αποδείχτηκε αποτελεσματική.
Διεξάγεται παγκόσμια ένας πιστωτικός ανταγωνισμός για την αγορά ξένων πόρων, ακινήτων, δημοσίων και ιδιωτικοποιημένων υποδομών, χρεογράφων και εταιρικών ιδιοκτησιών. Μια οικονομική αρπαγή που γίνεται χωρίς κάποιος στρατός να καταλαμβάνει εδάφη ή να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση. Η χρηματοπίστωση είναι η νέα μορφή εχθροπραξιών – χωρίς να χρειάζονται πολεμικές στρατιωτικές δαπάνες ή μια κατοχή εις βάρος ενός απρόθυμου οικοδεσπότη. Πράγματι, αυτός ο «νομισματικός πόλεμος» μέχρι τώρα είναι εθελοντικός και διεξάγεται μεταξύ μεμονωμένων αγοραστών και των πωλητών που εισπράττουν περίσσια δολάρια για τα περιουσιακά τους στοιχεία. Είναι οι ξένες οικονομίες που χάνουν, καθώς οι κεντρικές τους τράπεζες ανακυκλώνουν αυτό το παλιρροιακό κύμα δολαρίων, σε μια πίστωση που δημιουργείται μέσω «υπολογιστών», σε χαμηλής απόδοσης αμερικανικούς κρατικούς τίτλους μειωμένης διεθνούς αξίας.
Για χιλιάδες χρόνια ο φόρος υποτέλειας αποσπούνταν με την κατάκτηση εδαφών και τη λεηλασία του ασημιού και του χρυσού, όπως στη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204, ή των Ίνκα στο Περού και των Αζτέκων στο Μεξικό τρεις αιώνες αργότερα. Αλλά ποιος χρειάζεται έναν στρατιωτικό πόλεμο όταν μπορεί με οικονομικά μέσα να πετύχει τον ίδιο στόχο; Σήμερα προτιμάται ως μέσο εχθροπραξιών ο οικονομικός πόλεμος. Η νίκη στον σημερινό νομισματικό πόλεμο θα είναι με το μέρος του τραπεζικού συστήματος εκείνης της οικονομίας που μπορεί να δημιουργήσει την περισσότερη πίστωση. Τα πληκτρολόγια των υπολογιστών είναι ο σημερινός στρατός που ιδιοποιείται τους παγκόσμιους πόρους.
Το κλειδί για τη νίκη είναι να πειστούν οι ξένες κεντρικές τράπεζες να δεχτούν αυτή την ηλεκτρονική πίστωση, με άσκηση πίεσης του ΔΝΤ, που συνεδριάζει αυτό το Σαββατοκύριακο. Ο στόχος δεν είναι τίποτα τόσο κραυγαλέο όπως η απροκάλυπτη απόσπαση φόρου υποτέλειας μέσω μιας στρατιωτικής κατοχής. Ποιος χρειάζεται στρατό όταν μπορείτε να πετύχει το συνήθη στόχο του (νομισματική ευημερία και σφετερισμός πλούτου) απλά με οικονομικά μέσα; Το μόνο που απαιτείται είναι οι κεντρικές τράπεζες να δεχτούν πίστωση σε δολάρια υποτιμημένης διεθνούς αξίας για την πληρωμή της αγοράς εγχώριων περιουσιακών στοιχείων.
Αλλά ο κόσμος έχει την εμπειρία της συμφωνίας Πλάζα που εκτροχίασε την ιαπωνική οικονομία, υποχρεώνοντάς την να ανατιμήσει το νόμισμά της, ενώ ταυτόχρονα έπεφταν τα επιτόκια λόγω της τεράστιας πίστωσης που διόγκωσε τη φούσκα των ακινήτων. Η εναλλακτική λύση έναντι ενός νέου νομισματικού πολέμου «εκτός κάθε ελέγχου», όπως υπέδειξαν οι ομάδες πίεσης των τραπεζών, είναι «να φτάσουμε σε μια ευρύτερη κατανόηση για το πού θα έπρεπε να κατευθυνθούν τα νομίσματα». Εντούτοις, ο γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Ντ. Στρος-Καν ήταν πιο ρεαλιστής: «Δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχει διάθεση για μια νέα συμφωνία σαν εκείνη του Πλάζα ή του Λούβρου», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου. «Ζούμε σε άλλες εποχές». Την παραμονή των συνεδριάσεων του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον είπε: «Η ιδέα ότι υπάρχει μια απόλυτη ανάγκη σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο να δουλέψουμε μαζί μπορεί να καθυστερήσει» (Alan Beattie, Chris Giles and Michiyo Nakamoto, “Currency war fears dominate IMF talks,” Financial Times, October 9, 2010, and Alex Frangos, “Easy Money Churns Emerging Markets,” Wall Street Journal, October 8, 2010.)
Και εντελώς αντίθετα πρόσθεσε: «Κατανοούμε πως πρέπει να ισχύσουν κάποια στοιχεία ελέγχου των κεφαλαίων».
