του Θανάση Σκαμνάκη
από το ΠΡΙΝ
Πλημμύρισε πάλι ο κόσμος λέξεις. Πυροβολούν αδέσποτες κι ευτελισμένες. Τα χείλη που τις προφέρουν τις έχουν ήδη αρνηθεί πριν τις ξεστομίσουν. Κι εκείνες άδειες από περιεχόμενο δεν φτάνουν στα αυτιά μας, όταν προφέρονται και γραμμένες αρνούνται να περάσουν πιο μέσα από τον αμφιβληστροειδή, είτε συνοδεύονται από πολυτελή φωτογραφημένα χαμόγελα, είτε όχι.
Περισσότερο μοιάζουν με εκείνες τις γραμμές 090 που υπόσχονται πως κάποια στην άλλη μεριά του τηλεφώνου είναι όλη δική σου και πως θα κάνει τα πάντα για σένα.
Η Έμιλυ Ντίκινσον έλεγε –κάπου το διάβασα παλιότερα και το αποδίδω όπως το θυμάμαι– πως κάθεται μπροστά σε κάποιες λέξεις ώρα πολύ και πως αυτές σιγά-σιγά αρχίζουν να λάμπουν. Αυτό γίνεται πάντα με τους ποιητές. Καθώς οι λέξεις είναι ζωή που πέρασε από πάνω τους και μέσα τους (κι από τους ποιητές κι από τις λέξεις). Απηχούν αισθήματα, διαθέσεις και επιθυμίες. Κι αν σκορπάς αστόχαστα λέξεις άτονες, πτώματα λέξεων, είναι σαν να προσβάλλεις πραγματικές ζωές.
Εποχές σαν κι αυτές που διανύουμε βροντοφωνάζουν την παρακμή τους μέσα από τον ορυμαγδό των λόγων χωρίς νόημα. Οι εκλογές απλώς αποτελούν την κορύφωση της λαγνείας του κενού λόγου. Τι νέες ημέρες ανατέλλουν, τι νέα ζωή υπόσχονται, τι οι πολίτες είναι πρώτη φροντίδα, τι ο δήμος γίνεται κύτταρο δημιουργικότητας, τι και τι… Χωρίς καμιά πρωτοτυπία, ούτε σε σχέση με τον καιρό, ούτε καν σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Πώς να εμπιστευτείς ανθρώπους που μιλούν με το κενό και εκφράζουν το κενό; Πώς να συνεννοηθείς με αλλοιωμένες, σχεδόν όζουσες, λέξεις και σκέψεις; Όπως τα ελληνικά του πρωθυπουργού δεν είναι η συμπαθής εκφορά μιας γλώσσας από έναν αλλόγλωσσο, αλλά η έκφραση της πράξης βιασμού και ουσιαστικής περιφρόνησης του ελληνικού λαού, έτσι και ο καλύτερης σύνταξης λόγος των λογής υποψηφίων δεν είναι παρά η έκφραση του τίποτα που εκπροσωπούν.
Η Αριστερά, πιο μετρημένη, δυστυχώς δεν προβάλλει τη φωτεινή της εξαίρεση στο τοπίο του κενού. Ειλικρινής ωστόσο, τουλάχιστον όσον μας αφορά, διατυπώνει όνειρα και σχέδια μέλλοντος και συνεπώς οι λέξεις της, ακόμα κι όταν διατυπώνουν φρούδες ελπίδες, ακόμα κι όταν προφέρονται ως ξύλινες, έχουν τη γοητευτική χροιά μιας αλήθειας. Πάει να πει, πως όπως όλα τα πράγματα σ’ αυτό το τοπίο της παρακμής πρέπει να τα διεκδικήσουμε πάλι με ενθουσιασμό, έτσι πρέπει να διεκδικήσουμε και την αξιοπιστία των λέξεων. Να λάμψουν. Όπως κάνουν οι ποιητές. Να ξαναδούμε την ποίηση της Αριστεράς, ή την Αριστερά ως ποίηση.
Γιατί όπως ο ποιητής της Ρωμιοσύνης και του Επιτάφιου γράφει τον Αύγουστο του 1987 «εκεινα που δεν έλεγες ποτέ,ακριβώς εκείνα/έδιναν αίμα στα λόγια που ελεγες και έμεναν στον αέρα/μετέωρα,διφορούμενα,σαν ανεξήγητοι ήχοι/νυχτερινής μελλοντικής μουσικής".Και ακόμα γιατί "Ισως και νά'χουν κάποια αξία/αυτά που αφήσαμε πίσω μας/...Μα τώρα και τούτο το "ίσως" πάνω στα χείλη σου/έχει χλωμιάσει και γεράσει".
ΑπάντησηΔιαγραφή