Το μεγάλο ερώτημα στην παγκόσμια οικονομία σήμερα είναι: πόσο καιρό τα υπόλοιπα έθνη θα συνεχίσουν να ενδίδουν, καθώς οι αθροιστικές δαπάνες αυξάνονται στην οικονομική στρατόσφαιρα; Ο κόσμος πιέζεται να επιλέξει ανάμεσα στην οικονομική αναρχία και την υπαγωγή σε έναν νέο οικονομικό εθνικισμό των ΗΠΑ. Αυτό είναι που προτρέπει τα έθνη να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήδη έχει δει ένα μακροχρόνιο και ανεπιτυχές πείραμα με την «ποσοτική διευκόλυνση» στο ιαπωνικό carry trade [δανεισμός με χαμηλά επιτόκια για τοποθέτηση σε άλλα νομίσματα/χρεόγραφα με υψηλές αποδόσεις] που εμφανίστηκε αμέσως μετά την οικονομική φούσκα που δημιουργήθηκε στη χώρα ύστερα από το 1990. Η ρευστότητα που παρείχε η Τράπεζα της Ιαπωνίας στις άλλες τράπεζες τους να δανείζουν γεν σε χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους με χαμηλό επιτόκιο προκειμένου να αγοράζουν υψηλής απόδοσης τίτλους. Η Ισλανδία, για παράδειγμα, πλήρωνε 15%. Έτσι το ιαπωνικό γεν μετατράπηκε σε ξένα νομίσματα ωθώντας προς τα κάτω τη συναλλαγματική του ισοτιμία.
Ήταν η Ιαπωνία που βελτίωσε το «carry trade» στην σημερινή του μορφή. Μετά τη φούσκα που δημιουργήθηκε στην οικονομία και τις ιδιοκτησίες το 1990, η Τράπεζα της Ιαπωνίας επεδίωξε να δώσει στις τράπεζές της τη δυνατότητα «να βγουν από την αρνητική απόδοση» παρέχοντάς τους πίστωση με χαμηλό επιτόκιο προκειμένου να δίνουν δάνεια. Η ιαπωνική ύφεση τσάκισε την εγχώρια ζήτηση κι έτσι οι τράπεζες της χώρας ανέπτυξαν το «carry trade» δανείζοντας με χαμηλό επιτόκιο στους εγχώριους και ξένους κερδοσκόπους, για να δανείσουν σε χώρες που πρόσφεραν τις υψηλότερες αποδόσεις. Τα γεν δανείστηκαν για να μετατραπούν σε δολάρια, ευρώ, ισλανδικές κορώνες και κινέζικα renminbi, για να αγοραστούν κυβερνητικά χρεόγραφα, χρεόγραφα του ιδιωτικού τομέα, μετοχές, συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης επί νομισμάτων και άλλα οικονομικά προϊόντα. Αυτό το «carry trade» καλύφθηκε από ξένους κερδοσκόπους του χρηματιστηρίου σε χρεόγραφα χωρών, όπως η Ισλανδία που πλήρωνε 15%. Ελάχιστα από αυτά τα επενδυμένα κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν έναν νέο κεφαλαιακό σχηματισμό. Ο χαρακτήρας τους ήταν καθαρά χρηματιστικός-εξαγωγικός και όχι παραγωγικός.
Μέχρι το 2006 οι ΗΠΑ και η Ευρώπη δοκίμαζαν την εμπειρία μιας ιαπωνικού τύπου φούσκας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στα ακίνητα. Αφού έσκασε η φούσκα το 2008, έκαναν ό,τι και οι ιαπωνικές τράπεζες μετά το 1990. Επιδιώκοντας να βοηθήσει τις αμερικανικές τράπεζες να βγουν από την αρνητική απόδοση, η Fed πλημμύρισε την οικονομία με πίστωση. Στόχος ήταν να παράσχει στις τράπεζες μεγαλύτερη ρευστότητα, με την ελπίδα πως θα έδιναν περισσότερα δάνεια σε εγχώριους οφειλέτες. Η οικονομία "θα έβγαινε από το χρέος με δανεισμό", με την πρόκληση τεχνητής αύξησης τιμών στα ακίνητα, τις μετοχές και τα χρεόγραφα, ώστε να αποφευχθούν οι κατασχέσεις κατοικιών και η επακόλουθη εξαφάνιση των εγγυήσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Αυτό εκδηλώνεται σήμερα καθώς η ρευστότητα των ΗΠΑ εις βάρος των ξένων οικονομιών, αυξάνει τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες. Πρόσφατα ο Τζ. Στίγκλιτς εξήγησε πως αντί να βοηθήσει την παγκόσμια αποκατάσταση, η «πλημμυρίδα ρευστότητας» από την Fed και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προκαλεί «χάος» στις ξένες αγορές συναλλάγματος. «Η ειρωνεία είναι πως η FED δημιουργεί όλη αυτή τη ρευστότητα με την ελπίδα πως θα αναζωογονήσει την αμερικανική οικονομία ... Δεν κάνει τίποτα για την αμερικανική οικονομία, αλλά προκαλεί χάος στον υπόλοιπο κόσμο» (Walter Brandimarte, “Fed, ECB throwing world into chaos: Stiglitz,” Reuters, Oct. 5, 2010, reporting on a talk by Prof. Stiglitz at Colombia University. )
Οι Dirk Bezemer και Geoffrey Gardiner, στην εργασία τους «Η ποσοτική διευκόλυνση οδηγεί στην αγχόνη» που προετοίμασαν για τη διάσκεψη Boeckler στο Βερολίνο (29-30 Οκτώβρη) ξεκαθαρίζουν πως «η ποσοτική διευκόλυνση εφοδιάζει τους πελάτες των τραπεζών, όχι τις τράπεζες, με δανείσιμα κεφάλαια. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να εφοδιάσουν τις εμπορικές τράπεζες με ρευστότητα που διευκολύνει τις διατραπεζικές πληρωμές και τις πληρωμές από πελάτες προς την κυβέρνηση, αλλά αυτά που δανείζουν οι τράπεζες είναι τα ίδια τους τα χρέη και όχι εκείνα της κεντρικής τράπεζας. Το εάν τα κεφάλαια παραχωρούνται για ωφέλιμους λόγους δεν θα εξαρτηθεί από την επάρκεια του κεφαλαιακού ανεφοδιασμού, αλλά από το εάν το περιβάλλον θα ενθαρρύνει τις πραγματικές επενδύσεις».
Η ποσοτική διευκόλυνση επιδοτεί την μεγάλης κλίμακας μετακίνηση επενδυμένων κεφαλαίων από τις ΗΠΑ, πιέζοντας προς τα πάνω τις συναλλαγματικές ισοτιμίες των άλλων νομισμάτων.
Η ποσοτική διευκόλυνση του προέδρου της Fed Μπεν Μπερνάνκι μπορεί να μην σκόπευε να αναστατώσει το παγκόσμιο εμπόριο και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή να πυροδοτήσει έναν κερδοσκοπικό συναλλαγματικό κύκλο που να αναγκάσει άλλες χώρες να υπερασπιστούν τις οικονομίες τους απορρίπτοντας το δολάριο ως νόμισμα-παρία. Αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα της απόφασης της FED το 2008 αντί να αναγνωριστεί η μη δυνατότητα αποπληρωμής να διατηρηθούν μεγάλα χρέη ανεξόφλητα, με το ξαναφούσκωμα των τιμών της αμερικανικής χρηματοπιστωτικής αγοράς και της αγοράς ακινήτων. Ο στόχος είναι να ανακτήσουν τη χαμένη αξία τους οι κατοικίες, η διάσωση των ισολογισμών του τραπεζικού συστήματος και συνεπώς η διάσωση της κυβέρνησης, η οποία θα απέφευγε μ’ αυτόν τον τρόπο να ενδώσει στην αγορά νέων άχρηστων τραπεζικών χαρτιών, πράγμα πολιτικά αδύνατο δεδομένης της διάθεσης των πλειοψηφίας των Αμερικανών.
Ο αναγγελθείς στόχος δεν υλοποιείται. Η δημιουργία νέας πίστωσης από την FED δεν αυξάνει τα τραπεζικά δάνεια για την κτηματαγορά, τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις. Οι τράπεζες απλώς δεν δανείζουν μέσα στη χώρα. Εισπράττουν τα παλιά δάνεια. Γι’ αυτό η αποταμίευση στις ΗΠΑ αναπηδά. H «αποταμίευση» που εμφανίζεται (από 0 έως 3% του ΑΕΠ) παίρνει τη μορφή πληρωμής του χρέους με μετρητά και όχι ενίσχυσης των ρευστών κεφαλαίων. Ακριβώς όπως ο αποθησαυρισμός εκτρέπει τα έσοδα από το να ξοδευτούν σε αγαθά και υπηρεσίες, έτσι και η πληρωμή του χρέους συρρικνώνει το προς δαπάνη εισόδημα.
Έτσι ο Μπερνάνκι δημιούργησε 2 τρισεκατομμύρια δολάρια νέας πίστωσης στην Fed. Και τώρα (Οκτώβρης 2010) η FED προτείνει να αυξήσει τη δημιουργία χρημάτων (να κόψει περισσότερο χρήμα) κατά ακόμα 1 τρις. δολάρια μέσα στο επόμενο έτος. Αυτό είναι που έχει οδηγήσει τις τιμές του χρυσού σε διόγκωση και τους επενδυτές να δραπετεύσουν από τα αδύναμα “χάρτινα νομίσματα”, από τις αρχές του Σεπτέμβρη – και έχει ωθήσει τις άλλες χώρες να προστατέψουν αναλόγως τις δικές τους οικονομίες.
Δεν εκπλήσσει κανέναν το ότι οι τράπεζες δεν δανείζουν σε μια οικονομία που συρρικνώνεται από τον αποπληθωρισμό του χρέους (debt deflation ). Η συνολική ποσότητα ποσοτικής διευκόλυνσης έχει φύγει στο εξωτερικό, κυρίως σε Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. «Πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έδειξε αναμφισβήτητα πως η ποσοτική διευκόλυνση των χωρών του G4 στο παρελθόν μεταφέρθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις αναδυόμενες οικονομίες .... από το 1995, η στάση της συναλλαγματικής πολιτικής στην Ασία σχεδόν ολοκληρωτικά έχει καθοριστεί από την συναλλαγματική στάση των G4 – ΗΠΑ, Ευρωζώνη, Ιαπωνία και Κίνα – που καθοδηγείται από τη FED”. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, «οι τιμές των κοινών μετοχών στην Ασία και στη Λατινική Αμερική γενικά ανεβαίνουν όταν η πλεονασματική ρευστότητα μεταφέρεται από τις χώρες των G4 στις αναδυόμενες οικονομίες».
Ο δανεισμός πρωτοφανών ποσών από τις αμερικανικές, ιαπωνικές και βρετανικές τράπεζες για την αγορά χρεογράφων, μετοχών και νομισμάτων σε Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα και χώρες του Τρίτου Κόσμου είναι μια αυτοτροφοδοτούμενη επέκταση. Οι κερδοσκοπικές εισροές σε αυτές τις χώρες πιέζουν ανοδικά τα νομίσματά τους όπως επίσης και τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων τους, αλλά οι κεντρικές τους τράπεζες ρυθμίζουν αυτές τις συναλλαγές σε δολάρια, των οποίων η αξία πέφτει καθώς μετράται στα δικά τους τοπικά νομίσματα.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε πώς όλα αυτά αποτελούν την ουσία της ελεύθερης αγοράς. «Δεν είναι καλό για τον κόσμο , για την επίλυση αυτού του ευρύτερου προβλήματος, να βασίζεται στις ΗΠΑ», είπε την περασμένη Τετάρτη ο Τ. Γκάιτνερ (υπ. Οικονομικών των ΗΠΑ).
Έτσι, οι άλλες χώρες λύνουν το πρόβλημα μόνες τους. Η Ιαπωνία προσπαθεί να κρατήσει χαμηλά την ισοτιμία της πουλώντας γιεν και αγοράζοντας αμερικανικά ομόλογα, προκειμένου να διατηρήσει αλώβητο το carry trade, καθώς αυτοί που κάνουν αρμπιτράζ πληρώνουν ξανά με γιεν που δανείστηκαν νωρίτερα για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης, αλλά όλο και πιο ριψοκίνδυνο, κρατικό χρέος από χώρες όπως η Ελλάδα. Η αποπληρωμή αυτών των δανείων ώθησε προς τα πάνω την ισοτιμία του γιεν κατά 12% έναντι του δολαρίου, μέχρι στιγμής. Στις 5 Οκτωβρίου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ιαπωνίας Μασαάκι Σιρακάβα ανήγγειλε πως η Ιαπωνία δεν «είχε άλλη επιλογή» παρά να «δαπανήσει 5 τρισ. γιεν (60 δισ. δολάρια) για να αγοράσει κρατικά ομόλογα, εταιρικά συμβόλαια δανεισμού, επενδυτικά αμοιβαία κεφάλαια σε ακίνητα και κεφάλαια που εμπορεύονται ισοτιμίες - τα δύο τελευταία κατά παράβαση παλαιότερων πρακτικών».
Αυτή η «στείρωση» της μη επιθυμητής χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας είναι ακριβώς η πρακτική για την οποία επέκριναν οι ΗΠΑ την Κίνα. Η Κίνα επιχείρησε να ανακυκλώσει το εμπορικό της πλεόνασμα με πιο «φυσιολογικούς» τρόπους, επιδιώκοντας να αγοράσει αμερικανικές εταιρίες. Όμως το Κογκρέσο δεν άφησε την CNOOC να αγοράσει διυλιστήρια πετρελαίου πριν από λίγα χρόνια και η καναδική κυβέρνηση πιέζεται τώρα να μπλοκάρει την προσπάθεια της Κίνας να αγοράσει την καναδική ποτάσα. Έτσι, η Κίνα και άλλες χώρες δεν έχουν επιλογές πλην του να κρατούν τα νομίσματά τους σταθερά αγοράζοντας αμερικανικά και ευρωπαϊκά ομόλογα.
Κερδοσκοπία: Δομικό στοιχείο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος
Αυτό είναι το πρόβλημα όλων των χωρών σήμερα. Όπως έχει οικοδομηθεί, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ανταμείβει την κερδοσκοπία και δυσκολεύει τις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν τη σταθερότητα χωρίς αναγκαστικά δάνεια προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, που έχει επί πολύ καιρό το μονοπώλιο σχεδόν στην παροχή αποθεματικών προς την κεντρική τράπεζα.
Όπως σημειώθηκε νωρίτερα, οι έμποροι αρμπιτράζ πετυχαίνουν διπλό κέρδος: το περιθώριο αρμπιτράζ ανάμεσα στην απόδοση της Βραζιλίας που είναι σχεδόν 12%, όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, και στο κόστος της αμερικανικής πίστωσης (1%) συν το κέρδος ισοτιμίας που προκύπτει από το γεγονός ότι η εκροή από δολάρια σε ρεάλ έχει ανεβάσει την ισοτιμία του ρεάλ περίπου κατά 30% -από 2,50 δολάρια στις αρχές του 2009 στο 1,75 την περασμένη εβδομάδα. Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας και την ικανότητα χρησιμοποίησης της μόχλευσης, δηλ. με 1 εκατ. ιδίων κεφαλαίων (εγγύηση) μπορεί κανείς να αγοράσει ξένα χρεόγραφα αξίας 100 εκατ., ο ρυθμός απόδοσης είναι 3.000% από τον Ιανουάριο του 2009.
Η Βραζιλία είναι περισσότερο θύμα παρά ωφελημένη αυτού που κατ’ ευφημισμό λέγεται «εισροή κεφαλαίου». Η εισροή ξένου χρήματος έχει αυξήσει την αξία του ρεάλ κατά 4% μέσα σε ένα μήνα μόνο (από την 1/9 ως τις αρχές Οκτωβρίου). Η αύξηση του περασμένου έτους έχει διαβρώσει την ανταγωνιστικότητα των βραζιλιάνικων εξαγωγών, ωθώντας την κυβέρνηση να επιβάλει φόρο 4% στις ξένες αγορές των ομολόγων της, στις 4/10, για να αποτρέψει την άνοδο του νομίσματος. «Δεν είναι απλώς ένας νομισματικός πόλεμος», είπε ο υπουργός Οικονομικών τη Δευτέρα. «Τείνει να γίνει εμπορικός πόλεμος και αυτό μας ανησυχεί». Και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ταϊλάνδης Βόνγκβατου Πότιρατ προειδοποίησε πως η χώρα του μελετούσε την επιβολή παρόμοιων φόρων και περιορισμών στο εμπόριο του νομίσματος, για να αποτρέψει την άνοδο του μπατ, ο δε Σουμπίρ Γκόκαρν, αναπληρωτής διοικητής της Τράπεζας της Ινδίας, ανήγγειλε ότι η χώρα του εξετάζει επίσης τις άμυνές της ενάντια στη «δυνητική απειλή» των εισροών κεφαλαίων.
Αυτά τα κεφάλαια δεν παρέχουν χρήματα για απτές επενδύσεις. Είναι αρπακτικά και προκαλούν διακύμανση του νομίσματος που διαταράσσει τα εμπορικά πρότυπα, ενώ δημιουργεί τεράστια εμπορικά κέρδη για τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους πελάτες τους. Ωστόσο, οι περισσότερες συζητήσεις για την ισοτιμία αντιμετωπίζουν το ισοζύγιο πληρωμών και τις ισοτιμίες σαν να μην καθορίζονταν καθαρά από το εμπόριο προϊόντων και την «ισοτιμία αγοραστικής δύναμης», ούτε από τις χρηματοπιστωτικές ροές και τις στρατιωτικές δαπάνες που κυριαρχούν στο ισοζύγιο πληρωμών. Η πραγματικότητα είναι πως η σημερινή μεσοβασιλεία -αναρχικές «ελεύθερες» αγορές πριν οι χώρες υψώσουν βιαστικά τις νομισματικές άμυνές τους- παρέχει τη ευκαιρία του αιώνα για τη διεξαγωγή αρμπιτράζ. Γι’ αυτό ακριβώς πίεζαν οι λομπίστες των τραπεζών. Δεν έχει καμιά σχέση με την ευημερία των εργαζομένων.
Το δυνητικά μεγαλύτερο κερδοσκοπικό βραβείο απ’ όλα είναι μια ανατίμηση του κινεζικού ρενμίμπι. Η Επιτροπή Εσόδων της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων στηρίζει αυτό τον τζόγο ζητώντας από την Κίνα να αυξήσει την ισοτιμία της κατά 20% όπως υποδεικνύουν το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Μια ανατίμηση αυτής της τάξης μεγέθους θα επέτρεπε στους κερδοσκόπους να βάλουν 1 εκατ. δολάρια για να δανειστούν 99 και να αγοράσουν κινεζικά ρενμίμπι σε μελλοντικό χρόνο. Η ζητούμενη ανατίμηση θα παρήγαγε ένα κέρδος 2.000% ή 20 εκατ., μετατρέποντας το στοίχημα των 100 εκατ. δολαρίων (από τα οποία μόνο το 1 είναι «σοβαρό χρήμα») σε 120 εκατ. δολάρια. Οι τράπεζες μπορούν να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερα, σχεδόν άπειρα περιθώρια μόχλευσης, περίπου σαν τις ανταλλαγές επιτοκίων και τις αντασφάλειες και άλλα παιχνίδια με παράγωγα.
Αυτά τα χρήματα τα έχουν ήδη αρπάξει κερδοσκοπώντας με βραζιλιάνικα, ινδικά και κινεζικά χρεόγραφα και χρεόγραφα άλλων χωρών των οποίων οι ισοτιμίες ωθήθηκαν προς τα πάνω λόγω της φυγής της πίστωσης από το δολάριο, το οποίο έχει πέσει 7% έναντι ενός καλαθιού νομισμάτων από τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ ανακοίνωσε την προοπτική της «ποσοτικής διευκόλυνσης». Την εβδομάδα πριν από τη σύνοδο του ΔΝΤ [8-11/9] το ταϊλανδέζικο μπατ και η ινδική ρουπία εκτοξεύτηκαν εν όψει του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπλόκαραν κάθε προσπάθεια από ξένες χώρες να αλλάξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να κάμψουν τον αποδιοργανωτικό νομισματικό τζόγο.
Αυτή η εκροή κεφαλαίων από τις ΗΠΑ βοήθησε πραγματικά τις εγχώριες τράπεζες να ανοικοδομήσουν τους ισολογισμούς τους, όπως ήταν η πρόθεση της Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία πέφτει θύμα το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα ως παράπλευρη απώλεια. Αυτό έκανε τους Κινέζους αξιωματούχους να αντικρούσουν προσπάθειες των ΗΠΑ να τους κατηγορήσουν γιατί διατηρούν εμπορικό πλεόνασμα, ανταπαντώντας ότι η χρηματοπιστωτική επιθετικότητα των ΗΠΑ «δημιούργησε τον κίνδυνο αμοιβαίας καταστροφής των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων».
Από τον κανόνα του χρυσού, μέχρι τον κανόνα των ομολόγων και σην αναρχία της «ελεύθερης πίστωσης»
Πράγματι, η απόκλιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες στη σύνοδο του ΔΝΤ απειλεί να προκαλέσει την πιο σοβαρή ρήξη από την κατάρρευση της Νομισματικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου, το 1933. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλείται για άλλη μια φορά με διάλυση, εκτροχιάζοντας τις σχέσεις εμπορίου και επενδύσεων σ’ όλο τον κόσμο – ή μπορεί να πάρει μια νέα μορφή όπου οι ΗΠΑ θα είναι απομονωμένες εν όψει του διαρθρωτικού μακροχρόνιου ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών τους.
Αυτή η κρίση προσφέρει μια ευκαιρία –στην πραγματικότητα αποτελεί μια αναγκαιότητα—να κάνει κανείς πίσω και να επανεξετάσει τη μακριά διάρκεια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής εξέλιξης για να δει πού οδηγούν οι προηγούμενες τάσεις και ποιοι δρόμοι χρειάζεται να ανιχνευθούν ξανά. Επί πολλούς αιώνες πριν από το 1971, οι χώρες διευθετούσαν το ισοζύγιο πληρωμών τους με χρυσό ή ασήμι. Αυτό το «χρήμα του κόσμου», όπως αποκάλεσε τον χρυσό ο σερ Τζέιμς Στιούαρτ το 1767, σχημάτιζε τη βάση και του εγχώριου νομίσματος. Μέχρι το 1971 κάθε τραπεζογραμμάτιο της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ βασιζόταν κατά 25% σε χρυσό, αξίας 35 δολαρίων/ουγκιά. Οι χώρες έπρεπε να έχουν χρυσό για να διατηρούν εμπορικά και πλεονάσματα ισοζυγίου πληρωμών, προκειμένου να αυξάνουν την προσφορά χρήματος για να διευκολύνουν τη γενική οικονομική επέκταση. Και όταν είχαν εμπορικά ελλείμματα ή έκαναν στρατιωτικές εκστρατείες, οι κεντρικές τράπεζες περιόριζαν την προσφορά εγχώριας πίστωσης για να αυξήσουν τα επιτόκια και να προσελκύσουν ξένες χρηματοπιστωτικές εισροές.
Όσο διατηρούνταν αυτή η συνθήκη, το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα λειτουργούσε αρκετά ομαλά, αν και εφαρμόζονταν πολιτικές «σταματήματος και ξεκινήματος» όταν η επιχειρηματική επέκταση οδηγούσε σε ελλείμματα, εμπορικά και ισοζυγίου πληρωμών. Οι χώρες που παρουσίαζαν τέτοια ελλείμματα αύξαναν τα επιτόκιά τους για να ελκύσουν ξένο κεφάλαιο, μείωναν τις κρατικές δαπάνες, αύξαναν τους φόρους στους καταναλωτές και επιβράδυναν την εγχώρια οικονομία, για να μειώσουν την αγορά εισαγόμενων προϊόντων.
Ο αποσταθεροποιητικός παράγοντας του συστήματος ήταν οι στρατιωτικές δαπάνες. Οι πολεμικές συναλλαγές του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επέτρεψαν στις ΗΠΑ να συγκεντρώσουν το 80% του παγκόσμιου χρυσού, το 1950. Αυτό κατέστησε το δολάριο υποκατάστατο του χρυσού. Αλλά μετά τον κορεατικό πόλεμο, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ στο εξωτερικό ισοδυναμούσαν με το σύνολο του ελλείμματος πληρωμών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970. Το εμπόριο και οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα ήταν εξισορροπημένες.
Τον Αύγουστο του 1971, οι πολεμικές δαπάνες στο Βιετνάμ και σε άλλες ξένες χώρες ανάγκασαν τις ΗΠΑ να αναστείλουν τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό. Ως επί το πλείστον από αδράνεια, οι κεντρικές τράπεζες συνέχισαν να ρυθμίζουν τα ισοζύγια πληρωμών τους με ομολογίες του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Δεν υπήρχε άλλο περιουσιακό στοιχείο σε επαρκή προσφορά για να σχηματίσει τη βάση αποθεματικού των κεντρικών τραπεζών. Όμως, η αντικατάσταση του χρυσού -ενός καθαρού περιουσιακού στοιχείου- με το αμερικανικό χρέος σε δολάρια μετασχημάτισε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το σύστημα βασίστηκε στο χρέος και όχι σε περιουσιακά στοιχεία. Και γεωπολιτικά, ο κανόνας των ομολόγων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών κατέστησε τις ΗΠΑ άτρωτες από τους παραδοσιακούς περιορισμούς του ισοζυγίου πληρωμών και χρηματοπίστωσης, επιτρέποντας στις κεφαλαιαγορές τους να γίνουν όλο και πιο εξαρτώμενες από τη μόχλευση και «καινοτομικές». Επέτρεψε, επίσης, στην αμερικανική κυβέρνηση να διεξάγει εξωτερική πολιτική και στρατιωτικές εκστρατείες χωρίς να νοιάζεται για το ισοζύγιο πληρωμών.
Το πρόβλημα είναι ότι η προσφορά πίστωσης σε δολάρια είναι δυνητικά άπειρη. Η «πληθώρα δολαρίων» έχει αυξηθεί αναλογικά με το έλλειμμα πληρωμών των ΗΠΑ. Η αύξηση αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας και τα κρατικά επενδυτικά ταμεία έχουν πάρει τη μορφή της ανακύκλωσης εισροών δολαρίων σε νέες αγορές αμερικανικών κρατικών ομολόγων – κάτι που καθιστά τις ξένες κεντρικές τράπεζες (και τους φορολογούμενους) υπεύθυνες να χρηματοδοτούν το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος του αμερικανικού προϋπολογισμού. Το γεγονός ότι αυτό το έλλειμμα είναι κυρίως στρατιωτικό εκ φύσεως -και χρησιμοποιείται για σκοπούς που πολλοί ξένοι ψηφοφόροι καθόλου δεν εγκρίνουν- καθιστά αυτή τη παγίδευση ιδιαίτερα ενοχλητική. Έτσι δεν εκπλήσσει κανέναν το ότι οι ξένες χώρες αναζητούν εναλλακτική λύση.
Σε αντίθεση με τα όσα λένε τα ΜΜΕ, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών των ΗΠΑ -και συνεπώς τα πλεονάσματα άλλων χωρών- δεν είναι κατά πρώτο λόγο εμπορικό. Οι στρατιωτικές δαπάνες στο εξωτερικό έχουν επιταχυνθεί μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σ. Ένωσης το 1991. Ακόμη πιο σημαντικές είναι οι εκροές κεφαλαίου από τις ΗΠΑ. Οι τράπεζες δάνειζαν στις ξένες κυβερνήσεις χωρών του Τρίτου Κόσμου, σε άλλες χώρες με ελλείμματα για να καλύψουν τα ελλείμματα των εθνικών πληρωμών, σε ιδιώτες δανειστές για να αγοράσουν ξένες υποδομές που ιδιωτικοποιούνταν, ξένες μετοχές και ομόλογα, σε εμπόρους αρμπιτράζ που δανείζονταν με χαμηλό επιτόκιο για να αγοράσουν υψηλότερης απόδοσης ομόλογα στο εξωτερικό.
Το αποτέλεσμα είναι τα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών των άλλων χωρών να μην απορρέουν κυρίως από τις εμπορικές σχέσεις, αλλά από χρηματιστική κερδοσκοπία και τα έμμεσα αποτελέσματα των παγκόσμιων στρατιωτικών δαπανών των ΗΠΑ. Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι ελιγμοί για γρήγορες αποδόσεις εκ μέρους των τραπεζών και των πελατών τους που κάνουν αρμπιτράζ στρεβλώνουν τις ισοτιμίες του διεθνούς εμπορίου. Η «ποσοτική διευκόλυνση» των ΗΠΑ είναι ένας ευφημισμός για μια αρπακτική χρηματοπιστωτική επίθεση στον υπόλοιπο κόσμο. Η εμπορική και νομισματική σταθερότητα αποτελεί μέρος των «παράπλευρων απωλειών» που προκαλούνται από το πλημμύρισμα της οικονομίας με ρευστότητα εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να ξαναφουσκώσουν τις τιμές των αμερικανικών περιουσιακών στοιχείων. Αντιμέτωπες με την αμερικανική πλημμυρίδα της ποσοτικής διευκόλυνσης προκειμένου να «σώσουν τις τράπεζες» από απαξιωμένους τίτλους, όλες οι χώρες υποχρεώνονται να «χειραγωγούν το νόμισμα». Παράγεται τόσο πολύ χρήμα από την καθαρά χρηματιστική κερδοσκοπία που οι «πραγματικές» οικονομίες καταστρέφονται.
Οι επερχόμενοι έλεγχοι κεφαλαίου
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα καταρρέει επειδή οι νομισματικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ αλλάζουν τους κανόνες που είχαν τεθεί πριν από μισό αιώνα. Πριν να αποσυνδεθεί το δολάριο από τον χρυσό το 1971, ουδείς φανταζόταν πως μια οικονομία -ιδίως των ΗΠΑ- θα δημιουργούσε απεριόριστη πίστωση μέσω πληκτρολογίων ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς να βλέπει ότι το νόμισμά της καταβυθίζεται. Αυτό όμως συμβαίνει τώρα που κυριαρχεί ο κανόνας των αμερικανικών ομολόγων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ξένες χώρες μπορούν να εμποδίσουν την άνοδο των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου (και συνεπώς το πέταγμα της εργασίας και των εξαγωγών τους από τις ξένες αγορές) μόνο
- (1) με την ανακύκλωση των εισροών δολαρίου σε ομόλογα των ΗΠΑ,
- (2) με την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων ή
- (3) με την αποφυγή χρήσης του δολαρίου ή άλλων νομισμάτων που χρησιμοποιούν οι κερδοσκόποι στις οικονομίες που προωθούν την «ποσοτική διευκόλυνση».
Η Βραζιλία έκανε ένα προσεκτικό βήμα χρησιμοποιώντας τη φορολογική πολιτική αντί των άμεσων ελέγχων κεφαλαίου, όταν φορολόγησε τους ξένους αγοραστές των ομολόγων της, την περασμένη εβδομάδα.
Αν και άλλες χώρες ακολουθήσουν, αυτό θα αναστρέψει την πολιτική των ανοικτών και απροστάτευτων αγορών κεφαλαίου που υιοθετήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η τάση απειλεί να οδηγήσει στο είδος της νομισματικής πρακτικής που βρίσκουμε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1950: διπλές ισοτιμίες, μία για τις χρηματοπιστωτικές κινήσεις και άλλη μία για το εμπόριο. Αυτό θα σήμαινε, πιθανώς, την αντικατάσταση του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου με μια νέα ομάδα θεσμών στην οποία οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ευρωζώνη θα ήταν απομονωμένες.
Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, το ΔΝΤ προτείνει να λειτουργήσει σαν «κεντρική τράπεζα» δημιουργώντας τον επονομαζόμενο, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, «χάρτινο χρυσό» - τεχνητή πίστωση με τη μορφή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων. Ωστόσο, άλλες χώρες παραπονούνται ήδη ότι οι μεγάλοι προωθητές του κερδοσκοπικού αμπιτράζ -ΗΠΑ, Βρετανία και Ευρωζώνη- διατηρούν τον έλεγχο των ψήφων. Και τα άρθρα της Συμφωνίας του ΔΝΤ εμποδίζουν τις χώρες να προστατευτούν, χαρακτηρίζοντας την αυτοπροστασία «παρέμβαση» στις «ανοικτές κεφαλαιαγορές». Έτσι το αδιέξοδο που επήλθε κατά τη σύνοδο του ΔΝΤ φαίνεται πως θα είναι μόνιμο. Όπως συνοψίζει το θέμα μια έκθεση: «Υπάρχει μόνο ένα εμπόδιο και αυτό είναι η συμφωνία των μελών”, είπε απογοητευμένος ο Καν».
Ο Πολ Μάρτιν, πρώην πρωθυπουργός του Καναδά που βοήθησε στη δημιουργία των G20 ύστερα από την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση, είπε πως «οι μεγάλες δυνάμεις ήταν ως επί το πλείστον άτρωτες δεν μπορούσε κανείς να τις εκθέσει». Και ο Μοχάμετ Ελ Εριάν, πρώην ανώτατος αξιωματούχος του ΔΝΤ και νυν ανώτατο εκτελεστικό στέλεχος της Pimco, είπε σε μια συνέντευξη στους Financial Times ότι «έχετε έναν σπασμένο σωλήνα πίσω από τον τοίχο και το νερό τρέχει. Πρέπει να διορθώσετε το σωλήνα και όχι απλώς να μπαλώσετε τον τοίχο».
Οι χώρες του BRIC δημιουργούν απλώς το δικό τους παράλληλο σύστημα. Τον Σεπτέμβριο η Κίνα υποστήριξε μια ρωσική πρόταση να αρχίσουν άμεσο εμπόριο μεταξύ γουάν και ρουβλιού. Έκανε μια ίδια συμφωνία με τη Βραζιλία. Και στις παραμονές της συνόδου του ΔΝΤ, ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν σταμάτησε στην Ιστανμπούλ για να συνάψει συμφωνία με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν, με αντικείμενο τη χρήση των νομισμάτων τους για τον τριπλασιασμό του τουρκο-κινεζικού εμπορίου σε 50 δισ. δολάρια τα επόμενα πέντε χρόνια, ουσιαστικά, αποκλείοντας το δολάριο. «Προχωρούμε σε στρατηγική οικονομική συνεργασία... Σε όλες μας τις σχέσεις, συμφωνήσαμε να χρησιμοποιούμε τη λίρα και το γουάν», είπε ο κ. Ερντογάν.
Στη βαθύτερη οικονομική διαδρομή, η παρούσα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση αποτελεί μέρος του τιμήματος που θα πληρωθεί εξαιτίας της άρνησης της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ να δεχθούν το πρωταρχικό αξίωμα της τραπεζικής: τα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν, δεν θα πληρωθούν. Προσπάθησαν να «σώσουν» το τραπεζικό σύστημα από τις διαγραφές χρεών το 2008 διατηρώντας το χρέος στις λειτουργικές δαπάνες. Το βάρος της αποπληρωμής συνεχίζει να συρρικνώνει την αμερικανική οικονομία, ενώ ο τρόπος που η Κεντρική Τράπεζα βοηθάει τις άλλες τράπεζες να «ξεφύγουν από τους απαξιωμένους τίτλους» τροφοδότησε μια πλημμυρίδα διεθνούς χρηματιστικής κερδοσκοπίας. Αντιμέτωπες με το δίλημμα ή να εξομαλύνουν το παγκόσμιο εμπόριο ή να δώσουν ευκαιρίες στο αρπακτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ΗΠΑ και η Βρετανία έριξαν το βάρος τους στο δεύτερο. Οι οικονομίες που πλήττονται δικαίως αναζητούν εναλλακτικές διευθετήσεις.
(1) Η Συμφωνία που έγινε στο ξενοδοχείο Πλάζα της Ν. Υόρκης (1985) μεταξύ της Γαλλίας, της Δ. Γερμανίας, της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ και του Ην. Βασιλείου αφορούσε την υποτίμηση του δολαρίου σε σχέση με το γιεν με παρεμβάσεις στις νομισματικές αγορές. Ο λόγος ήταν διπλός: μείωση του αμερικανικού ελλείμματος και βοήθεια προς την αμερικανική οικονομία που είχε εισέλθει σε σοβαρή ύφεση.
- Ο Μ. Χάντσον είναι διακεκριμένος ερευνητικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μισούρι, στο Κάνσας Σίτι. Το παραπάνω κείμενο είναι η πλήρης μετάφραση του άρθρου του στο Counterpunch, 11/10/2010. Στην έντυπη έκδοση του Δρόμου της 23/10 δημοσιεύτηκαν εκτεταμένα αποσπάσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου